Δε με νοιάζει που είμαι τραγικά μόνη, σαν μπρος στο θάνατο. Το ελπιδοφόρο είναι πως ξανάρχισα να γράφω ποιήματα. Κι αυτό το χρωστώ στην έμπνευση που μου πρόσφερε η Βασουλίνα μου, όταν ήρθε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Τώρα πια έχω μπει ξανά μες το πετσί μου και νιώθω ευεξία.
Δεν έχω ξένες «παρεμβάσεις» στη ζωή μου κι αυτό με κάνει ευτυχισμένη. Ο ψυχισμός μου δεν διαταράσσεται αναίτια από πρόσωπα αδιάφορα πια για μένα. Η εσωτερική μου ηρεμία με κρατά θαλερή κι ακμαία.
Χθες βράδυ έπεσα ξανά, μετά από πολύ καιρό στην ήρεμη θλίψη, στη γλυκιά μελαγχολία των ατελών μου ερώτων. Η νύχτα, προτού με πάρει στα φτερά της, με γέμισε λυγμούς. Το κορμί μου τρανταζόταν κι ήμουν ταυτόχρονα εγώ ο ηθοποιός κι ο θεατής του δράματος… Το χθεσινό ξέσπασμα, μου έκανε καλό. Σήμερα, που είναι ένα ηλιόλουστο Σάββατο, νιώθω γεμάτη κι ευχαριστημένη απ’ τη ζωή μου.
Και οφείλω να ζω κάθε στιγμή του παρόντος μου σαν να ήταν η τελευταία.
Τα τρία εννιάρια αυτού του χρόνου πολύ με εξιτάρουν, πολύ με διευκολύνουν στο γράψιμό τους, αφού το χέρι μου γλιστράει πάνω τους… Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, μα φέτος νιώθω απόλυτη κυρίαρχη της ζωής μου. Ίσως γιατί αποφεύγω οικειοθελώς τις βλαβερές παρέες, κάθε είδους, παλιές και καινούργιες.
Η μεγάλη μου αγάπη, η αδερφή μου, με παραστέκει νοερά στη μοναξιά μου. Σκέφτομαι πόσο απαλά με φίλησε καθώς ανέβαινα στο λεωφορείο και νοσταλγώ αφάνταστα την γλυκιά κι ευεργετική της παρουσία. Η νουβέλα της ήταν πραγματικά μια μικρή αριστουργηματική αποκάλυψη! Διαθέτει ταλέντο, φυσική γραφή, πρωτότυπη, φρέσκια σκέψη και πρωτόγνωρη ευαισθησία.
Χρειάζομαι τέτοιους υψηλούς σκοπούς για να γεμίζω με περισσή μελέτη τα κενά της προσωπικής μου ζωής. Για να με πιάνει κάποτε εκείνη η ανατριχίλα του ενθουσιασμού και του μεγαλείου τις ώρες που διαβάζω βυζαντινή ιστορία, και συνεπαίρνομαι, και υπερίπταμαι των εγκοσμίων, στους ουρανούς των περασμένων… Αχ, πόσο μου λείπει ο έρωτας ο αληθινός.
Κι αυτή η πρωτοφανής κακοκαιρία με το χιόνι, μ’ έχει κλείσει τόσες μέρες μέσα, σαν το ποντίκι στη φάκα. Ώρες-ώρες με πιάνει τρέλα, αλλά γενικώς καλά τα καταφέρνω να κουμαντάρω δημιουργικά τη μοναξιά μου. Ζωγραφίζω, διαβάζω και κυρίως σκέφτομαι πολύ, αναπολώντας τα περασμένα και οργανώνοντας συστηματικά τα τωρινά, έτσι ώστε να στρώσω έναν ομαλό δρόμο για τα μελλοντικά μου. Αυτές τις ώρες το μυαλό μου κάνει απίθανες συνδέσεις… και συσχετισμούς.
Ζω στ’ αλήθεια ζωή ασκητική. «Διάγω βίον μονήρην» για να το πω πιο αρχαιοπρεπώς, σα φιλόλογος που είμαι. Μιλώ συχνά, (τί συχνά, συνέχεια μιλώ με τον εαυτό μου) και σκύβω πάνω απ’ την ψυχή μου και τη μελετώ. Στα σκοτεινά της βάθη, σαν του πηγαδιού, η φωνή μου αντιλαλεί και μου ξαναγυρίζει την ηχώ της. Εξιχνιάζω, φωτίζω τα σκοτεινά της σημεία και γνωρίζω καλύτερα τον εαυτό μου.
Δικαιώνω τις καλές του προθέσεις (κατ’ αρχήν), τις φιλότιμες προσπάθειές του γι’ ανθρώπους και για καταστάσεις, τη φιλόπονη εργασία του για την επίτευξη υψηλών και ευγενικών στόχων, και, που και που, τον ψέγω για την αδυναμία του, την ψυχοπονιά του και την λιποψυχία του γι’ ανθρώπους που δεν άξιζαν παρά μια «τρύπια δεκάρα».
(«Ο νοών νοείτω» – Για μένα το λέω).
Προς το παρόν καλά τα καταφέρνω. Γυρίζω πολύ πιο αραιά στα περασμένα απ’ ό,τι πέρυσι.
Τελικά, οι βαθιά ευαίσθητοι και ταυτόχρονα έξυπνου άνθρωποι, είναι «σκληρά καρύδια»! Υγεία να υπάρχει κι η ζωή εμένα δεν πρόκειται ποτέ να με προδώσει γιατί θα με γοητεύει με τις ομορφιές της στον αιώνα… Την αγαπώ τη ζωή, παρά τις δυσκολίες της… Με χίλια στόματα με φωνάζει να τη ζήσω, ν’ αρπαχτώ απ’ τα θέλγητρά της, να ρουφήξω τις χάρες της. Κι η ζωτικότητά μου θέτει συνεχώς καινούργιους στόχους κι η προσπάθειά μου αν τους πετύχω με κάνει ευτυχισμένη, «γεμάτη».
Πόσο μου λείπεις κάτι τέτοιες στιγμές… Η παρουσία σου, η σκέψη σου, τα λόγια σου, με κάνουν πιο δυνατή. Μέσα από σένα, βλέπω πιο καθαρά την αλήθεια του κόσμου. Διακρίνω την υποκρισία του και την ψευτιά του, γιατί αυτή είν’ η αλήθεια του. Διακρίνω τη μικρότητα και τη φτήνια κάτω απ’ τις φτιασιδωμένες μάσκες του. Κι ύστερα νιώθω αυτάρκης, ολοκληρωμένη μες τη μοναξιά μου, μες τη μοναξιά μας, αδερφή μου.
«Γράμματα στην αδερφή μου, θα μπορούσα να τιτλοφορήσω τις σκέψεις μου για τη Βασουλίνα μου. Τις σκέψεις μου που απευθύνονται σ’ αυτήν σαν να είναι εδώ αυτή τη στιγμή.
Είναι ν’ απορώ πως επιβεβαιώνει τις απόψεις μου για διάφορα πρόσωπα ο χρόνος… Μόλις τώρα διάβασα τις κρίσεις μου για τις περσινές μου «φίλες» και εξεπλάγην κι η ίδια με την αντίληψη και την προβλεπτικότητά μου… Τελικά, «η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται». Κι όταν τα «σημάδια» είναι απ’ την αρχή παράξενα κι αρνητικά, το καλύτερο που έχω να κάνω είναι ν’ αποχωρώ αυτοστιγμεί. Πρέπει να βρίσκω τη δύναμη να το πράττω, αφού στο τέλος διαψεύδομαι και πληγώνομαι οικτρά. Κι έτσι φθείρομαι ψυχικά και χάνω πολύτιμο χρόνο.
Βέβαια, ωραία είναι η θεωρία μα η πράξη είναι δύσκολη. Κι αυτό ισχύει γενικά σ’ αυτή τη ζωή, όχι την παλιοζωή μα την όμορφη, τη γλυκιά ζωή, μ’ όλες τις απογοητεύσεις ή τις πίκρες της.
Όταν μελετώ για τη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα για τη Μεσοβυζαντινή, ένας κρυφός ενθουσιασμός, ένα περήφανο δέος για το μεγαλείο της με συνεπαίρνει. Κι έρχονται στιγμές που «ανατριχιάζω», όταν ανακαλύπτω μιαν έξυπνη ή πρωτότυπη ιδέα!
Αυτό είναι καλό σημάδι για την όρεξη και το ζήλο μου για βυζαντινές σπουδές.
Ως και τα μυθιστορήματα με ιστορικό πυρήνα βυζαντινής εποχής, μου φαίνονται τώρα περισσότερο ελκυστικά. Και ταξιδεύω στις σελίδες τους, σαν να είμαι σε Δρόμωνα που διαπλέει το Βόσπορο… Για κάποιους μπορεί να είμαι αλαφροΐσκιωτη μα εγώ έτσι νιώθω και δεν μπορώ να μην το παραδεχτώ.
Πάντως, στην ουσία, μ’ άφησε τόσο απαθή αυτή η συνάντηση, που μέσα μου χαιρόμουν που αποκόπηκα απ’ το αφόρητο συνάφι των «δήθεν» και των ψευτοκουλτουριάρηδων.
Η Άνοιξη, ο Μάρτιος είναι η ζωή. Και φαίνεται πως με προδιαθέτουν ευνοϊκά για να ξανασυναναστραφώ με τους ανθρώπους. Κρατώντας βέβαια αποστάσεις ασφαλείας, αποφεύγοντας τη φθορά και επιδιώκοντας παράλληλα το συμφέρον μου, όπως κάνουν κυρίως αυτοί, πρώτοι. Η ζωή είναι τόσο παράξενη και παράλληλα τόσο ωραία… Θέλω να ζήσω στα γεμάτα. Κι αυτό κάνω συνέχεια.
Είναι καλό να κλαίει ο άνθρωπος. Ξαλαφρώνει απ’ τα βάρη της ζωής και η ψυχή του καθαρίζει.
Έκλαψα για την αγάπη, για τον έρωτα που είχα μέσα μου και που οι άνθρωποι μου τον διαγούμισαν… Έκλαψα και για τα θύματα των βομβαρδισμένων του Κοσσυφοπεδίου, και για την τραγική μοίρα του ανθρώπου που καραδοκεί να τον πάρει ο θάνατος…
Και τώρα, αν κι όχι τελείως εξαγνισμένη, αν κι όχι τελείως απαλλαγμένη απ’ την απαισιοδοξία που μου έχει γίνει δεύτερη φύση, ελπίζω…
Έχω μεγάλη ανάγκη από αλλαγή παραστάσεων, απ’ το αντίκρισμα ενός τόπου όμορφου κι ιστορικού.
Ας σταματούσε αυτός ο γειτονικός μας πόλεμος για να επιδοθούμε απερίσπαστοι στα έργα της ειρήνης.
Η Κέρκυρα ήταν γραφική, πανέμορφα τα σπίτια της με την ώχρα, τα ξεθωριασμένα χρώματα απ’ την υγρασία, τα τοπικά μπαλκόνια, τις καμάρες. Η αρχιτεκτονική της είχε αξέχαστο «χρώμα» και ξεχωριστή γοητεία. Και το φυσικό της τοπίο, έναν θλιμμένο ρομαντισμό ανακατεμένο μ’ ένα νοσηρό μυστικισμό. Τώρα, ένιωσα καλύτερα το Σολωμό και τους άλλους Επτανήσιους ποιητές.
Μα αυτή η αφόρητη υγρασία της μου μπούκωσε το αναπνευστικό σύστημα. Και τώρα, κρυωμένη και εξαντλημένη, αναπολώ τις όμορφες εικόνες που αντίκρισαν τα μάτια μου τις τρεις αυτές μέρες.
Πάντως, για το κλίμα και τον ήλιο της, προτιμώ τη Ρόδο κατάφωρα. Όμως την Κέρκυρα νιώθω πως δεν τη χόρτασα. Χρειάζονταν περισσότερες μέρες για να εξαντλήσω τη δυνατότητα της περιήγησης.
Όσο κι αν η Κέρκυρα ήταν σκέτη ζωγραφιά, εμένα με θέλγουν ακαταμάχητα τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά… Τα ξερά βράχια που πυρώνονται απ’ τον ανελέητο ήλιο… το λιτό τοπίο που εξαϋλώνεται στο φως… το άσπρο και το λευκό σε αντιπαράθεση… Κι εκεί θα καταλήξω και φέτος για να ανανεωθώ. Εξάλλου δε χρειάζομαι πολλά.
Τώρα, αργά τη νύχτα, ρεμβάζω κι ο νους μου τρέχει σε διάφορα. Σχεδιάζω με τη φαντασία μου ταξίδια σε νησιά κι αναρρώνω απ’ το βαρύ κρυολόγημα που μ’ έπληξε στα Γιάννενα.
Ο άνθρωπος είναι το δεινότερο ζώο: καμιά συμφορά δεν είναι δυνατόν να τον πλήξει μόνιμα. Πάντα η ζωή θα τον μεθά, θα τον παρασέρνει…
Ας είναι ειρηνικό κι αυτό το Πάσχα, με ανοιξιάτικες ευωδιές κι αγάπη…
Κι η τέχνη δεν εγκαταλείπεται εύκολα. Είναι πάθος, μανία δημιουργική που με γεμίζει… Όσο για τη σκέψη του έρωτα παραμένει φρούδα, χιμαιρική, σχεδόν ανύπαρκτη. Ο έρωτας εξορίστηκε απ’ τη ζωή μου.
Απρίλιος 1998 – Απρίλιος 2000
Οι μέρες εδώ κύλησαν γεμάτες χρώματα, μυρουδιές κι ανεμελιά. Η Μεγάλη Βδομάδα φτάνει στη μέση της κι όλο προχωρούμε προς το Πάσχα. Αυτός ο τόπος, παρά την υγρασία του, με τις ελιές, τη θάλασσα, τα δέντρα, τα λουλούδια απ’ τις λεμονιές και τις μανταρινιές που ευωδιάζουν μ’ έκανε να ξεχάσω τις λύπες μου. Κι η μεγάλη αγάπη της αδερφής μου, μου χάρισε αυτό το ημερολόγιο, που λες και φτιάχτηκε ειδικά για μένα: τα χρώματά του, τα σχήματά του, οι μορφές του δένουν με τα κοσμήματά μου. Φανερώνουν όσα κρύβει η ψυχή μου…
Εδώ, στον τόπο του Σικελιανού και του Βαλαωρίτη, στο νησί των ποιητών, περιφέρομαι κι εγώ, τυλιγμένη στην ευεργετική μοναξιά μου. Η αχλύ των περασμένων χρόνων με προστατεύει, μου χαρίζει γοητεία, για να παλέψω με την πεζότητα και τη βλακεία. Την αναλγησία και την αναισθησία… Κι αυτή η υγρασία που διαπερνά το σώμα μου και με κάνει ν’ ανατριχιάζω, μου θυμίζει πως είμαι τριάντα-ενός χρόνων και πως στις 27 Απριλίου θα γιορτάσω τα γενέθλιά μου μόνη… Όμως, και παρ’ όλες τις αντιξοότητες της ζωής μου, θα τα γιορτάσω μ’ έναν ιδιότυπο, δικό μου τρόπο… Θα στήσω μια παράσταση με λόγια μυστικά, κεριά, και χρώματα. Με ποιήματα βγαλμένα απ’ την καρδιά μου και λίγο κόκκινο κρασί να τρέχει σαν χοή αρχαία απ’ το ποτήρι μου στο στόμα, για να πνίξει το λυγμό της απελπισίας… Και θα χορέψω στο ημίφως με μια μεσοπολεμική καρέκλα σ’ ένα ρυθμό αλλοπρόσαλλο, παράξενο και άγνωστο για τους πολλούς…
Από τότε που πήρα αυτό το ημερολόγιο δε λέω να το αποχωριστώ. Θέλω να το κρατώ συνέχεια στην αγκαλιά μου, σα να κρατώ κάτι πολύτιμο, που προέρχεται από μέσα μου. Ίσως και γιατί έχει πάνω του αποτυπωμένη τη θάλασσα και τον κόσμο της, που τόσο με μαγεύουν και με ξεκουράζουν.
Κι αυτές οι διακοπές του Πάσχα θα είναι γεμάτες αγάπη, ζεστασιά και θαλπωρή. Χαίρομαι στην προσδοκία των στιγμών που θα έρθουν, γιατί το παρόν εδώ δεν έχει να μου προσφέρει πολλές καινούργιες εμπειρίες. Κι εγώ διψώ για καινούργια πράγματα, καινούργια μέρη, «νέους» ανθρώπους. Τα παλιά γυρνούν να με πνίξουν και θέλω να ξεφύγω… Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο θυμάμαι τους στίχους του Αλεξανδρινού γέρου, του Καβάφη: «αφού στην πόλη τούτη τη μικρή τη ζωή σου εχάλασες, σ’ όλη τη γη τη χάλασες…». Θαρρώ κάπως έτσι τα γράφει, μπορεί και να είναι αλλιώς… Δεν ξέρω πια… Μπερδεύτηκα απ’ τις πολλές τις σκέψεις και τα πολλά διαβάσματα…
Η θέα απ’ το παράθυρο της αδερφής μου, εδώ στη Λευκάδα, μου φέρνει τη φύση στα πόδια μου. Τα κλαδιά απ’ τις ελιές λικνίζονται στο αεράκι νωχελικά… Κι όταν φυσά πιο δυνατός άνεμος, κουνιούνται και μπλέκονται σαν χέρια ανθρώπων σε συμπλοκή… Δαιμονική, θεϊκή πού ’ναι η φύση, ιδωμένη απ’ το παράθυρο! Οι λόφοι στο βάθος μου γνέφουν σιωπηλά. Είναι καταπράσινοι και, καθώς η νύχτα πέφτει πάνω τους, μαυρίζουν επικίνδυνα… Τότε μόνο εγώ και η Βασουλίνα μου ακούμε τη σιωπηλή κραυγή τους…
Όμως, ας μην βουλιάζω στη θλίψη, στη μεγαλοβδομαδιάτικη μελαγχολία… Ας θυμηθώ τις ωραίες στιγμές μας εδώ, στο Casbah, στο «Μύλο» με την ατέλειωτη πεζοπορία μας ανάμεσα στους ελαιώνες, στο Νυδρί, όπου ήπιαμε το χυμό μας ατενίζοντας τη Μαδουρή με το παλιό σπίτι του Βαλαωρίτη πνιγμένο στο πράσινο και το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Ας ξαναθυμηθώ για λίγο την περιδιάβασή μας στα γραφικά στενάκια με τους τσίγκινους τοίχους στα σπίτια, τα ωραία μαγαζάκια με τις θαυμαστές τους πραμάτειες… Πόσο μ’ αρέσει, τελικά, να ζω, Θεέ μου…
«Είσαι νοτιάς
κι εγώ πουλί τ’ ανέμου…»
Η αδερφή μου λέει ότι η παρέα μου της προκαλεί μελαγχολία. Μπορεί και να έχει δίκιο γιατί κάποιες φορές καταντώ φοβερά βαρετή και μονόχνωτη. Μα, κατά βάθος, πιστεύω πως η αιτία γι’ αυτό είναι πως είμαστε συνέχεια μαζί. Κι αυτός ο στενός συγχρωτισμός μας της προκαλεί ανία και νευρικότητα. Μα έτσι δε γίνεται πάντα με δυο ανθρώπους που τους ενώνει η αγάπη, η ανάγκη κι η συνήθεια; Δεν επέρχεται κάποτε κορεσμός και μπούχτισμα; Και για να ξεπεραστούν αυτές οι κρίσεις, ή έστω, αυτές οι περιστασιακές δυσκολίες, δε χρειάζεται κατανόηση, υπομονή, βαθιά αγάπη και συναίσθηση των ελλείψεων και των ελαττωμάτων μας; Μα και ανωτερότητα, ρομαντισμός και αισιόδοξη προσέγγιση της ζωής;
Θωπεύω νοερά τους τρυφερούς εαυτούς μας, τις ευαίσθητες ψυχές μας και τα απαλά μας σώματα, καθώς, η αδερφή μου κι εγώ, κειτόμαστε στα κρεβάτια μας αντικριστά και βουλιάζουμε στη θαλπωρή του πατρογονικού μας σπιτιού σαν κοχύλια στο βυθό της θάλασσας… Είναι υπερβολικό αλλά αληθινό αυτό το αίσθημα…
Γενικά χθες ήμουν πολύ ανεβασμένη: η διάθεσή μου απογειώθηκε γιατί διαπίστωνα, γι’ άλλη μια φορά, την επιτυχία μου στους άνδρες. Όμως αυτή η γοητεία που ασκώ στο άλλο φύλο, αποδείχτηκε, στο διάβα της ζωής μου, και ευχή και κατάρα…
Πέρασε τις Πασχαλινές μου διακοπές όπως τις σχεδίαζα στο μυαλό μου. Και τώρα, τέλος καλό, όλα καλά. Έχω γεμίσει με τόσες καινούργιες παραστάσεις που νομίζω πως πέρασαν μήνες από τότε που άφησα τα Γρεβενά. Όμως ήρθε ο καιρός της επιστροφής, της επανάκαμψης στα «βόρεια εδάφη»… Ανάμεικτα συναισθήματα με κυριεύουν καθώς αναλογίζομαι τον τρόπο που θα ζήσω εκεί, στη «μόνωσή» μου, για δυο μήνες περίπου… Θα φροντίσω η μοναξιά μου να είναι δημιουργική. Θα διαβάζω για τις εξετάσεις, θα ζωγραφίζω, θ’ ακούω μουσική… Και βέβαια, δεν θα μου λείψουν και οι μετρημένες έξοδοι στο σινεμά ή για καφέ. Μόνο αυτά. Χωρίς εξαλλότητες ή μεγάλες προσδοκίες. Όλες οι ενέργειες της ζωής μου, εξάλλου, γίνονται με μια ήρεμη εγκαρτέρηση. Δεν χρειάζομαι πια ψευδαισθήσεις ή άκαιρες αυταπάτες. Η αυτάρκειά μου, που με τόσο κόπο απόκτησα, μ’ έσωσε από πολλών λογιών παγίδες. Και τώρα δρέπω τους καρπούς των κόπων μου. Νιώθω ήρεμη, γεμάτη, ασφαλής. Και δεν επενδύω υπερβολικά στο μέλλον, αλλά ζω την κάθε στιγμή του παρόντος μου έντονα.
Τραβάω στην ανηφόρα χωρίς έρωτα, χωρίς αγάπη, με μόνα εφόδια την ψυχική μου δύναμη και τους δικούς μου ανθρώπους. Και καλύτερα που δεν ξέρω τί με περιμένει στη στροφή του δρόμου. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, η γνώση θα ήταν μάταιη κι ίσως και καταστροφική. Ενώ η άγνοια είναι ευλογία, είναι πρόκληση και πρόσκληση να βγω στον αγώνα για ν’ αποδείξω στον εαυτό μου και μόνο ότι είμαι μάχιμη… ότι αξίζω να είμαι αυτή που πιστεύω πως είμαι κι όχι άλλη, ξένη προς τον εαυτό μου… Έτσι βαδίζω, βέβαιη, στο δρόμο της αυτογνωσίας.
Οι σκέψεις της χθεσινής νύχτας μου φαντάζουν στο φως της ημέρες σαν μυστικοί διαλογισμοί… Σήμερα οι δρόμοι της γενέτειράς μου μού αποκάλυψαν την τοπική ιστορία της: μια γωνιά σ’ ένα παλιό νεοκλασικό που οι βεράντες του σφύζουν από ανθισμένες γλάστρες με γυρίζει πίσω στο χρόνο… πρόσωπα που συναντώ τυχαία, ξεχασμένα από παλιά, καταχωνιασμένα στους λαβυρίνθους μιας αμφίβολης μνήμης, μου ξυπνούν αλλόκοτες συγκινήσεις… Και βαδίζω, βαδίζω ιδρωμένη, σχεδόν αλαφιασμένη απ’ τις απρόσκλητες «επισκέψεις»…
Αγόρασα εισιτήριο για την παράσταση «Υπηρέτρια-Κυρά» του Pergolesi, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ελπίζω να ανταμείψει τις προσδοκίες μου.
Ετοιμάστηκα, αρωματίστηκα και γράφω για να γεμίσω το κενό του χρόνου που μεσολαβεί ως την ώρα που θα ξεκινήσω για την παράσταση της κωμικής όπερας (buffa). Το μεσημέρι διάβασα για το είδος αυτό του Ιταλικού μελοδράματος για να το κατανοήσω πιο εύκολα. Πάντως ανήκει στην εποχή του Μπαρόκ που καθετί στη σκηνή και στη ζωή προσέβλεπε στον εντυπωσιασμό και στη μεγαλοπρέπεια, κι ο καημένος ο Pergolesi απ’ τη Νάπολη πέθανε τόσο νέος, μόνο 26 ετών. Όμως το έργο του ζει, αιώνες μετά… Φεύγω αμέσως.
… Τελικά η παράσταση δεν μ’ απογοήτευσε. Μ’ άρεσε αρκετά.
Αύριο φεύγω. Ήρθαν ξανά οι ώρες του μισεμού. Όπως τ’ αποδημητικά πουλιά θα μετοικήσω σ’ άλλες «χώρες» πιο βόρειες. Κουράστηκα πια. Με κόρεσαν «σκόνη λησμονιάς» οι πολλές μετακινήσεις. Θέλω επιτέλους, να ζήσω μόνιμα στον τόπο μου για χρόνια, στο σπίτι μου, που θα έχω φτιάξει με μεράκι και θα έχω σφραγίσει με το γούστο μου και την ψυχή μου.
Η ζέστη του μεσημεριού κάνει τα πράγματα, έμψυχα κι άψυχα, ν’ αχνίζουν… Η αποκάρωση μ’ έχει καθηλώσει κι η έμπνευσή μου έχει στερέψει…
Τέλειωσα το μυθιστόρημα «Κόρες καλής οικογενείας» της Isabella Bossi-Fedrigotti που κυριολεκτικά με συνάρπασε.. Πιο πολύ ταυτίστηκα με τον χαρακτήρα της Κλάρας που ήταν η πιο ήρεμη, η πιο τακτική κι η πιο αυστηρή απ’ τις δύο αδερφές, αν και έχω αρκετά κοινά και με τον χαρακτήρα της Βιρτζίνια, όπως την ανησυχία και τη συχνή απογοήτευση απ’ τους άνδρες…
Τελευταία, παραδίνομαι στην απόλαυση του διαβάσματος ξέγνοιαστη και μια βαθιά πνευματική ηδονή με πλημμυρίζει… Η ψυχή μου ανοίγει να χωρέσει ζωές που δεν έζησα, κι όμως, θα μπορούσα να τις ζήσω… Στα μάτια μου καθρεφτίζονται ξένες χώρες κι η ιστορία παρελαύνει, μεγαλόπρεπη…
Πλήρωση, έλα να με βρεις, πάρε με στην αγκαλιά σου και νανούρισέ με σαν παιδί…
Έφτασα πια. Είμαι εδώ, στη βάση μου, κι είμαι θλιμμένη… Καθώς έφευγα και το λεωφορείο γλιστρούσε στο δρόμο, και πυκνά δέντρα περνούσαν μπρος στα μάτια μου σαν αδιαπέραστο, κινούμενο τείχος, σκεφτόμουν πως με κάποια πρόσωπα στα Γρεβενά, δεν αξίζει ούτε να συζητά ουδέτερα κανείς…
Όσο για τα υπόλοιπα φιλικά (μου) πρόσωπα που άφησα πίσω μου, δεν μου κάνουν πια ούτε κρύο, ούτε ζέστη, τώρα που είναι τόσο μακριά μου… Πάντως, κάποιες αποστάσεις, που πρέπει να τηρούνται, και κάποια παραπάνω επιφυλακτικότητα δε βλάπτουν… «Ο νοών νοείτω». Πάντως, η ειλικρινής και παρορμητική μου φύση είναι δύσκολο να υπακούσει σε καθωσπρέπει πλαίσια. Γι’ αυτό και θ’ αφήνω τον αυθορμητισμό μου να τα σαρώνει όλα, ν’ αγαπά και να μισεί χωρίς μέτρο, ή ακόμη και ταυτόχρονα.
Που και που σκέφτομαι την πεθαμένη μου αγάπη και τα μάτια μου φουρτουνιάζουν από νοσταλγία για τις ωραίες στιγμές, που, όμως, στάθηκαν τόσο λίγες… Τώρα τίποτα, ενώ πέρυσι τέτοιον καιρό, πετούσα στα ουράνια νιώθοντας σιγουριά! Τί αντινομία, τί τρέλα που κρύβει μέσα του ο έρωτας Θεέ μου…
Τελευταία τον είδα και μ’ είδε πολλές φορές, μα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία, αφού δε νοιάζεται αν ζω ή αν πεθαίνω. Ποτέ του δεν κατάλαβε πόσο διαφορετική, πόσο ξεχωριστή ήμουν απ’ τις άλλες. Γιατί εν τέλει, αυτό είναι η αγάπη.
Αυτές οι αλλεπάλληλες επιχωματώσεις της θλίψης με ταλάνισαν, άγρια, χθες. Οι απανωτές απογοητεύσεις, τα στρώματα των ψυχικών μου τραυμάτων ξύπνησαν απ’ το λήθαργό τους και η λανθάνουσα μελαγχολία μου κατέκλυσε την κλειστή ζωή μου.
Θα έλεγε κανείς πως η μαμά μας φέρεται απότομα για να μην μας λείψει αφόρητα, σε περίπτωση που τη χάσουμε…
Αποφεύγω να σκέφτομαι ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αν και τα αρνητικά της στοιχεία, πολλές φορές, υπερκαλύπτουν τα θετικά της.
Ετοιμαστήκαμε για τις διακοπές μας στις Κυκλάδες. Ο προορισμός μας είναι ακόμη άδηλος. Κι εγώ σα συνεπής γραφιάς δε χάνω καιρό: καταγράφω τις σκέψεις μου, προσπαθώντας να ξορκίσω τις ανησυχίες που θα μας παραμονέψουν στο δρόμο μας. Ξανοιγόμαστε στην περιπέτεια, παίρνοντας ένα σωρό, θαρρετές πρωτοβουλίες.
Μετά από δέκα ολόκληρες μέρες στη Σέριφο και τη Σίφνο, ποτισμένες με φως, γαλάζιο και λευκό ο γυρισμός μου στα Τρίκαλα, πρώτη φορά που δε με ξάφνιασε. Συνήθισα αμέσως στην οικεία ατμόσφαιρα του σπιτιού μου, λες και δεν είχα λείψει καθόλου από κοντά του. Και αναρωτιέμαι: τώρα αυτό τι να σημαίνει: ότι γέρασα, ωρίμασα και δεν μ’ επηρεάζουν πια οι πρόσκαιρες αλλαγές περιβάλλοντος ή ότι χρειάζομαι κι άλλες μέρες διακοπών, για να βγω εντελώς απ’ τα καθιερωμένα, για να «χαλάσω» τους ρυθμούς μου και να ξαφνιαστώ απ’ τις απροσδόκητες εναλλαγές τοπίων και ανθρώπων; Δεν ξέρω. Το βέβαιο πάντως είναι ότι θα κάνω και δεύτερη «φάση» διακοπών, προφανώς στη Σαντορίνη και την Ανάφη. Και δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή να ξαναμπώ στη διαδικασία εξερεύνησης των Κυκλάδων.
Μόλις φτάσαμε στο βουνό, με την πυκνή βλάστηση και τα έλατα, και η καρδιά μου πότε πεταρίζει ανάλαφρη σαν πουλάκι και πότε κείτεται, βαριά σαν πέτρα στη γωνιά… Η χαρμολύπη μου, που εγκαταλείψαμε τα ωραία νησιά και συναντήσαμε τους γονείς μας στο βουνό, ξέρω πως θα εξαφανιστεί τις επόμενες μέρες που θα συνηθίσω εδώ. Οι μέρες μου θα είναι γεμάτες από διάβασμα, γράψιμο, ζωγραφική, περισυλλογή και στοχαστική ενατένιση της φύσης που εδώ είναι άγρια, σαν θηρίο ανήμερο. Πρέπει να παραδεχτώ πως και οι διακοπές στο βουνό έχουν τη δική τους χάρη, όμως η ανοιχτωσιά της θάλασσας είναι άλλο πράγμα: σου διευρύνει τους ορίζοντες του μυαλού και της ψυχής σου, σε κάνει πιο ανοιχτό μυαλό, πιο ανταποκριτικό στις προκλήσεις της ζωής. Πιο διεκδικητικό, πιο αγωνιστή. Κι έτσι την προτιμώ, φανερά, σε σχέση με το βουνό. Όμως, τώρα, ήρθε ο καιρός να κάνω την οξυγονοθεραπεία μου. Κι έτσι έχω να πάρω πολλά οφέλη κι απ’ εδώ.
Το πράσινο, το χρώμα της ελπίδας, που άφθονο απλώνεται γύρω μου, με ξαναγεμίζει αισιοδοξία. Τα άγρια τριαντάφυλλα, που σκαρφαλώνουν στο φράχτη σαν ροζ, χοντρές πιτσίλιες, με κάνουν να σκέφτομαι τις χαρούμενες καταστάσεις της ζωής… Η καρυδιά, απέναντί μου, με τα διάφανα νεύρα των φύλλων της, που θροΐζουν απ’ τον άνεμο, μου γνέφει καθησυχαστικά. Όλα τα στοιχεία της φύσης του βουνού συμμαχούν με το μέσα μου στοιχείο και μ’ επιβεβαιώνουν. Δυναμώνουν τη σταθερότητά μου, την εμμονή μου στην ελεύθερη ζωή, στην αγάπη και την ομορφιά.
Είναι ολότελα παράξενο μα ανακουφιστικό το γεγονός πως προσαρμόζομαι εύκολα, πια, σε διαφορετικές καταστάσεις και ανόμοιους τόπους, εφόσον με στηρίζει η αποδοχή των αγαπημένων μου προσώπων. Προχωρώ ακάθεκτη στην εκπλήρωση του υπέρτατου ιδανικού μου, της αυτονομίας και της αυτάρκειας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των ιδιαίτερων κλίσεων και ιδιαιτεροτήτων μου, των ταλέντων μου και των αρεσκειών μου.
Τα πρωινά αναπολώ τον τελευταίο, μάταιο έρωτά μου. Τα μάτια μου περιφέρονται αφηρημένα στα πινακάκια που έχω κρεμάσει στους τοίχους. Η σιωπηρή συντροφιά της αδερφής μου είναι ευεργετική στο χουζούρι μου. Η θύμησή μου αναπλάθει σκηνές περασμένες, χαμένες στο χρόνο, χειρονομίες που θύμιζαν αγάπη, ματιές φλογερές, λόγια γεμάτα πάθος και πίστη. Τί τα θες, τί τα γυρεύεις. Όλα τα διέψευσε η πράξη της ζωής. Η αγάπη αυτή ήταν μια φούσκα που έσκασε.
Κι εγώ είμαι και πάλι μόνη. Όχι μόνη. Ελεύθερη. Ελεύθερη να κάνω τί; Να ξανοιχτώ με καινούργιες ελπίδες σε νέες περιπέτειες; Να ψάξω να βρω τον έρωτα και την αληθινή αγάπη σε πρόσωπα άλλα; Φοβάμαι πως έχω κουραστεί να τρέφω ελπίδες φρούδες. Το μόνο που απομένει είναι το να δέχομαι τη ζωή με ήρεμη εγκαρτέρηση. Το να ζω, φυσικά και αβίαστα, την κάθε μου μέρα, χωρίς άγχη και μάταιες προσδοκίες. Να την ρουφώ τη ζωή στα γεμάτα, κλείνοντας την στα δικά μου μέτρα, οριοθετώντας την στις δικές μου ενασχολήσεις και προτιμήσεις.
Φαντάζομαι πως μ’ έπιασε ξανά το φεμινιστικό κι ανεξάρτητο μένος μου.
Στην ησυχία και στη μοναξιά του βουνού νιώθω πως οι δεσμοί ανάμεσά μας γίνονται όλο και πιο στενοί, σχεδόν άρρηκτοι. Η οικογένειά μου, εδώ πάνω, μου φαντάζει σαν πρότυπο οικογένειας, που τα μέλη της επικοινωνούν ψυχικά μεταξύ τους με ατέρμονες και υψηλές συζητήσεις, που προσεγγίζονται αβίαστα και με σωματικές εκδηλώσεις! Ο αυθόρμητος και ρυθμικός χορός του μπαμπά, αν και παραδοσιακός, με εξέπληξε, με συγκίνησε και μ’ έκανε να νιώθω αισθήματα θαυμασμού για τη μανία του, τη χάρη και τη νεανικότητά του. Φαίνεται πως οι γονείς μου διαθέτουν κρυφά ταλέντα που τα καταχωνιάζουν μυστικά κάτω απ’ τη συμβατικότητα της ζωής στην πόλη. Εδώ όμως εκδηλώνονται κι αυτοί πιο ελεύθερα.
Γιατί η γυναικεία φύση, όντας προοδευτική, ανήσυχη και φιλελεύθερη λόγω των κοινωνικών συνθηκών, έχει την τάση να εισχωρεί στην ουσία των πραγμάτων. Κι αυτή απαιτεί την ανασύνδεσή μας με τα συναισθήματα, την αυθεντικότητα, τις μορφές που έφυγαν, που μας σημάδεψαν και που αγαπήσαμε στην καθημερινότητά μας.
… Σε μια στήλη που ευελπιστώ να καθιερωθεί μόνιμα υπό τον τίτλο «Μνήμες». Σ’ αυτήν, σκέφτομαι, πως θα μπορούν να καταθέτουν τις αναμνήσεις τους οι μόνιμοι συνεργάτες αλλά και όσες αναγνώστριες το επιθυμούν και διαθέτουν παράλληλα αφηγηματική ικανότητα, για πρόσωπα που «έφυγαν» απ’ τη ζωή τους και που στάθηκαν γι’ αυτούς σημαντικά. Έτσι, αρδεύοντας το παρόν με τις πλούσιες ουσίες του παρελθόντος, θα προσφέρουμε, σε μας και στους άλλους, μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής, μιας ζωής που δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια του τώρα και της επιφάνειας, μα που εισχωρεί στην ουσία των πραγμάτων.
Η ιδέα που σας προτείνω για εφαρμογή, μου «επιτέθηκε» αναπάντεχα κι αυθόρμητα, ένα ζεστό πρωινό του Ιούλη, καθώς ατένιζα απ’ τη βεράντα του εξοχικού μου το απέναντι ελατοφυτεμένο, απάτητο βουνό.
Τις τελευταίες ώρες νιώθω ευτυχία στο Νεραϊδοχώρι. Ευτυχία για το ωραίο μας σπίτι, για τη δημιουργική μας μόνωση, για το πικάπ του μπαμπά με τους παλιούς δίσκους που συντροφεύουν, κάπου-κάπου, τη σιωπή μας… Ακόμη κι η μαμά, που στριφογυρίζει σαν μανιακή σβούρα ανάμεσά μας, «πασχίζοντας» να μας «ικανοποιεί», να μας «υπηρετεί» και να προφταίνει τις επιθυμίες μας, μου φαντάζει υποφερτή, γιατί προσθέτει με τη συμπεριφορά της, μια πολύ ιδιότυπη νότα χαράς και ζωντάνιας! (Αν και, πρέπει να προσθέσω, ώρες-ώρες μ’ εκνευρίζει τρομερά, τόσο που μου έρχεται να την πνίξω!).
Τελικά, μπορούμε και στο βουνό, που το είχα υποτιμήσει, να κάνουμε πολύ ωραίες διακοπές.
Στηριζόμενη σ’ αυτή τη διαπίστωση και ευελπιστώντας πως η απώλεια του ρομαντισμού στην εποχή μας δεν είναι κατάσταση ικανή να συμβιβαστεί μα τη γυναικεία φύση, παίρνω το θάρρος να σου αποκαλύψω μια ιδέα μου: να καθιερώσεις μια μόνιμη στήλη ερωτικής ποίησης, μέσα απ’ την οποία οι ταλαντούχες αναγνώστριες (και δε σου κρύβω πως γνωρίζω μερικές τέτοιες), θα διοχετεύουν τα ψυχικά τους αποθέματα, μετουσιωμένα σε τέχνη, και στις υπόλοιπες, που ενώ έχουν βιώσει παρόμοιες ερωτικές εμπειρίες, αδυνατούν να τις καταγράψουν με τρόπο επικοινωνιακό και λυτρωτικό. Έτσι το έντυπο θα κατορθώσει να γίνει μια εξαιρετική γέφυρα (επικοινωνίας) συνάντησης προσώπων και ψυχών, ματαιώνοντας τη μοναξιά και τονώνοντας τις αντοχές και τις αντιστάσεις.
Έτσι κι αλλιώς σκοπεύουμε να περάσουμε υπέροχα στη Λήμνο! Θα σκαρφαλώσουμε στα βράχια με το Φιλοκτήτη, θα μεθύσουμε με ντόπιο, νησιώτικο κρασί και στο τέλος θα οργιάσουμε στης Μύρινας το κάστρο! (Τί ωραία που τα γράφω, ε;).
«Ο καθρέφτης»
Ο καθρέφτης μιλάει για μένα
όταν του δείχνω τον εαυτό μου.
Μα γιατί επιμένει να μιλάει έτσι
αφού είμαι τόσο αλλιώς;
Αλλά ένα παγωμένο γυαλί δεν είσαι;
Πόσο μοιάζεις του κόσμου!
Ή μήπως μου δείχνεις αυτόν;
Ψεύτης και πλάνος είσαι.
Λίγες άσπρες τρίχες έχω στο κεφάλι,
έχω μια τούφα άσπρα μαλλιά…
Ε ναι, μια-δυο ζάρες.
Μα έχω και καρδιά.
Δεν τη βλέπεις;
Πόσο μοιάζεις του κόσμου!
Χρήστος Δ. Παπαδόπουλος.
Το αντέγραψα γιατί μ’ άγγιξε. Με συγκίνησε με την απλότητα και την ευστοχία του. Πώς με γεμίζουν κάτι τέτοιες μυστικές συνεννοήσεις, κάποιες περίεργες συμπτώσεις πνεύματος… Απέναντί μου τα ψηλά βουνά με τα ελάτια φτερώνουν τα όνειρά μου. Η προσδοκία της Λήμνου με ξεσηκώνει.
Στη Λήμνο γεμίσαμε πρωτόγνωρες εικόνες. Ιδίως η πλούσια πανίδα της με τα ελαφάκια του κάστρου στη Μύρινα, τις χήνες του τούρκικου γιαλού, τα σκυλιά της αρχαίας Ηφαιστείας και τα γατιά που καραδοκούσαν ν’ αρπάξουν τις θαλασσινές τροφές μας, μας έδωσαν μεγάλη χαρά.
Τελικά ο χρόνος αποκαλύπτει όλα τα ελαττώματα και τις κρυφές προθέσεις των ανθρώπων, όσο αριστοτεχνικά κι αν προσποιούνται στη αρχή.
Στη μεγάλη επιτυχία, στην ευτυχία που σ’ απογειώνει, αποκαλύπτονται οι πραγματικοί φίλοι: αυτοί που στέκονται ικανοί να ξεπεράσουν το φράγμα της ζήλειας. Όσοι δείχνουν, σαν άνθρωποι, ανωτερότητα… κι αυτοί είναι τόσο λίγοι… ένας ή δύο το πολύ, μέσα στο συρφετό των γνωστών και των «φίλων» (εντός εισαγωγικών, βέβαια…). Δεν με πληγώνει η διαπίστωση. Αντίθετα μα κάνει πιο δυνατή, πιο σταθερή στις αρχές μου και πιο ανταγωνιστική στο στίβο της ζωής.
Ο οίστρος της «ζωγραφικής» ενασχόλησης μ’ εγκατέλειψε, αφού προηγουμένως πειραματίστηκα, μ’ αρκετή επιτυχία, στον μουσαμά, για πρώτη φορά. Έτσι προέκυψαν δυο έργα που χαίρομαι να τα βλέπω, που τ’ ατενίζω εσκεμμένα, ξανά και ξανά, για να κλείσω μέσα μου λίγη απ’ τη μαγεία τους: «Ένας πύργος στον ποταμό Δούναβη», σαν εικόνα εποχής, και μια «Νεκρή φύση» απ’ τις μεγάλες με τ’ αχνογάλαζα χρώματα, όπου το φόντο είναι κάπως μουντό, σαν φθινοπωρινός ουρανός το σούρουπο.
Τελευταία μ’ έχει πιάσει μια τέτοια μανία να γεμίζω πίνακες, που «καταβρόχθιζα» με το πινέλο μου τις λευκές επιφάνειες, όπως καταβροχθίζω τα φαγητά ή τα γλυκά με τις δοντάρες μου! Τόσο, που είχα παραμερίσει πολύ τις άλλες μου ασχολίες, εκτός απ’ τη δακτυλογράφηση των ποιημάτων μου στην παλιά μου γραφομηχανή. Τώρα όμως που θα έχω ένα χρονικό διάστημα αποχής απ’ τη ζωγραφική, για λόγους ξεκούρασης κι επαναφόρτισης της έμπνευσής μου, ξαναθυμήθηκα τις δυο αγαπημένες μου αδερφές: τη συγγραφή και την ανάγνωση, τις δυο υπέρτατες απολαύσεις των πνευματικών ανθρώπων.
Η Μουσική της αδερφής μου με ηρεμεί γλυκά. Με βγάζει απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό με τη δύναμη της μαγείας της. Νιώθω την ψυχή μου να πετά σαν πουλί στο χώρο του δωματίου μου, έξω από μένα, έξω απ’ το σώμα μου… Κι είναι σαν να με βλέπω σε ταινία, στην οθόνη, σα να με παρατηρώ, στην ίδια μου τη ζωή… Τί εξώκοσμη, τί ξεχωριστή αίσθηση προσφέρει η πιο αφηρημένη των τεχνών…
Κάποτε νιώθω μικρή κι αδύναμη. Έτοιμη για ύπνο. Όπως τώρα που τα μάτια μου κλείνουν απ’ την έλλειψη ύπνου… Όμως δεν θα κοιμηθώ για να μη χάσω τη μέρα μου. Το άγχος της ζωής με καταδιώκει. Θέλω να ζήσω στα γεμάτα! Τί τρελή σκέψη, Θεέ μου, μα θα ήθελα να έφτανα διακοσίων ετών! Τόσο αγαπώ να ζω, τόσο επιθυμώ να «ρουφώ», με τον καφέ μου, και τη ζωή…
Θά’ ρθει κάποια μέρα
Σαν το βιολιστή στη στέγη
να σηκώσω την πικρή ζωή μου στη χαρά.
Φαίνεται πως έρχεται, με αργά βήματα, το φθινόπωρο. Ο ουρανός, μουντός και σκοτεινός, στέλνει τα πρώτα δάκρυά του στη γη. Το σπίτι δε «λούζεται» στο εκτυφλωτικό φως του καλοκαιριού. Οι εσωτερικοί του χώροι δεν φωτίζονται απ’ το άπλετο φως του καλοκαιριού. Είναι μια αίσθηση χαλάρωσης, ξεκούρασης και δροσιάς αυτή που μου χαρίζουν στις σκιερές γωνιές τους.
Είναι ένας ήσυχος Σεπτέμβρης χωρίς μελαγχολίες και αγωνία. Αναμένω το διορισμό μου με φανερή εγκαρτέρηση και με κρυφή χαρά. Νιώθω πως έχω να περιμένω κάτι απ’ τη ζωή μου. Κάτι σπουδαίο, με τα δικά μου μέτρα και σταθμά, με τις δικές μου προσδοκίες, κι αυτό είναι ευτυχία. Υπάρχει και σχετική υγεία στο οικογενειακό μου περιβάλλον, οπότε αυτό με καθησυχάσει και μου δημιουργεί ασφάλεια. Είμαι καλά. «Το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς». Μια επιστολή προς άγνωστο παραλήπτη.
Λαχταρώ να ξαναθρεθώ στους δρόμους, να νιώθω στο πετσί μου τον ήλιο, το κρύο, τον αέρα, κάθε πρωί που ξεκινώ για τη δουλειά. Να αισθάνομαι μάχιμη κάθε ώρα και στιγμή. Να είμαι ενεργητική, γεμάτη ζωτικότητα. Να λύνω τις απορίες των μαθητών μου και να χαίρομαι που τους προσφέρω τη γνώση. Να παίρνω, με προθυμία πολύτιμα στοιχεία κι απ’ αυτούς, γιατί η επαφή με τους νέους μ’ ανανεώνει. Λοιπόν, όπως φαίνεται, ανυπομονώ να δουλέψω ξανά. Αφού ο καιρός που έκανα διακοπές στη Σίφνο και στη Σέριφο μού φαντάζει τόσο μακρινός… Σα να ήταν πριν ένα χρόνο και βάλε… Πού θα είμαι άραγε φέτος; Πώς θα είναι ο τόπος και το σχολείο που θα δουλεύω; Τέτοιες γλυκές απορίες με «ταλανίζουν» τελευταία.
Με λυπεί το γεγονός πως δεν μπορώ καθόλου να διαβάσω. Κουράζομαι ακόμη και στη θέα των γραμμάτων. Οι σελίδες των βιβλίων με ζαλίζουν. Σήμερα μόνο, μετά από πολύ καιρό, μπόρεσα να διαβάσω ένα φτηνιάρικο, κουτσομπολίστικο περιοδικό. Πάλι καλά, γιατί αυτό σημαίνει πως δεν έχω χάσει την ικανότητά μου να διαβάζω. Απλώς περνώ μια περίοδο κρίσης, που φαίνεται ότι λήγει. Μεσούντος του Σεπτεμβρίου κάνω όνειρα μικρά και εισχωρώ στο μέλλον, γλυκά, σαν υπνοβάτης.
Είμαι πρώτη φιλόλογος σ’ όλη την Ελλάδα! Σήμερα αναρτήθηκαν οι τελικοί πίνακες της βαθμολογίας των επιτυχόντων στο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. και είδα, μ’ ανείπωτη περηφάνια, το όνομά μου πρώτο στην κατάσταση. Μα περισσότερο χάρηκα με τη χαρά της οικογένειάς μου, το βράδυ, στο καθιερωμένο μας τραπέζι. Όλων μας τα πρόσωπα λάμπανε από ικανοποίηση και δικαίωση των ηθικών αρχών μας: γιατί σ’ όλη μας τη ζωή, απαρέγκλιτα, είμαστε ειλικρινείς, δίκαιοι, απλοί, διακριτικοί άνθρωποι. Χωρίς υπερφίαλους κομπασμούς και ψεύτικες κουβέντες.
Νιώθω τρομερά ευτυχισμένη που πλάθω τη ζωή μου, σαν το ζυμάρι στη σκάφη. Που σύμφωνα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητές μου κανονίζω την πορεία μου, χωρίς ανούσιους συναισθηματισμούς.
Το συμπαθητικό μου σπιτάκι με αναμένει με χαρά, λουσμένο στα χρώματα του φθινοπώρου. Και κάτω απ’ την πνευματική και ηθική μου ανωτερότητα η μικροπρέπεια των ζηλιάρηδων «ποντικών» είναι σκουπίδι ποδοπατημένο.
Περνώ στιγμές ανέκφραστης ευτυχίας μέσα στη θαλπωρή και στη σύμπνοια της οικογένειάς μου. Ξέρω πως λίγοι άνθρωποι έχουν την τύχη αυτή και γι’ αυτό εκτιμώ τα αγαθά που μου προσφέρει απλόχερα η ζωή δεόντως.
Η ζωή μου περνά ήρεμα, με «τάξη και ασφάλεια». Ο έρωτας μ’ έχει ξεχάσει και τον έχω ξεχάσει. Λες και δεν πέρασε ποτέ απ’ τη ζωή μου. Λες και δε μ’ αναστάτωσε συθέμελα ποτέ. Τι παράξενο, αλήθεια, να μη μου λείπει κιόλας! Σπάνια πια, αραιά και που, βουτώ στις αναμνήσεις. Κι η δύναμή τους να με συγκινούν έχει κοπάσει κι αυτή.
Όλα κυλούν «ανεπαίσθητα», σαν από αιώνες βαλμένα στο ρυθμό τους. Κι αυτή η απανεμιά προσφέρει τη στασιμότητα μα και την ηδονή της ασφάλειας. Ζω το τώρα, χωρίς να προσδοκώ και σπουδαία «πράγματα» απ’ το αύριο, τουλάχιστον στην προσωπική μου ζωή. Βέβαια, στην επαγγελματική, με περιμένει ένα καινούργιο «στάδιο», κι αυτό είναι που με χαροποιεί. Είπαμε, η αυτάρκεια κι η ολιγάρκεια είναι τα μυστικά μονοπάτια που βγάζουν στη χώρα της ευτυχίας. Είναι στιγμές που νιώθω σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Τώρα χαλαρώνουμε, ακούγοντας την όπερα «Nabucco» του Giuseppe Verdi. Η θεσπέσια μουσική του χαϊδεύει τ’ αυτιά μας και μας ταξιδεύει σε χώρες εξωτικές. Πάντως, δε μετάνιωσα καθόλου γι’ αυτή την παραγγελία, μ’ όλες τις όπερες που τραγούδησε η Μαρία Κάλλας. Είμαι βέβαιη πως θα «πιάσουν τόπο» στις ώρες της απέραντης, μελλοντικής μοναξιάς μου στα Γρεβενά, καθώς θα ζωγραφίζω, θα γράφω ή θα σκέφτομαι… Και φέτος προβλέπω πως ο ελεύθερος χρόνος μου θα είναι γεμάτος με τέτοιες ενασχολήσεις, όπως βέβαια και μ’ άλλες, που θ’ αφορούν το σχολείο και τις εκεί δραστηριότητές μου. Δε σκοπεύω να το βάλω κάτω επειδή μου λείπει ο έρωτας. Θ’ αγωνιστώ να εξελιχτώ σαν προσωπικότητα, πλουτίζοντας τη ζωή μου και φέτος, αρκεί να υπάρχει υγεία και ηρεμία στη οικογένειά μου. Όλα τ’ άλλα «αν είναι νά ’ρθουν θέ να’ ρθούν, αλλιώς θα προσπεράσουν».
Χαίρομαι πολύ που η «επαγγελματική μου αποκατάσταση» συμπίπτει με την εσωτερική μου ανασυγκρότηση, όπως συμβαίνει, άλλωστε, κάθε φθινόπωρο. Φέτος όμως τα πράγματα λαμβάνουν ένα μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα, που δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι μια ηρεμία και μια σιγουριά απλώνεται μέσα μου και κατευνάζει τις ανησυχίες μου για το απώτερο μέλλον. Απ’ το όλο σκηνικό, βέβαια, κάτι λείπει, κι αυτό είναι ο έρωτας, όμως δε βαριέσαι, μια ιδέα είναι κι αυτός… Εγώ να είμαι καλά και τη ζωή μου θα τη χαρώ ως την τελευταία της σταγόνα…
Ζωγραφίζω ασταμάτητα. Η ζωή μου, γεμάτη χρώματα και σχήματα, κυλά στο ήσυχο αυλάκι της, χωρίς ιδιαίτερες έγνοιες κι ανησυχίες.
Τελευταία, με τις εμβριθείς πολιτικές αναλύσεις της τηλεόρασης και τις επιστημονικές απόψεις που εκφράζονται από εκλογολόγους, πολιτιολόγους και κοινωνιολόγους, νιώθω να αποκτώ όλο και πιο έγκυρη εικόνα για το πολιτικό αισθητήριο του λαού μας μα και για τις δικές μου συνειδητές επιλογές. Αισθάνομαι να είμαι μέσα στα πράγματα και μάλιστα, πολλές φορές να προπορεύομαι των απαίδευτων μαζών. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι μάζες δεν ψυχανεμίζονται τις μακροπρόθεσμες αλλαγές στις δομές της κοινωνίας. Το μόνο που επιδιώκουν είναι η ικανοποίηση των στενών τους, συντεχνιακών συμφερόντων. Όμως μια κυβέρνηση, που στόχος της είναι η εξισορρόπηση των διαφορών, οφείλει να παίρνει «σκληρές» αποφάσεις για το καλό του κοινωνικού συνόλου, για τη μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας.
Η κάθε μέρα που έρχεται μοιάζει τόσο με την προηγούμενη. Όλες κυλούν ίδιες κι απαράλλαχτες. Δεν ξεχωρίζει το αύριο απ’ το χθες. Αυτό το απέραντο παρόν με ξεκουράζει. Δεν ταράζουν καινούργια πρόσωπα την ησυχία μου. Και το παράξενο είναι πως αυτή η κατάσταση μ’ αρέσει. Έτσι απλά, δεν τη βιάζω να τελειώσει. Δεν ανυπομονώ να λήξει, αφού είναι θέμα χρόνου να γίνει κι αυτό. Όλα ο χρόνος θα τα φέρει. Δεν χρειάζεται να διακινδυνεύω την πολύτιμη ηρεμία, την δυσεύρετη ασφάλειά μου στο βωμό της αλλαγής, της ποικιλίας. Γιατί όλα σ’ αυτή τη ζωή, είναι τόσο ατελή και σχετικά…
Αύριο φεύγω σ’ ένα σύννεφο υγρασίας και θαμπάδας, ξανά για το βορρά. Όμως αυτή τη φορά είμαι ήρεμη. Δεν έχω την ανησυχία που είχα πριν μια βδομάδα, όταν δεν ήξερα ακόμη ποιά θα είναι η θέση μου για φέτος.
Όλα τα θέλω τακτικά κι οργανωμένα. Η ζωή μου κυλά σε ορισμένη κοίτη. Να θέτω στόχους και να προσπαθώ να τους πετύχω, κι έτσι να φτάνω πιο κοντά στο σκοπό μου, που είναι η ψυχική και πνευματική μου ολοκλήρωση.
Η έκθεση ζωγραφικής του Πέτσα στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου, μ’ αυτές τις εξαίσιες ακουαρέλλες, μ’ «απογείωσε». Έθρεψε την ψυχή μου, εύφρανε την όρασή μου. Πόσο φτωχή θα ήταν η ζωή μου χωρίς την τέχνη και τα γράμματα… Πόσο μόνη θα ένιωθα στη μόνωσή μου, χωρίς τη μελέτη και την ενασχόλησή μου με τις τέχνες… Έχω βρει πια τις ισορροπίες μου και δεν ανησυχώ. Η εσωτερική μου βεβαιότητα με κρατά αλώβητη από εξωτερικούς περισπασμούς. Είμαι ευτυχισμένη με μια ευτυχία απόμακρη, κάπως σταθερή.
Βρίσκομαι στην πόλη μου, στο ζεστό μου σπίτι κι απολαμβάνω τη θαλπωρή και την αγάπη της αδερφής μου και των γονιών μου. Αυτά μου φτάνουν. Όχι ότι δε νιώθω την έλλειψη του έρωτα. Ώρες-ώρες μου γίνεται βασανιστική, μα η ζωή μ’ έχει σκληρύνει. Αντέχω. Τώρα πια υπομένω χωρίς μεμψιμοιρία. Και προχωρώ κι αντέχω κάτι που παλιότερα δεν άντεχα: τη μοναξιά, την περιορισμένη ζωή. Ζω καλά.
Και είμαι ικανοποιημένη, σχεδόν ερωτευμένη με τον εαυτό μου! Τάσεις ναρκισσισμού θα έλεγαν κάποιοι. Μα εγώ ξέρω πως η ικανότητα και η ζωντάνια σε κάνουν να ξεχωρίζεις απ’ το πλήθος. Και τότε η ευτυχία πηγάζει από μέσα σου και κατακλύζει τον κόσμο γύρω σου…
Λυπάμαι που θ’ αποχωριστώ τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα μα δε γίνεται κι αλλιώς. Η ζωή είναι «σκληρή» και πρέπει να χορέψω στο ρυθμό της. Προσαρμόζομαι εύκολα στα καινούργια δεδομένα της εξωτερικής πραγματικότητας γιατί η πηγή της ευτυχίας μου είναι κρυφή και σταθερή: η εσωτερική μου ισορροπία και ο πλούσιος ψυχισμός μου με προστατεύουν από ανούσιες περιπέτειες και άσκοπες περιπλανήσεις. Τώρα που ξέρω ποιά είμαι και τί θέλω προχωρώ με σιγουριά στη ζωή. Οι κραδασμοί και τα ταρακουνήματα, που μου προκαλούν ανεπιθύμητες συναντήσεις, δε διαρκούν για πολύ. Κι η θλίψη τους είναι περαστική. Ας είναι. Αφήνω πίσω μου τα κόμπλεξ και την κατωτερότητα κάποιων, που δεν έχουν καν άποψη και προσωπικότητα, και συνεχίζω να εξελίσσομαι, να χαίρομαι τη φύση, τα έργα τέχνης, την αγάπη των δικών μου ανθρώπων.
Έφτασα ξανά στη βάση μου. Χθες, εκεί στα Γρεβενά, στο μοναχικό μου καταφύγιο, έπεσα ξανά θύμα της θλίψης για τη χαμένη μου «αγάπη»… Μα σήμερα, νιώθοντας τη θαλπωρή του οικογενειακού μου περιβάλλοντος, συνήλθα, ανένηψα και, με την προστατευτική φροντίδα της αδερφής μου, απέκτησα ξανά τη γνωστή σιγουριά μου.
Οι διακοπές του Πάσχα κύλησαν σαν ένα όμορφο όνειρο, μες τη αγάπη, την αποδοχή, τη δημιουργία… Ευτυχώς που κι εδώ, στην απομόνωση, μύρισε, επιτέλους, Άνοιξη και φως. Προσαρμόστηκα χωρίς καμιά δυσκολία στα παλιά μου «δεδομένα» κι είμαι έτοιμη να συνεχίσω την προσπάθειά μου στη μελέτη και στην έρευνα. Αρκεί αυτός ο αποτρόπαιος πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο να λάβει τέλος για να «δημιουργήσω» μέσα σε συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας, ηρεμίας. Αρκεί να πρυτανεύσουν κάποτε σ’ αυτή τη γη τα ανθρωπιστικά ιδανικά του σεβασμού και της ειλικρινούς ευγένειας…
Αυτές οι σκοτεινές μέρες του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο μου σκίζουν την καρδιά. Μαθαίνω για βομβαρδισμούς, για νεκρούς, για συντρίμμια, για τον εξευτελισμό και τα βάσανα των προσφύγων, κι η ειρήνη της ψυχής μου ταράζεται. Αγαπώ αληθινά τους συνανθρώπους μου. Δεν θέλω να υποφέρουν. Δεν θέλω να διακόπτονται τα ειρηνικά τους έργα. Βυθισμένη στις βυζαντινές μου μελέτες ξεχνώ το παρόν κι ανακαλύπτω πως το παρελθόν επαναλαμβάνεται στο παρόν. Γενικά, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι η σκληρότητα του ανθρώπου, η δίψα του για εξουσία και δύναμη νικούν την αγάπη και το σεβασμό της ζωής…
Δεν αξίζει να σκοτώνεται κανείς για μιαν ιδέα… Οι ιδέες κατασκευάζονται στο ανθρώπινο μυαλό, είναι φαντάσματα άπιαστα, μας ξεγελούνε… Ενώ τα σώματά μας κι οι ψυχές μας χαίρονται τον ήλιο την Άνοιξη, τα αγαθά της ειρήνης. Απολαμβάνουν τις χαρές της γης σαν αθώα παιδιά… τέρπονται απ’ τις κατακτήσεις του πνεύματος και του πολιτισμού. Ριγούν στη θέα του έρωτα, στη σκέψη της ηδονής… Ας μας συνετίσουν τα παθήματά μας, ας διαβάσουμε εμβριθώς την ιστορία, ας μάθουμε επιτέλους…
Παρακολουθώ ένα Σεμινάριο Επιμορφωτικό (ΠΕΚ) για την «επιστήμη του ελεύθερου χρόνου» (!) και την αξιοποίησή του. αναλογίζομαι αν η ακαλλιέργητη πλειονότητα των εκπαιδευτικών έχει τις δυνατότητες και το ζήλο να παρέχει κίνητρα στους μαθητές της για να γεμίζουν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους… Εδώ οι ίδιοι δεν έχουν δημιουργικές, ανώτερες ενασχολήσεις, αφού περνούν τον καιρό τους στα καφενεία και στις καφετέριες… Δυστυχώς διαθέτουν «νοοτροπία Έλληνα» με την κακή έννοια.
Αχ Θεέ μου, κουράστηκα πια να είμαι μακριά απ’ τον τόπο μου. Δεν μπορώ πια να γράψω ποιήματα κι αυτό είναι κακό σημάδι. Κι ο πόλεμος ακόμη μαίνεται στο Κοσσυφοπέδιο. Κι η Άνοιξη βρίσκεται στο ύστατο σημείο της, στο αποκορύφωμά της, στην ακμή της. Όσο για τον έρωτα, δεν περνάει καν απ’ το μυαλό μου. Τον εκτόπισαν οι βυζαντινές σπουδές. Νιώθω μια χαρά γι’ αυτό.
Το χειμώνα άντεχα πιο εύκολα τη μοναξιά μου. Τώρα που άνοιξε ο καιρός, αρχές Μαΐου, είναι πιο δύσκολα… Η μόνη μου παρηγοριά είναι η θάλασσα κι οι προσδοκίες των νησιών, των γλάρων, της αρμύρας… Προπαντός η ελπίδα πως το καλοκαίρι θα φέρει και καλύτερες μέρες. Νιώθω τη μοναξιά να με κυκλώνει από παντού… θάλασσα αυτή κι εγώ νησί στη μέση του πελάγους… Έρωτες, φιλίες με πρόδωσαν οικτρά. Η «αλήθεια» τους θρυμματίστηκε σαν φθηνό τζάμι και αποκάλυψε το βρώμικο ψέμα, το φθόνο, τη μικρότητα που φώλιαζε βαθιά μες την καρδιά τους… Πόσο ακόμα θα μοχθώ χωρίς ανταπόκριση; Πόσο θα βασανίζομαι, γιατί είμαι ειλικρινής και δίκαιη; Συνεπής και διαφανής σαν σταγόνα του πρωινού;
Με ταξιδεύει η τέχνη της μακριά απ’ τα προσωπικά μου αδιέξοδα. Κι έτσι ξεφεύγω, ξεπερνώ τα εμπόδια. Και προχωρώ. Ξέρω πως η σημερινή μου κρίση οφείλεται στη χθεσινή, τυχαία, ανεπιθύμητη συνάντηση. Το σκίρτημά μου στην ανάμνηση, φευγαλέο περιστέρι, φτερούγισε μες το στήθος μου. Και μετά η απάθεια, το τίποτα. Πλασματική και ειλικρινής αδιαφορία.
Κι η ζωή συνεχίζεται. Ευτυχώς που συνεχίζεται πλούσια, γεμάτη, μυρωμένη, συμπαθητική, ειρηνική. Υγεία και ειρήνη ζητώ απ’ το Θεό. Τίποτα άλλο. Για την αδερφή μου, για τους γονείς μου, για όλους τους ανθρώπους, ακόμη και για όσους με γέμισαν πληγές… Αυτή τη στιγμή που η αγάπη μου αγκαλιάζει τον κόσμο, αισθάνομαι μεγαλόψυχη. Για όλους. Με τέτοιες σκέψεις κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια. Κουλουριάζομαι σαν έμβρυο στο κρεβατάκι μου και σιγά-σιγά με παίρνει ο Μορφέας στην αγκαλιά του. Οι αρχαίοι λέγαν πως ο Ύπνος είναι ο αδερφός του θανάτου. Δεν ξέρω αν είχαν δίκιο. Εγώ αγαπώ τον ήσυχο ύπνο στη ζωή μου. Με ξεκουράζει και με κάνει ν’ αγαπώ περισσότερο τη ζωή…
Συνέρχομαι σιγά-σιγά απ’ τη χθεσινή κρίση. Και αποκτώ ξανά τη σιδερένια μου αυτοπεποίθηση που εδράζεται στην καλοσύνη και τον ανθρωπισμό μου, πάνω απ’ όλα, και μετά στις ικανότητές μου και στα ταλέντα μου. Γιατί ο ψυχισμός μου και η άψογη συμπεριφορά μου με δικαίωσαν μέσα στο χρόνο και ο αυθορμητισμός μου φανέρωσε την αθλιότητα και την κιβδηλότητα κάποιων υπανθρώπων που με περιτριγύριζαν στο παρελθόν.
Νιώθω πληρότητα και περηφάνια. Μπορώ να περπατώ, παντού και πάντα, με το κεφάλι ψηλά, γιατί δεν πρόδωσα τα ιδανικά μου. Γιατί οι ενέργειες της ζωής μου έγιναν με σεβασμό στην αξιοπρέπειά μου. Έτσι με το κεφάλι ψηλά και με αγέρωχο βήμα, διασχίζω τους πεζόδρομους αυτής της υποτυπώδους πολίχνης που, τώρα, με τον καλοκαιρινό καιρό, γεμίζουν ασφυκτικά απ’ τον ανθρώπινο συρφετό. Αυτή η εποχή, η μεταβατική ανάμεσα στην Άνοιξη και το καλοκαίρι, με κάνει να νιώθω παράξενα: σαν τραγική κουκίδα μέσα στην παγκόσμια τραγικότητα. Ο θάνατος κι η ζωή μπερδεύονται μέσα μου, αξεδιάλυτο αίνιγμα που με βασανίζει τα βράδια. Ανάβω το φως, σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και κοιτάζω γύρω μου με απορία, ανακατεμένη με μελαγχολία. Είναι σαν να σταματά ο χρόνος πάνω σε αντικείμενα, που παραμένουν ακίνητα στο χώρο.
Η τελευταία μου «αγάπη» μού προκάλεσε τόση θλίψη γιατί τα «στερνά» της αναίρεσαν τα «πρώτα». Φανέρωσαν πως δεν ήταν αληθινά. Δεν ήταν «επί της ουσίας». Αυτό το αναποδογύρισμα, αυτή η κατάργηση των πιο ευγενικών μου συναισθημάτων, με βύθισε στην πιο βαθιά απόγνωση. Και τώρα, που όλα αυτά ξεπεράστηκαν, νηφάλια, ουδέτερη και κυρίως βαθιά υποψιασμένη, αντικρίζω ξανά τον κόσμο. Άραγε ο άνθρωπος διδάσκεται απ’ τις εμπειρίες του; Ή παραμένει ανεπίδεικτος μαθήσεως;
«Ματαιότητα»
«Έφυγε απ’ τη ζωή νέος, για πάντα».
Αυτή τη φράση άκουσα απ’ το ραδιόφωνο
πριν λίγο, πολύ λίγο.
Ο χρόνος μάς περιγελά.
Μας προσπερνά ειρωνικός.
Το καλοκαίρι θλιβερό μου μοιάζει
Υπάρχει ελπίδα στα σκοτάδια;
Οι καιροί με τα γυρίσματά τους.
Η Άνοιξη με τις πρασινάδες και τη ζέστη.
Εγώ με τη φαντασιοπληξία μου.
Οι μέρες με την ζέστη του καλοκαιριού
έρχονται να με κάνουν πιο ευτυχισμένη.
Ευτυχισμένη κατ’ ευφημισμόν.
Δε νιώθω ισορροπημένη.
Πολλά σκαμπανεβάσματα με βασανίζουν τελευταία.
Η έμπνευση δεν με θέλει πια.
Γι’ αυτό γράφω ένα σωρό ανουσιότητες και αηδίες.
Μπούχτισα πια. Βαρέθηκα.
Το ανικανοποίητο κενό με κατακλύζει.
Η έλλειψη του έρωτα επανεμφανίστηκε.
Αυτό, είν’ άραγε καλό ή κακό σημάδι;
Θα το ερμηνεύσω διττά: η ζωή δεν μ’ εγκατέλειψε
μ’ αυτό φέρνει μαζί του πόνο.
Είμαι στα πρόθυρα της περιόδου και η αφηρημάδα που μ’ έχει πιάσει δεν έχει όρια. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ να διαβάσω και το μυαλό μου πετά από δω κι από κει. Κυρίως σκαλώνει στα δυσάρεστα της ζωής μου… Κι εννοώ, βέβαια, τους πεθαμένους μου έρωτες. Μα αυτές οι αναπολήσεις δεν έχουν τέλος, δε βγάζουν πουθενά. Άσε που είναι τελειωμένες υποθέσεις. Μακάρι να νύσταζα αυτή τη στιγμή.
Η νύχτα προχωρά. Η ώρα είναι 1.15΄ μετά τα μεσάνυχτα. Πρέπει να πέσω να κοιμηθώ. Μονοτονία. Κατατονία. Θα περάσει. Όλα κάποτε περνούν σ’ αυτή τη ζωή. Μένουν μόνο, σαν κατακάθια, τα ουσιαστικά πράγματα, τα ουσιαστικά πρόσωπα, τα ουσιαστικά πράγματα, τα ουσιαστικά πρόσωπα, τα ουσιαστικά αισθήματα.
Κάποτε μου είπαν: «Δεν έχω πια αισθήματα». Κι εγώ σκέφτηκα πως η αγάπη εκείνη ήταν εφήμερη. Που πέρασε και πάει. Το τώρα πίσω με ξαναγυρνά, όταν θλιμμένη σκέπτομαι τα περασμένα… Πλήρωσα πολύ ακριβά κάποιες φθηνές αγάπες, αγοραίες, ασήμαντες, σαν κάλπικες δεκάρες…
Ο οργανισμός μου απελευθέρωσε τις κρυμμένες του δυνάμεις… Η ζωτικότητά μου ξέσπασε σαν καταιγίδα, ξεχείλισε, και δε βρίσκω ησυχία. Δεν με χωρά ο τόπος. Πού μυαλό για διάβασμα! Θέλω να πάρω τους δρόμους, να πάω σε σπίτια για καφέ και να μιλάω ακατάσχετα…
Μα ξέρω πως κατά βάθος βγαίνω για να συναντήσω αυτόν… Για να τον ατενίσω περιφρονητικά και να τον εκδικηθώ, ή γιατί τον νοστάλγησα; Δεν ξέρω! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Κι αυτή την εποχή νιώθω τόσο μπερδεμένη… Όμως, είναι πια πολύ αργά για ρομαντισμούς κι άκαιρες αναπολήσεις… Όλα πια έχουν χαθεί. Δεν παίζεται πια παιχνίδι. Κι αν κάτι «σαλεύει» μερικές φορές είναι μόνο για τις εντυπώσεις. Φευ, εγώ δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος της επιφάνειας. Πάντα αναζητούσα απεγνωσμένα την ουσία… την αγάπη που συγχωρεί κι αγκαλιάζει στοργικά… Ω αδερφή μου, πόσο μου λείπεις… Αν ήμασταν μαζί, δεν θα αναζητούσα αταίριαστες «συντροφιές»… Πόσο σκληρή είν’ η ζωή μου. Πόσο ανελέητη…
Αντάλλαξα τα ερωτικά μου συναισθήματα με μια απλή συναλλαγή; Όχι, και βέβαια δεν είναι έτσι. Έκανα έρωτα μαζί του από απόγνωση για τη χαμένη μου αγάπη… από ανία… από νοσταλγία για τη σαρκική ηδονή… Κι ήμουν θλιμμένη και βαριεστημένη στη διάρκεια του έρωτα… Δεν αισθανόμουν πλήρωση παρά μόνο μια φευγαλέα γλύκα… Και τώρα σιχαίνομαι τον εαυτό μου που ενέδωσα στην ανάγκη της στιγμής… ενώ δεν είμαι ερωτευμένη… Ντρέπομαι τη Βασουλίνα μου… πώς να της το ομολογήσω; Μια ιδέα είναι το να κάνεις έρωτα όταν δεν αγαπάς… Δεν σου προσφέρει σχεδόν τίποτα… μόνο μια ηρεμία και μια αποκάρωση μετά… Μ’ εκείνον, κάποτε, δεν ήταν έτσι. Όλα μου φάνταζαν μαγικά, πρωτόγνωρα, γιατί μου άρεσε πολύ. Όμως με «φλόμωσε» κι αυτός στο ψέμα και στην υποκρισία για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Και στο τέλος αποδείχτηκαν όλα τόσο φθηνά, τόσο «φρούδα».
Υποκρίθηκα σαν ηθοποιός που παίζει στο δράμα «Έρωτας». Είδα τον εαυτό μου να κινείται με άνεση στη σκηνή. Ήμουν ταυτόχρονα ηθοποιός και θεατής. Τραγική που είναι η ζωή μου… Θεέ μου, λύτρωσέ με απ’ το μαρτύριο.
Όλα σ’ αυτό τον κόσμο είναι τόσο σχετικά κι η ζωή τόσο σκληρή κι αυτή…
Ξέρω πως δεν είχαμε και τίποτα σπουδαίο, αφού ποτέ του δεν μ’ αγάπησε αληθινά. Γιατί λοιπόν συνεχίζουν να με βασανίζουν οι τυχαίες συναντήσεις μας; Γιατί είχα πιστέψει πολύ στην αγάπη του. Είχα ανάγκη να πιστέψω. Πάντα είχα ανάγκη από αγάπη, από έρωτα κι αγάπη μαζί. «Τα Φτερά της Αγάπης» χθες με συγκίνησαν τόσο… Τα δάκρυά μου κυλούσαν καυτά κι εκτονώθηκα. Τέτοιες ώρες, πώς με βαραίνει η μοναξιά μου… Είμαι πολύ ευαίσθητη τελικά. Και, παρ’ όλο που το ήξερε, με πλήγωσε ανελέητα. Λες και το έκανε επίτηδες. Μα ξέρω πως το έκανε επίτηδες. Τόσο μικρόψυχος αποδείχτηκε. Πόσο μ’ απογοήτευσε, δε λέγεται με λόγια.
Μα τώρα, εδώ και δυο χρόνια (Θεέ μου, πότε πέρασαν δυο χρόνια) η ζωή μου τραβάει άλλους δρόμους: φιλόδοξους, μοναχικούς.
Τελικά, χθες βράδυ δεν κατόρθωσα να αφοσιωθώ στα διαβάσματά μου… Η θλίψη μ’ έριξε στο σκοτεινό της βάραθρο κι έσπασαν τα Φτερά μου… Ξαγρύπνησα… Το μυαλό μου στροβιλίστηκε άγρια σε σκηνές περασμένες, σε λόγια τελειωμένα, παγωμένα από καιρό. Και ξάφνου η Άνοιξη έγινε χειμώνας. Το πρωί είπα στον εαυτό μου: «Καλημέρα θλίψη». Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και το βρήκα κουρασμένο. Δε νιώθω καλά. Η έμπνευση μ’ έχει εγκαταλείψει. Είν’ αλήθεια πως εκείνος ο έρωτας μ’ ενέπνεε βαθιά. Έγραφα ποιήματα εξ’ αιτίας του, ήμουν ευτυχισμένη… Τότε. Το Τώρα είναι αλλιώτικο. Σκληρό. Πεζό. Στερημένο από χυμούς κι αισθήματα.. Μα μήπως όλα ήταν μια ιδέα μου; Μήπως όλα εκείνα πλάστηκαν στο μυαλό και στην καρδιά μου; Οι πράξεις του αυτό απέδειξαν. Η «αγάπη» του ήταν φθηνή, ψεύτικη κι έσβησε στο πρώτο φύσημα των καιρών. Το λέω και το ξαναλέω, το γράφω και το ξαναγράφω για να το πιστέψω. Για να μην αφήσω μέσα μου καμιά αμφιβολία. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη απ’ όσα έζησα κι απ’ όσα ζω.
Ηρεμώ σιγά-σιγά. Ξαναβρίσκω τη χαμένη μου χαρά. Οι θόρυβοι της ζωής μου θυμίζουν πως οφείλω να φροντίζω τον εαυτό μου για χάρη των ανθρώπων που μ’ αγαπούνε. Αυτοί είναι η μόνη μου ελπίδα, η μόνη μου παρηγοριά. Και η ίδια η ζωή: Ο ήλιος, ο ουρανός, τα δέντρα, η θάλασσα, τα βράχια. Αυτά τα αιώνια στοιχειά της φύσης με καλούν να ζήσω άλλο ένα καλοκαίρι, ξέγνοιαστο, ειρηνικό, με υγεία. Πώς μπορώ να παραπετάξω ένα τόσο μεγάλο δώρο; Πώς μπορώ να αρνηθώ την ίδια την παρουσία του Θεού στη γη; Μέσα στα έμψυχα και στα άψυχα δημιουργήματά του; Η αισιοδοξία με κατακυριεύει ξανά. Το γράψιμο πάντα με λυτρώνει. Αυτή ήμουν, είμαι και θα είμαι.
Δεν αλλάζω, κι ούτε μετανιώνω για τη μεγαλοψυχία μου προς τους μικροπρεπείς του κόσμου τούτου.
Όμως, έχω καιρό να γράψω ποιήματα. Τώρα, διαβάζω μόνο, κάπου-κάπου, ποιήματα άλλων.
Μου λείπει εκείνη η ευγενική, η λεπτή συγκίνηση που θα μ’ έκανε να γράψω ποίημα… Νιώθω λειψή, ακρωτηριασμένη, χωρίς αυτή τη δυνατότητα… Προσπαθώ, μα τίποτα δε βγαίνει. Κι έτσι είναι καλύτερα να πάω να κοιμηθώ.
Οι μέρες είναι ζεστές, σχεδόν καλοκαιρινές, και κάτι με σπρώχνει να βρίσκομαι έξω πιο πολλή ώρα απ’ ότι το χειμώνα. Είναι η Άνοιξη που φέρνει την προσδοκία του έρωτα; Είναι η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία μετά τη χειμερινή απομόνωση; Θαρρώ πως είναι, κυρίως, ο ενθουσιασμός, η ορμή που χαρακτηρίζει την αισιόδοξη άποψη της ζωής. Μα όταν θυμάμαι, όταν σκέφτομαι πόσο απαισιόδοξη και μάταιη είναι στην ουσία της, μου φεύγει η τάση για εξόδους. Μάλιστα, κατά την επιστροφή, το βράδυ, η μελαγχολία, η μοναξιά και η έλλειψη του αληθινού έρωτα αυξάνονται. Ας μου λείπουν, λοιπόν, οι πολλές, ανούσιες έξοδοι με δήθεν φίλες και φίλους! Πιο καλή η μοναξιά.
Τελικά, μου φαίνεται, είναι θέμα συνήθειας να μένεις μέσα στο σπίτι και τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια.
Τώρα που πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός της Άνοιξης και η δυσφορία στις πρώτες ζέστες ξεθύμανε, ήρθε ο καιρός της προσαρμογής και της ηρεμίας. Μιας ηρεμίας δημιουργικής, που την καταχάρηκα το χειμώνα. Έτσι λοιπόν περνώ καλά μέσα στο χαριτωμένο μου σπιτάκι.
Κάποια φιλοσοφική σκέψη μου ήρθε πριν στο μυαλό μα τώρα την ξέχασα… Ίσως να ήταν για τους χαμένους μου έρωτες… Θυμήθηκα: όταν αγαπάς αληθινά, γυρνάς, ό,τι κι αν μεσολαβήσει, στον «τόπο του εγκλήματος», χωρίς ντροπές κι εγωισμούς. Έτσι λοιπόν εγώ αγάπησα αληθινά.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.