Πέρα από το γλωσσικό η νέα αγλωσσία

Φασίστας καλείται όποιος δεν είναι αριστερός. Ας είναι και φιλελεύθερος. Ρατσιστής καλείται όποιος τολμάει να υπερασπιστεί τα σύνορα της χώρας, όποιος θεωρεί ότι η συρροή μεταναστών δημιουργεί κοινωνικό πρόβλημα. Λέξεις των οποίων η σημασία είναι πληθωριστική, άρα έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της αξίας της. Η κατάχρηση τις κάνει να μοιάζουν περισσότερο με νευρικούς σπασμούς, παρά με λέξεις που φέρουν σημασιολογικό φορτίο το οποίο έχει και μνήμη και ιστορικές καταβολές.

Το φαινόμενο το αντιλαμβανόμαστε καλύτερα αν δούμε πώς λειτουργεί μία από τις πιο κοινόχρηστες λέξεις της ελληνικής, τουλάχιστον στις νεότερες ηλικίες. Είναι η λέξη «μαλάκας». Δηλώνει κατ’ αρχάς την απαξίωση: «Μην του δίνεις σημασία του μαλάκα». Ταυτοχρόνως και στο ίδιο περιβάλλον δηλώνει την οικειότητα, τη φιλική τρυφερότητα. «Μας έλειψες ρε μαλάκα». Σε διαφορετικά συμφραζόμενα μπορεί να σημαίνει την πρόθεση του χρήστη να εγκαταλείψει τα προσχήματα, την άνεση και τη χαλαρότητα στη συνομιλία. Λειτουργεί σαν κλείσιμο ματιού, ή σαν πρόποση. Εμφανίζεται και σε συνδυασμούς όπως: «αυτός είναι μαλάκας, είναι φασίστας δεξιός». Ή «καλά ρε μαλάκα, πότε έγινες ρατσιστής»; Είναι μια λέξη πλούσια σε σημασίες και η μόνη σημασία που δεν έχει στην καθημερινή της χρήση είναι η κυριολεκτική. Χωρίς βέβαια να αναφερθώ και στο «φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» του «Επιτάφιου» που προκαλούσε κάποια αμηχανία στον φιλόλογο στη σχολική τάξη. Κάποτε σήμαινε μαλθακότητα, σήμερα δεν σημαίνει τίποτε.

Το ίδιο θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί και για τις λέξεις «φασίστας» και «ρατσιστής». Κάποτε είχαν πολύ συγκεκριμένη σημασία. Σήμερα είναι λέξεις γενικής χρήσεως που λειτουργούν ως ύστατο επιχείρημα στο αδιέξοδο του διαλόγου. Και το ερώτημα που τίθεται είναι εύλογο. Πώς θα ξεχωρίσεις τους πραγματικούς φασίστες ή τους πραγματικούς ρατσιστές μέσα στο πλήθος το οποίο έχει δημιουργήσει η κατάχρηση; Και πώς θα ξεχωρίσεις τον πραγματικό σεξιστή αν θεωρείς πως όλοι οι άνδρες είναι κατά βάθος σεξιστές; Και πώς θα ξεχωρίσεις τον πραγματικό ομοφοβικό αν χαρακτηρίζεις έτσι όποιον υποστηρίζει ότι εκτός από την «έμφυλη ταυτότητα» υπάρχει και η ταυτότητα του φύλου που μας έδωσε η φύση; Θα μου πείτε η φύση μπορεί να έκανε λάθος όμως, τι να κάνουμε, φύση είναι.

Η πληθωριστική χρήση της σημασίας βλάπτει καίρια την οικονομία της γλώσσας. Προκαλεί ένα νέο είδος αγλωσσίας που μετατρέπει την κοινωνία σε Βαβυλωνία. Αναφέρομαι στην υπέροχη κωμωδία του Βυζάντιου που περιγράφει απολαυστικά το συστατικό χάος της νεοελληνικής κοινωνίας. Σε μια λοκάντα του Ναυπλίου, λίγο μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι πελάτες προσπαθούν να καταλάβουν τον κατάλογο για να παραγγείλουν και να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η ελληνική γλώσσα, την οποία όλοι μιλάνε, είναι μια κουρελού από διαλέκτους. Ο Κρητικός με τη λέξη «κουράδια» εννοεί τα πρόβατα, ενώ ο Αρβανίτης ό,τι εννοούμε και σήμερα –  «σκωρ» κατά τον Λογιότατο της παρέας. Η παρεξήγηση οδηγεί σε καβγά, τραυματισμό του Κρητικού από τον Αρβανίτη και εμφάνιση του Επτανήσιου αστυνόμου –«αστρονόμο» τον αποκαλούν– ο οποίος μιλάει «λιάνικα»- ιταλιάνικα. Το ενδιαφέρον με το έργο του Βυζάντιου είναι ότι παρ’ όλ’ αυτά και να παραγγείλουν καταφέρνουν και να φάνε και να πιουν και να τραγουδήσουν. Το χάος αθωώνεται και η Νεότερη Ελλάδα έχει γεννηθεί. Είναι η κωμική πλευρά της τραγικής της ύπαρξης.

Το χάος κωδικοποιήθηκε στην εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική η οποία έληξε με τη νίκη της δεύτερης. Πώς άραγε θα διαχειρισθεί το ζήτημα η επιτροπή για τον εορτασμό των 200 ετών; Υποτίθεται ότι, ακρωτηριάζοντάς την από την καθαρεύουσα, καταφέραμε να συνεννοηθούμε ποια είναι η ελληνική γλώσσα, όμως το χάος της ασυνεννοησίας δεν μπορέσαμε να το αποφύγουμε, τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε πια με τις διαλέκτους της εντοπιότητας. Εχουμε να κάνουμε με τις διαλέκτους διαφόρων κοινωνικών ή πολιτικών ομάδων οι οποίες χρησιμοποιούν τη γλώσσα κατά βούλησιν.

Και το χειρότερο: η αγλωσσία νέας κοπής που οφείλεται στην εξασθένηση της σημασίας των λέξεων δεν αφορά μόνον την ελληνική. Λειτουργεί εξίσου αποτελεσματικά σε όλες τις γλώσσες – τουλάχιστον του δυτικού πολιτισμού. Υπάρχουν βέβαια και τα μονοπωλιακά προνόμια. Επαιρόμεθα ότι η λέξη φιλότιμο δεν είναι μεταφράσιμη. Ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και τη λέξη «μαλάκας» με τον πλούτο της σημασίας που έχει στην ελληνική.

Τη χαμένη, ή έστω πληθωριστική, σημασία των λέξεων την αντικαθιστούν τα στερεότυπα. Φασίστας, ρατσιστής, σεξιστής, ομοφοβικός, με την κατάχρηση, από λέξεις έχουν μετατραπεί σε λεκτικά αντανακλαστικά που προκαλούν τον βιασμό της γλώσσας από την πολιτική ορθότητα. Φτάσαμε στο σημείο ακόμη και η λέξη «ποδηλάτης» να δηλώνει έναν ανθρώπινο τύπο με στερεότυπη συμπεριφορά και όχι αυτόν που κυκλοφορεί με ποδήλατο.

Η αγλωσσία οδηγεί στην κατάργηση της σκέψης. Η ηγεμονία των στερεοτύπων στην κατάργηση της ελευθερίας.

Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο του συντάκτη Τάκη Θεοδωρόπουλου

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς