Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι
Το δημοτικό σχολείο είναι ένας τόπος που όλοι έχουμε έντονες αναμνήσεις. Η νοσταλγία για τα πρώτα μαθητικά χρόνια είναι συναίσθημα που κυριεύει όλες τις γενιές.Οι διαρκείς ανατυπώσεις των μαθητικών εγχειριδίων ,τα ημερολόγια που κυκλοφορούν με εικονογράφηση από τα παλιά μαθητικά αλφαβητάρια είναι ένδειξη αυτού του κλίματος.
Η μελέτη της ιστορίας του κάθε σχολείου μέσα από τις αφηγήσεις όσων φοίτησαν σε αυτό είναι ένα σημαντικό μάθημα για τους σημερινούς μαθητές βλέποντας τις ομοιότητες και τις διαφορές των εποχών και κατανοώντας τις αλλαγές που συντελούνται στο πέρασμα του χρόνου. Οι αφηγήσεις είναι αυτές που δίνουν ζωή στα κτήρια και στις καταγραφές των αρχείων
Οι εκπαιδευτικοί του Δημοτικού Σχολείου Πρινέ για χρόνια μελετούν μαζί με τους μαθητές την ιστορία του σχολείου ,ερευνώντας τα μαθητολόγια και τα αρχεία του σχολείου τα οποία ξεκινούν από το 1900 και κατέγραφαν αναμνήσεις για τα σχολικά χρόνια των γονιών τους.
Προσκαλούμε τους παλιούς μαθητές του σχολείου να καταγράψουν τις αναμνήσεις (ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα ,περιστατικά που έμειναν στην μνήμη τους ,αναμνήσεις από παλιούς εκπαιδευτικούς ,κωμικά και ευτράπελα γεγονότα, τιμωρίες ,εκδρομές).
Ξεκινάμε δημοσιεύοντας τις αναμνήσεις της κ Πόπης Μακρυλάκη
ΜΑΚΡΥΛΑΚΗ Ε. ΚΑΛΛΙΟΠΗ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΑΠΟ ΤΗ ΦΟΙΤΗΣΗ ΜΟΥ
ΣΤΟ ΔΙΘΕΣΙΟ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΡΙΝΕ ΡΕΘΥΜΝΗΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ 2022
Το Σεπτέμβριο του 1970, σε ηλικία 6 ετών ακριβώς, συνοδευόμενη από τον πατέρα μου πήγα για πρώτη φορά στο Διθέσιο Δημοτικό Σχολείο Πρινέ Ρεθύμνης για να φοιτήσω στην πρώτη τάξη του Δημοτικού. Νηπιαγωγείο τότε δεν υπήρχε. Κατάγομαι από τους Βεδέρους ένα μικρό χωριό πλησίον του Πρινέ, το οποίο αποτελεί οικισμό της αυτής Κοινότητας και το οποίο λόγω του μικρού μεγέθους του πληθυσμού του δεν διέθετε σχολείο ποτέ.
Στον Πρινέ, πήγαινα συχνά στα παιδικά μου χρόνια, διότι είχαμε στενούς συγγενείς, μεταξύ αυτών και τη νονά μου, τους οποίους και υπεραγαπούσαμε, όμως, αυτή τη φορά η επίσκεψη έκρυβε χαρά, και ταυτόχρονα αγωνία για το άγνωστο.
Αφού λοιπόν ο πατέρας μου με άφησε στο σχολείο υπήρξε θερμή υποδοχή από τους Δασκάλους μας, τον κ. Σκατζιδάκη Νικόλαο και την κα Βασιλεία Φραγκούλη. Το σχολείο μου άρεσε πολύ. Είχε μεγάλη αυλή και κήπο, δύο ευρύχωρες και με μεγάλα παράθυρα αίθουσες και στη μέση το γραφείο των δασκάλων. Η Στέλλα Κορωνάκη, συνομήλικη συγχωριανή μου και εγώ αρχίσαμε να περιφερόμαστε στην αίθουσα που μας υπέδειξαν και να δοκιμάζουμε τα θρανία για να διαλέξουμε το καλύτερο. Προς μεγάλη μας απογοήτευση, όταν η δασκάλα μας κα Βασιλεία Φραγκούλη μπήκε στην τάξη, μας άλλαξε θέση.
Με ενθουσιασμό πήρα τα βιβλία που μας μοίρασε. Η μυρωδιά τους δεν έχει ξεθωριάσει ακόμα από τη μνήμη μου. Το αναγνωστικό το έχω στην καρδιά μου και σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου. Κατά τη μελέτη μου τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι κυρίως εξασκούμουν γράφοντας και σβήνοντας (με σπόγγο) σε πλάκα με κονδύλι. Ο μαυροπίνακας με τη λευκή του κιμωλία ήταν αγαπημένη μου ενασχόληση στα διαλλείματα κατά τις βροχερές ημέρες του έτους. Σχεδιάζοντας άγαρμπα στην αρχή, και παίζοντας κρεμάλα με τους συμμαθητές μου όταν γνωρίζαμε καλά γραφή. Αργότερα το πιο ενδιαφέρον από όλα ήταν να κάνω τη δασκάλα προς τους μικρότερους από εμένα μαθητές. Αυτό συνηθιζόταν την εποχή εκείνη μια που κάθε δάσκαλος είχε τρεις τάξεις να διδάξει. Ο καλύτερός και ποιο συνεργάσιμος μαθητής μου ήταν ο Παύλος. Το βιβλίο της πατριδογνωσίας ήταν το πιο εντυπωσιακό εξαιτίας της ποιότητας του χαρτιού και της ομορφιάς των εικόνων του. Τόσο, που εξαιτίας του, εισέπραξα την πρώτη τιμωρία μου από τη δασκάλα: Όταν ανακάλυψα το μύθο του Αισώπου για τις δύο κατσίκες που μάλωναν στο γεφύρι και αφού το έδειξα στη Στέλλα, όλο χαρά πήγα στην απέναντι σειρά της δευτέρας τάξης για να το δείξω στο Βασίλη και το Νίκο, με φυσικότητα, σα να ήμουν στο σπίτι μου και μη ζητώντας άδεια από τη δασκάλα. Χωρίς να προλάβω να ολοκληρώσω την περιγραφή μου, η δασκάλα με φωνάζει στη έδρα για την πρώτη τιμωρία μου. Εννοείτε ότι τη δασκάλα μου την αγαπούσα πολύ όπως και την επόμενη την κα Σόνια Γασπαράκη η οποία μου έκανε στις τρείς επόμενες τάξεις. Στα διαλλείματα συχνά παίζαμε ωραία παιχνίδια: κυνηγητό, κρυφτό, ποσόσφαιρο, πινακωτή, ντάμα, πλακωτό, μαμάδες και παιδάκια και το στην πρώτη θέση στις προτιμήσεις μου «μήλα». Ερχόταν και εκείνη, όταν οι υποχρεώσεις της το επέτρεπαν και έπαιζε μαζί μας στη θέση της «μάνας». Τότε ο ενθουσιασμός μας ήταν πολύ μεγάλος και το παιχνίδι πολύ διασκεδαστικό εξαιτίας της άπλετης αγάπη της προς όλους του μαθητές της και το ιδιαίτερο χιούμορ που τη χαρακτήριζε.
Το σχολείο διέθετε κήπο για την καλλιέργεια λαχανικών. Χωριζόταν σε κομμάτια, ένα για κάθε τάξη, ίσως και λίγο διαφορετικά. Φυτεύαμε κρεμμύδια, σκόρδα και μαρούλια τα οποία συμπλήρωναν το δεκατιανό μας. Απαρτιζόταν κυρίως από ψωμί με λάδι, λεμόνι και αλάτι (λαδόφετα) ή αντί λεμόνι, τομάτα (ντοματόφετα). Το ψωμί ήταν ζυμωμένο από τη μητέρα μου σε ξυλόφουρνο και φυσικά πεντανόστιμο. Θυμάμαι ότι κάποια παιδιά κρατούσαν άσπρο ψωμί από αρτοποιεία με βιτάμ και μαρμελάδα το οποίο το λιγουρευόμαστε. Η αξέχαστη συμμαθήτριά μου Μάνια, μας προσέφερε με καλοσύνη και περίσσεια ευγένεια παρότι σχεδόν δεν έμενε τίποτα σε εκείνη αρκετές φορές. Σπάνια το δεκατιανό μας ήταν ψωμί βρεγμένο με νερό και πασπαλισμένο από ζάχαρη (ζαχαρόψωμο). Το κολατσό μας το αφήναμε πάντα στο χώρο της τραπεζαρίας των πρώην μαγειρείων για να μη λαδώνουμε τις τσάντες μας και τις αίθουσες διδασκαλίας. Τα γεύματα στα μαγειρεία εγώ δεν τα πρόλαβα. Πρέπει να σταμάτησαν ίσως το 1968. Ο χώρος των μαγειρείων ήταν νοτιοανατολικά του σχολείου στο χώρο που έχει γίνει η προσθήκη των νέων αιθουσών. Υπήρχε χώρος κουζίνας με μεγάλη γούρνα – νεροχύτη από τσιμέντο και τζάκι. Επίσης νοτίως εφαπτόμενη στην κουζίνα αίθουσα τραπεζαρίας. Τα ξύλα για το μαγείρεμα τα κρατούσαν οι μαθητές από τα σπίτια τους. Από τον ξάδελφό μου το Νίκο που είναι μεγαλύτερος από εμένα τέσσερα περίπου χρόνια έμαθα ότι στην εποχή του το σχολείο ήταν πρωί και απόγευμα και οι μαγείρισσες ήταν η Μάκενα και η Σηφακάκενα. Το πρωινό αποτελείτο από γάλα, μαρμελάδα, βούτυρο και το μεσημεριανό από όσπρια, κρέας, μακαρόνια κ.α Εγώ στην πρώτη τάξη έκανα μάθημα πρωί και απόγευμα και κρατούσα φαγητό από το σπίτι. Νομίζω μία μέρα την εβδομάδα δεν είχα απογευματινό μάθημα.
Γυμναστής εξειδικευμένος, εικαστικός, μουσικός, καθηγητής ξένων γλωσσών δεν υπήρχαν τότε. Οι δάσκαλοί μας, μας έκαναν γυμναστική (διατάσεις, εκτάσεις, τρέξιμο), τεχνικά κλπ. Επίσης ο παπά – Δημήτρης Μπεμπής, παπάς και δάσκαλος ταυτόχρονα, ο οποίος μου έκανε μάθημα στην πέμπτη και στην έκτη τάξη, μας μάθαινε να ψάλλουμε τα εγκώμια του επιταφίου. Στην εκκλησία την Μεγάλη Παρασκευή τα λέγαμε οι μαθητές. Ακόμα και τώρα αισθάνομαι την ανάγκη να ψάλλω τα εγκώμια τη Μεγαλοβδομάδα. Επίσης δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά μου όταν ήρθε στο σχολείο για να μας κάνει μάθημα. Ήταν αυστηρός και ταυτόχρονα αξιαγάπητος. Δεν δίσταζε να αναδιπλώνει τα ράσα του για να σκάψει στον κήπο και για να μας διδάξει χορό στον οποίο ήταν ταλαντούχος. Τα Υπουργεία ήθελε να τα ξέρουμε όλα απαραιτήτως. Και πραγματικά κάποια χρονιά είχαν τεθεί ως ερώτημα προς στις εισαγωγικές εξετάσεις για φοίτησή μας στο Γυμνάσιο. Εξετάσεις γράφαμε και στο τέλος της πέμπτης και έκτης τάξης του δημοτικού. Με τιμώρησε μία φορά όταν κορόιδεψα μαζί με άλλα δύο παιδιά ένα συμμαθητή μας. Δεν το κάναμε από κακία. Θεωρώ ότι ο γέλιο βγήκε αυθόρμητα γιατί ήμασταν παιδιά. Μου άρεσε να του φτιάχνω καφέ. Τυλίγαμε οι συμμαθητές μου και εγώ λίγο βαμβάκι σε ένα πιρούνι το εμποτίζαμε σε οινόπνευμα και το ανάβαμε. Έσβηνε μόνο του ταυτόχρονα με το ψήσιμο του καφέ. Ήταν μία από τις πρώτες μου εμπειρίες στην τέχνη ης μαγειρικής. Επίσης οι μαθητές κατά σειρά το πρωί καθαρίζαμε την έδρα των δασκάλων με οινόπνευμα και ανάβαμε τη σόμπα πετρελαίου με την οποία θερμαινόμαστε. Υπήρχαν δύο στο σχολείο. Μία σε κάθε τάξη. Στο γραφείο των δασκάλων υπήρχε μια ηλεκτρική σόμπα αλλά σπάνια την άναβαν για λόγους οικονομίας.
Η καθαριότητα του σχολείου και των τουαλετών γινόταν από τους μαθητές. Το σχολείο και ο προαύλιος χώρος πάντα έλαμπε. Οι τουαλέτες τούρκικου τύπου, αγοριών και κοριτσιών χωριστά, ήταν στην νοτιοανατολική πλευρά του κήπου.
Οι τοίχοι των αιθουσών του σχολείου ήταν διακοσμημένοι με χάρτες, ήρωες της ελληνικής επανάστασης και της κατοχής, φυτολόγια, και την εικόνα της Παναγίας ή του Χριστού στον τοίχο πάνω από την έδρα του δασκάλου. Μέχρι την μεταπολίτευση επίσης υπήρχε και η φωτογραφία της βασίλισσας Άννας- Μαρίας και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Στα περβάζια των παραθύρων είχαμε λουλούδια. Στην αυλή υπήρχαν μουριές, ένας φοίνικας κ.α. Επίσης αλ(ι)τάνες με γιασεσί και τριανταφυλλιές στην βορεινή και βορειοδυτική πλευρά.
Στον κήπο υπήρχε μία αμυγδαλιά που την περίοδο της ανθοφορίας της αποτελούσε μικρό ησυχαστήριο για μένα. Όποτε προλάβαινα στα διαλλείματα πήγαινα και καθόμουν στη ρίζα της. Αντλούσα γαλήνη και αισιοδοξία. Η κα Σόνια όταν χρειάστηκε ένα κλαδί της για να διδάξει για την αμυγδαλιά έστειλε εμένα να σκαρφαλώσω και να το κόψω. Αγαπημένη ασχολία και οικεία για μένα ήταν το λιομάζωμα. Ο κήπος βλέπεται είχε και μερικές ελιές η μία εξ αυτών άγρια. Τις ελιές τις πουλούσαμε στο ελαιουργείο του Ρόμπολα που για την εποχή του ήταν πρότυπο. Μια χρονιά αγοράσαμε με τα χρήματα δίσκο για το πικάπ του σχολείου που περιείχε παιδικά τραγούδια όπως το «Με χαρά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ..». Ρωτώντας την κα Σόνια γιατί δεν μαζέψαμε και δεν πουλήσαμε τις άγριες ελιές αλλά μόνο τις ήμερες μου έδωσε να καταλάβω με ωραίο και κατανοητό τρόπο ότι δεν πρέπει να ξεγελούμε τους ανθρώπους με σκοπό το πρόσκαιρο κέρδος. Τότε τις άγριες ελιές δεν τις χρησιμοποιούσε κανείς.
Κάθε πρωί κάναμε προσευχή και έπαρση της σημαίας συνοδεία του εθνικού ύμνου που τον έψαλλαν οι μαθητές.
Το ενδεικτικό μας είχε βαθμολογία από το πέντε μέχρι το δέκα το οποίο το παίρναμε στο τέλος του χρόνου. Δεν θυμάμαι ποτέ να είχε μείνει κάποιος μαθητής στην ίδια τάξη. Επίσης τα ενδεικτικά δίνονταν στους ίδιους τους μαθητές. Οι γονείς μας δεν ερχόταν στο σχολείο.
Τα κορίτσια φορούσαμε στα μαλλιά κορδέλα και ποδιές (σα ρόμπες) σκούρου μπλέ χρώματος με άσπρο γιακά (καταργήθηκαν όταν πήγαινα στην τρίτη λυκείου, αλλά τις είχαμε συνηθίσει, μας βόλευαν και συνεχίσαμε να τις φοράγαμε μέχρι την ολοκλήρωση του διδακτικού έτους). Επίσης η σχολική εβδομάδα ήταν εξαήμερη.
Κορυφαία εκδήλωση ήταν οι γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος του σχολικού έτους. Περιελάμβαναν δημοτικούς χορούς που εκτός των κρητικών (πεντοζάλη, συρτό) χορεύαμε και χορούς και από την υπόλοιπη Ελλάδα. Κασετόφωνο δεν υπήρχε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και τραγουδούσαμε οι ίδιοι οι μαθητές – χορευτές: «Μες του Μαγιού τση μυρωδιές, τα κόκκινα κεράσια για δέστε πως χορεύουνε τση Κρήτης τα κοράσια…..», «Πέρα στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές, είν ’να μοναστηράκι που παν’ οι κοπελιές…», «Σου ’πα μάνα καλέ μάνα, σου ’πα μάνα πάντρεψέ με…», «Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεχμέτ Αγάς, σε κρασοπουλειό πηγαίναν για να φαν΄να πιούν…». Από παιχνίδια, η «γαιδούρα», τα τσουβαλάκια καθώς επίσης απαγγελία ποιημάτων και θεατρικά δρώμενα (σκετς) που το κοινό, γονείς, δάσκαλοι και μαθητές ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Αν θυμάμαι καλά όταν πήγαινα στην Τετάρτη τάξη είχα αρρωστήσει με μαγουλάδες και δεν ήμουν εντελώς καλά την ημέρα των επιδείξεων. Η μεγάλη μου επιθυμία να συμμετάσχω και η παρότρυνση της μητέρας μου στάθηκαν αρκετά για να λάβω μέρος.
Όταν πήγαινα μάλλον στην τετάρτη τάξη ήρθε ένας επιθεωρητής για έλεγχο. Ήταν καλοσυνάτος και γλυκός άνθρωπος. Το σχολείο ήταν καθαρό και η διδασκαλία της κας Σόνιας υποδειγματική. Ο επιθεωρητής στεκόταν έξω από το παράθυρο για αρκετή ώρα και παρακολουθούσε – άκουγε τι γινόταν μέσα στην τάξη. Η κυρία μας, συνήθως όταν παρέδιδε περπατούσε και μας έκανε και ερωτήσεις. Όταν λοιπόν πλησίασε στο παράθυρο έγινε αντιληπτός. Η έκθεσή του νομίζω πως πρέπει να ήταν θετική για τη δασκάλα μας.
Αν θυμάμαι καλά το 1973 είχαν έρθει δύο φωτογράφοι «φωτο Γρανικός» κατέχοντας μία καμήλα και μας έβγαλαν αναμνηστικές φωτογραφίες. Όπως ακούστηκε αργότερα ήταν Τούρκοι κατάσκοποι και έκρυβαν στην ράχη της καμπούρας υλικό της κατασκοπίας.
Τα Βεδεριωτάκια πηγαίναμε στο σχολείο και επιστρέφαμε με τα πόδια, ακόμα και με αντίξοες καιρικές συνθήκες. Η απόσταση από τους Βεδέρους στο σχολείο του Πρινέ είναι περίπου χίλια πεντακόσια μέτρα. Τότε ο δρόμος ήταν ο περισσότερος ερημικός διότι δεν είχαν χτιστεί τα σπίτια που υπάρχουν τώρα. Η διαδρομή ήταν πολύ ωραία μες το πράσινο κυρίως της βελανιδιάς και της χαρουπιάς. Τα μεσημέρια, εξαιτίας του παιχνιδιού κατά την επιστροφή μας, καθυστερούσαμε. Στις τελευταίες τάξεις μερικές φορές αγοράζαμε ψωμί από το πρατήριο άρτου του Πρινέ και σχεδόν ποτέ δεν έφτανε ολόκληρο στο σπίτι. Κάποιες φορές ο καλοσυνάτος χωριανός μας κ. Νίκος Κακλής, αυτοκινητιστής, μας έπαιρνε στο αυτοκίνητό του (από τα πρώτα ταξί του Ρεθύμνου) μέχρι το χωριό. Ήταν μεγάλη η χαρά μου λόγω του ότι τα αυτοκίνητα τότε ήταν λιγοστά.
Ο πατέρας μου γεννηθείς το 1926 πήγαινε σε άλλο σχολείο το οποίο είχε μία αίθουσα και βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Πρόσφατα σχόλια