«Ένας καβγάς στο σπίτι»

Θ​​υμάμαι όταν εκεί γύρω στα 7 μου χρόνια, σε ένα μάθημα ζωγραφικής που έκανα, είδα για πρώτη φορά τον πίνακα της «Guernica» του Πικάσο. Με τα αμύητα μάτια του παιδιού, αυτή η παράλογη, στα όρια του άγριου κόμικ, εικόνα με θάμπωσε αλλά και με φόβισε. «Τι βλέπετε σε αυτό τον πίνακα;», ρώτησε τότε η δασκάλα μας. Εγώ έμεινα σαστισμένη, νιώθοντας κάτι βαρύ και ασήκωτο στην ατμόσφαιρα. Λάμπες, ζώα με ανοιχτά στόματα, άνθρωποι σε λύπη, οργή, θυμό, αναστάτωση, μαυρίλα. Ενα σκηνικό οικείο μα και ξένο, ζωής και θανάτου. «Τσακωμό βλέπω», απάντησα αυθόρμητα, «έναν καβγά στο σπίτι».

goernika
Πέρασαν χρόνια για να επισκεφθώ ως ενήλικη το Μουσείο Reina Sofia για να δω από κοντά τον επιβλητικό πίνακα. Αυτός ο καβγάς στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων είχε δώσει τη θέση του στη γνώση της ενηλικίωσης του τι σημαίνει πόλεμος, αλλά και εμφύλιος, τι σημαίνει εθνική τραγωδία. Και αυτή η πρώτη παιδική ματιά μού φάνηκε πιο σωστή από ποτέ, κυρίως ο εμφύλιος ως μια οικογενειακή τραγωδία, ένας ακραίος καβγάς στο σπίτι.

Πλέον με το βλέμμα της ειδικότητας, έρχομαι καθημερινά σε επαφή με οικογενειακές τραγωδίες. Με δύσκολα διαζύγια, με ζευγάρια που μισεί ο ένας τον άλλον, με ενηλίκους που χρησιμοποιούν τα παιδιά τους με τον χειρότερο τρόπο, που μετακυλίουν αλλού τις ευθύνες, που δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη, που ζουν με φαντασιώσεις πέραν της πραγματικότητας, που είναι ασυνεπείς στον ρόλο τους, που πάσχουν σιωπηλά, που πάσχουν εις βάρος άλλων, που συνεχίζουν να κυκλοφορούν ανενόχλητοι. Προχθές πληροφορήθηκα το πώς έχει μεγαλώσει ένα επιφανές στέλεχος της πολιτικής μας ζωής. Οι γονείς του δεν μιλούσαν ο ένας με τον άλλον ούτε για να πάρουν τους βαθμούς του σχολείου. Δεν έβρισκαν συναινετική οδό ούτε για να αγοράσουν στο παιδί τους ένα μολύβι. Η σχέση ήταν μια έντονα σαδιστική σχέση, με συνεχείς ρήξεις και αναζήτηση υπαιτίων στο πρόσωπο του άλλου. Λυπήθηκα για αυτή την ιστορία. Με έκανε να παρακολουθώ με άλλο βλέμμα την πορεία αυτού του προσώπου που μεταφέρει αυτό τον τρόπο της ζωής που έμαθε στην άσκηση της πολιτικής του. Κατανοώ αλλά δεν δικαιολογώ.

Χωρίς να είμαι ειδική επί της πολιτικής, θεωρώ ότι είμαστε εμείς το όργανο της όποιας δουλειάς μας. Είμαστε το υλικό μέσα από το οποίο θα εκφραστεί η ενήλικη πραγμάτωσή μας. Είμαστε το παιδί που υπήρξαμε κάθε ώρα και κάθε στιγμή, και αυτό μας προδίδει. Είμαστε η παράνοια των γονιών μας, η συναίνεση της μάνας μας, η σκληρότητα του πατέρα μας, η φτώχεια μας, η ξιπασιά μας, η ντροπή για την καταγωγή που δεν είχαμε. Είμαστε το χώμα και το ελενίτ. Ο τσίγκος και η αρμύρα. Είμαστε όλα αυτά, την ίδια στιγμή, με την παράνοια στο βλέμμα τού πώς μας βλέπουν, τι θέλουν από εμάς, πόσο θέλουν να μας βλάψουν. Είμαστε γεννημένοι καχύποπτοι λόγω της μικρότητας και λόγω της φαντασίωσης του μεγαλείου.

Είμαστε όμως κυρίως οι γιοι και οι κόρες της μάνας μας και του πατέρα μας. Και μπορεί αυτή η χώρα να μιλάει για το ευρώ, για τη δραχμή, για την παραμονή ή την έξοδο, να παθιάζεται, να οργίζεται, να αναμασά, αλλά κυρίως διχάζεται. Γιατί για να πάψει να διχάζεται ένα παιδί, για να πάψει να «φαγώνεται» με τον αδερφό του, πρέπει να έχει έναν ώριμο ενήλικο πάνω από το κεφάλι του. Που θα αποφασίσει για εκείνον, που θα του βάλει όρια, που θα το κρατήσει εντός πλαισίου τη στιγμή που είναι έτοιμο να παίξει τη ζωή του κορώνα-γράμματα.

Χωρίς να υπάρχει ίχνος ρατσισμού, στίγματος ή διάθεσης να χωρίσουμε τους ανθρώπους σε παθολογικούς ή υγιείς -ποσοτικό είναι το ζήτημα και όχι ποιοτικό-, είμαι πεπεισμένη ότι δεν μπορούν όλοι να φέρουν ηρεμία και κατεύθυνση σε αυτό το σπίτι, την ώρα που γκρεμίζονται τα γυαλικά του.

Γιατί η πολιτική μπορεί να είναι δικαίωμα για όλους, αλλά θα πρέπει να πάψει να είναι το κληρονομικό δικαίωμα των επώνυμων μπαμπάδων και να αρχίσει να γίνεται η τέχνη του ψυχικά λειτουργικού.

Πηγή: “Η Καθημερινή” _ Άρθρο της Μαριαλένας Σπυροπούλου

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση