Ο Ξενοφώντας στις παραγράφους 16-32 του 2ου βιβλίου των Ελληνικών του εξιστορεί την ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς του Ελλησπόντου το 405 π.Χ. Αυτή υπήρξε η τελευταία σύγκρουση μεταξύ της αθηναϊκής και σπαρτιατικής συμμαχίας και καθόρισε την τελική έκβαση του πελοποννησιακού πολέμου. Μετά τη διδασκαλία του αποσπάσματος και προκειμένου οι μαθητές να συναισθανθούν όσα βιώνει και σκέφτεται ένας στρατιώτης στη μάχη, κλήθηκαν να καταγράψουν τα γεγονότα μέσα από μια προσωπική οπτική, ως Αθηναίοι ή Σπαρτιάτες πολεμιστές, σε ημερολογιακή ή επιστολική μορφή.

Ενδεικτικές είναι οι παρακάτω εργασίες:

Ο Γιάννης Σιώσης από το Α3, ως Αθηναίος στρατιώτης γράφει μια επιστολή στον φίλο του όπου διηγείται όσα συνέβησαν στον Ελλήσποντο εκφράζοντας παράλληλα γενικότερες σκέψεις για τον πόλεμο και την επίδρασή του στους ανθρώπους.

Αγαπητέ μου φίλε Ξενοφάνη,
   Ομολογώ πως έχω καιρό να σου γράψω, αλλά συνέβησαν τόσα συνταρακτικά γεγονότα στη ζωή μου που δεν μου επέτρεψαν να επικοινωνήσω με κανέναν. Τώρα πλέον θέλω να μοιραστώ μαζί σου όλα όσα συνέβησαν γιατί έχω την ανάγκη να τα πω σε κάποιον.
   Σου έχω αναφέρει ότι είμαι μέλος του Αθηναϊκού στόλου. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι το να είσαι συμμέτοχος σε έναν πόλεμο είναι κάτι απλό αλλά στην πραγματικότητα είσαι συνεργός σε ένα μεγάλο έγκλημα. Όσοι είναι συμμετέχοντες σε έναν πόλεμο υποχρεώνονται να κάνουν πράγματα που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα σκεφτόταν καν. Οι άνθρωποι στον πόλεμο εξαγριώνονται και εξαχρειώνονται και αυτό έγινε και στην δική μας περίπτωση. Αναγκαστήκαμε να λεηλατήσουμε εδάφη, να κάνουμε επιδρομές, να κλέψουμε και το χειρότερο να γίνουμε δολοφόνοι για αθώους. Ήταν τόσο τρομακτικό που ένιωθα τα χνότα του θανάτου. Κάθε μέρα νόμιζα πως θα ήταν η τελευταία μου και ένιωθα συνέχεια απειλούμενος.
   Προφανώς, αφού είχαμε εκλέξει και καινούριους στρατηγούς ήμασταν ισχυρότεροι και η νίκη θεωρούνταν βέβαιη αλλά ποτέ δεν πρέπει να είμαστε σίγουροι για το τίποτα. Τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες περιμέναμε να αποκρούσουμε τους Λακεδαιμόνιους, όμως αυτοί για έναν περίεργο λόγο παρέμεναν απλοί παρατηρητές και δεν έκαναν καμία επιθετική κίνηση. Όλο αυτό ήταν μέρος ενός δόλιου σχεδίου, κύριο μέλημά τους ήταν να μας εξοντώσουν τόσο ψυχικά αλλά και σωματικά και τα κατάφεραν με μεγάλη επιτυχία. Ο Αλκιβιάδης μάς προειδοποίησε αλλά εμείς δεν δώσαμε σημασία και ήταν το μεγαλύτερο λάθος.
   Όλοι ήμασταν σίγουροι ότι πλέον δεν θα γινόταν καμία επίθεση εναντίον μας αλλά διαψευσθήκαμε. Όσο ήμασταν διασκορπισμένοι για τον ανεφοδιασμό μας μάς επιτέθηκαν. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που οι περισσότεροι στρατιώτες δεν πρόλαβαν να ανέβουν στα πλοία. Οι Λακεδαιμόνιοι τα κατέκτησαν σχεδόν όλα αλλά το χειρότερο, το οποίο και είδαμε με τα μάτια μας, είναι να αιχμαλωτίζουν τους συντρόφους μας με βάρβαρο τρόπο. Είναι ένα από τα χειρότερα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει κάποιος να βλέπεις τον συμπατριώτη σου στα χέρια των εχθρών και να πρέπει να μείνεις άπραγος. Αν και είναι ανέφικτο ελπίζω να μείνουν ζωντανοί.
   Εγώ δεν ξέρω αν πρέπει να θεωρήσω τον εαυτό μου τυχερό που επέζησα γιατί με όλα όσα βίωσα και αντίκρισα πλέον είμαι ψυχικά νεκρός και θα προτιμούσα να ήμουν από τους νεκρούς παρά ζωντανός, κυνηγώντας με οι τύψεις και οι ερινύες για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αλλά εφόσον έφτασα μέχρι εδώ θα πολεμήσω μέχρι τέλους για την μητέρα πατρίδα Αθήνα. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να σου ξαναστείλω. Να προσέχεις και ελπίζω σύντομα να βρεθούμε πίσω στην πατρίδα μας.

Με σεβασμό,
ο φίλος σου Δημόνικος

 

Η Άννα Νάτση από το Α3 γράφει ημερολόγιο ως Σπαρτιάτης ανυπόμονος στρατιώτης που αρχικά δυσανασχετεί καθώς δεν μπορεί να αντιληφθεί το σχέδιο  του  Λύσανδρου, στο τέλος όμως παραδέχεται την αδιαμφισβήτητη ικανότητά του

Πρώτη ημέρα στη Λάμψακο
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σήμερα μετά από ας ώρες ταξιδιού αποβιβαστήκαμε από τα καράβια και ενωθήκαμε με ας συμμάχους μας υπό την ηγεσία του Θώρακα. Η κούραση απ’ το ταξίδι ήταν τεράστια και σχεδόν ανυπόφορη αλλά κατά την διάρκεια της λεηλασίας της Λαμψάκου, σαν να έφυγε το βάρος από πάνω μου. Όταν κάναμε έφοδο ένιωθα λες και η κούραση αυτή ήταν ανύπαρκτη, ενώ το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν το σπαθί που κρατούσα στο χέρι μου και η αρπαγή εφοδίων. Δεν εκπλήσσομαι βεβαία. Πάντα έτσι γίνεται. Όταν κρατάς ξίφος σαν οι έγνοιες να χάνονται και το μόνο που πραγματικά μετράει είναι ο θάνατος. Σήμερα αίμα δεν χύθηκε γιατί ο Λύσανδρος μας διέταξε ναι αφήσουμε τους πολίτες να φύγουν, και έτσι απροετοίμαστοι που ήταν πέταξαν σαν τα πουλιά να σωθούν.
Δεν καταλαβαίνω πάντως. Οι μισοί άμαχοι και οι άλλοι μισοί πιασμένοι στον ύπνο, δεν είχαν και άλλες επιλογές απ’ το να τρέξουν ή να προσπαθήσουν να αντισταθούν και να αποτύχουν. Μας παρέδωσαν τουλάχιστον την πόλη χωρίς φασαρίες και τα εφόδια είναι άφθονα.
Ας δούμε τι θα γίνει αύριο με την καινούρια μέρα.

Δεύτερη ημέρα στη Λάμψακο
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σήμερα ο Λύσανδρος μας διέταξε από τα ξημερώματα να επιβιβαστούμε στα πλοία και να προετοιμαστούμε για μάχη. Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς έβαζα τη στολή από δέρμα και ετοιμαζόμουν για μάχη. Δεν είναι και λίγες οι φορές που οι Αθηναίοι μας έχουν κερδίσει σε ναυμαχία. Αφού άλλωστε το ναυτικό τους είναι πολύ ισχυρότερο από το δικό μας. Ώσπου να παραταχτούμε όλοι στο κατάστρωμα του πλοίου τα πόδια και τα χέρια μου έτρεμαν απ’ το άγχος. Όλοι περιμέναμε διαταγή για επίθεση. Επίθεση όμως δεν έγινε καθώς λάβαμε διαταγή να μην ανοιχτεί κανένας στο πέλαγος.
Όλη μέρα περιμέναμε με τους Αθηναίους παραταγμένους απέναντί μας, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα. Ο Λύσανδρος το βράδυ έστειλε μερικά πλοία να τους παρακολουθήσουν. Ενώ πίστευα πως μπορούσαμε επιτέλους να αποχωρήσουμε μας ήρθε διαταγή να κρατήσουμε τις θέσεις μας μέχρι να επιστρέψουν.
Και γιατί δηλαδή; Αφού μάχη δεν θα γινόταν. Ποιος ο σκοπός να μας κρατάει και άλλο; Δεν καταλαβαίνω τη λογική του Λύσανδρου. Τι προσπαθεί να καταφέρει; Αν θέλει μάχη ας την κάνει να ξεμπερδεύουμε. Όχι να μας κρατάει και για το τίποτα! Δεν μου φτάνει το άγχος μου όλη τη μέρα, έχω και τις διαταγές του Λύσανδρου!
Ό,τι και να πω όμως δεν έχει νόημα. Αυτός είναι στρατηγός και δεν θα αλλάξει τίποτα με το να παραπονιέμαι

Τρίτη ημέρα στη Λάμψακο
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Τέσσερις μέρες συνολικά μας έχει ο Λύσανδρος να κάνουμε το ίδιο και το ίδιο. Ξυπνάμε απ’ τα χαράματα, τρώμε, ετοιμαζόμαστε για μάχη και μάχη δεν έχουμε. Πραγματικά, κάθε μέρα μας διατάζει να μην κινηθούμε απ’ την παράταξη και μετά το βράδυ δεν μας αφήνει καν να αποβιβαστούμε. Αλλά ναι, πρέπει πρώτα να πάρει αναφορά! Λες και οι Αθηναίοι θα κάνουν κάτι διαφορετικό.
Τι είναι αυτό δηλαδή; Έλεος λίγο. Δεν βλέπει πως οι Αθηναίοι συνέχεια ανοίγονται και περιμένουν να κάνουμε κίνηση; Ή θα την κάνουμε ή θα φύγουμε! Μας έχει εκεί καρφωμένους όλη μέρα να μην κάνουμε τίποτα. Το μπόι μας θέλει να δει; Όλο το στράτευμα έχει αγανακτήσει και το ξέρει. Αλλά όχι, να μην μας πει τίποτα εμάς! Μόνο διαταγές ξέρει να δίνει. Πολύ θα ήθελα να τον δω στη θέση μας.
Δεν ξέρω τι θέλει αυτός ο άνθρωπος. Το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να με κουράσει περισσότερο. Δεν τον μπορώ άλλο, μου έχει σπάσει τα νεύρα.

Τέταρτη ημέρα στη Λάμψακο
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Η μέρα πάλι άρχισε με τον συνηθισμένο τρόπο, με εμάς να ετοιμαζόμαστε και να κάνουμε τα ίδια από την αρχή. Όταν όμως οι παρατηρητές επέστρεφαν, αφού οι Αθηναίοι είχαν αποβιβαστεί, ο Λύσανδρος μας έκανε σήμα για επίθεση κατά των Αθηναίων.
Οι Αθηναίοι ήταν απροετοίμαστοι γι’ αυτό πιστεύω και νικήσαμε. Μόνο εννέα πλοία απ’ όλο το στόλο τους ανοίχτηκαν εναντίον ολόκληρου του δικού μας. Ευτυχώς η μάχη τελείωσε γρήγορα και με ελάχιστη προσπάθεια από τη πλευρά μας. Οι περισσότεροι άντρες συνελήφθησαν απ’ τη στεριά, ενώ ο Κόνωνας με τα πλοία που ανοίχτηκαν στο πέλαγος και τελικά τράπηκαν σε φυγή
Δεν τον κατηγορώ. Η υπόθεση ήταν τελειωμένη. Τουλάχιστον προσπάθησε να σώσει το τομάρι του, γιατί ο Λύσανδρος δεν θα έδειχνε έλεος. Προτιμότερο πάντως θα ήταν να κάτσει να αποδεχτεί την μοίρα του και να πεθάνει πολεμώντας παρά να βγάλει φτερά. Αυτό πιστεύω εγώ αφού και η μάνα μου έλεγε πάντα “ ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς” πριν πάω σε κάποια μάχη. Όπως φαίνεται όμως δεν είναι όλοι της ίδιας άποψης.
Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στην Λάμψακο και ο Λύσανδρος έστειλε τον Θεόπομπο στην Σπάρτη να μεταφέρει τα νέα της νίκης. Δοξασμένη να είσαι Λακεδαιμονία!
Έγινε συνέλευση για να αποφασιστεί η μοίρα των αιχμαλώτων. Όλους τους σκοτώσαμε εκτός από έναν. Τους άξιζε όμως. Διέπραξαν εγκλήματα πολέμου εναντίον μας. Πλήρωμα δυο τριήρων εκτελέστηκε απ’ τους Αθηναίους! Τους είχαν πετάξει στη θάλασσα. Δεν λέω, όλων των ειδών τα αδικήματα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά η εκτέλεσή τους ήταν υπερβολική. Καλά έκανε ο Λύσανδρος και έσφαξε αυτόν που έριξε στην θάλασσα τα πληρώματα των καραβιών. Το καταχάρηκα εγώ! Μπορεί ο Λύσανδρος να είναι κουραστικός αλλά όταν πρόκειται για τέτοια θέματα, πιστεύω κάνει το σωστό. Χίλιες φορές μπράβο του!

 

Η Μαριτίνα Μπαΐρα από το Α4 έγραψε ημερολόγιο ως Σπαρτιάτης στρατιώτης ο οποίος έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον στρατηγό του και αναλαμβάνει έναν μικρό αλλά σημαντικό ρόλο στην ναυμαχία.

Πρώτη μέρα στον Ελλήσποντο
Αποπλεύσαμε από την Ρόδο, με προορισμό τον Ελλήσποντο. Περνώντας από τα ιωνικά παράλια και την Άβυδο φτάσαμε στην Λάμψακο, μια από τις σύμμαχες πόλης της Αθήνας. Φτάνοντας εκεί καταλάβαμε την πόλη, έχει ό,τι εφόδια χρειαζόμαστε όπως κρασί, σιτηρά και πολλά ακόμα πράγματα. Ο στρατηγός μας, ο Λύσανδρος άφησε τους πολίτες ελεύθερους. Φοβάμαι ότι μπορεί να κάνουν κάτι, αλλά ο φόβος δεν είναι επιλογή στον πόλεμο και ο στρατηγός είναι έξυπνος άνθρωπός. Τον άκουσα να λέει για ποιο λόγο τους άφησε ελεύθερους, όταν μιλούσαν για το τι θα κάνουν με τους Αθηναίους που είχαν εγκατασταθεί απέναντι από εμάς, στους Αιγός Ποταμούς.

Δεύτερη μέρα στον Ελλήσποντο
Ο στρατηγός τα ξημερώματα μας έδωσε εντολή να μπούμε στα πλοία αφού φάμε. Αρχίσαμε τις προετοιμασίες. Ήταν σαν να ξεκινούσαμε για ναυμαχία. Κρέμασε μέχρι και τα παραπέτασματα στα πλάγια των πλοίων, αλλά έδωσε εντολή να μην κουνηθεί κανείς από την θέση του. Όσο αυτά γίνονταν, ο στρατηγός έδωσε εντολή στα δύο πιο γρήγορα πλοία, το απόγευμα να πάνε και να παρακολουθήσουν τους Αθηναίους. Μου έδωσε εντολή να πάω και εγώ μαζί τους και όταν οι Αθηναίοι αποβιβαστούν από τα καράβια, να φύγουμε και να του δώσω αναφορά αμέσως. Επικίνδυνα σχέδια αλλά το κάναμε. Οι Αθηναίοι δεν έκαναν κάτι που να μας ανησυχήσει. Περίμεναν μέχρι να πέσει ο ήλιος και όταν είδαν ότι δεν κάναμε κάτι πήγαν πίσω στους Αιγός Ποταμούς. Όταν πήγαμε πίσω του τα περιέγραψα όλα και οι σύντροφοί μου είπαν ότι δεν τους έβγαλε από τα πλοία μέχρι να έρθουμε πίσω.

Τρίτη μέρα στον Ελλήσποντο
Ο στρατηγός τα ξημερώματα μας έδωσε τις ίδιες εντολές όπως και χθες. Φάγαμε και μετά στα πλοία. Ξέχασα να αναφέρω ότι οι πολίτες της Λαμψάκου τελικά ήταν ευγνώμονες που τους αφήσαμε ελεύθερους και για να μας ευχαριστήσουν μας έδωσαν φαγητό, νερό, κρασί και το λιμάνι που μας βοήθησε πολύ. Εγώ είχα τις ίδιες εντολές με χθες. Οι Αθηναίοι είναι περίεργοι, έχουν στρατοπεδεύσει στους Αιγός Ποταμούς και πρέπει να πηγαίνουν μακριά για να πάρουν φαγητό και νερό. Τώρα νιώθω τυχερός που έχω να φάω αμέσως και δεν χρειάζεται να κάνω τόση απόσταση μόνο και μόνο για να μπορέσω να φάω. Βράδιασε και αφού μίλησα με τον στρατηγό, πήγα στους άλλους για να μου πούνε τα ίδια όπως χθες.

Τέταρτη μέρα στον Ελλήσποντο
Δεν υπάρχει διαφορά από χθες. Φαγητό, σκοπιά και πάλι πίσω. Αρχίζει να είναι περίεργο το πως κανένας δεν κάνει τίποτα. Εμείς στα πλοία, αυτοί στα πλοία και μετά να πάρουν φαγητό. Κάνω την αναφορά και στο τέλος μένω να σκέφτομαι τι ακριβώς σκέφτεται ο στρατηγός. Τον ρώτησα, λίγο ανάρμοστο το ξέρω, αλλά ήθελα να μάθω. Ο Λύσανδρος μου είπε: «Θα δεις αύριο». Δεν κατάλαβα αλλά θα περιμένω.

Πέμπτη μέρα στον Ελλήσποντο

Σήμερα το πρωί, ο στρατηγός έδωσε εντολή σ’ εμάς, στα κατασκοπευτικά πλοία να πάμε κανονικά στην αποστολή μας και όταν οι Αθηναίοι βγούνε από τα πλοία και διασκορπιστούν, να πάμε αμέσως πίσω και στη μέση της διαδρομής να υψώσουμε ασπίδα. Αυτός θα την έβλεπε και θα έστελνε τα πλοία, όπως και έγινε. Όταν τους είδαμε να φεύγουν πήγαμε πίσω και ύψωσα την ασπίδα, μεγάλη τιμή για κάποιον σαν εμένα να έχει έναν έστω και μικρό, αλλά σημαντικό ρόλο στη μάχη. Ο στρατηγός έστειλε αμέσως τα πλοία μας ενώ είχαμε και τον στρατηγό Θώρακα με το πεζικό. Μόνο εννιά αθηναϊκά πλοία κατάφεραν να φύγουν, τα άλλα τα καταλάβαμε χωρίς μάχη. Τους πήγαμε πίσω στην Λάμψακο ενώ ο στρατηγός έστειλε τον Θεόπομπο τον Μιλήσιο πειρατή στην Λακεδαίμονα να αναγγείλει τα νέα της νίκης. Την ίδια μέρα συγκάλεσε συνέλευση των συμμάχων μας για να αποφασίσουνε τι θα κάνουν με τους αιχμαλώτους. Από ό,τι άκουσα στη συνέλευση, οι Αθηναίοι είχαν είδη σκεφτεί τι τιμωρία θα μας έβαζαν όταν θα μας έπιαναν! Τέτοια σιγουριά είχαν ότι θα νικήσουν! Να όμως που γίνονται τα ανάποδα! Η τελική απόφαση πάρθηκε και η συνέλευση τελείωσε. Όλοι όσοι ήταν από την Αθήνα πέθαναν, εκτός από έναν στρατηγό τους που ήταν εναντίον τις τιμωρίας που θα έβαζαν. Επιτέλους, τέλος σε όλο αυτό. Θα πάμε σπίτι σύντομα, ελπίζω!