Η χρυσοφόρος νέα αγορά προσωπικών δεδομένων

privacyΟι κλειδοκράτορες του Διαδικτύου δεν προσφέρουν τίποτα δωρεάν.

Υπέρμαχοι της ιδιωτικότητας ίσως αναθάρρησαν όταν διάβασαν, μέσα στις γιορτές, ευρήματα έρευνας για τη δημοτικότητα του Facebook μεταξύ των εφήβων, βάσει των οποίων το εγκαταλείπουν κατά συρροήν.

Σύμφωνα με τη μελέτη του Global Social Media Impact σε οκτώ χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ μεγαλύτερης ηλικίας χρήστες συνεχίζουν να προσελκύονται μαζικά από το Facebook, έφηβοι μεταξύ 16-18 ετών αποχωρούν, στον βαθμό που ο Ντάνιελ Μίλερ του UCL, επικεφαλής ανθρωπολόγος της ομάδας έρευνας, χαρακτήρισε το μέσο κοινωνικής δικτύωσης «νεκρό» γι’ αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Ωστόσο, για όσους διάβασαν λίγο παρακάτω, κατέστη σαφές ότι δεν επρόκειτο περί καλής είδησης για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στη διαδικτυακή εποχή. Η έρευνα ανέδειξε ως βασικό λόγο της εξόδου των δεκαεξάχρονων από το Facebook τον φόβο ενός friend request από τους γονείς τους – προϊόν της παραδοσιακής αγωνίας των εφήβων να ανεξαρτητοποιηθούν και να φανούν ενήλικοι πριν την ώρα τους.

Κατά τα άλλα, η αποχώρηση από το Facebook δεν σημαίνει και αποχώρηση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γενικότερα: οι περισσότεροι έφηβοι χρήστες απλώς μετακινήθηκαν σε άλλες πλατφόρμες (Twitter, Instagram, WhatsApp, Snapchat). Παράλληλα, εξέφρασαν ελάχιστες ανησυχίες για τη χρήση των δεδομένων τους για εμπορικούς – διαφημιστικούς σκοπούς ή για παρακολούθηση από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Ο καθηγητής Μίλερ, μάλιστα, δέχθηκε κριτική ότι βάσισε τα συμπεράσματά του σε πολύ μικρό δείγμα και παραδέχθηκε ότι η ανάρτηση στην οποία αναφέρθηκε στην καθοδική πορεία του Facebook ενείχε στοιχεία υπερβολής.

Κέρδη δισεκατομμυρίων

Για μια υπηρεσία που παραμένει δωρεάν για 1,2 δισ. χρήστες της, το Facebook δείχνει να έχει ρόδινες προοπτικές. Η μετοχή της εταιρείας στο Nasdaq διπλασίασε την τιμή της μέσα στο 2013, από τα 27 στα 54 δολάρια. Από 10,3 δισ. δολάρια του διαφημιστικού τζίρου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης το 2013, το Facebook καρπώθηκε το 66%. Οι επενδυτές δείχνουν να πιστεύουν ότι το δίκτυο που έχει οικοδομήσει ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ θα συνεχίσει να πυκνώνει.

Εξίσου ευοίωνα διαγράφεται το μέλλον για τον μεγάλο αντίπαλο του Facebook στο κυνήγι των άντλησης των προσωπικών δεδομένων των χρηστών του Διαδικτύου: η μετοχή της Google εκτινάχθηκε κατα 60% μέσα στο 2013 και κινείται πλέον άνω των 1.100 δολαρίων. Ακόμα και το –συγκριτικά πολύ μικρότερο– Twitter, το οποίο εισήχθη στο χρηματιστήριο μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, έχει γίνει αντικείμενο ξέφρενου αγοραστικού ενδιαφέροντος, με την τιμή της μετοχής να υπερδιπλασιάζεται τους δύο πρώτους μήνες διαπραγμάτευσής της σε σχέση με τιμή εισαγωγής της στο Nasdaq. Σύμφωνα με μελέτη της PricewaterhouseCoopers, ο συνολικός τζίρος από τη διαδικτυακή διαφήμιση το 2012 στις ΗΠΑ έφτασε τα 36,57 δισ. δολάρια, ποσό 15% υψηλότερο από το αντίστοιχο του 2011 και πενταπλάσιο σε σχέση με μία δεκαετία πριν (το 2003).

Η μεγάλη αλλαγή

Για τον Γεβγκένι Μορόζοφ, στα 29 του, έναν από τους πιο διεισδυτικούς σχολιαστές των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών που έχει επιφέρει η εξάπλωση του Διαδικτύου, η άνοδος εταιρειών όπως η Google και το Facebook αποτελεί ένδειξη μετάβασης σε μία νέα περίοδο στην εξέλιξη του καπιταλισμού, όπου τα προσωπικά δεδομένα θα αντικαταστήσουν το χρήματα ως βασική μέθοδος πληρωμής. Οπως έγραψε σε άρθρο γνώμης στους Financial Times προ ημερών ο Λευκορώσος-Αμερικανός ερευνητής, ο διάλογος για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων από την NSA που αποκάλυψε ο Εντουαρντ Σνόουντεν είναι μέχρι σήμερα στενά νομικίστικος. Αγνοεί, με άλλα λόγια, τις ευρύτερες τάσεις –τεχνολογικές και κοινωνικές– σε σχέση με τα προσωπικά δεδομένα, που καθιστούν την αντιμετώπιση των προγραμμάτων υποκλοπής πολύ πιο δυσχερή απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν.

Σύμφωνα με τον Μορόζοφ, η ευκολία με την οποία οι καταναλωτές –βλέπε τους εφήβους στην έρευνα του Global Social Media Impact– «πουλούν» τις προσωπικές τους πληροφορίες στο Gmail, το Youtube, το Facebook και στις ορδές των μιμητών τους, για να κάνουν χρήση των υπηρεσιών αυτών, είναι η πηγή «της νέας τριβής που εντοπίζεται στα θεμέλια του σύγχρονου καπιταλισμού και της δημοκρατικής ζωής». Η ιδέα ότι κάθε επικοινωνία μας καταγράφεται από τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας κάνει τους περισσότερους από εμάς να νιώθουμε τουλάχιστον άβολα. Η παροχή ποταμών προσωπικών πληροφοριών στους ιδιώτες κλειδοκράτορες του Διαδικτύου μάς προβληματίζει πολύ λιγότερο, παρότι διευκολύνει ιδιαιτέρως το έργο των κατασκόπων.

Τα οφέλη του νέου καθεστώτος για τους καταναλωτές είναι ορατά, υποστηρίζει ο Μορόζοφ. Το κόστος –η αυξανόμενη παρακολούθηση, η υπερβολική εξάρτηση από την «έξυπνη» τεχνολογία, η απο-ιδεολογικοποίηση της πολιτικής υπέρ ενός πατερναλιστικού τεχνολογικού ουτοπισμού– είναι πιο δυσδιάκριτο. Αλλά η ιδέα ότι οι κολοσσοί του Διαδικτύου προσφέρουν οτιδήποτε δωρεάν είναι επικίνδυνα αφελής.

Η επικίνδυνη εξάρτηση από τις έξυπνες συσκευές

ejartisiΟ ανεξέλεγκτος πληθωρισμός των διαθέσιμων προσωπικών δεδομένων δεν χρησιμοποιείται εμπορικά μόνο για την κατάρτιση αναλυτικών προφίλ που θα επιτρέψουν σε διαφημιστές να στοχεύσουν καλύτερα την προώθηση των προϊόντων τους. Μία πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι η εξάπλωση των «έξυπνων» αντικειμένων, τα οποία επικοινωνούν με τον χρήστη αντί να χρησιμοποιούνται παθητικά από αυτόν. Αυξανόμενα δε, στο πλαίσιο του οράματος των ηγετών της νέας τεχνολογικής εποχής (ιδιαίτερα των κορυφαίων στελεχών της Google) για την «καλυτέρευση του κόσμου», τα αντικείμενα αυτά επιχειρούν να καθοδηγήσουν τη συμπεριφορά των ιδιοκτητών τους.

Οπως τονίζει στα γραπτά του ο Μορόζοφ, από πιρούνια που προειδοποιούν τον χρήστη ότι τρώει υπερβολικά γρήγορα έως κάδους απορριμμάτων που φωτογραφίζουν τι πετάει στα σκουπίδια και γυαλιά που μετρούν το θερμιδικό περιεχόμενο των επιλογών του στο εστιατόριο, η τάση ενισχύεται διαρκώς. Κατά τη γνώμη του, αυτό δεν είναι αναγκαστικά καλά νέα. Αφενός γι’ αυτούς που πιστεύουν στην ελευθερία του ατόμου, ακόμα και –ή μάλλον ιδιαίτερα– για συμπεριφορές που δεν είναι υγιείς ή κοινωνικά αποδεκτές, η μόνιμη εποπτεία των διαφόρων έξυπνων συσκευών είναι φιλοσοφικά ενοχλητική. Ο πατερναλισμός, ακόμα κι όταν πωλείται με την ελκυστική μορφή ενός άψογα σχεδιασμένου κινητού τηλεφώνου, απωθεί τους φιλελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους.

Ακόμη πιο ανησυχητική, κατά τον Μορόζοφ, είναι η πιθανότητα αυτή η τάση αυτοπαρακολούθησης, στην οποία επιλέγει ο καταναλωτής να υποβληθεί αγοράζοντας το εκάστοτε έξυπνο προϊόν, να μετατραπεί σε κάτι υποχρεωτικό. Σε περυσινό άρθρο του στη Wall Street Journal, ο συγγραφέας σημειώνει ότι ασφαλιστικές εταιρείες ήδη παρέχουν εκπτώσεις στα ασφάλιστρα οδηγών που δέχονται να τοποθετήσουν αισθητήρες στα αυτοκίνητά τους που καταγράφουν τις οδηγικές τους συνήθειες. Πόσο άπεχουμε –διερωτάται– από την ημέρα που η τοποθέτηση των αισθητήρων αυτών θα είναι υποχρεωτική για την ασφάλιση των αυτοκινήτων μας; Ή από την ημέρα που η ασφάλιση υγείας θα προϋποθέτει τη λεπτομερή καταγραφή της καθημερινότητάς μας (δίαιτα, άσκηση) και σχετική ενήμερωση του ασφαλιστικού μας φορέα;

Ενας άλλος κίνδυνος της αυξανόμενης εξάρτησης από έξυπνες υπηρεσίες και συσκευές είναι ότι τείνουν να περιορίζουν τους ορίζοντές μας. Ακόμη και υπέρμαχοι της ήπιας χειραγώγησης των ατομικών επιλογών υπέρ του κοινωνικού καλού, όπως ο Κας Σάνσταϊν του Harvard (εμπνευστής της θεωρίας του «σκουντήματος» ή nudge), παραδέχονται ότι η άκριτη παράδοση σε τέτοιου είδους «αρχιτεκτονικές της επιλογής» εγκλωβίζουν το άτομο στα στενά όρια των προηγούμενων επιλογών του.

Σε πρόσφατη ακαδημαϊκή εργασία του («Impersonal Default Rules v. Active Choices v. Pesonalized Default Rules: A Triptych»), ο Σάνσταϊν παραθέτει ως ακραίο παράδειγμα εκτροχιασμού της λογικής αυτής την ιδέα της προεπιλογής υποψηφίου στις εκλογές βάσει του προφίλ και των προηγούμενων ψήφων του ψηφοφόρου. Αλλά και σε λιγότερο κρίσιμους τομείς, όπως η επιλογή μουσικής ή βιβλίων, η προεπιλογή βάσει του ιστορικού του καταναλωτή αποδεικνύεται προβληματική. Οπως γράφει ο Αμερικανός καθηγητής: «Οι προτιμήσεις των ανθρώπων αλλάζουν με τον χρόνο, ιδιαίτερα αν έχουν τη δυνατότητα εκμάθησης και αν μέσω προεπιλογής οδηγούνται σε επιλογές που εκφράζουν τις τρέχουσες προτιμήσεις τους, αυτή η εκμάθηση δεν συμβαίνει». Σε πολλά πεδία, σημειώνει ο Σάνσταϊν, οι τυχαίες συναντήσεις έχουν μεγάλη αξία, καθώς έτσι έρχεται ο κόσμος σε επαφή «με δραστηριότητες και προϊόντα που δεν αντανακλούν καθόλου τις προηγούμενες επιλογές τους».

