Πρόθυμα θὰ συμφωνούσα με πὼς ἐπείγει τὰ μέγιστα νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἂν εἴμαστε θύματα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. Ἀπὸ τὸ Μεσαίωνα μέχρι τὸν Beaudelaire, ἀλλὰ καὶ τὸν Edgar Morin καὶ ἄλλους συγχρόνους, ὁ Μοντερνισμός – μὲ «βεβαιότητα καὶ ἀλαζονεία», ὅπως ἔλεγε ὁ Henri Lefevre – ἀνασυνθέτει τὴ δυτικὴ μνήμη κατ’ εἰκόνα του: τί ἄλλο ὑπῆρξαν οἱ Ἀρχαῖοι στὸν καιρό τους, μᾶς λέει, παρὰ νεωτεριστές; Ὁ νεωτερισμὸς εἶναι λοιπὸν τὸ κλειδὶ τῆς Ἱστορίας, δη-λαδὴ αὐτῆς ποὺ ἀποκαλεῖται «νε- ώτερη Ἱστορία», γιὰ χάρη τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἄλλωστε, ἐννο- εῖται, ἡ Ἀναγέννηση, τῆς ὁποίας δημιούργημα εἶναι, μὲ τὴ σειρά της, ἡ ἔννοια τοῦ Μεσαίωνα. Κατόπιν τούτων ἡ Δύση προβαίνει, ex officio, ὡς διεκδικητὴς τοῦ ἐσχάτου νοήμα- τος τῆς Ἱστορίας – εἶναι τυχαῖο ἄραγε πὼς γιὰ ὅλους τοὺς μὴ δυτικοὺς λα- οὺς ὁ ἐκσυγχρονισμὸς ὑπῆρξε ἀνέ- καθεν, ὅπως τὸ παρατηρεῖ ὁ Jacques Le Goff, ἀπολύτως ταυτόσημος μὲ τὸν ἐκδυτικισμό; […] Γεγονὸς εἶναι ὡστόσο πὼς ὁ ἐκσυγχρονισμός / ἐκδυτικισμὸς τῶν ὑπολοίπων χωρῶν δὲν ἐξελίσσεται μὲ τὴν ἴδια αὐτονόητη διαλεκτική. Εἶναι, νομίζω, ἀρκετὰ διαφωτιστικὲς ἐπ’ αὐτοῦ οἱ διακρίσεις ποὺ ἐπιχει- ρεῖ ὁ J. Le Goff μεταξὺ τριῶν τύπων ἐκσυγχρονισμοῦ / ἐκμοντερνισμοῦ / ἐκδυτικισμοῦ. Πρόκειται: α) γιὰ τὸν ἰσορροπημένο ἐκμοντερνισμό, ὅπου ἡ ἐπιτυχὴς διείσδυση τοῦ νεώτερου δὲν κατέστρεψε τὶς ἀξίες τοῦ ἀρχαί- ου ἢ τοῦ παλαιοῦ, ὅπως γιὰ παρά- δειγμα συνέβη στὴν Ἰαπωνία ἢ τὸ Ἰσραήλ, β) τὸν συγκρουσιακὸ ἐκμο- ντερνισμό, ὅπου ἡ τάση πρὸς τὸ νε- ώτερο, ἂν καὶ προσβάλλει μόνο ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνίας, δημιουργεῖ σοβαρὲς συγκρούσεις μὲ τὶς παλαιὲς παραδόσεις, ὅπως συνέβη λόγου χάρη στὶς χῶρες τοῦ μουσουλμανι- κοῦ κόσμου, καὶ γ) τὸν διστακτικὸ ἐκμοντερνισμό, ὁ ὁποῖος κάτω ἀπὸ διάφορες μορφὲς ἐπιχειρεῖ μιὰ πρό- χειρη συμφιλίωση νεώτερου καὶ πα- λαιοῦ, μέσῳ ἐπιμέρους ἐπιλογῶν, χωρὶς δυνατότητα ὡστόσο ἐπίτευξης νέων κραταιῶν ἰσορροπιῶν, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στὸν κόσμο τῆς μαύρης Ἀφρικῆς σήμερα. […] Θεωρῶ τὸν Στέλιο Ράμφο ὡς ἐπικεφαλῆς τὴ στιγμὴ αὐτὴ (2003) στὴν Ἑλλάδα τῆς ἰδεολογίας τοῦ συγκρουσιακοῦ ἐ κ σ υ γ χ ρ ο ν ι – σμοῦ. Ὁ Καημὸς τοῦ Ἑνὸς εἶναι πράγματι ἕνας κῆπος ἐπιλεγμέ- νων καταφορῶν, σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ων καὶ βεβιασμένων ἑρμηνειῶν ποὺ ἀποσκοπεῖ, μα- νιχαϊστικὰ σχε- δόν, στὴν ἄμεση κ α τ α τ ρ ό π ω σ η (πλὴν ὀλίγων στοιχειωδῶν ἐπι- βιωμάτων) τοῦ… ἀρχαίου κακοῦ τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, ἀπὸ τὸ ἐκσυγχρονι- σμένο καὶ ἀποτε- λεσματικὸ ἀγαθὸ τῆς δυτικῆς θεω- ρίας καὶ πράξης. Ὁ θεολογικὰ πε- παιδευμένος ἀναγνώστης δυσφορεῖ κατὰ συρροὴν παρακολουθώντας τὸν συγγραφέα νὰ ἀνασκολοπίζει μία πρὸς μία θεμελιώδεις θέσεις τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, ἀδιαφορώ- ντας αὐτονοήτως γιὰ τὸν πνευματικό τους λόγο καὶ βάθος. Ἡ κατασυκο- φάντηση τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς νευρωτικῆς «δοξολογικῆς ἀγκύ- λωσης» (σ. 116) καὶ τῆς θεολογίας τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὡς «ἁπλῆς λεκτικῆς ἀναφορᾶς στὸ Θεό» (σ. 235) καθὼς καὶ σύνολης τῆς Ὀρθό- δοξης ἀσκητικῆς (σσ. 245 κ.ἑ.) ὡς ἄρνησης τοῦ πλήρως ἀνθρώπινου ἑαυτοῦ, ἢ τῆς ἐξομολόγησης ὡς Οἱ ἐκδοχὲς τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Λουδοβίκου Π11 «ψυχοθεραπείας τοῦ ὁμαδικοῦ καὶ μὴ ἐξατομικευμένου ἀνθρώπου» (σ. 286), συμπορεύονται ἁρμονικὰ μὲ τὴν καταδίκη τῆς Ὀρθόδοξης Χρι- στολογίας (σ. 106) καὶ Τριαδολογί- ας. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἔχουν ἐπισημανθεῖ οὕτως ἢ ἄλλως ἀπὸ κριτικοὺς τοῦ βιβλίου, ὅπως καὶ τὰ μεγαλυνάριά του πρὸς Ἀκινάτη καὶ Λούθηρο, διότι αὐτοὶ μετὰ τὸν Αὐγουστίνο προετοίμασαν καὶ θε- μελίωσαν τὴν δυτικὴ μεγάλη ἔξοδο πρὸς τὸ αὐτοσυνείδητο ἄτομο καὶ τὸν ἄκρως δημιουργικὸ κόσμο του, ἐνάντια στὶς παντοειδεῖς θρησκευτι- κο-ἐκκλησιαστικὲς καθηλώσεις. Ἡ Ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης θεολο- γίας στὸ Ράμφο εἶναι σχηματικὴ καὶ δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ληφθεῖ στὰ σοβαρά, ἀφοῦ ὁ συγγραφέας ἔχει προαποφασίσει τὰ κρι- τήριά του καὶ δὲν φαί- νεται νὰ ἐνδιαφέρεται ν’ ἀπομονώσει τὴν παθολογία ἑνὸς πνευ- ματικοῦ μορφώματος ἀπὸ τὸ Εἶναι του. Ἂν ὑπάρχει σήμερα παρ’ ἡμῖν διάχυτος σπιρι- τουαλισμὸς ἢ μονο- φυσιτικὲς μερικεύσεις τοῦ ἀνθρώπινου προ- σώπου αὐτὸ ὀφείλεται ἐν πολλοῖς (καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ πλατωνί- ζουσα – ὡριγενίζουσα γραμμή) στὴν ἀθρόα εἰσαγωγὴ κριτηρίων, τὰ ὁποῖα αὐτούσια συναντᾶ κανεὶς στὴ Δύση, ἀπὸ τὸν Αὐγου- στίνο καὶ τὸ δυτικὸ Μυστικισμὸ μέχρι τοὺς μεγάλους δυτι- κοὺς θεολόγους τοῦ 20οῦ αἰώνα – πάντως δὲν ἀποτελεῖ ἐγγενὲς χαρακτηριστικὸ τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς γραμματείας. (Αὐτὸ φυσικὰ διόλου δὲν σημαίνει πὼς ἡ δυτικὴ θεολογία εἶναι – ἐξάλ- λου – συλλήβδην καὶ ἐξολοκλήρου κακή. Ἀντιθέτως διαθέτει βαθειὰ καὶ γνήσια ἀναζήτηση τῶν οὐσιωδῶν καὶ ἀξιοζήλευτη συχνὰ ἐπιστημοσύ- νη, καθὼς καὶ ὑπαρξιακὴ συνέπεια – ἄλλωστε οἱ δρόμοι τῆς αὐτοσυ- νειδησίας της διέρχονται ἀφεύκτως πλέον σήμερα καὶ ἀπ’ τὴν Ὀρθό- δοξη παράδοση.) Ἡ ἀπίστευτη ἐπι- πλέον μονομέρεια τῆς ἀνάγνωσης τῆς δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης, στὴν ὁποία ὁ Ράμφος χαρίζει ὁλοθύ- μως ὁλόκληρη τὴν εὔνοιά του, δὲν δημιουργεῖ δυστυχῶς προϋποθέσεις ἀληθινῆς ἐπιστημονικῆς συζήτησης ἐπ’ αὐτῆς. Ὁ συγκρουσιακὸς ἐκσυγ- χρονισμὸς εἶναι πάντοτε ἐπιθετικός· στόχο του ἔχει μᾶλλον τὴ σάρωση τοῦ ἀντιπάλου παρὰ τὴ συζήτηση τῆς ἀλήθειας. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς δὲν ἀξί- ζει τὸν κόπο νὰ ἐμμείνουμε στὴν κα- τάδειξη λαθῶν καὶ διαστρεβλώσεων στὸν Καημὸ τοῦ Ἑνὸς – στόχος τοῦ βιβλίου δὲν εἶναι τόσο ἡ ἀλήθεια ὅσο ἡ ἀνατροπή. Ἂν ἔχει κάτι ση- μασία, θὰ ἦταν ἡ κατάδειξη τῆς ἀτέ- λειας τῶν μέσων ποὺ ὁ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν πάσῃ θυσίᾳ ἀνατροπὴ αὐτή, κοντολογίς, τὴν ἀτέ- λεια τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Ράμφου ποὺ προκύπτει λόγῳ τῆς ἐπιλεκτικῆς γνώσης τῆς ἴδιας τῆς μοντερνικότη- τας τὴν ὁποία εὐαγγελίζεται. […] Ἀντιλαμβανόμενος προνεωτε- ρικὰ τὴ δυτικὴ κοινωνία χωρὶς Συμ- βολικὸ καὶ τὸ ἀνθρώπινο Ὑποκεί- μενο χωρὶς Ἀσυνείδητο, ὁ Ράμφος σκηνοθετεῖ, μ’ ἀπροσδόκητη αἰσι- οδοξία, στὴν πραγματικότητα, τὴν ἐλαφρότητα τοῦ ἀμερικανικοῦ ὀνεί- ρου. Ὀνειρεύεται ἕνα ὑποκείμενο σχεδὸν χωρὶς παρελθὸν καὶ χωρὶς βάρος πραγματικῶν σχέσεων, ἕνα ἀβάσταχτα ἐλαφρό, ὑπερβουλητικὸ καὶ ὑπερναρκισσικὸ Εἶναι, μέσα σὲ μιὰ κοινωνία αὐτονόητων ἄμεσων ἀνταποκρίσεων πρὸς τὴν συνοφρυ- ωμένη φαντασιωτική του ἐσώστρο- φη αὐτοπεποίθηση. Ἕνα ὑποκείμενο πού, ἀκριβῶς λόγῳ κενότητας, ἀνα- λαμβάνει διευθυντικὰ τὸ ἄγνωστό του βάρος τῆς Ἱστορίας, κατευθύ- νοντας (στανικῶς) τοὺς πραγματι- κοὺς ἄλλους πρὸς τὸν μόνο θεῖο ἢ ἀνθρώπινο παράδεισο, αὐτὸν τῆς δικῆς του Σημασίας (ποὺ φυσικά, ἐντελῶς ἀθῶα συμπίπτει μακρο- πρόθεσμα μὲ τὸν ἴδιο τὸν Σκοπὸ τῆς Ἱστορίας…). […] Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ὁ μέ- γας κίνδυνος! Ἡ ἴδια ἡ ὑπόθεση τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ στὴν Ἑλλάδα κιν- δυνεύει νὰ ναυαγήσει, ἂν παρουσι- ασθεῖ μὲ τέτοιου εἴδους (προνεωτε- ρικὰ ἂν ὄχι ὁλοκληρωτικά) θεωρη- τικὰ ἐργαλεῖα. Ἡ παράδοση – Ἑλλη- νικὴ καὶ Χριστιανική – αὐτοῦ τοῦ λαοῦ εἶναι τόσο βαθυσήμαντη καὶ ἄλκιμη, ὥστε εἶναι ἀδύνατο νὰ κα- ταβληθεῖ ἀπὸ ἕναν συγκρουσιακοῦ τύ- που ἐκσυγχρονισμό – ἀντιθέτως τὸ χάσμα μεταξὺ ἐκσυγχρο- νιστῶν καὶ «παραδο- σιακῶν» θὰ βαθαίνει ὅλο καὶ περισσότερο, δυστυχῶς, μέχρι πα- ρανοίας… Ἡ ἑλληνικὴ κοι- νωνία χρειάζεται πράγματι ἐκσυγχρο- νισμό, καὶ μάλιστα θεσμικὸ καὶ γενναῖο – πλὴν ἰσορροπημέ- νο – ἐκσυγχρονισμό. Ὄχι ὅμως διότι ἡ πα- ράδοσή της νοσεῖ, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἴδια ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία νοσεῖ, καὶ μάλιστα βαρέως, ὡς πρὸς τὴν σχέση της μὲ τὴν παράδοσή της – ὡς πρὸς τὴν ἐλεύθερη κριτικὴ ἀποδοχὴ καὶ τὴ δημιουργικὴ ἀναχώνευσή της, σὲ βαθὺ διάλογο πρὸς τὰ πραγ- ματικὰ προβλήματα τοῦ σύγχρονου ἄνθρωπου καὶ τὶς γνωστὲς ἀπόπει- ρες ἀντιμετώπισής τους, ὅπου γῆς σήμερα. g Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ὀρθοδοξία καὶ ἐκσυγχρονισμός, ἐκδ. Ἁρμός.
Κάτω από : πολιτικη θεολογία
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.