Σε κάθε ελληνική οικογένεια υπάρχει τουλάχιστον ένας άνεργος. Συνήθως είναι ένα «παιδί», 20, 25, 30, 30-κάτι χρόνων, που μπορεί να μην έχει προλάβει καν να μπει στον κόσμο της εργασίας· να σπούδασε 4, 5, 10 χρόνια, να κρέμασε τα πτυχία, τα μάστερ και τα ντοκτορά, και τώρα να αποστέλλει βιογραφικά, όλο και πιο μελαγχολικά. Δεν είναι υπόθεση, δεν είναι μεγεθυμένη προβολή, είναι εμπειρία καθημερινή και διαρκής, σε εκατοντάδες νοικοκυριά συνομηλίκων.
Πού θα φτάσει; Δύο στους τρεις νέους Έλληνεςαδυνατούν να βρουν την πρώτη μυητήρια δουλειά τους· και ο τυχερός ένας βρίσκει συνήθως δουλειά κατώτερη των τυπικών προσόντων του και με μισθό που δεν του επιτρέπει να στήσει σπιτικό, να κάνει παιδί. Το ιστορικό σοκ, διαρκές από το 2010 έως σήμερα, έδειξε γυμνούς τους αρμούς του ελληνικού παραγωγικού σχηματισμού: από δεκαετίας ήδη, οι πολυπτυχιούχοι, υπερειδικευμένοι βλαστοί της μεσαίας τάξης δεν απορροφούνταν· η καχεκτική ελληνική οικονομία απλούστατα δεν τους χρειαζόταν, δεν μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει. Η εγχώρια αγορά εργασίας είχε προσανατολιστεί στις υπηρεσίες, που ζητούσαν χαμηλή ή μέση ειδίκευση· δεν ζητούσαν ερευνητές και καινοτόμους επιστήμονες, πόσο μάλλον πολυπτυχιούχους ανθρωπιστικών επιστημών. Εχει περιγραφεί άριστα από το 2010, σε έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπό τον καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη. Το διάστημα 2009-11, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, από τους 120.000 μεταναστεύσαντες, οι μισοί είχαν μάστερ ή διδακτορικό, ενώ το 60% δεν αναζήτησε εργασία στην Ελλάδα προτού φύγει.
Οι νέοι με τις λαμπρές σπουδές, που τώρα μεταναστεύουν ή μένουν άεργοι στα σπίτια των γονιών τους, αποτελούν την ουρά μιας μακράς διαδικασίας σχηματισμού μεσαίας τάξης κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Οι γονείς τους είναι οι εγχώριοι baby boomers, που απήλαυσαν σε μεγάλο βαθμό τις εκπληρωμένες προσδοκίες της ειρηνικής αναπτυσσόμενης Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ειδικότερα, στην Ελλάδα, οι γεννηθέντες μετά τις αρχές της δεκαετίας ’50 ήταν οι γενιές που βρήκαν ανοιχτές τις πόρτες των δημόσιων γυμνασίων και πανεπιστημίων και τις διάβηκαν μαζικά και δημοκρατικά. Γι’ αυτές τις περίπου δύο γενιές, η μόρφωση, τυπική και ουσιαστική, το πανεπιστημιακό «χαρτί» και η διάχυτη αγάπη για τα γράμματα ήταν διαβατήριο κοινωνικής ανόδου αλλά και ηθικής καταξίωσης. Για τους φοιτητές του ’60, του ’70, του ’80, η πανεπιστημιακή ζωή αποτελούσε συχνά πέρασμα σε μια άλλη πνευματική πίστα, και όχι μόνο με όρους επαγγελματικής σταδιοδρομίας και κοινωνικής κινητικότητας. Ήταν μια μακρά περίοδος μύησης στην τέχνη και στον αστικό βίο, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στις ιδέες, στην ποπ κουλτούρα, στα ταξίδια. Όχι για όλους, και όχι με την ίδια ένταση, αλλά σε αυτές τις δεκαετίες μέσα από το πανεπιστήμιο αναδύθηκε μια νέα τάξη μορφωμένων μεσοαστών, που προσπάθησε εν συνεχεία να διαμορφώσει δικό της αξιακό πλαίσιο, πρώτα πρώτα προεκτείνοντας τη λατρεία της μόρφωσης στα παιδιά τους – αυτά τα πολυπτυχιούχα παιδιά της ανεργίας ή της υπερορίας, που λέγαμε στην αρχή.
Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι τα πτυχία είναι μόρφωση –κάθε άλλο–, θέλω εντούτοις να επισημάνω ότι το σοκ της πτώχευσης μαζί με την εν εξελίξει υλική ταπείνωση της μεσαίας τάξης συνεπιφέρει και έναν άλλον μετασχηματισμό: αξιακό. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν έχει αντίκρισμα στην αγορά εργασίας· οι πολυετείς δαπάνες των οικογενειών δεν οδηγούν σε επαγγελματική εξασφάλιση των τέκνων. Οι πληγωμένες μικρομεσαίες οικογένειες τα τελευταία χρόνια δυσκολεύονται ή αδυνατούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, σε μακρινό ή ξένο πανεπιστήμιο. Το πάνδημο προνόμιο της ανώτατης εκπαίδευσης, φαλκιδευμένο ήδη, θα περιορίζεται, θα στενεύει.
Μαζί με την τρέχουσα εργασιακή απαξίωση του πτυχίου, μαζί με την αναδυόμενη δύσκολη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, για μια μεταβατική περίοδο τουλάχιστον, θα έρθει και μια περαιτέρω υποτίμηση της αξίας των γραμμάτων, της ουσιαστικής μόρφωσης. Η οποία είχε ήδη αρχίσει να συντελείται με την ποσοτικοποίηση και την υπερειδίκευση των πανεπιστημιακών σπουδών και με την απογύμνωση της μέσης εκπαίδευσης. Νέα αξία θα είναι η επιβίωση παντί τρόπω, το γυμνό μεροκάματο του νεοπληβείου.
Πώς θα ανανεωθεί πνευματικά αυτή η δημογραφικά φθίνουσα κοινωνία, όταν τα παιδιά της βιαίως συρρικνούμενης μεσαίας τάξης πάψουν να την τροφοδοτούν με τη ζωτικότητα, το πνεύμα, τα ταλέντα και τις δεξιότητές τους; Άδηλων. Προς το παρόν, κινούμαστε με τα έτοιμα, και με το, πληθωρικό ακόμη, συμβολικό κεφάλαιο των βλαστών μας.
Πηγή: “Η Καθημερινή” , άρθρο του Νίκου Γ. Ξυδάκη από τη στήλη “ΕΝΑ ΒΛΕΜΜΑ” (16-03-14)