«Αναπαραστάσεις της Αδριανούπολης στην ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα», στο Μανόλης Γ. Βαρβούνης – Θανάσης Β. Κούγκουλος (επιμ.), Ελληνισμός και Βαλκάνια – αμφίδρομες σχέσεις: γλώσσα, ιστορία, λογοτεχνία, πολιτισμός (1453-2019). Πρακτικά 4ου Συνεδρίου των Νεοελληνιστών των Βαλκανικών Χωρών, Κομοτηνή 22-24 Νοεμβρίου 2019, Τόμος Α΄, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης – Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών – Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας – Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (Μελέτες Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας 13) – Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2022, σσ. 252-269.
Στη μελέτη μας ασχολούμαστε με τη λογοτεχνική εικόνα της πολυεθνικής Αδριανούπολης στην ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα. Στον 19ο αιώνα το ελληνικό στοιχείο υπερτερεί πληθυσμιακά στην πόλη τόσο κατά τις ελληνικές όσο και κατά τις οθωμανικές πηγές. Στο χρονικό διάστημα 1839-1895 μνεία της Αδριανούπολης γίνεται σε δεκατέσσερα ελληνικά αφηγηματικά κείμενα των Γρηγόριου Παλαιολόγου, Στέφανου Ξένου, Νικόλαου Β. Βωτυρά, Παναγιώτη Σούτσου, Χρήστου Α. Παρμενίδη, Κωνσταντίνου Ράμφου, Λάμπρου Γ. Παναγιωτόπουλου ή Ενυάλη, Νικόλαου Ε. Μακρή, Παναγιώτη Σ. Συνοδινού, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Σαράντη Ι. Σαραντίδη και Γ. Μ. Βιζυηνού. Από την έρευνά μας προκύπτει ότι η Αδριανούπολη δεν προκρίνεται ως το κύριο σκηνικό της πλοκής, ενώ πρωτίστως προβάλλεται το οθωμανικό οικιστικό περιβάλλον και μυθοποιούνται τα πρόσωπα της οθωμανικής διοίκησης της πόλης. Σχεδόν αγνοούνται τα χριστιανικά κτίρια και οι συνοικίες και παρακάμπτεται η κοινωνική δραστηριότητα των Ρωμιών.
Οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της Αδριανούπολης στα δεκατέσσερα κείμενα μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες. Στην πρώτη κατατάσσουμε τις αφηγήσεις όπου η Αδριανούπολη χρησιμοποιείται ως ένας από τους τόπους της δράσης των πρωταγωνιστών – όχι όμως ο πρωτεύων [Ο Διάβολος εν Τουρκία ήτοι Σκηναί εν Κωνσταντινουπόλει (1862) του Στέφανου Ξένου, «Ο κόμης Ιβανόφσκης» (1871) του Λάμπρου Γ. Παναγιωτόπουλου ή Λάμπρου Ενυάλη, «Περιπέτειαι δύω ανθρώπων χαρεμίου» (1879) του Παναγιώτη Σ. Συνοδινού, Θρακικαί Σκηναί (1891) του Σαράντη Ι. Σαραντίδη, «Ο Μοσκώβ-Σελήμ» (1895) του Γ. Μ. Βιζυηνού]. Στα διηγήματα «Ο κόμης Ιβανόφσκης», «Περιπέτειαι δύω ανθρώπων χαρεμίου» και «Ο Μοσκώβ-Σελήμ» η Αδριανούπολη περιλαμβάνεται απλώς στον κατάλογο των αλλεπάλληλων μετακινήσεων των κεντρικών δρώντων προσώπων. Ορισμένες επιλεκτικές όψεις του εσωτερικού της πόλης σκιαγραφούνται αποκλειστικά και μόνο στα μυθιστορήματα Ο Διάβολος εν Τουρκία και Θρακικαί Σκηναί. Κοινά στοιχεία των δύο μυθιστορημάτων στην αφηγηματική απεικόνιση της Αδριανούπολης είναι: i. η εξίσωση της πόλης με τον χώρο φυλάκισης μυθοπλαστικών χαρακτήρων από την ελληνική ομογένεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ii. η ανάδειξη των ποταμών της πόλης σε αντιπροσωπευτικό τοπόσημο της Αδριανούπολης και iii. η ενσωμάτωση στη μυθοπλασία των πραγματικών Οθωμανών βαλήδων της Αδριανούπολης σε αρμονία με τον χρόνο της ιστορίας (αφηγημένο χρόνο).
Στη δεύτερη κατηγορία η Αδριανούπολη καταγράφεται στον επίσημο τίτλο του σουλτάνου και απαριθμείται στα αυτοκρατορικά διατάγματα ως μία από τις μεγάλες και ιερές πόλεις που προστατεύει ο απόλυτος μονάρχης [Ο Διάβολος εν Τουρκία και Η Βασιλική Σουλτάνα Αθηναία (1878) του Νικολάου Ε. Μακρή]. Στην τρίτη κατηγορία η Αδριανούπολη εμφανίζεται ως τόπος καταγωγής ή κατοικίας δευτερευόντων μυθιστορηματικών χαρακτήρων ή ιστορικών προσώπων [Ο Πολυπαθής (1839) του Γρηγόριου Παλαιολόγου, Η Χαριτίνη ή το κάλλος της χριστιανικής θρησκείας (1864) του Παναγιώτη Σούτσου, Ευγενία (1865) του Χρήστου Παρμενίδη, Η Γυφτοπούλα (1884) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη]. Η τέταρτη κατηγορία ταξινομεί πεζογραφήματα που συνδέουν την Αδριανούπολη με προσωπικότητες της ελληνικής επανάστασης, τον μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δωρόθεο Πρώιο και τον Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ΄ [Η σπάθη της εκδικήσεως (1861) του Νικολάου Β. Βωτυρά, Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως (1861) και Απομνημονεύματα ενός δυστυχούς ήτοι βίος των νόθων τέκνων (1890) του Στέφανου Ξένου, Ο Χαλέτ Εφέντης (1869) του Κωνσταντίνου Ράμφου].
Η Αδριανούπολη στην ελληνική μυθοπλαστική της εκδοχή κατά τον 19ο αιώνα ταυτίζεται μ’ ένα κραταιό αστικό κέντρο της οθωμανικής εξουσίας και όχι με μία ακμάζουσα εστία του ελληνισμού. Επιλέγεται η μουσουλμανική-οθωμανική υπόσταση της πόλης και υποβαθμίζεται η ορθόδοξη ελληνική. Είναι μία απροσδόκητη οπτική που έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των Ελλήνων πεζογράφων του 19ου αιώνα, διότι κατά κανόνα όσα μυθιστορήματα και διηγήματα λαμβάνουν χώρα στην οθωμανική επικράτεια – ιδίως εκείνα που τυπώνονται εντός του οθωμανικού κράτους – αδιαφορούν επιδεικτικά για τον τουρκικό περίγυρο των ελληνικών κοινοτήτων.