Εντός του Ιερού Ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα και συγκεκριμένα στον τόπο της προσήλωσης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάνω στο Σταυρό, όπου δέχθηκε τα καρφιά στα χέρια του και το τίμιο αίμα Του έβαψε τη γη για την σωτηρία των ανθρώπων, εκεί «υπάρχει σήμερα ένα παράθυρο πού… άλλοτε ήταν εξωτερική πόρτα του Γολγοθά. Απ’ αυτή την είσοδο πέρασε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος το 629 μ.Χ., όταν γύριζε νικητής από την εκστρατεία του εναντίον των Περσών, φέροντας επί των ώμων του τον Τίμιον Σταυρόν.
Ενώ δε ανέβαινε προς τον Γολγοθά αναφέρεται ότι έπεσε απ’ το κεφάλι του το βασιλικό στέμμα. Τούτο το περιστατικό το εξέλαβε σαν επέμβαση του Θεού, γιατί δεν θα ήταν σωστό, στον τόπο πού ο Κύριος φόρεσε το ακάνθινο στεφάνι, ο χριστιανός αυτοκράτορας να φέρει αυτοκρατορικό στέμμα. Την παράδοση αυτή φυλάει μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, των Ιεροσολύμων καί όταν ο Πατριάρχης ή επίσκοπος ιερουργεί στο φρικτό Γολγοθά είναι ακάλυπτος».
(Από το βιβλίο «ταξιδεύοντας στην ΑΓΙΑ ΓΗ» του Ζαχαρίου Κλ. Ραπτοπούλου)
.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος έστειλε την μητέρα του, την Ελένη, στα Ιεροσόλυμα για να ανακαλύψει σε ποιό σημείο βρισκότανε ο Τάφος του Κυρίου και ο Τίμιος Σταυρός Του διότι οι Εβραίοι είχαν ρίξει επάνω τους χώματα και τα είχαν θάψει για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος από την ιστορία του Χριστού… Όταν η Αγία Ελένη έφτασε στα Ιεροσόλυμα με τους ανθρώπους της, άρχισε αμέσως να ερευνά για τον Ζωοποιό Σταυρό. Κανείς όμως δεν γνώριζε να της πει που ήταν παραχωμένος. Τότε όλοι μαζί, Αρχιερείς και λαός, έκαναν δέηση προς τον Θεό για να τους αποκαλύψει που βρισκόταν ο Πανάγιος Τάφος και ο Τίμιος Σταυρός. Κι ο Κύριος εισάκουσε την δέηση αυτών και αποκάλυψε στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Μακάριο ότι ο τόπος που ψάχνουν βρίσκεται κάτω ακριβώς από τον ναό της Αφροδίτης τον όποιον είχαν κτίσει μετέπειτα οι Έλληνες. Η Αγία Ελένη, αφού συγκέντρωσε πλήθος τεχνιτών και εργατών, έσκαψε εκεί και βρήκε τον Πανάγιο Τάφο και λίγο πιο πέρα βρήκε και τους τρεις σταυρούς του Ιησού και των δύο ληστών καθώς και τα καρφιά τους. Όλοι χάρηκαν με την εύρεση αυτή μα και πάλι όμως δεν ήταν πλήρως ικανοποιημένοι διότι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιος απ’ όλους ήταν ο Σταυρός του Κυρίου. Ο Πατριάρχης Μακάριος όμως είχε εμπιστοσύνη στο Κύριο και δεν ανησυχούσε διότι πίστευε ότι πάλι Εκείνος θα ενεργήσει ώστε να αποκαλυφθεί ο Τίμιος Σταυρός Του. Έτσι και έγινε. Εκείνες τις ήμερες κείτονταν ημιθανής μία πλούσια γυναίκα λόγω κάποιας βαριάς ασθένειας κι οι γιατροί είχαν αποφασίσει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ζήσει. Αποφάσισαν λοιπόν να ακουμπήσουν επάνω της έναν έναν τους σταυρούς για να δουν εάν θα γίνει κάποιο θαύμα ώστε αυτή η γυναίκα να μπορέσει να θεραπευτεί. Έτυχε μάλιστα να ακουμπήσουν επάνω της πρώτα τους σταυρούς των ληστών και δεν έγινε τίποτα. Όταν όμως από μακριά πλησίαζαν τον Σταυρό του Κυρίου, ω του θαύματος! η γυναίκα αμέσως συνήλθε και σηκώθηκε υγιής, λες και μόλις είχε σηκωθεί από τον ύπνο. Βλέποντας το θαύμα αυτό, όλοι με ευλάβεια μεγάλη προσκύνησαν τον Σταυρό του Κυρίου και δόξασαν τον Θεό. Μόλις όμως διαδόθηκε το νέο στο λαό, όλοι οι Χριστιανοί ζητούσαν από τον Πατριάρχη να τους επιτρέψει να προσκυνήσουν κι αυτοί τον Σταυρό. Μα λόγω του μεγάλου πλήθους αυτό ήταν αδύνατο, έτσι ό Πατριάρχης διέταξε και του έφτιαξαν ένα υψηλό άμβωνα και μόλις αυτός ετοιμάστηκε, πήρε στα χέρια του τον Τίμιο Σταυρό, ανέβηκε στον υψηλό άμβωνα και από εκεί ύψωσε τον Σταυρό όπου τον έβλεπαν όλοι οι χριστιανοί και με κατάνυξη φώναζαν ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ. Από την ήμερα αυτή, καθιερώθηκε να γιορτάζουμε στην Εκκλησία μας την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Η Αγία Ελένη έπειτα πήρε τον Τίμιο Σταυρό μαζί της στην Κωνσταντινούπολη, αφού όμως άφησε μέρος αυτού στα Ιεροσόλυμα, στον Πατριάρχη Μακάριο. Ο Σταυρός του Κυρίου είχε 4,50 μέτρα ύψος και 2,40 μέτρα πλάτος. Κι ο Παυλίνος στην ενδέκατη επιστολή του αναφέρει ότι ενώ ο Σταυρός, από την ημέρα της εύρεσης του, τεμαχιζότανε (σε απειροελάχιστα κομματάκια) και δινότανε στους πιστούς για ευλογία, αυτός παρέμεινε ακέραιος και δεν μειωνόταν καθόλου.
«Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν χριστιανῶν βασιλέων, εἶχε κάποτε πόλεμο, ὅπως λένε κάποιοι ἱστορικοί, στὴ Ρώμη κατὰ τοῦ Μαξεντίου, πρὶν νὰ γίνει αὐτοκράτορας. Ἄλλοι ἱστορικοὶ ὅμως λένε ὅτι εἶχε πόλεμο κατὰ τῶν Σκυθῶν, στὸν Δούναβη ποταμό. Βλέποντας δὲ τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν νὰ εἶναι πολλαπλάσιο τοῦ δικοῦ του στρατεύματος, διακατεχόταν ἀπὸ ἀπορία καὶ φόβο. Εὑρισκόμενος λοιπὸν σὲ μία τέτοια κατάσταση, φάνηκε στὸν οὐρανό, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἡμέρα, ὁ τύπος τοῦ σταυροῦ μὲ ἀστέρια, καὶ γραφὴ γύρω ἀπὸ τὸν σταυρό, μὲ ρωμαϊκὰ στοιχεῖα, κι αὐτὰ τυπωμένα μὲ ἀστέρια, ποὺ ἔλεγε: «Ἐν τούτῳ νίκα». Ἀμέσως λοιπὸν ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σχεδιάσουν ἀπὸ χρυσὸ τὸν Σταυρό, κατὰ τὸν τύπο ποὺ τοῦ φανερώθηκε, καὶ Αὐτὸν νὰ βάλουν νὰ προπορεύεται στὸ στράτευμά του. Ἐπιτίθεται λοιπὸν ἔτσι κατὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ νικᾶ, ὥστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς νὰ φονευτοῦν, οἱ δὲ ἄλλοι νὰ τραποῦν σὲ φυγή. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατάλαβε τὴ δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖον πίστεψε ὡς ἀληθινὸ Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ βαπτίστηκε στὸν ὄνομά Του. Ἔπειτα ἔστειλε τὴ μητέρα του ἁγία Ἑλένη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ βρεῖ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ πράγματι Τὸν βρῆκε κρυμμένο, μαζὶ μὲ τοὺς δύο ἄλλους σταυρούς, στοὺς ὁποίους εἶχαν σταυρωθεῖ οἱ ληστές, ὅπως βρῆκε καὶ τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἀρχὴ ὅμως, ὅταν βρῆκε τοὺς σταυρούς, ἀποροῦσε ἡ βασίλισσα ποιὸς νὰ ἦταν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, κάτι ποὺ τῆς ἀπεκαλύφθη μ’ ἕνα θαῦμα: τοποθέτησαν μία χήρα γυναίκα ποὺ ἔτυχε νὰ πεθάνει ἐκεῖ πάνω στοὺς σταυρούς, καὶ ἐνῶ οἱ δύο σταυροὶ τῶν ληστῶν δὲν ἔκαναν τίποτε, ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ ἄγγιγμά Του τὴν ἀνέστησε. Τὸν τίμιο Σταυρὸ λοιπὸν τοῦ Κυρίου προσκύνησε ἡ βασίλισσα, καὶ μαζί της καὶ ὅλη ἡ Σύγκλητος. Ὁ λαὸς ὅμως ζητοῦσε καὶ αὐτὸς νὰ προσκυνήσει, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ πλήθους τοῦτο ἦταν ἀδύνατο, ὁπότε ζήτησε τουλάχιστον νὰ Τὸν δεῖ. Τότε ἀνέβηκε ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Μακάριος πάνω στὸν ἄμβωνα καὶ ὕψωσε ἐκεῖ τὸν τίμιο Σταυρό, ὁ δὲ πιστὸς λαὸς κατανενυγμένος ἄρχισε νὰ κραυγάζει τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἔκτοτε ἐπικράτησε νὰ γίνεται ἡ ἑορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ. Μετὰ τριακόσια χρόνια, ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, ἀφοῦ πῆρε πίσω τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ Τὸν εἶχαν διαρπάσει οἱ Πέρσες, ὅταν κυρίευσαν τὰ Ἱεροσόλυμα, μπῆκε μὲ Αὐτὸν νικηφόρος καὶ θριαμβευτὴς στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ ἀνύψωσε τὸ ζωηφόρο ξύλο γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν ἁγία Σοφία, ἐνώπιον τοῦ ζητωκραυγάζοντος λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως». . Ἡ παγκόσμια ὕψωση τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ προβάλλει κάθε χρόνο ἐνώπιόν μας τὸ γεγονὸς ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἰσῆλθε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ: τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου. Διότι κατὰ τὸν ὑμνογράφο «ἐν τῷ Σταυρῷ ὁ Κύριος κτείνας τὸν ἡμᾶς κτείναντα, νεκρωθέντας ἀνεζώωσε καὶ κατεκάλλυνε, καὶ εἰς οὐρανοὺς πολιτεύεσθαι ἠξίωσεν ὡς εὔσπλαγχνος, δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος». Δηλαδή: πάνω στὸν Σταυρὸ ὁ Κύριος ἀφοῦ ἐξολόθρευσε αὐτὸν ποὺ μᾶς εἶχε ἐξολοθρεύσει, μᾶς ξαναζωντάνεψε καὶ μᾶς καταομόρφυνε, ὅπως καὶ μᾶς ἀξίωσε ὡς εὔσπλαγχνος, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς ἀγαθότητάς Του, νὰ ζοῦμε καὶ πάλι στοὺς οὐρανούς. Μερικὲς ἀπὸ τὶς ὄψεις αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου τοῦ σταυροῦ διὰ τοῦ ὁποίου καὶ σωθήκαμε θὰ ἐπισημάνουμε καὶ στὴν συνέχεια. 1. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου: ἱστορία καὶ μυστήριο. . Ἡ προσέγγιση λοιπὸν τῆς Σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι εὔκολο ἐγχείρημα. Μολονότι ἔχει ἱστορικὲς συντεταγμένες – συνέβη ἐν χρόνῳ καὶ τόπῳ: στὴν Ἰουδαία ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, ὅπως τὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, «σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἠμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου» – κάτι ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ, ἔστω κι ἂν εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἄθεος, ὅμως ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ αὐτὸ ποὺ οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις καὶ δυνάμεις μποροῦν νὰ ἐπισημάνουν: ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πάσχει μὲ σκληρὰ βασανιστήρια. Ὁ Σταυρὸς ἀποτελεῖ μέγιστο μυστήριο, διότι πάνω Του πάσχει ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατὰ τὸ ἀνθρώπινο. . Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ δὲν εἶναι ἐφικτὴ στὰ ἀνθρώπινα. Συνιστᾶ τὸ βάθος, ποὺ γιὰ νὰ τὸ συναντήσει ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ ἐπιστρατεύσει τὴν πίστη του. Μόνον ὁ πιστὸς στὸν Χριστὸ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ «δεῖ», ἐν μέρει καὶ χαρισματικὰ πάντα, τὸ τί διαδραματίζεται πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Κι αὐτὸ ποὺ διαδραματίζεται ἀποτελεῖ καὶ τὸ μυστήριο τῆς λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου. Διότι πάνω στὸν Σταυρὸ ὁ Χριστός, ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ποὺ
εἶναι, «αἴρει τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», καταργεῖ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ σαρκὶ Αὐτοῦ, μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸν Θεό, μᾶς ἀνοίγει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πιὰ δὲν εἶναι ξένος καὶ παρεπίδημος στὸν κόσμο, ἀλλὰ οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ καὶ φίλος τῶν ἁγίων (Πρβλ. Ἐφεσ. β´19). Τὰ πάντα ἀνατρέπονται, δηλ. ἐπανέρχονται στὴν ἀπ᾽ ἀρχῆς κανονικὴ καὶ φυσική τους κατάσταση: τὸν Θεὸ Τὸν ζοῦμε ὡς Πατέρα, τοὺς συνανθρώπους ὡς ἀδελφούς, τὴ φύση ὡς συνάδελφη, τὸν ἑαυτό μας ὡς ἕνα μὲ ἐμᾶς. Μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡ ἀνθρωπότητα θεραπεύτηκε. Τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας βγῆκε. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι γεγονὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. . Ἡ ἄρση τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου δὲν σχετίζεται μὲ τὴν ἐποχὴ μόνο τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν στὸν Σταυρὸ ὁ Χριστὸς αἴρει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, σημαίνει ὅτι τοῦτο κυριολεκτεῖται: αἴρει τὴν ἁμαρτία τοῦ κάθε κόσμου, τοῦ πρὸ Αὐτοῦ, τῆς ἐποχῆς Του, τῆς μετὰ ἀπὸ Αὐτόν. Οἱ ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν σηκώθηκαν πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ ξεπλύθηκαν. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἁμαρτία ἀσυγχώρητη. Ὅσες ἁμαρτίες ὁ καθένας μας ἔχει κάνει, κάνει ἢ θὰ κάνει, ἤδη γι’ αὐτὲς ἔχει πάθει ὁ Χριστός. Ὁ καθένας δηλαδὴ ὑπῆρξε κι ἕνα ἀγκάθι στὸν Χριστὸ – κι εἶναι τοῦτο μέσα στὴ μυστηριακὴ διάσταση τοῦ Πάθους Του – ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς πληγώθηκε καὶ πόνεσε. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐπικαλεστεῖ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες του ἴσως ἁμαρτίες γιὰ νὰ μένει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἁπλῶς βλασφημεῖ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. 2. Ὁ Σταυρός: φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. . Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ὡς μυστηριακοῦ γεγονότος ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρβαση τῆς παγίδας τῶν «ἀναλύσεων». Οἱ «ἀναλύσεις» σχετικοποιοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ ὑποβιβάζουν στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Στὴν παγίδα αὐτὴ δυστυχῶς ἔπεσαν στὸ παρελθὸν ἡ Δυτικὴ θεολογία καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγησαν μὲ δυτικὰ κριτήρια. Δὲν ξεχνᾶμε, γιὰ παράδειγμα, τὴν προσπάθεια τοῦ Ἀνσέλμου Κανταουρίας, ποὺ προβληματιζόταν πάνω στὸ ἐρώτημα «γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεὸς καὶ γιατί ἔπαθε». Καὶ ἡ ἀπάντηση, ποὺ ἔδινε, ἀποκάλυπτε τὴ δικανικὴ – νομικὴ κατανόηση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό: νὰ ἐξιλεωθεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ πάθος τοῦ Υἱοῦ Του. . Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέφυγε τὸν πειρασμό. Προβληματίστηκε μόνον πάνω στὸ «ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν» – ἔπρεπε νὰ πάθει ὁ Χριστὸς – ποὺ σήμαινε γι’ αὐτὴν κυρίως δύο πράγματα: 1. Τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου τέτοιας ποὺ ἡ διδασκαλία μόνη τοῦ Χριστοῦ ἢ καὶ τὰ θαύματά Του δὲν ἦταν ἱκανὰ πρὸς σωτηρία. Ἔπρεπε νὰ θυσιαστεῖ γιὰ νὰ ἀρθεῖ τὸ χάσμα ποὺ ἡ ἁμαρτία εἶχε θέσει μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. 2. Τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν διστάζει νὰ θυσιάσει καὶ τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ´ 16). . Ὁ προβληματισμὸς πάνω στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔθετε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ θέμα τῆς δικαιοσύνης Του. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στὸν Σταυρὸ ὡς ἀγάπη, ποὺ σήμαινε κατ’ ἄνθρωπον ἀδικία. Καὶ τοῦτο γιατί ἀνθρώπινα δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ καταδίκη τοῦ ἀθώου, τοῦ Χριστοῦ δηλαδὴ ποὺ πάσχει ὑπὲρ τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, καὶ ἡ δικαίωση τῶν ἐνόχων, τῶν ἀνθρώπων δηλαδὴ ποὺ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν καταδίκη. Ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἀπαιτεῖ τὸ ἀντίθετο. Τὴν καταδίκη τοῦ ἐνόχου καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀθώου. Ἔτσι μὲ τὸν Σταυρὸ ἰδίως τοῦ Χριστοῦ διαπιστώθηκε ὅτι ἡ θεία δικαιοσύνη δὲν λειτουργεῖ μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἂν λειτουργοῦσε ἔτσι, τὸ ἀνθρώπινο γένος θὰ ἔπρεπε λόγῳ τῆς ἁμαρτίας του νὰ ἀφανιστεῖ. Εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς μέτρο τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄπειρη ἀγάπη Του. 3. Ὁ Σταυρός: κλήση πρὸς μετοχή. . Ἡ ἀπορροὴ τόσων μεγάλων δωρεῶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ: κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, ἐπανένταξη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι γνωστὸ ὅτι προϋποθέτει καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστέψει στὸν Χριστό, ἂν δὲν γίνει μέλος τοῦ μυστικοῦ σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δωρεὲς αὐτὲς παραμένουν ἀνενέργητες γι’ αὐτὸν καὶ κενὲς περιεχομένου. Διότι πρὸς σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖται, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὄχι μόνον ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ δική του ἡ θέληση. Πῶς λοιπὸν πιὸ συγκεκριμένα μετέχει κανεὶς στὸν Χριστό, δηλαδὴ γίνεται μέτοχος τῶν δωρεῶν τῆς σταυρικ
εἶναι, «αἴρει τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», καταργεῖ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ σαρκὶ Αὐτοῦ, μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸν Θεό, μᾶς ἀνοίγει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πιὰ δὲν εἶναι ξένος καὶ παρεπίδημος στὸν κόσμο, ἀλλὰ οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ καὶ φίλος τῶν ἁγίων (Πρβλ. Ἐφεσ. β´19). Τὰ πάντα ἀνατρέπονται, δηλ. ἐπανέρχονται στὴν ἀπ᾽ ἀρχῆς κανονικὴ καὶ φυσική τους κατάσταση: τὸν Θεὸ Τὸν ζοῦμε ὡς Πατέρα, τοὺς συνανθρώπους ὡς ἀδελφούς, τὴ φύση ὡς συνάδελφη, τὸν ἑαυτό μας ὡς ἕνα μὲ ἐμᾶς. Μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡ ἀνθρωπότητα θεραπεύτηκε. Τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας βγῆκε. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι γεγονὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. . Ἡ ἄρση τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου δὲν σχετίζεται μὲ τὴν ἐποχὴ μόνο τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν στὸν Σταυρὸ ὁ Χριστὸς αἴρει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, σημαίνει ὅτι τοῦτο κυριολεκτεῖται: αἴρει τὴν ἁμαρτία τοῦ κάθε κόσμου, τοῦ πρὸ Αὐτοῦ, τῆς ἐποχῆς Του, τῆς μετὰ ἀπὸ Αὐτόν. Οἱ ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν σηκώθηκαν πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ ξεπλύθηκαν. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἁμαρτία ἀσυγχώρητη. Ὅσες ἁμαρτίες ὁ καθένας μας ἔχει κάνει, κάνει ἢ θὰ κάνει, ἤδη γι’ αὐτὲς ἔχει πάθει ὁ Χριστός. Ὁ καθένας δηλαδὴ ὑπῆρξε κι ἕνα ἀγκάθι στὸν Χριστὸ – κι εἶναι τοῦτο μέσα στὴ μυστηριακὴ διάσταση τοῦ Πάθους Του – ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς πληγώθηκε καὶ πόνεσε. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐπικαλεστεῖ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες του ἴσως ἁμαρτίες γιὰ νὰ μένει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἁπλῶς βλασφημεῖ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. 2. Ὁ Σταυρός: φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. . Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ὡς μυστηριακοῦ γεγονότος ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρβαση τῆς παγίδας τῶν «ἀναλύσεων». Οἱ «ἀναλύσεις» σχετικοποιοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ ὑποβιβάζουν στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Στὴν παγίδα αὐτὴ δυστυχῶς ἔπεσαν στὸ παρελθὸν ἡ Δυτικὴ θεολογία καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγησαν μὲ δυτικὰ κριτήρια. Δὲν ξεχνᾶμε, γιὰ παράδειγμα, τὴν προσπάθεια τοῦ Ἀνσέλμου Κανταουρίας, ποὺ προβληματιζόταν πάνω στὸ ἐρώτημα «γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεὸς καὶ γιατί ἔπαθε». Καὶ ἡ ἀπάντηση, ποὺ ἔδινε, ἀποκάλυπτε τὴ δικανικὴ – νομικὴ κατανόηση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό: νὰ ἐξιλεωθεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ πάθος τοῦ Υἱοῦ Του. . Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέφυγε τὸν πειρασμό. Προβληματίστηκε μόνον πάνω στὸ «ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν» – ἔπρεπε νὰ πάθει ὁ Χριστὸς – ποὺ σήμαινε γι’ αὐτὴν κυρίως δύο πράγματα: 1. Τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου τέτοιας ποὺ ἡ διδασκαλία μόνη τοῦ Χριστοῦ ἢ καὶ τὰ θαύματά Του δὲν ἦταν ἱκανὰ πρὸς σωτηρία. Ἔπρεπε νὰ θυσιαστεῖ γιὰ νὰ ἀρθεῖ τὸ χάσμα ποὺ ἡ ἁμαρτία εἶχε θέσει μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. 2. Τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν διστάζει νὰ θυσιάσει καὶ τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ´ 16). . Ὁ προβληματισμὸς πάνω στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔθετε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ θέμα τῆς δικαιοσύνης Του. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στὸν Σταυρὸ ὡς ἀγάπη, ποὺ σήμαινε κατ’ ἄνθρωπον ἀδικία. Καὶ τοῦτο γιατί ἀνθρώπινα δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ καταδίκη τοῦ ἀθώου, τοῦ Χριστοῦ δηλαδὴ ποὺ πάσχει ὑπὲρ τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, καὶ ἡ δικαίωση τῶν ἐνόχων, τῶν ἀνθρώπων δηλαδὴ ποὺ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν καταδίκη. Ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἀπαιτεῖ τὸ ἀντίθετο. Τὴν καταδίκη τοῦ ἐνόχου καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀθώου. Ἔτσι μὲ τὸν Σταυρὸ ἰδίως τοῦ Χριστοῦ διαπιστώθηκε ὅτι ἡ θεία δικαιοσύνη δὲν λειτουργεῖ μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἂν λειτουργοῦσε ἔτσι, τὸ ἀνθρώπινο γένος θὰ ἔπρεπε λόγῳ τῆς ἁμαρτίας του νὰ ἀφανιστεῖ. Εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς μέτρο τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄπειρη ἀγάπη Του. 3. Ὁ Σταυρός: κλήση πρὸς μετοχή. . Ἡ ἀπορροὴ τόσων μεγάλων δωρεῶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ: κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, ἐπανένταξη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι γνωστὸ ὅτι προϋποθέτει καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστέψει στὸν Χριστό, ἂν δὲν γίνει μέλος τοῦ μυστικοῦ σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δωρεὲς αὐτὲς παραμένουν ἀνενέργητες γι’ αὐτὸν καὶ κενὲς περιεχομένου. Διότι πρὸς σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖται, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὄχι μόνον ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ δική του ἡ θέληση. Πῶς λοιπὸν πιὸ συγκεκριμένα μετέχει κανεὶς στὸν Χριστό, δηλαδὴ γίνεται μέτοχος τῶν δωρεῶν τῆς σταυρικ
Κάτω από : εορτολόγιο
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.