Συνέντευξη 24/10
Αντωνία Γουνάκη, γεννημένη το 1935 και φοίτησε στο δημοτικό το 1941-1947.
Την Α΄ τάξη την παρακολούθησε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με δασκάλα την κα. Γάσπαρη και της έχει μείνει στη μνήμη η προσπάθεια κάποιων να την κλέψουν (απαγωγή με σκοπό το γάμο)κάτι που δεν το κατάφεραν. Τη Β΄ τάξη την παρακολούθησε στην οικία Λεφάκη (παραδίπλα στο σημερινό φαρμακείο πάνω από τις ταχυδρομικές θυρίδες, σήμερα κατεδαφισμένη).Η μνήμη άρχισε να ξεδιπλώνεται στα γνωστά θέματα. Τιμωρίες είχαν κυρίως τα αγόρια που έδιναν και αφορμές, ενώ τα κορίτσια δεν τα τιμωρούσαν ίσως γιατί ήταν πιο ήσυχες ίσως γιατί ο δάσκαλος ο κ. Πελεκανάκης είχε την κόρη του στο σχολείο. Οι τιμωρίες αφορούσαν τόσο αντιγραφή 5 φορές το μάθημα ή χρήση βίτσας. Τα συσσίτια ήταν μόνο το πρωί και περιελάμβανε γάλα (σκονόγαλο) .Το ετοίμαζε μια επιτροπή με πρόεδρο το Λιανδρή και γραμματέα την ίδια. Μετά το πρωινό ο δάσκαλος έλεγχε την καθαριότητα (χέρια και μαλλιά) και στη συνέχεια ξεκινούσε το μάθημα (διάβασμα και ορθογραφία). Στις γιορτές έπαιζαν θεατρικά με ότι μάθαιναν στην ιστορία σε μια πρόχειρη σκηνή στην άκρη της αίθουσας (χαρακτηριστικά αναφέρει θεατρική αναπαράσταση του χορού του Ζαλόγγου).Την περίοδο της κατοχής οι αξιωματικοί των γερμανών έμεναν στο σπίτι του Ζαχαρίου (ο οποίος ήξερε γερμανικά). Εκεί βρισκόταν και τα μαγειρεία και κάθε μέρα ετοιμαζόταν εκεί το φαγητό, για να το πάνε στο στρατώνα με τις σκηνές έξω από το χωριό. Επειδή ήταν μεγάλη οικογένεια οι στρατιώτες που είχαν αναλάβει τη μεταφορά φαγητού τους άφηναν συνήθως φαγητό και ψωμί.Εκδρομές έκαναν στους Βεδέρους και στους κολύμπους. Τα βιβλία τα αγόραζαν, γι’ αυτό και η ίδια δανειζόταν το βιβλίο ιστορίας από γείτονες για να διαβάσει. Μετά το σχολείο και το διάβασμα βοηθούσαν τους γονείς στις αγροτικές εργασίες(πρόβατα ,κατσίκες ,ελιές, θέρισμα) και μετά μαζευόταν τα παιδιά της γειτονιάς για κρυφτό και χορούς. Ο αδερφός της(Νίκος Γουνάκης) έφτιαξε με ιδιοκατασκευή μια λύρα(οι χορδές ήταν από την ουρά αλόγου) και διασκέδαζαν με αυτή.Η αντιπαράθεση με τους μαθητές του Ατσιποπούλου εκφραζόταν και στο παρακάτω δίστιχο «Ατσιποπουλιανοί γαϊδάροι ,και Πρινιώτες καβαλάροι, Βεδεριώτες τους λαλούνε και οι Μετοχιανοί γελούνε. Η αντιπαράθεση με το διπλανό χωριό συνεχίστηκε και στην ενήλική ζωή με σχόλια για μία κοπέλα από το χωριό που παντρεύτηκε από το Ατσιπόπουλο <<δεν ήβρηκε να πάει να παντρευτεί απ αλλού παρά από το Ατσιοπόπουλο>>. Στο δάσκαλο της τον κ. Πελεκανάκη χρωστάει ότι προχώρησε και πήγε στο γυμνάσιο. Ο ίδιος πήγε και βρήκε τον πατέρα της και τον έπεισε να την αφήσει να πάει στο γυμνάσιο στο Ρέθυμνο. Για τις τρεις τάξεις του εξατάξιου τότε γυμνασίου πήγαιναν στο Ρέθυμνο και γύριζαν με τα πόδια. Στις τρεις τελευταίες ο Βαρδινογιάννης έβαλε λεωφορείο που πήγαινε και γύριζε τους μαθητές στο χωριό. Από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας της μόνο αυτή (η πιο μικρή) προχώρησε στο γυμνάσιο. Από την εποχή της θυμάται ότι κι άλλοι μαθητές προχώρησαν. Ο Πατεράκης ο Νίκος που έγινε ταχυδρομικός ,ο Πατεράκης ο Γιώργος υπάλληλος ΟΤΕ , Πατεράκη Στέλλα που έγινε δασκάλα και ο Μακρυλάκης ο Χαράλαμπος που εργάστηκε στον ΟΤΕ.
Κλείνοντας τη δική της αφήγηση αναφέρθηκε συνολικά στις δυσκολίες της εποχής με τις γραπτές και προφορικές εξετάσεις σε κάθε μάθημα στο Γυμνάσιο ,με τα παιδιά από το Γεράνι που οι γονείς τα περίμεναν με τα γαϊδουράκια για να τα γυρίσουν πίσω και τα συγκρίνει με τα σημερινά για τα οποία η ζωή είναι πιο εύκολη και πάλι παραπονιούνται.
Συνέντευξη Αμαλίας Μπεμπή το γένος Μαρκάκη. Γεννήθηκε το 1932 και πήγε στο σχολείο το 1938-1944.
Η αφήγηση της ξεκινάει με τα δύσκολα χρόνια που πήγαινε σχολείο. Οι μαθητές έφευγαν το διάλειμμα πήγαιναν στο σπίτι για να βρουν κάτι να φάνε(παξιμάδι ή ψωμί).Το μαθήματα προσπαθούσε να τα μάθει στο σχολείο, γιατί πάντα όταν γύριζε όλο και κάποια δουλειά θα είχε είτε ο πατέρας είτε η μητέρα της. Η μητέρα της είχε τον τελικό έλεγχο (είχε τελειώσει το δημοτικό).Τόσο την ορθογραφία όσο και τα υπόλοιπα μαθήματα γεωγραφία ,ιστορία τα μάθαινε από την παράδοση. Και εδώ έχουμε την προσπάθεια του δασκάλου της κ. Πελεκανάκη να πείσει τους γονείς να στείλουν την Αμαλία (τη μικρότερη από τις επτά κόρες της οικογένειας)στο γυμνάσιο. Όμως η απάντηση του πατέρα ήταν ότι δεν υπήρχε η ευκολία. Ο δάσκαλος επέμενε λέγοντας ότι αυτός θα κάνει τα έξοδα γιατί είναι αμαρτία να χαντακωθεί στο χωριό που είναι τόσο καλή στα γράμματα. Όμως και πάλι η απάντηση ήταν αρνητική γιατί θα ήταν και αδικία για τις υπόλοιπες αδερφές που καμία δεν προχώρησε. Οι αδερφές της έλεγαν <<γιατί να πάει η μικρή στο γυμνάσιο; εμείς μάθαμε μόνο την υπογραφή μας να βάζουμε >>. Η έλλειψη αγοριών στην οικογένεια έκανε τα κορίτσια να αναλάβουν ευθύνες .Η κούραση από τις αγροτικές εργασίες ήταν μεγάλη και γι αυτό και αρκετές δεν τέλειωσαν το δημοτικό. Το γυμνάσιο μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες φάνταζε πολυτέλεια. Το σχολείο την εποχή της λειτουργούσε και πρωί και απόγευμα (διαφορετικές τάξεις το πρωί και διαφορετικές το απόγευμα. Επίσης περίμεναν την καμπάνα να χτυπήσει για να πάνε στο σχολείο. Συσσίτια δεν γίνονταν την εποχή που πήγαινε στο σχολείο. Τις γιορτές πήγαιναν στην εκκλησία και έκαναν κατάθεση στεφάνου. Όσα παιδιά πήγαιναν στο γυμνάσιο από τον Πρινέ ,πήγαιναν από μονοπάτια αλλά υπήρχε και δρομολόγιο ενός φορτηγού που το χειμώνα έβαζε τέντα και έφτανε στο χωριό στις 3 η ώρα.
Συνοψίζοντας, το δημοτικό της άφησε μια πολύ καλή ανάμνηση. Δεν τιμωρήθηκε από το δάσκαλο παρά μόνο μία φορά και όχι με δική της υπαιτιότητα .Επιπλέον, την έκανε περήφανη η ικανότητά της να μαθαίνει εύκολα και να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα του σχολείου.
ΥΓ μέσα από τις αφηγήσεις αυτές για τα σχολικά χρόνια στην ουσία έχουμε την ιστορία του τόπου εκείνα τα χρόνια ,τις δυσκολίες ,τα όνειρα και τις ελπίδες ,τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο αλλά και τον καθοριστικό καμιά φορά ρόλο του εκπαιδευτικού στη ζωή των μαθητών του.
Πρόσφατα σχόλια