Το “γραφείο” αλλάζει, μαζί του κι εμείς

Η αλλαγή στον χώρο και στην έννοια «γραφείο» συντελείται ήδη και όλα τα δημοσιεύματα προμηνύουν μια μετατοπισμένη εργασιακή πραγματικότητα μετά την πανδημία. Οσο το «μετά» είναι χρόνος ασαφής και αβέβαιος, άλλο τόσο το «γραφείο» έχει ήδη μετακομίσει σε αυτήν τη νέα συχνότητα.

Η «Κ» την περασμένη εβδομάδα (31/03) είχε ένα μεγάλο θέμα από τους New York Times για τις επερχόμενες χωροταξικές αλλαγές και τα νέα «υβριδικά μοντέλα εργασίας» στη μετά COVID εποχή, που θα επιτρέπουν στους εργαζομένους να συνεχίσουν να δουλεύουν από το σπίτι, τουλάχιστον για κάποιες μέρες την εβδομάδα. Δεν είναι μόνο ότι η τηλεργασία «ήρθε για να μείνει», αλλά και ότι στους χώρους εργασίας θα πρέπει να εφαρμοστούν νέοι κανόνες υγειονομικής ασφάλειας: αποστάσεις ανάμεσα στις θέσεις, φύλλα πλεξιγκλάς, αποφυγή συγχρωτισμού, βιντεο-συσκέψεις, έπιπλα που θα μετακινούνται κ.ο.κ. «Καθώς, όμως, οι κοινόχρηστοι χώροι θα αυξάνονται, το μέλλον του ατομικού γραφείου, με τις οικογενειακές φωτογραφίες ή τα χιουμοριστικά αποφθέγματα και αντικείμενα, αναμένεται να κριθεί. Ποια η χρησιμότητα, αναρωτιούνται οι επικεφαλής μεγάλων εταιρειών, ενός άδειου γραφείου που χρησιμοποιείται λίγες μόλις ώρες την εβδομάδα; Σε κάποιες περιπτώσεις, τα προσωπικά γραφεία μετατρέπονται στα λεγόμενα “hot desks”, γραφεία και υπολογιστές που χρησιμοποιούνται προσωρινά από όποιον τα χρειάζεται», διαβάζουμε στο σχετικό ρεπορτάζ.

Πώς θα είναι, λοιπόν, μια δουλειά χωρίς γραφείο, μια εργασιακή καθημερινότητα (καθόλου δεδομένη, ούτως ή άλλως) που θα αντιστοιχεί στο μέγεθος μιας οθόνης υπολογιστή; Αυτό θα είναι το «παράθυρο» επικοινωνίας και συνομιλίας. Το περιβάλλον θα δομείται σε «ζουμ» και «σκάιπ», οι συνάδελφοι θα είναι κομμένες κεφαλές.

Δεν συμπαθούσα ιδιαίτερα τα διακοσμημένα δωμάτια/γραφεία, με προσωπικές φωτογραφίες, αντικείμενα, αποφθέγματα… Καταχώνιαζα σε συρτάρια και βιβλιοθήκες τα αναγκαία για τη δουλειά. Οσο δεν υπήρχαν ιστότοποι και μηχανή αναζήτησης, τα βιβλία ήταν αναγκαίο και αναντικατάστατο εργαλείο (και εν μέρει, ακόμη είναι). Η «επιφάνεια εργασίας», η πραγματική όχι η εικονική, ήταν κατά κανόνα ακατάστατη με στοιβαγμένα χαρτιά και έντυπα που βρίσκονταν εκεί από αμηχανία κυρίως –αυτό το διάστημα μεταξύ ενοχής και αβεβαιότητας– και κατέληγαν συνήθως στο καλάθι.

Ομως, από την άλλη, κατανοούσα όσους ήθελαν να αφήνουν στα γραφεία σημάδια· ίχνη ταυτότητας. Διέσχιζες διαδρόμους κι έλεγες εδώ κάθεται ο/η δείνα. Το αναγνώριζες από τη διάταξη/διακόσμηση, τα λίγα προσωπικά αντικείμενα που δήλωναν γούστο και προτιμήσεις.

Τα προσωπικά, όσο περνάει ο καιρός, γίνονται απρόσωπα. Η μάσκα της πανδημία επέτεινε και επίσπευσε την αλλαγή που ήταν ήδη ορατή. Τα πρωτόκολλα όρισαν την απόσταση στην αρχή ως αναγκαστική, στη συνέχεια ως βολική επιλογή.

Ο χώρος είναι μια έννοια που επινοείται διαρκώς. Και αυτή η αέναη κίνηση δεν έχει μόνο απώλειες. Αν όμως καταγράφαμε μια –μόνο μία– μεγάλη απώλεια θα ήταν η συλλογικότητα. Θερμοκήπιο της συλλογικότητας, τα γραφεία. Σιγά σιγά θα αποκτήσουν και οι λέξεις διαφορετικό περιεχόμενο. Θα λες, για παράδειγμα, «πάω γραφείο» αλλά το αντικείμενο που ονομάτιζες δεν θα υπάρχει. Θα λες ο/η τάδε είναι «συνάδελφος» αλλά η ουσία της σωματικότητας, της παρουσίας, δεν θα υπάρχει. Θα είναι φωτογραφία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανάρτηση ή βιντεοκλήση.

Τα σπίτια, αυτές οι πολυμορφικές, πλέον, συνθέσεις, κάτι ανάμεσα σε πολυκαταστήματα και εργαστήρια πειραμάτων, αποκτούν ιδιότητες που δεν είχαν, στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό. Το σπίτι/γραφείο, για παράδειγμα, εξελίσσεται, οργανώνεται, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στην αυτάρκεια της διπλής αυτής διεύθυνσης: κατοικίας και εργασίας.

Η «αυτοπρόσωπη παρουσία του εργαζομένου στο γραφείο» θα είναι το κατ’ εξαίρεσιν γεγονός. Ο κανόνας θα διαμορφωθεί αλλού και αλλιώς. Και, βέβαια, η σιωπή δεν θα είναι το αιτούμενο αλλά το δεδομένο. Γιατί ο τρόπος που θα απευθύνεται ο ένας στον άλλον θα αλλάξει. Οι ήχοι δεν θα περιλαμβάνουν διαφορετικά ηχοχρώματα από συνομιλίες με τον διπλανό, τον απέναντι. Θα έχουν κάτι μηχανικό, «προδιαγεγραμμένο».

«Το θέμα δεν είναι να επινοήσουμε τον χώρο αλλά να τον διαβάσουμε», σημειώνει ο Ζορζ Περέκ στις «Χορείες χώρων». Μήπως και τον κατανοήσουμε.

Πηγή: Η Καθημερινή ,  άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη στη στήλη “Αναγνώσεις” (4/4/21)

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση