«Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ»

Η πρώτη μου εμπειρία με την «πολιτική ορθότητα» ήταν απροσδόκητα τραυματική. Στο σεμινάριο του πανεπιστημίου μου στην Αγγλία ανέπτυσσα το αναλυτικό επιχείρημά μου: «Ας υποθέσουμε ότι κάποιος κάνει εκείνο, και συνεπώς το άλλο, κ.λπ.». Απορροφημένος στον αφαιρετικό συλλογισμό μου δεν είχα προσέξει ότι μια φεμινίστρια συμφοιτήτριά μου από τον Καναδά ανέβαζε στροφές όσο μιλούσα, μέχρι που εξερράγη: «Όλο αυτός κι εκείνος: όλες σου οι αναφορές στο αρσενικό!», εξεμάνη. «Είναι σεξιστικό και απαράδεκτο!».

Έπρεπε να γνωρίσω την επιθετική εκδοχή της «πολιτικής ορθότητας» για να εκτιμήσω την ήρεμη αναγκαιότητά της. Όπως κάθε παρόμοιο κίνημα, χρησιμοποιεί την υπερβολή για να υπογραμμίσει τη θέση της, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να διευρύνει την εμβέλεια και τον κύκλο της προστασίας.

Διαβάζω τις εγχώριες οιμωγές εναντίον της «πολιτικής ορθότητας», σταθερά προερχόμενες από τη δεξιά του πολιτικού φάσματος. Ευρεία μερίδα ανθρώπων, συνήθως κραταιών στον δημόσιο διάλογο, που κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε την ελευθερία έκφρασής τους, έχουν ανακαλύψει έναν νέο ανένδοτο, ενάντια στην υποτιθέμενη «τυραννία της πολιτικής ορθότητας». Προσοχή: οι άνθρωποι αυτοί δεν κινούνται σε κάποιο έξαλλο αριστεροφιλελεύθερο πανεπιστήμιο της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ, όπου πράγματι ο φονταμενταλισμός της πολιτικής ορθότητας οδηγεί σε ακρότητες και ενίοτε καταστρέφει ανθρώπους. Γράφουν και ζουν στην Ελλάδα. Τη χώρα όπου «άνδρες» κακοποιούν τη σύντροφό τους για λόγους τιμής, εργοδότες θεωρούν τη γραμματέα ιδιοκτησία τους, ομοφυλόφιλοι υφίστανται χυδαίους χαρακτηρισμούς. Όπου τα παιδιά των μεταναστών καταλήγουν να κλαίνε στα παγκάκια από τη βαναυσότητα των συμμαθητών τους, όπως ο πρωταθλητής μας Μανώλης Καραλής, ή υποχρεώνονται στην ακρόαση του γνωστού θούριου των υπερπατριωτών μας «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ».

Οι ευαίσθητοι συμπατριώτες μας της αντίστασης ενάντια στην «πολιτική ορθότητα» δεν ενοχλούνται με τα παραπάνω, που τα θεωρούν φυσιολογικά, αν όχι αναγκαία. Ειρωνεύονται τις εμμονές των «προοδευτικών» «δικαιωματιστών», που έκαναν θέμα τη δημόσια ανάρτηση των ξενικών ονομάτων νηπίων. Συγγράφουν ανοιχτές επιστολές για τον εθνικό κίνδυνο εξίσωσης των ΛΟΑΤΚΙ με τα δικαιώματα όλων των υπόλοιπων πολιτών. Το πρόβλημά τους δεν είναι ότι υπερπατριώτες της πλειοψηφίας προσβάλλουν και διαπομπεύουν μειοψηφικές ομάδες και αδύναμους συνανθρώπους μας, αλλά ότι κάποιοι «εμμονικοί δικαιωματιστές» το καταγγέλλουν.

Είναι προφανές ότι στο όνομα της «πολιτικής ορθότητας» έχουν διαπραχθεί πλήθος ακρότητες και παλαβομάρες. Από την αποκαθήλωση ιστορικών προσωπικοτήτων, όπως ο Τζέφερσον διότι διατηρούσε δούλους, μέχρι την «ακύρωση» κλασικών έργων τέχνης από ζηλωτές του νεοπουριτανισμού. Πλήθος οι παράπλευρες απώλειες: η ασεβής τέχνη και λογοτεχνία. Ο μισός Όμηρος, ο Σαίξπηρ, οι Μόντυ Πάιθονς, η Βίβλος. Ο Γούντι Αλεν. Η θεωρία του «δομικού ρατσισμού» ισοπεδώνει την ατομική διαφορετικότητα και ευθύνη. H μεταχείριση ανθρώπων ως «θυμάτων» ή «θυτών» αποκλειστικά λόγω της φυλετικής τους ταυτότητας αναιρεί τρεις αιώνες Διαφωτισμού.

Όμως, ο αρχικός πυρήνας της «πολιτικής ορθότητας» είναι ορθός. Είναι η διαρκής υπόμνηση ότι ζούμε σε κοινωνίες σύνθετες, πλουραλιστικές, γι’ αυτό πρέπει να συγκροτήσουμε ένα κοινό δημόσιο λεξιλόγιο αμοιβαίας συνύπαρξης και αλληλοσεβασμού. Διατηρώντας εγρήγορση και ευαισθησία για όσα μπορεί να θίγουν τον άλλον, και με κατανόηση για τις ιστορικές και συλλογικές μνήμες που κουβαλά.

Όταν κάποτε είπα σε έναν φίλο μου Αφροαμερικανό, υπότροφο της Οξφόρδης, ότι βρίσκω την εμμονή του με το φυλετικό ζήτημα υπερβολική, με αποστόμωσε: «Δεν ξέρεις τι σημαίνει να μεγαλώνεις ξέροντας ότι κάθε μέρα θα ακούσεις ένα σχόλιο για το χρώμα σου ή θα υφίστασαι σωματικούς ελέγχους ή ακόμα και βία από την αστυνομία στον δρόμο επειδή ανήκεις σε κατηγορία με επιβαρυμένο στατιστικό προφίλ». Αντιστοίχως, θα πρόσθετα, ως γυναίκα που πρέπει να κοιτάζεις πίσω σου όταν περπατάς μόνη τη νύχτα.

Ακριβώς επειδή ζούμε σε κοινωνίες φιλελεύθερες, το φιλτράρισμα του λόγου και της συμπεριφοράς μας (πρέπει να) είναι προϊόν εσωτερικευμένης επιλογής και όχι εξωγενούς καταναγκασμού. Οι λέξεις μας είναι ενεργήματα, έχουν βάρος και επιπτώσεις, προσβάλλουν, μαστιγώνουν, πληγώνουν. Πρέπει οι ίδιοι να βουτάμε τις λέξεις μας στην κολυμβήθρα της ενσυναίσθησης.

Οι «woke» (αφυπνισμένοι, ευαισθητοποιημένοι) προσπαθούν να υψώσουν ένα τείχος προστασίας των κατά τεκμήριο πιο αδύναμων συνανθρώπων μας, με τη δημόσια στηλίτευση της λεκτικής βαναυσότητας, του ρατσίζοντος και κακοποιητικού λόγου. Η ανθρωπιστική παιδεία, η ενσυναίσθηση, ο αλληλοσεβασμός, η απλή κοινωνική ευγένεια θα είχαν λύσει το πρόβλημα της ορθής συμπεριφοράς, χωρίς να χρειαζόμαστε τα διατάγματα και τις ακρότητες της πολιτικής ορθότητας. Τότε θα γλιτώναμε και από τον νεοπουριτανισμό της.

Πηγή: Η Καθημερινή,  άρθρο του κ. Γιώργου Παγουλάτου, καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, γενικό διευθυντή του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση