Σύντομη Ιστορία της Γέφυρας
Το χωριό Γέφυρα είναι ένα προσφυγικό χωριό που χτίστηκε κατά τα έτη 1926-1928 από Μετρινούς και Σωζοπολίτες πρόσφυγες. Βρίσκεται 25 χμ. δυτικά της Θεσσαλονίκης. Σήμερα ανήκει στον Καλλικρατικό δήμο Χαλκηδόνος (έδρα Κουφάλια) και ορίστηκε ως η ιστορική πρωτεύουσά του. Στην απογραφή του 2021 απογράφτηκαν στην Γέφυρα και στον οικισμό της Κάτω Γέφυρας που ανήκει στην Κοινότητα Γέφυρας, συνολικά 2.782 κάτοικοι. Στην απογραφή του 2011 είχε 3.052 κατοίκους, ενώ στην απογραφή του 2001 είχε 3.200 κατοίκους.
Η παλιά ονομασία της περιοχής ήταν Τόψιν. Έτσι ονομαζόταν και ο οικισμός των ντόπιων κατοίκων που ζούσαν στην περιοχή, πριν τον ερχομό των προσφύγων, από την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η λέξη Τόψιν είναι τουρκική και σημαίνει τόπος κανονιού (τοπ σιν) κι αυτό γιατί κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει στην περιοχή μονάδες πυροβολικού κι έκαναν εκπαιδευτικές βολές.
Το 1924 έφθασαν στο Τόψιν οι πρώτοι πρόσφυγες από τις Μέτρες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, ύστερα από τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) και τη συμφωνία περί ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Οι Μέτρες, ονομάζονται σήμερα Τσατάλτσα και είναι μία εύρωστη πόλη δυτικά της Κωνσταντινούπολης.
Το 1925 έφτασαν στο Τόψιν οι πρόσφυγες από τη Σωζόπολη (σημερινή Σοζοπόλ), μια παραθαλάσσια πόλη της Βουλγαρίας, βάσει της ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για την ανταλλαγή πληθυσμών (σύμβαση του Νεϊγί, το 1919).
Στην αρχή οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν δίπλα στον οικισμό των ντόπιων κατοίκων, που σήμερα ονομάζεται Κάτω Γέφυρα. Όλη η ευρύτερη περιοχή ήταν τότε τσιφλίκι ενός μεγαλογαιοκτήμονα, του Παπαγεωργίου. Η ζωή των προσφύγων ήταν δύσκολη. Έμεναν μέσα σε σκηνές και σε ορθογώνια ξύλινα σπίτια, τους θαλάμους. Το νερό που έπιναν από τα πηγάδια ήταν βρώμικο. Ο Αξιός ποταμός πλημμύριζε συχνά και υπήρχαν πολλά στάσιμα νερά, που ήταν γεμάτα κουνούπια. Η ελονοσία θέριζε τους πρόσφυγες και αρκετοί πέθαναν. Έτσι αναζητώντας καλύτερη ζωή, ξεσηκώθηκαν και διεκδίκησαν εκτάσεις από το κτήμα του Παπαγεωργίου. Μετά από βίαια επεισόδια που έγιναν ανάμεσα σε ανθρώπους του τσιφλικιού και πρόσφυγες, οι τελευταίοι πέτυχαν το στόχο τους. Πήραν τα οικόπεδα κι έφτιαξαν μικρά, ομοιόμορφα σπίτια, τα σπίτια του εποικισμού, που μερικά σώζονται ακόμη.
Το 1928 οι τότε κάτοικοι του χωριού μας, αποφάσισαν όλοι μαζί να δώσουν στην κοινότητά τους το όνομα Γέφυρα. Κι αυτό γιατί κοντά στον οικισμό υπήρχε σιδηροδρομική και οδική γέφυρα που περνούσε πάνω από τον Αξιό και συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με τη Δυτική Μακεδονία.
Η σημερινή Γέφυρα αποτελείται από 2 οικισμούς: τον οικισμό των ντόπιων που ονομάζεται Κάτω Γέφυρα και τον κύριο οικισμό της Γέφυρας, όπου είναι εγκατεστημένοι οι περισσότεροι κάτοικοι. Εκτός από τους Μετρινούς και τους Σωζοπολίτες υπάρχουν στο χωριό μας και λίγες οικογένειες βλάχικης και σαρακατσάνικης καταγωγής, οι οποίες ήρθανε γύρω στο 1928. Οι Βλάχοι ήρθαν από το Μέτσοβο και οι Σαρακατσάνοι από το Σιράκο της Ηπείρου.
Το Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων
Στο χώρο του πρώην κτήματος Παπαγεωργίου βρίσκεται το πιο παλιό οίκημα που υπάρχει στη Γέφυρα, η βίλα Τόψιν ή Μοδιάνο ή Αρχοντικό. Χτίστηκε επί Τουρκοκρατίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Από το 1999 ανήκει στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στεγάζει το Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μέσα σε αυτό το αρχοντικό και για 3 ημέρες, από τις 24 ως τις 27 Οκτωβρίου του 1912, ήταν εγκατεστημένο το Γενικό Στρατηγείο των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Μέσα σε αυτό το κτίριο έγιναν όλες οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων για την παράδοση της Θεσσαλονίκης.
Η τουρκική αντιπροσωπεία επισκέφτηκε συνολικά τρεις φορές το κτίριο αυτό. Κατά την τρίτη και τελευταία επίσκεψη, στις 26 Οκτωβρίου του 1912, οι Τούρκοι έκαναν γνωστό πως ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Χασάν Ταχσίν Πασάς είχε δεχτεί να παραδώσει άνευ όρων τη Θεσσαλονίκη στον ελληνικό στρατό. Την ίδια ημέρα στο Διοικητήριο (σημερινό Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης) συνυπογράφτηκε από τον Χασάν Ταχσίν Πασά και τους Έλληνες αξιωματικούς η παράδοση της πόλης.
Στο Μουσείο εκτίθενται πολεμικά κειμήλια, έπιπλα, πίνακες, έγγραφα κτλ. από εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με το έντυπο παρουσίασης του Μουσείου, «μετά την ολοκλήρωση της αναπαλαίωσης όλων των ιστορικών κτιρίων της έπαυλης θα υπάρχει διαθέσιμος πολύ περισσότερος χώρος για την καλύτερη και πληρέστερη παρουσίαση των Βαλκανικών Πολέμων.»
Το Μουσείο είναι ανοιχτό για το κοινό και τα σχολεία, από Δευτέρα ως Παρασκευή 9 με 2 μμ. Είσοδος ελεύθερη. Πληροφορίες 2310 716000
Το κεντρικό κτίριο του κτήματος Παπαγεωργίου στεγάζει σήμερα το Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων
Τα σπίτια του Εποικισμού
Οι πρόσφυγες από το 1926 ως το 1928, είχαν εγκατασταθεί όλοι στα μικρά ομοιόμορφα σπίτια του Εποικισμού, για το χτίσιμο των οποίων ήταν αρμόδια η Διεύθυνση Εποικισμού. Τα σπίτια αυτά χτίζονταν είτε από πλιθιά (άψητα τούβλα) είτε από ψημένα τούβλα για να είναι πιο γερά. Η στέγη ήταν ξύλινη και τα κεραμίδια που χρησιμοποιούνταν ήταν βυζαντινού τύπου. Οι χώροι των σπιτιών του Εποικισμού ήταν μικροί κι απλοί. Μπαίνοντας υπήρχε η σάλα που ήταν ορθογώνια ή τετράγωνη, ενώ δεξιά κι αριστερά υπήρχαν δύο υπνοδωμάτια. Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχαν τα αμπάρια, δηλαδή ένα δωμάτιο που το είχαν ως αποθηκευτικό χώρο. Σήμερα σώζονται γύρω στα 15-20 τέτοια οικήματα και μερικά κατοικούνται, αφού έχουν φροντιστεί με μεράκι από τους ιδιοκτήτες τους.
Οι ασχολίες των κατοίκων της Γέφυρας
Οι πρόσφυγες στη νέα τους πατρίδα γρήγορα άρχισαν να ασχολούνται με τη γεωργία. Αρχικά καλλιέργησαν ό,τι καλλιεργούσαν και στον τόπο καταγωγής τους. Τα χωράφια δεν αρδεύονταν και η γεωργία γινόταν με πρωτόγονα μέσα.
Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, καπνό, βαμβάκι, σανό για τα ζώα, κεχρί για τα γουρούνια, καρπούζια, πεπόνια, φασόλια, φακές, ρεβύθια. Σ’ αυτές τις καλλιέργειες οι Σωζοπολίτες, αμέσως μετά την άφιξή τους, πρόσθεσαν και την αμπελουργία. Πολλοί εργάζονταν στο φυτώριο του Τριαντάφυλλου Στάγκου, όπου εμβολίαζαν τις κληματόβεργες με παραγωγικές ποικιλίες σταφυλιού και τις προετοίμαζαν για φύτευση. Αρκετές γυναίκες ασχολούνταν και με τη συγκομιδή χαμομηλιού.
Κατά τη δεκαετία του 1950 κατασκευάζεται το φράγμα του ποταμού Αξιού. Γίνεται το αρδευτικό δίκτυο και πολλά ξερικά χωράφια αρδεύονται. Σιγά σιγά γίνεται η εκμηχάνιση της γεωργίας. Χρησιμοποιούνται φάρμακα για το ράντισμα και χημικά λιπάσματα για τη βελτίωση της παραγωγής.
Το 1957 πολλά αμπέλια αρρωσταίνουν από φυλλοξήρα και ξεριζώνονται. Οι καπνοκαλλιέργεια έχει από καιρό εγκαταλειφθεί. Σταδιακά σταματούν να καλλιεργούν βίκο, κεχρί, όσπρια, σουσάμι κτλ. Παράλληλα με τα εργοστάσια που χτίζονται στην περιοχή, εμφανίζονται νέες καλλιέργειες, όπως της ντομάτας, της ελιάς και του ρυζιού.
Σήμερα γίνεται προσπάθεια για να διαδοθεί η βιολογική γεωργία, δηλαδή να υπάρξουν καλλιέργειες και προϊόντα χωρίς τη χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών λιπασμάτων. Πολλοί ξαναγυρίζουν στην αμπελουργία και την παραγωγή και διάθεση δικού τους ποιοτικού κρασιού. Αρκετοί καλλιεργούν λαχανικά με τα οποία τροφοδοτούν την αγορά της Θεσσαλονίκης.
Αν και η γεωργική παραγωγή έχει αυξηθεί και οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί, λίγοι Γεφυριώτες ασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι βιομηχανικοί εργάτες, υπάλληλοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες. Υπάρχουν λίγοι κτηνοτρόφοι που εκτρέφουν πρόβατα, βοοειδή, γουρούνια, κότες κ. ά.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.