Δεκάδες είναι τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας κατά του τόκου και του δανεισμού.
Έτσι ο Μέγας Βασίλειος γράφει (Κατά τοκιζόντων, 2): «Ψεύδους αρχή το δανείζεσθαι˙ αχαριστίας αφορμή, αγνωμοσύνης, επιορκίας», και (Κατά τοκιζόντων, 3) «Πλούσιος είσαι; Μη δανείζεσαι. Φτωχός είσαι; Μη δανείζεσαι», και «μην αποκτήσεις πείρα του αλλόκοτου αυτού θηρίου, του τόκου» και (Κατά τοκιζόντων, 5): «Εκατοστολόγοι και δεκατοστολόγοι λέγονται μερικοί, φρικτά και να ακούγονται ονόματα, μηνιαίοι απαιτητητές, σαν τους επιληπτικούς κατά τις περιόδους της Σελήνης επιτίθενται στους φτωχούς, για την πονηρή δόση τους» και (PG 95, 1372B) «σκίσε, άνθρωπε, το άδικο γραμμάτιο, ώστε να λυθεί η αμαρτία. Εξάλειψε την ομολογία των βαρύτατων τόκων». Για τον Μέγα Βασίλειο το να έχουμε κάτι δικό μας στην αδελφότητα «είναι αντίθετο προς την μαρτυρία των Πράξεων περί των πιστευσάντων, όπου αναφέρεται ότι “ουδείς έλεγε ότι είναι εαυτού κάτι εκ των υπαρχόντων αυτού” (Πράξεις 4, 32). Εκείνος λοιπόν που λέγει ότι κάτι είναι ιδικόν του, κατέστησε τον εαυτόν του ξένον από την Εκκλησία του Θεού και από την αγάπη του Κυρίου (Όροι κατ’ επιτομήν, 85).
Για τον άγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό ο τόκος μιαίνει τη γη (Λόγος ιστ’, 18): «Ο δε τόκος και πλεονασμοίς την γην εμίανε». Κατακρίνονται οι «σιτοκάπηλοι» και γενικά όσοι έμποροι καραδοκούν για οικονομικά δύσκολες εποχές, ώστε να αισχροκερδίσουν (Λόγος ιστ΄, 19): «Τι προς ταύτα ερούμεν, οι σιτώναι και σιτοκάπηλοι, οι τηρούντες τας των καιρών δυσκολίας, ίνα εμπορήσωμεν, και ταις αλλοτρίαις συμφοραίς εντρυφήσωμεν».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ισχυρίζεται ότι η τοκογλυφία είναι μια μορφή ληστείας και φόνου (Εις τον Εκκλησιαστήν, 3), παρα φύσιν πράγμα που δημιουργήθηκε από τους φιλοχρήματους: «Της πονηράς επινοίας τον τόκων, ην άλλην τις ληστείαν και μιαιφονίαν ονομάσας, ουκ αν αμάρτοι του δέοντος. Ή τι γαρ διαφέρει λαθραίοως εκ τοιχωρυχίας αλλότρια ληισάμενον έχειν, και τω φόνω του παροδεύοντος, δεσπότην εαυτόν των εκείνου ποιείν, ή δια της των τόκων ανάγκης κτάσθαι τα μη προσήκοντα; Ω κακής προσηγορίας! Τόκος όνομα της ληστείας γίνεται. Ω πονηράς συζυγίας, ην η φύσις μεν ουκ εγνώρισεν, η δε των φιλοχρηματούντων νόσος εν τοις αψύχοις εκαινοτόμησεν!» Ο Γρηγόριος προειδοποιεί όσους σκοπεύουν να δανειστούν ότι αρραβωνιάζονται με την πενία με πρόσχημα της ευεργεσίας (Κατά τοκιζόντων, 3): «Ο γαρ έντοκον χρυσόν υποδεχόμενος, αρραβώνα πενίας λαμβάνει εν προσχήματι ευεργεσίας, όλεθρον επεισάγων τη οικία» και υποστηρίζει ότι ο τοκογλύφος εμπιστεύεται περισσότερο τους ανθρώπους από το Θεό, τον οποίο καθυβρίζει (Κατά τοκιζόντων, 4) καθώς και ότι αν δεν υπήρχε το πλήθος των τοκιστών, δε θα υπήρχε το πλήθος των φτωχών (Κατά τοκιζόντων, 4). Γι’ αυτό προτείνει μόνο τη δωρεά ή το δάνειο δίχως τόκο (Κατά τοκιζόντων, 11): «Εγώ πρώτον μεν το δωρείσθαι κηρύσσω και παραγγέλλω. Έπειτα και το δανείζειν παρακαλώ. Ποιείν δε τούτο μη μετά τόκων μηδέ πλεονασμών. Ομοίως γαρ ένοχος τιμωρία, και ο μη διδούς δάνεισμα, και ο μετά τόκων διδούς».
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεάς υπενθυμίζει (Στρωματείς, 2, 18): «Ο νόμος απαγορεύει αδελφώ δανείζειν˙ (αδελφόν ονομάζων ου μόνον τον εκ των αυτών φύντα γονέων, αλλά και ος αν ομόφυλος ή ομογνώμων τε και του αυτού λόγου κεκοινωνηκώς), ου δικαιών εκλέγειν τόκους επί χρήμασιν».
Ο όσιος αββάς Παμβώ λέει ότι το ιμάτιο του μοναχού πρέπει να είναι τέτοιας αξίας, ώστε κι αν το αφήσει έξω απ’ το κελί του για τρεις μέρες, να μην το πάρει κανείς (Αποφθέγματα, 6)
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.) ορίζει (κανών ΙΖ’) ότι αν κανείς κληρικός λαμβάνει τόκους, πρέπει να καθαιρεθεί και «αλλότριος του κανόνος έσται».
Η Σύνοδος της Αντιοχείας (341 μ.Χ.) ορίζει κανόνα (25ος) που προβλέπει πειθαρχικές ποινές για όσους επίσκοπους χρησιμοποιεί την τοπική εκκλησιαστική περιουσία ως δική του, πέρα από τα απαραίτητα για την συντήρησή του.
Ο Μέγας Αντώνιος (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Συγγραφέων, τ. 40, 36, 23) προτρέπει στο δανεισμό δίχως τόκο.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ κηρύσσουν την κοινοκτημοσύνη και την ακτημοσύνη, βρίσκονται μακριά από κάθε αλλοπρόσαλλο μίσος κατά του κόσμου, της ύλης και του χρήματος. Ο πλούτος είναι ένα εργαλείο, ένα μέσο. Αν χρησιμοποιηθεί καλά, κι όχι ως αυτοσκοπός, τότε υπάρχει όφελος για τους ανθρώπους. Αν όχι, φταίει η κακή χρήση του. «Δεν είναι ο πλούτος, και το χρυσάφι και ο άργυρος του διαβόλου, καθώς νομίζουν μερικοί. Και φανερά δια του προφήτου λέγει ο Θεός “δικό μου είναι το χρυσάφι και ο άργυρος” (Αγγαίος, β΄, 9)» (άγιου Κύριλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 8, 6), ενώ ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει: «Ο πλούτος δεν είναι κακό, αν χρησιμοποιείται όπως πρέπει» (Ομιλία Εις τας Πράξεις των Αποστόλων, 1) και ο Μέγας Βασίλειος (PG 95, 1465A): «Ο πλούτος δεν είναι ζηλευτός για τον πλούτο. Ούτε το αξίωμα για το ίδιο το αξίωμα. Αλλά είναι και τα δύο όργανα για την αρετή, για αυτούς που τα χρησιμοποιούν καλά. Δεν έχουν από μόνα τους κάτι το καλό. Αυτός, λοιπόν, που χρησιμοποιεί λανθασμένα τον πλούτο, είναι ελεεινός, και μοιάζει με κάποιον στρατιώτη που ενώ του δόθηκε το ξίφος για την άμυνα στον πόλεμο, αυτός τραυματίστηκε εκούσια με αυτό. Εάν όμως χρησιμοποιηθεί ο πλούτος καλά, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, επαινείται και αγαπάται ο χρήστης του και δίκαιος είναι για τον κοινωνικό και φιλάδελφο τρόπο συμπεριφοράς του».
Οι Νεοπαγανιστές προκειμένου να πείσουν ότι ο Χριστιανισμός εδραιώνει τον καπιταλισμό ισχυρίζονται ότι η παραβολή των ταλάντων (Κατά Μάρκον, 25, 14-30) δείχνει τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού. Θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί οποιοσδήποτε ότι οι Νεοπαγανιστές γνωρίζουν καλύτερα από τους Χριστιανούς την ερμηνεία των παραβολών των Ευαγγελίων. Οι παραβολές αφορούν τον Χριστό και κανέναν άλλο και είναι συμβολικές. Στη συγκεκριμένη παραβολή τα τάλαντα συμβολίζουν τα χαρίσματα που έχει κανείς από τον Θεό. Σύμφωνα με την παραβολή (24-30), ο δούλος που έκρυψε το τάλαντο στη γη, τιμωρείται και αυτό του αφαιρείται. Το κρύψιμο του ταλάντου στη γη είναι η πλήρης αχρησία του από τον κάτοχό του. Δηλαδή, αυτός που ενώ του δόθηκε ένα χάρισμα, δεν το καλλιέργησε (προς όφελος των συνανθρώπων του, πάντα) αλλά το άφησε ανεκμετάλλευτο, τιμωρείται. Γιατί το να μην κάνεις καλό ενώ θα μπορούσες (μέσω του «ταλάντου») ισοδυναμεί με το να κάνεις κακό. Αυτό είναι πολύ λογικό, όπως το να μη βοηθάς κάποιον που κινδυνεύει με πνιγμό και να προσπερνάς αδιάφορος ισοδυναμεί με το να τον πνίγεις εσύ, να γίνεσαι συνυπαίτιος. Όταν ο Χριστός λέει του δούλου (στίχ. 27) ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να βάλει το τάλαντο στην τράπεζα, εννοεί ότι θα μπορούσε να το καλλιεργήσει έστω και ελάχιστα.
Θεωρούν οι «ερμηνευτές» Παγανιστές, ότι η απόφαση του άρχοντα να δώσει το αφαιρεθέν τάλαντο σ’ αυτόν που είχε κερδίσει τα πιο πολλά συνιστά υπόδειξη του «τρόπου λειτουργίας του καπιταλισμού». Πάλι κάνουν λάθος. Τα «τάλαντα» είχαν δοθεί στον καθένα δίχως αυτός να τα αξίζει ή να τα δικαιούται. Επομένως ήταν ο κύριος των ταλάντων, που είχε το δικαίωμα να διαλέξει σε ποιον θα δώσει αρχικά 5, και σε ποιον 2. Δηλαδή είναι ο Θεός που διαλέγει σε ποιον θα δώσει τα πολλά χαρίσματα. Κι αυτός είναι ο πλέον κατάλληλος, οπότε πρέπει να τιμηθεί αντίστοιχα περισσότερο από τους άλλους (που κι αυτοί τιμώνται ανάλογα με την καλλιέργεια όσων χαρισμάτων έλαβαν). Η παραβολή είναι καθαρά συμβολική. Η επιστροφή του ιδιοκτήτη έπειτα «από πολύ χρόνο» (στ. 19) συμβολίζει τη Δευτέρα Παρουσία και την Κρίση. Αν κάποιοι αυτήν την παραβολή επιθυμούν να την ερμηνεύουν αλλιώς, δικαίωμά τους, αλλά οφείλουν να γνωρίζουν ότι η ερμηνεία τους ούτε είναι η ερμηνεία του Χριστιανισμού (πολύ θα το ‘θελαν αυτό) ούτε και η σωστή, διότι απλούστατα πρώτον τότε δεν υπήρχε κανένα καπιταλιστικό σύστημα και δεύτερον, διότι ο πολιτισμός της Ρωμανίας (Βυζαντίου) και το οικονομικό της σύστημα μόνο καπιταλισμό δεν θυμίζουν. Το αντίθετο μάλιστα, θα έλεγε κανείς πως το οικονομικό σύστημα της Ορθόδοξης Ρωμανίας θυμίζει σοσιαλισμό.
Το οικονομικό σύστημα του Ορθόδοξου Βυζαντίου
Ο μεγαλύτερος βυζαντινολόγος του 20ού αιώνα, ο Ράνσιμαν, παρουσιάζει τις πτυχές της οικονομικής οργάνωσης στην Ρωμανία (η οποία, σύμφωνα με τους αλλοπρόσαλλους «ερμηνευτές» του Κατά Μάρκον 25, 14-30, θα έπρεπε να έχει καπιταλιστικό σύστημα, ερμηνεύοντας όπως οι Νεοπαγανιστές την παραβολή). Ας δούμε τι λέει (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας):
«Το Βυζάντιο κατηγορήθηκε ότι ήταν ο παράδεισος των μονοπωλιακών προνομίων και του παρεμβατισμού. Η κατηγορία δεν είναι τελείως ανακριβής. Ο παρεμβατισμός ήταν, χωρίς αμφιβολία, το βυζαντινό ιδεώδες» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 195).
«Κάθε βιομηχανία είχε τη δική της συντεχνία και κανένας δεν μπορούσε να ανήκει σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Η συντεχνία όριζε τον πρόεδρό της, και το διορισμό του έπρεπε πιθανόν να τον εγκρίνει ο έπαρχος. Η συντεχνία αγόραζε συλλογικά τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν για τη βιομηχανία της και τις μοίραζε στα μέλη της, που πουλούσαν τα είδη που έφτιαχναν σε ορισμένο δημόσιο χώρο και με κέρδη καθορισμένα από το γραφείο του επάρχου. Καθορισμένες επίσης ήταν οι ώρες εργασίας, καθώς και οι μισθοί των εργατών. Απαγορευόταν αυστηρά να αγοράζει κανείς μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και να τις πουλάει λιανικώς στην στιγμή που τον εσύμφερε. Τους αρτοποιούς και τους κρεοπώλες, που από την αποδοτικότητά τους εξαρτιόταν ο επισιτισμός της Πόλης, τους επιβλέπανε με εξαιρετικά μεγάλη αυστηρότητα και τις τιμές των τροφίμων τις κρατούσαν με τη βία χαμηλά ακόμη και σε εποχές λιμού». (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 196-197).
«Ανεργία δεν υπήρχε. Οι εργάτες δεν ήταν δυνατόν να απολυθούν παρά με πολύ μεγάλες δυσκολίες» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 197).
«Το σιτάρι το 960 είχε την ίδια τιμή που είχε και το 1014 (1, 85 χρυσά φράγκα ο μόδιος), όλα όμως τα άλλα είδη ήταν πιθανώς πέντε ή έξι φορές φθηνότερα. Ο Νικηφόρος Α΄ προσπάθησε να κρατήσει χαμηλά τις τιμές, περιορίζοντας την ποσότητα του νομίσματος που κυκλοφορούσε» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 199).
«Από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, περισσότερο από έξι αιώνες, το νόμισμα διατήρησε αμείωτη την αξία του» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 198).
«Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε όσον καιρό υπήρχε η Αυτοκρατορία. Εξασφάλιζε τα συμφέροντα των καταναλωτών και άφηνε και ένα σχετικό κέρδος στους εμπόρους, χωρίς ωστόσο να τους επιτρέπει ποτέ να κάνουν περιουσία, κι αυτό δεν ήταν ενθαρρυντικό για τις επιχειρήσεις» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 199).
Αυτός ήταν ο καπιταλισμός, του οποίου δεκανίκι είναι ο Χριστιανισμός, δηλαδή η Ορθοδοξία. Ένα σύστημα των Ορθόδοξων Ρωμηών, που αποτρέπει την συσσώρευση πλούτου και κατακρίνει αυστηρότατα τον τοκισμό. Αξίζει να θυμίσουμε ότι όσους αιώνες η Ρωμανία ήταν ισχυρή, αυτό το όφειλε στους ελεύθερους γεωργούς, οι οποίοι αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της. Πράγματι, οι νομοθεσίες των Ισαύρων και των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων μας, απέτρεπαν τη συσσώρευση γης από τους Δυνατούς, έδιναν φορολογικές ελαφρύνσεις στους ελεύθερους γεωργούς. Είναι αλήθεια ότι προς το τέλος (λίγο πριν το 1204) υπήρξε εμφάνιση του φεουδαλισμού και στη Ρωμανία. Αλλά αυτό έγινε κυρίως υπό την επίδραση της Δύσης και του κυρίαρχου σ’ αυτήν τότε οικονομικού μοντέλου. Ως και την εποχή της απελευθέρωσης της Πόλης (1261) η δυναστεία του Λάσκαρη ευνοούσε τους μικροκαλλιεργητές.
Το βυζαντινό πρότυπο, όπως και να ‘χει, ήταν αυτό των συντεχνιών, και της ύπαρξης ελεύθερων γεωργών. Κανέναν «καπιταλισμό» δεν δημιούργησε η Ορθοδοξία, το αντίθετο, το φιλάνθρωπο πνεύμα της δημιούργησε έναν πολιτισμό που απέτρεπε την πλεονεξία των εμπόρων, των δυνατών και ακόμη σε εποχές λιμού κρατούσε τις τιμές χαμηλές. Να τονίσουμε ότι η αστική τάξη της Γαλλίας, το 1791, με νόμο του τέκτονα Λε Σαπελιέ, διέλυσε τις συντεχνίες και απαγόρευε κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Βλέπουμε ποιοι και πώς δημιούργησαν τον καπιταλισμό. Οι αιρετικοί Προτεστάντες και οι Διαφωτιστές αστοί. Ωστόστο για τους Νεοέλληνες αντιεξουσιαστές της δεκάρας, η Ορθοδοξία/Χριστιανισμός είναι τα δεκανίκια του οικονομικού συστήματος.
Αλλά και αργότερα, κατά την Τουρκοκρατία, ο Ρωμαίικος Ορθόδοξος πολιτισμός προσέφερε άλλο ένα παράδειγμα δίκαιης οικονομικής οργάνωσης. Στο περίφημο έργο του για τα Αμπελάκια ο F. Boulanger σημειώνει: «Η ιδέα της συντροφίας είναι βαθειά ριζωμένη στο πνεύμα των Ελλήνων οι οποίοι είναι ο πλέον προχωρημένος λαός στον τομέα της οργάνωσης της εργασίας˙ μιας οργάνωσης η οποία αποβλέπει να απελευθερώσει τους εργαζόμενους από την μισθωτή εξάρτηση, προστατεύοντας συγχρόνως τα νόμιμα δικαιώματα του κεφαλαίου».
Καμιά κοινωνία δεν είναι τέλεια. Ωστόσο από τη στοχοθεσία του πολιτισμού της μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως μόνο τον καπιταλισμό δεν προώθησε ή γέννησε.
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΓ΄, 23: “Ουκ εκτοκιείς τω αδελφώ σου τόκον αργυρίου και τόκον βρωμάτων και τόκον παντός πράγματος, ου εάν εκδανείσης.” (=Δε θα δώσεις στον αδελφόν σου δάνειο χρημάτων με τόκο, ούτε θα ζητήσεις τόκο για τα τρόφιμα ή για οτιδήποτε άλλο πράγμα που δάνεισες σ’ αυτόν).
Πράξεις Αποστόλων, 4, 32: “Του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά”. (= Και όσοι είχαν πιστέψει ήσαν ομόφρονες και ομόψυχοι και κανείς δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του είναι δικό του, αλλά ήσαν εις αυτούς όλα κοινά).
Κάτω από : πατέρες, πολιτικη θεολογία
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.