Παρατηρήσεις για τη σύγχρονη πολιτική, κυριολεκτικά, της «επόμενης μέρας»
Μοιάζει να έχει κλείσει οριστικά το ζήτημα της «μεγάλης πολιτικής». Κι αντιστοίχως των «μεγάλων ανδρών», όπως τους αποκαλούσαν παλαιότερα σε μια εποχή που δεν δίσταζε να αναγνωρίσει την απόσταση ανάμεσα στους πολλούς που απλώς επιθυμούν και στους λίγους που τολμούν να πράξουν.
Η Ιστορία, όντως, μας παρουσίασε και μερικούς πολιτικούς που ένιωσαν, κάποτε, πως είχαν μια αποστολή να εκτελέσουν και πως οι ικανότητές τους αρκούσαν για να τις φέρουν εις πέρας. Στις μέρες μας η αναφορά και μόνο σ ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα προκαλούσε καγχασμούς διαποτισμένους με μια θλίψη που δεν βρίσκει διέξοδο. Δύσκολο να φαντασθούμε έναν πολιτικό μεγάλης εμβελείας, γιατί ο τρόπος που ζούμε (όλοι, και οι πολιτικοί και οι πολίτες) κυριαρχείται από πράγματα φτιαγμένα για να είναι μικρά: σε διάρκεια, σε σημασία, σε ποιότητα. Μια ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ανακυκλώνονται διαρκώς τα ελάσσονα της ειδησεογραφίας, της διαφήμισης, της διαδικτυακής βραχυλογίας, δεν μπορεί να επιτρέψει τη γέννηση μιας θέλησης που θα ξεκολλούσε απ’ τον χυλό και θα κοίταζε μακριά.
Αυτή η ματιά προς το μακρινό είναι, πράγματι, ένα από τα κύρια γνωρίσματα της ηγετικής προσωπικότητας. Ας θυμηθούμε εδώ τον Καρλάιλ, ίσως τον πιο συνεπή και ένθερμο κήρυκα κατά τον 19ο αιώνα της ανάγκης να οδηγούνται οι κοινωνίες από υψηλόφρονες ταγούς. Παρατηρούσε ο Άγγλος ιστορικός πως τα άτομα τα ικανά να επηρεάζουν βαθιά τις τύχες των πολλών χαρακτηρίζονται κυρίως από διορατικότητα και παραδόξως, από ειλικρίνεια. «Το ψέμα», έλεγε, «είναι ουσιαστικά ένα τίποτα και από το τίποτα δεν μπορεί να παραχθεί κάτι, και αν ακόμη παραχθεί είναι τίποτα, και ο κόπος που έγινε είναι μάταιος». Φυσικά, δεν εννοούσε ότι η απόκρυψη της αλήθειας ή και η καταφυγή σε ψεύδη είναι ασυμβίβαστα με τη συμβατική και τρέχουσα πολιτική πρακτική. Εννοούσε ότι μεγάλη πολιτική δεν ασκείται με κατά σύστημα και κατ’ εθισμόν ψευδολογία, γιατί μ’ έναν τέτοιο εθισμό το βέβαιο είναι ότι ο πολιτικός θα νομίζει στο τέλος ότι μπορεί να κρατιέται στη θέση του μην κάνοντας τίποτα -εκτός από το να διαδίδει ότι έκανε πολλά ή θα κάνει.
Καταλαβαίνουμε όλοι -σήμερα ιδιαίτερα που το υφιστάμεθα σε τέτοιο βαθμό- πόσο το ψέμα αυτής της κοπής έφερε την πολιτική στα μέτρα στενών ψυχών και στενών εγκεφάλων. Αλλά είναι ακόμα πιο σημαντικό να σταθούμε για λίγο στο πρώτο χαρακτηριστικό των πραγματικά επιφανών, στη διορατικότητα. Ποια είναι η αιτία για το ότι σπανίζει τόσο πολύ σήμερα; Πώς εξηγείται να γίνεται τόσο πολύς λόγος, σ’ όλο τον πλανήτη, για την ανάγκη σχεδιασμού και οι σχεδιαστές να παραμένουν άφαντοι;
Συνδυασμός ιδιοτήτων
Το πρόβλημα ξεκινά από τη διόραση. Αυτή λείπει στις μέρες μας κι αυτή είναι δύσκολο να αναπτυχθεί. Διορατικότητα είναι η ικανότητα να βλέπει κανείς μακριά και πίσω από τα φαινόμενα. Για να δεις, όμως, πίσω από τα φαινόμενα, πρέπει να διαθέτεις γερό ένστικτο και ακονισμένη σκέψη. Απαιτείται συνδυασμός και των δύο, διαφορετικά το ένστικτο θα λειτουργήσει μεν, αλλά δεν θα φθάσει μακριά, η δε σκέψη χωρίς το ένστικτο θα κινηθεί σε μεγαλύτερη ακτίνα, αλλά θα κινδυνεύει συνεχώς να καταπέσει σε ονειροπόληση.
Μια τέτοια ευτυχή σύζευξη των δύο ιδιοτήτων θα τη βρούμε σε όλους εκείνους που άλλαξαν τον χάρτη του κόσμου κι όχι μόνο με πολεμικές επιδρομές. Ο άσημος αξιωματικός που θα φθάσει να γίνει ο αυτοκράτωρ Ναπολέων θα εκπλήξει τον Γκαίτε, κατά τη συνάντησή τους, με τα σχόλια που κάνει για τον «Βέρθερο». Είχε διαβάσει, είχε στοχαστεί, κι είχε γυμναστεί για τους σκοπούς του. Έβλεπε μακρύτερα, επειδή είχε βυθίσει τη σκέψη του σε κάτι πλατύτερο από την επιθυμία του να έχει την εξουσία και να απολαμβάνει τις τιμές που του όφειλαν οι κατώτεροί του. Διακρίνουμε πάντα ένα είδος εγκράτειας (για να μην πούμε ασκητισμό) μέσα στο παλιό πολιτικό μεγαλείο. Ο Κρόμγουελ αποσύρεται στα δώματά του και προσεύχεται πριν από τις κρίσιμες ενέργειες με τις οποίες θα συντρίψει βασιλείς και κοινοβούλια. Επικαλείται την ιδέα της θείας προνοίας για να μπορέσει ο ίδιος να γίνει προνοητικός.
Ίσως μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς που σφράγισαν τη μοίρα των λαών τους να άκουγαν ή καλύτερα να ήθελαν να ακούν κάποιες «φωνές» που τους κατηύθυναν και τους προέτρεπαν. Το εάν αυτές οι φωνές έρχονταν από ψηλά ή από μέσα τους, είναι δευτερεύον ζήτημα. Σημασία έχει ότι η δύναμη της απόφασης που χαρακτήριζε αυτούς τους αρχηγέτες δεν ερχόταν από το πουθενά, ερχόταν από κάποια ιδέα ή αρχή την οποία δεν σέβονταν απλώς, τη λάτρευαν μυστικά. Για να λατρευτούν οι ίδιοι, χρειαζόταν πρώτα να λατρέψουν. Για να κρατήσουν τα ηνία του κόσμου, έπρεπε να γονατίσουν μπροστά σε κάτι ανώτερο.
Το αν και τι είδους συνομιλίες με κάποια «πνεύματα» είχαν ο Περικλής, ο Καρλομάγνος, ο Μέγας Πέτρος ή και ο Λένιν, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Εκείνο όμως που ξέρουμε είναι ότι καλύτερα να έχει ένας άνθρωπος της εξουσίας συνομιλίες παρόμοιου τύπου, παρά να συζητεί αποκλειστικά με συμβούλους που η δουλειά τους είναι να του λένε τι να αποφεύγει και πώς να ξεγλιστρά. Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Ποτέ μέχρι τώρα η πολιτική δεν ασκήθηκε με λιγότερη βούληση. Να όμως που έγινε κι αυτό. Η πολιτική έγινε κυριολεκτικά της «επόμενης μέρας». Και για να πας στην επόμενη μέρα, δεν χρειάζεται βέβαια ούτε διόραση, ούτε σκέψη, ούτε καν ένστικτο. Χρειάζεται να πέφτεις για ύπνο και να λες «αύριο βλέπουμε».
Άρθρο του Βασίλη Καραποστόλη, καθηγητή Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: “Η Καθημερινή” (4/8/2013)