Τους τελευταίους μήνες οι συζητήσεις για τον πληθωρισμό βρίσκονται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι συζητήσεις αυτές συνδέονται συνήθως με την επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που παρείχαν στη διεθνή οικονομία την απαραίτητη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης COVID-19. Συνδέονται επίσης με το δημόσιο χρέος, το οποίο αυξήθηκε σημαντικά κυρίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες, τα ονομαστικά επιτόκια, αλλά και τον δυναμισμό της ανάκαμψης των οικονομιών τα επόμενα έτη. Οι σχετικές αναλύσεις και συζητήσεις για τον πληθωρισμό εντάθηκαν ακόμα περισσότερο μετά τις πρόσφατες ανατιμήσεις στα ενεργειακά προϊόντα (φυσικό αέριο, πετρέλαιο κ.ά.), οι οποίες έχουν δημιουργήσει εύλογες ανησυχίες και αυξημένη αβεβαιότητα διεθνώς.
Στη χώρα μας ο πληθωρισμός άρχισε να καταγράφει θετικό ετήσιο ρυθμό από τον Ιούνιο του 2021, ενώ σημείωσε μεγάλη άνοδο κατά τους τρεις τελευταίους μήνες του ίδιου έτους (ετήσιος ρυθμός 3,4% τον Οκτώβριο, 4,8% τον Νοέμβριο και 5,1% τον Δεκέμβριο). Το πρόβλημα των ανατιμήσεων αναμένεται να είναι ιδιαίτερα οξύ, τουλάχιστον για τα πρώτα τρίμηνα του 2022. Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις που καταγράφονται τους τελευταίους μήνες οφείλονται σε επιδράσεις βάσης (λόγω του αρνητικού πληθωρισμού το 2020) και σε απότομες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, των μεταφορών, των ειδών διατροφής, καθώς και των εισαγόμενων ενδιάμεσων προϊόντων λόγω των διαταράξεων στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής. Ανοδικές πιέσεις στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών προκαλούνται και από την πλευρά της ζήτησης, η οποία αναζωπυρώθηκε έντονα μετά τη βαθιά ύφεση που κατέγραψαν οι οικονομίες διεθνώς το 2020, κατά το πρώτο έτος της υγειονομικής κρίσης.
Παρά τις εκτενείς αναλύσεις και συζητήσεις γύρω από τις πιθανές επιπτώσεις του πληθωρισμού σε βασικές παραμέτρους της οικονομίας (ρυθμός ανάπτυξης, δημόσιο χρέος, επιτόκια κ.ά.), μία σημαντική, κατά τη γνώμη μου, διάσταση συχνά παραβλέπεται. Πρόκειται για την κοινωνική διάσταση του πληθωρισμού και ειδικότερα τη διαφορετική ένταση με την οποία οι πρόσφατες αυξήσεις των τιμών επιβαρύνουν τις επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες, σε σχέση μάλιστα με τη θέση τους στην κατανομή του συνολικού εισοδήματος. Τα φτωχά και ευάλωτα νοικοκυριά που βρίσκονται στο κάτω μέρος της κατανομής του εισοδήματος αντιμετωπίζουν άραγε τον ίδιο πληθωρισμό σε σχέση με τα πιο εύπορα νοικοκυριά των υψηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς σχετίζεται με το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και με την οικονομική αποτελεσματικότητα και μεγέθυνση μεσοπρόθεσμα.
Τα αναλυτικά στοιχεία των (υπο)δεικτών του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ σε μηνιαία βάση, σε συνδυασμό με τα μερίδια (συντελεστές στάθμισης) των επιμέρους δαπανών αγαθών και υπηρεσιών που συνθέτουν το «καλάθι του καταναλωτή» (όπως αυτά προκύπτουν από την επεξεργασία των στοιχείων της Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών), μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε τον πληθωρισμό που κατά την περίοδο της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης αντιμετώπισαν οι διάφορες ομάδες του πληθυσμού. Οπως προκύπτει από την ανάλυση αυτή, ο τρόπος με τον οποίο μεταβλήθηκαν στη χώρα μας οι τιμές των επιμέρους αγαθών και υπηρεσιών την περίοδο της πανδημίας COVID-19 (Μάρτιος 2020 – Δεκέμβριος 2021), σε συνδυασμό με τη διαφοροποιημένη διάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης των επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων, άσκησε από μόνος του αξιόλογη αναδιανεμητική επίδραση εις βάρος κυρίως των οικονομικά ασθενέστερων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού και γενικότερα τα άτομα που αντιμετωπίζουν σχετικά υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας. Με άλλα λόγια, τα διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν ότι ο πληθωρισμός στη διάρκεια της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης είναι κοινωνικά άδικος.