Παγιώνει τις ανισότητες

Τέλος, υπάρχει και η προσέγγιση την οποία ενσαρκώνει ο οικονομολόγος Τάιλερ Κάουεν (βλέπε το πρόσφατο βιβλίο του «Average is Over»), σύμφωνα με την οποία –σε αντίθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία της Σίλικον Βάλεϊ– η έκρηξη των διαθέσιμων προσωπικών δεδομένων δεν θα σημάνει απελευθέρωση του καταναλωτή, αλλά παγίωση της οικονομικής ανισότητας. Για τον Κάουεν (γράφοντας για την αμερικανική κοινωνία), το μέλλον είναι μία απέραντη πεδιάδα δυνατοτήτων για την ολιγομελή τεχνολογική ελίτ των Αμερικανών (10%-15% του πληθυσμού). Για τη μεγάλη μάζα των υπολοίπων, η εξαντλητική καταγραφή της παραγωγικής τους υστέρησης μέσω έξυπνων τεχνολογιών θα τους καταδικάσει σε ένα περίπου μόνιμο τέλμα, χωρίς ουσιώδεις προοπτικές βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου. Η ανισότητα αυτή, σύμφωνα με τον Κάουεν, θα ενισχύεται από την επικρατούσα φιλοσοφία της «υπερ-αξιοκρατίας», σε μια διάφανη οικονομία όπου η συνεισφορά του καθενός θα μετριέται «με καταπιεστική ακρίβεια». Επιπλέον, η κοινωνική κινητικότητα θα περιορίζεται από τη συνέχιση των ήδη υπαρχουσών τάσεων για διαχωρισμό «νικητών» και «ηττημένων» σε διαφορετικές κοινότητες, με ελάχιστα περιθώρια για συναναστροφή ή κοινή δράση.

«Μεσίτες» πληροφοριών

Οι ατελείωτες πληροφορίες για τον κάθε χρήστη που συλλέγει η μηχανή αναζήτησης του Google ή το Facebook δενdata security φτάνουν απευθείας στις εταιρείες που θέλουν να προωθήσουν πιο αποτελεσματικά τα προϊόντα τους. Τη διαμεσολάβηση αναλαμβάνουν «μεσίτες δεδομένων» (data brokers): εταιρείες όπως η Acxiom με έδρα το Λιτλ Ροκ του Αρκάνσας, που –σύμφωνα με τους New York Times– διαθέτει 23.000 διακομιστές οι οποίοι επεξεργάζονται περισσότερες από 50 τρισεκατομμύρια «συναλλαγές δεδομένων» τον χρόνο.

Στο ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας, τον Ιούνιο του 2012, αναφέρεται ότι η Acxiom διαθέτει πληροφορίες για 500 εκατομμύρια καταναλωτές ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της πλειοψηφίας των ενήλικων Αμερικανών. Κατά μέσο όρο, διαθέτει 1.500 δεδομένα για κάθε καταναλωτή, τα οποία αναλύει με προχωρημένες μαθηματικές μεθόδους για να τα πωλήσει στη συνέχεια σε πελάτες όπως μεγάλες τράπεζες, αυτοκινητοβιομηχανίες, σούπερ μάρκετ κ.ο.κ. Από τον Ιούνιο του 2012, αυτοί οι αριθμοί έχουν σίγουρα αυξηθεί σημαντικά.

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Acxiom παρουσίασε τον ιστότοπο aboutthedata.com, όπου μπορούν οι καταναλωτές να ενημερώνονται για τα είδη των δεδομένων τους τα οποία διακινεί. Οι επικριτές της εταιρείας την κατηγόρησαν ότι απέκρυψε πολλές από τις πιο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Σκοτ Χάου έχει δηλώσει ότι βλέπει την Acxiom ως «εταιρεία διύλισης δεδομένων», όχι απλώς εξόρυξής τους. Το κρίσιμο ερώτημα για έναν κλάδο που –σε αντίθεση με τους γίγαντες της διαδικτυακής οικονομίας– βρίσκεται μακριά από τα πρωτοσέλιδα είναι: Ποιος διυλίζει τα πεπραγμένα των διυλιστηρίων αυτών;

Πηγή: Η Καθημερινή (άρθρο του Γιάννη Παλαιολόγου_12/01/14)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση