Καθώς από την αρχή της πανδημίας φάνηκε ότι παιδιά και έφηβοι δεν νοσούν σοβαρά από λοίμωξη COVID-19, είδηση αποτέλεσαν μόνο οι ελάχιστες περιπτώσεις που η έκβασή τους ήταν δυσμενής. Εν τούτοις, διεθνείς μελέτες διαπιστώνουν σημαντικές επιπτώσεις της πανδημίας στον ψυχισμό, στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και στην ομαλή κοινωνικοποίηση των νεότερων μελών της κοινωνίας μας.
Τα ευρήματα πολλά και ανησυχητικά: διαταραχές ύπνου, αίσθημα μοναξιάς, θλίψη, άγχος, φόβοι, διατάραξη της διατροφής και μειωμένη σωματική δραστηριότητα. Και εάν η εξ αποστάσεως εκπαίδευση κάλυψε, ως ένα βαθμό, το γνωστικό σκέλος της σχολικής ζωής, η συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών παρέμεινε στάσιμη ή και οπισθοδρόμησε, σε ορισμένες περιπτώσεις.
Παιδιά και νέοι αντιδρούν σε ψυχοπιεστικές καταστάσεις με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το αναπτυξιακό τους στάδιο, την αντίληψη, τον ψυχισμό και το περιβάλλον τους, αναπτύσσοντας διάφορα συμπτώματα: απόσυρση, άγχος, αίσθημα ενοχής, θυμό, διέγερση, συχνές αλλαγές στη διάθεση, παλινδρόμηση στην αυτοφροντίδα και σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης που είχαν κατακτήσει, εφιάλτες, νυχτερινή ενούρηση και χειριστικές συμπεριφορές για να προκαλέσουν την προσοχή, είναι μόνο μερικά από αυτά. Τα ευάλωτα παιδιά, με ιστορικό δυσκολιών ψυχικής υγείας, με ψυχοκοινωνικά/οικογενειακά προβλήματα και τραυματικές εμπειρίες ή τα παιδιά που βρίσκονται σε δομές εναλλακτικής φροντίδας, βιώνουν πιο έντονα και με πιο δραματικές συνέπειες τον εγκλεισμό και οι ανάγκες υποστήριξής τους αυξάνονται και διαφοροποιούνται. Για πολλά από αυτά τα παιδιά, η διά ζώσης διδασκαλία και η εμπειρική απόκτηση γνώσης είναι καθοριστικής σημασίας, ενώ η τηλεκπαίδευση δημιουργεί ανισότητες στην πρόσβαση, στις επιδόσεις και στην ανάπτυξη επιπλέον μαθησιακών δυσκολιών στο μέλλον.
Κατά τον εγκλεισμό, εύθραυστες οικογενειακές σχέσεις δυναμιτίζονται, τα περιστατικά παραμέλησης, ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης αυξάνονται, η δυνατότητα των θυμάτων να μιλήσουν περιορίζεται, καθώς είναι υποχρεωμένα να βιώνουν τον εγκλεισμό μαζί με τον υπαίτιο της κακοποίησής τους, ενώ δεν έχουν πρόσβαση σε άλλους ενήλικες εμπιστοσύνης, στους οποίους μπορούν να μιλήσουν. Επιπλέον, ο εγκλεισμός οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της ενασχόλησης παιδιών και εφήβων με το Διαδίκτυο, η οποία αυξάνει την πιθανότητα θυματοποίησής τους. Από την άλλη, οι συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης δυσκολεύουν τους επαγγελματίες των δομών παιδικής προστασίας και ψυχικής υγείας να ταυτοποιούν τέτοια περιστατικά και να ανταποκρίνονται επαρκώς, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος γι’ αυτά τα παιδιά να αυξάνεται.
Η επικρατούσα άποψη ότι «τα παιδιά είναι ανθεκτικά και θα ανακάμψουν» είναι εν πολλοίς λανθασμένη και επικίνδυνη. Τα παιδιά είναι ανθεκτικά και προσαρμοστικά αλλά σε μία τόσο ψυχοπιεστική και απειλητική κατάσταση που επικρατεί στο σύνολο της κοινωνίας και μην έχοντας καμία διέξοδο, οι αντοχές τους απειλούνται σοβαρά. Η κατά τα λοιπά αναγκαία εφαρμογή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, φαίνεται να έβλαψε παιδιά και εφήβους περισσότερο από ό,τι ο ίδιος ο ιός, δημιουργώντας μια γενιά που, καθώς ακόμη και το παιχνίδι με τους φίλους είναι «παράνομο», θα αποκτήσει ψυχικά τραύματα που θα εκδηλωθούν μακροπρόθεσμα.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα μέτρα που λήφθηκαν για τον περιορισμό της πανδημίας επηρέασαν αρνητικά την προστασία βασικών δικαιωμάτων των παιδιών: το δικαίωμα στην υγεία, στην εκπαίδευση και στην προστασία της ζωής και της ασφάλειάς τους, και ανέδειξαν άλλες, χρόνιες «πανδημίες» της κοινωνίας μας, όπως η εφηβική παχυσαρκία, η εξάρτηση από οθόνες κ.ά. Η υποστήριξη της ψυχικής υγείας των παιδιών και των οικογενειών/φροντιστών τους, η διευκόλυνση στην πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, η δημιουργία θεσμικού πλαισίου τηλεφωνικών ψυχολογικών πρώτων βοηθειών είναι μόνο κάποιες από τις βάσεις του σχεδιασμού της επόμενης ημέρας. Η τακτική υποστηρικτική παρακολούθηση του ανθρώπινου δυναμικού προνοιακών και ψυχοκοινωνικών δομών θα πρέπει επίσης να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα της πολιτείας.
Η Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ μέσω των ψυχιατρικών και παιδιατρικών κλινικών της έχει προσφέρει σημαντικότατο έργο σε ψυχοκοινωνικό, ερευνητικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Η εμπειρία αυτή πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί με την μετατροπή της Ψυχοκοινωνικής Γραμμής Υποστήριξης που δημιουργήθηκε, σε εθνική γραμμή, με διαχρονική λειτουργία. Η ενδυνάμωση του ρόλου των υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υγείας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η ανάπτυξη προγραμμάτων άθλησης και δημιουργικής απασχόλησης παιδιών και εφήβων, η στελέχωση πρωτοβάθμιων δομών ψυχικής υγείας για το παιδί και την οικογένεια, με τη συνεργασία και τη σύμπραξη όλων μας είναι επίσης πιεστική ανάγκη. Για να δώσουμε δυνατή φωνή στα παιδιά και στους νέους της κοινωνίας μας, οφείλουμε να απαντήσουμε στις ανάγκες τους με γρήγορα αντανακλαστικά ώστε να βοηθήσουμε τη νέα γενιά να ανακάμψει το συντομότερο και να μπορέσει πάλι να ελπίζει σε ένα μέλλον που δικαιούται και της αξίζει.
Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο του κ. Κωσταντίνου Νικ. Συρίγου, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, πρόεδρος των Παιδικών Χωριών SOS Ελλάδος.