Πράγματι, κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19 ο γενικός ΔΤΚ, με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αυξήθηκε κατά 3,3% (από 107,1 τον Μάρτιο του 2020 σε 110,6 τον Δεκέμβριο του 2021, 2009=100). Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι, για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών (με βάση την κατανομή της καταναλωτικής δαπάνης), η αντίστοιχη αύξηση των τιμών ήταν 4,6%, έναντι 2,7% για το 20% των νοικοκυριών που βρίσκονται στα ανώτερα κλιμάκια της ίδιας κατανομής. Ομοίως, για τα 701.405 νοικοκυριά της χώρας και τα 1.856.081 μέλη τους που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας με βάση τον ορισμό της Eurostat (βλ. ΕΛΣΤΑΤ, δελτίο Τύπου «Κίνδυνος Φτώχειας», 23 Σεπτεμβρίου 2021), οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης με πολύ υψηλότερο ρυθμό από ό,τι για το σύνολο του πληθυσμού (φτωχά: 4,7%, έναντι 3,3% για το σύνολο του πληθυσμού). Από την περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι στη δυσανάλογη πληθωριστική επιβάρυνση των φτωχών νοικοκυριών κατά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης σημαντική συμβολή είχαν οι αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα (+42,7%, επίπτωση 1,7 ποσοστιαίες μονάδες), στο πετρέλαιο θέρμανσης (+23,0%, επίπτωση 0,3 μονάδες), στα καύσιμα κίνησης (+15,9%, επίπτωση 0,7 μονάδες), στο φυσικό αέριο (+131,7%, επίπτωση 0,3 μονάδες), αλλά και στα είδη διατροφής (+4,0%, επίπτωση 0,9 μονάδες). Τέλος, επισημαίνεται ότι η δυσμενής θέση των φτωχών νοικοκυριών διατηρήθηκε σε όλη την περίοδο της κρίσης (από τον Μάρτιο του 2020 έως σήμερα), δηλαδή τόσο στο διάστημα του αρνητικού πληθωρισμού (έως τον Μάρτιο του 2021) όσο και κυρίως τους τελευταίους μήνες που χαρακτηρίστηκαν από θετικούς και συνεχώς επιταχυνόμενους ετήσιους ρυθμούς μεταβολής των τιμών.
Συνοψίζοντας, γίνεται φανερό από τα προηγούμενα στοιχεία ότι στην περίοδο της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης, από τον Μάρτιο του 2020 έως σήμερα, ο τρόπος με τον οποίο μεταβλήθηκαν οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών στη χώρα μας ήταν κοινωνικά άδικος. Οι αυξήσεις των τιμών επιβάρυναν δυσανάλογα τις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες και τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού (π.χ. άνεργους, περιστασιακά και μερικώς απασχολούμενους, εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό). Η εξέλιξη αυτή από μόνη της καθιστά αναγκαία τη λήψη πρόσθετων μέτρων για τη στήριξη των ομάδων αυτών και την αποκατάσταση της σχετικής κοινωνικής αδικίας. Για παράδειγμα, η αύξηση του κατώτατου μισθού που βρίσκεται υπό συζήτηση στον δημόσιο διάλογο μπορεί, έως ένα βαθμό, να μετριάσει την αδικία που προκύπτει από τον πληθωρισμό, αμβλύνοντας για τους χαμηλόμισθους, που επιβαρύνονται περισσότερο, τις αρνητικές επιπτώσεις από την απότομη άνοδο των τιμών. Αντίστοιχα, η στήριξη των νοικοκυριών απέναντι στις ανατιμήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος δεν μπορεί να γίνεται με οριζόντια μέτρα αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε την αδικία αυτή. Για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, είναι ανάγκη να αναζητήσουμε και να εφαρμόσουμε κατάλληλα στοχευμένες παρεμβάσεις για τη στήριξη των ευπαθών κοινωνικών ομάδων που σε όλη την περίοδο της υγειονομικής κρίσης και κυρίως τους τελευταίους μήνες επιβαρύνονται δυσανάλογα από την αναζωπύρωση του πληθωρισμού.
Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο του κ. Θεόδωρου Μ. Μητράκου, οικονομολόγο, πρώην υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. (13/2/2022)