Η Αρετή Γκανίδου γεννήθηκε στα Τρίκαλα Ημαθίας το 1960, από αγρότες γονείς. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Έζησε στη Θεσσαλονίκη ως το 1998, οπότε μετακόμισε στο γενέθλιο χωριό της. Εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως φιλόλογος. Μεταξύ των σχολείων όπου εργάστηκε ήταν και το 1ο ΓΕ.Λ. Αγίου Αθανασίου. Ζει στα Τρίκαλα Ημαθίας. Βιβλία της: «Ορυκτό φως» (Μελάνι, 2011), «Χαράζει ο άλλος μου εαυτός» (Μελάνι, 2015).
Πότε και πώς ξεκίνησε το ταξίδι σας στην ποίηση;
Ήμουν περίπου 8 χρόνων όταν έγραψα τα δυο πρώτα μου ποιήματα, σε ρίμα. Ένα για τα χέρια της μαμάς μου, που έπλενε στο χέρι καταχείμωνο και ένα για το νεκροταφείο, όπως το φαντάστηκα έρημο και σιωπηλό σε νύχτες Χριστουγέννων. Ένιωσα δυνατά συναισθήματα. Σαν να ανακάλυψα έναν καθρέφτη που μου έδειχνε τον κόσμο αλλιώς.
Τι σας εμπνέει;
Τα πάντα. Η έμπνευση για μένα δεν προέρχεται από έξω. Είναι μια εσωτερική στάση που χρειάζεται εσωτερική δουλειά, για να την κρατήσει κάποιος. Η ομορφιά με εμπνέει, ακόμα κι όταν τη βλέπω σ’ ένα τραύμα.
Ξεχωρίζετε κάποιον ποιητή και υπάρχει κάποιος στίχος που αγαπάτε ιδιαίτερα;
Ποιητικοί μου έρωτες: Καβάφης, Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης, Εγγονόπουλος. Επίσης, Μπράβος, Γκανάς, Δημουλά, Λεοντάρης, Χιόνης, η Σέξτον, ο Βαγιέχο και πόσοι άλλοι. Ένας στίχος του Χιόνη που συχνά ανακαλώ: «Στη χυδαιότητα του πόνου να αντιτάσσεις την καλή ανατροφή σου» Κι ένα τρίστιχο του Γκανά: «Έρχονται μέρες που ξεχνάω τ’ όνομά μου/ το αλεύρι γίνεται σπυρί/κι ύστερα στάχυ/…»
Πώς θα ήταν κατά τη γνώμη σας η ζωή χωρίς ποίηση;
Θα στέγνωνε επικίνδυνα το μέσα μας και η αφυδάτωση οδηγεί στον θάνατο. Πρώτα σε ψυχικό θάνατο κι ύστερα, ίσως, και σε φυσικό. Η Τέχνη κατάγεται από την Τελετουργία και τη Θρησκεία. Η Ποίηση, η Τέχνη, είναι ανάγκη του ανθρώπου, όπως η τροφή. Αυτό δεν μας αποδεικνύουν τα Ομηρικά έπη, το έπος του Γκιλγκαμές, οι βραχογραφίες;
Θα προτείνατε σε έναν νέο να διαβάσει ή ακόμα και να γράψει ποίηση;
Το διάβασμα της καλής Ποίησης, εκτός από την προσωπική και Ιστορική αυτογνωσία που προσφέρει στον νεαρό, εκτός από την απόλαυση και το «ξανακοίταγμα» του κόσμου, διαμορφώνει επίσης ένα ασφαλές κριτήριο για το τι είναι καλή Ποίηση. Με αυτό το κριτήριο –και με καθοδήγηση– ο νέος μπορεί να αρχίσει την προσπάθειά του να μορφοποιήσει με τους κανόνες της Ποίησης το όποιο υλικό του. Να γράφει Ποίηση. Προϋποτίθεται πάντως η ανάγνωση.
Ως φιλόλογος-εκπαιδευτικός, πιστεύετε ότι το σχολείο αποτελεί έναν χώρο όπου οι έφηβοι μπορούν να έρθουν κοντά με την τέχνη της ποίησης;
Ασφαλώς! Η Τέχνη ανασαίνει στην Ελευθερία, όμως. Πρέπει να δημιουργηθεί εκείνη η συνθήκη που θα επιτρέψει στον κάθε μαθητή να μην νιώθει αποκλεισμένος ή ξένος με την Ποίηση. Για πολλά χρόνια, κάθε μέρα, πριν να αρχίσουμε το μάθημα, διάβαζα από ένα ποίημα στους μαθητές μου μόνο για να το ακούσουν και να δημιουργήσουν εικόνες μέσα τους. Μόνο να το ακούσουν. Καμιά φορά τους διάβαζα μεταφρασμένους στίχους του Μπομπ Ντύλαν ή άλλων. Ήταν όμορφο, αποδοτικό και καθόλου χρονοβόρο.
Κάποια ποιήματά σας αναφέρονται στην κακοποίηση των γυναικών, ένα θέμα τόσο επίκαιρο… Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Χαίρομαι πολύ που άρχισε και στη χώρα μας να σπάει το απόστημα –αν και πονάει. Όμως, «ο δρόμος της ελπίδας περνάει αναγκαστικά από την καταστροφή της αυταπάτης»…
Στο «Ορυκτό φως» υπάρχουν «Η Βαλκάνια Γυναίκα» και «Ο Μαύρος άγγελος» με θέμα τον βιασμό στον πόλεμο και στην ειρήνη, αντίστοιχα.
Στο «Χαράζει»… λέει μία από τις γυναίκες μου: «Αιώνες απαράλλαχτα θρησκεύομαι/τη σάρκα που έχω χάσει».
Πανάρχαιο φαινόμενο. Η γυναίκα και το παιδί να αντιμετωπίζονται ως χρηστικά αντικείμενα στην καθημερινότητα και ως τρόπαια ή όπλα πολέμου σε περιπτώσεις πολεμικών συγκρούσεων. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα Ολοκαύτωμα διαρκείας. Γνωρίζω ότι λέω κάτι βαρύ. Γι’ αυτό θα το επαναλάβω: Η κακοποίηση είναι ένα Ολοκαύτωμα διαρκείας! Εξοντώνονται ή παραμορφώνονται ανθρώπινες υπάρξεις. Ψυχικά, σε όλες τις περιπτώσεις. Σωματικά, σε πάρα πολλές. Κανείς ενήλικας δεν δικαιούται να κάνει πως δεν ξέρει. Κανείς θεσμός δεν είναι αθώος. Κανείς νομοθέτης. Αυτό που συμβαίνει στην καθημερινή ζωή σε καιρό ειρήνης (βιασμοί και κακοποιήσεις πίσω από κλειστές πόρτες και κάτω από πέπλο σιωπής) έχει το αντίστοιχό του σε καιρό πολέμου, όπου εκατοντάδες χιλιάδες κτηνώδεις κακοποιήσεις ΔΕΝ χαρακτηρίζονται έγκλημα πολέμου.
Τα πρώτα βήματα για να αλλάξει το Διεθνές Δίκαιο ως προς την αντιμετώπιση των βιασμών σε καιρό πολέμου έγιναν το 1998 για τη Γιουγκοσλαβία και για τη Ρουάντα. Για το Κονγκό μόλις το 2016. Αναζητήστε και μελετήστε τους εθνικούς μας και τους διεθνείς νόμους που αφορούν την κακοποίηση, τον βιασμό και την πορνεία ανηλίκων και θα διαπιστώσετε πολλά. Είμαστε ακόμα στην αρχή. Αλλά, μια σπουδαία αρχή!