«Προβλήματα και λύσεις κατά την εκπαιδευτική διαδικασία»
Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
Τα παιδαγωγικά και διδακτικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει ο εκπαιδευτικός στο χώρο της εργασίας του, είναι δυνατό να αναφέρονται:
ü -στην προσαρμογή του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον
ü -στη σχολική τάξη ως ομάδα (διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μαθητών, μαθητές που παραγνωρίζονται ή απορρίπτονται από το σύνολο των μαθητών, φυσιογνωμία και ανατομία της τάξης κ.λ.π.)
ü -στην αποτελεσματικότητα της σχολικής επίδοσης της τάξης (αντικειμενική εκτίμηση των αποτελεσμάτων της μάθησης) και την ακριβή παρακολούθηση της σχολικής προόδου των μαθητών.
ü -στις δυσκολίες που συναντούν οι μαθητές στα διάφορα μαθήματα .
ü στην έλλειψη ενδιαφέροντος και εσωτερικών κινήτρων μερικών μαθητών για τη μάθηση.
ü -σε ανεπιθύμητες μορφές συμπεριφοράς των μαθητών (επιθετική στάση απέναντι στους συμμαθητές τους, κλεπτομανία κ.λ.π.).
ü -σε περιπτώσεις μαθητών που παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες και χρειάζονται ειδική αντιμετώπιση.
ü -σε έλλειψη συνεργασίας με τους γονείς των μαθητών ή την αδιαφορία τους για τη σχολική πρόοδο των παιδιών τους,
ü -στην αποτελεσματικότητα διαφόρων μεθόδων (τρόπων) διδασκαλίας ορισμένων περιοχών μάθησης (μαθημάτων)
Τα εκπαιδευτικά προβλήματα δεν είναι τόσο απλά όσο ίσως συνήθως φαίνονται. Και το πιο απλό παιδαγωγικό πρόβλημα, όταν εξεταστεί στις ουσιώδεις παραμέτρους του, φαίνεται πολύπλοκο γιατί εμπλέκονται σ’ αυτό πολλοί παράγοντες (μεταβλητές), που ενεργούν τουλάχιστο σε τέσσερα επίπεδα: φυσικό, κοινωνικό, πνευματικό, συγκινησιακό. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν πάντα «έτοιμες λύσεις» για κάθε συγκεκριμένο πρόβλημα που παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη τάξη. Εξάλλου, οι επιστήμες της αγωγής υποδεικνύουν τα γενικά πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να εξεταστεί το πρόβλημα και να αναζητηθεί η λύση του. Έτσι ο δάσκαλος αναγκάζεται σε αρκετές περιπτώσεις να αναζητήσει ο ίδιος λύσεις. Με ποιο τρόπο όμως θα τις αναζητήσει; Η μέθοδος της δοκιμής-πλάνης (δοκιμάζω το ένα, το άλλο, το επόμενο κ.τ.λ. μέχρι να πετύχω τη λύση) δεν είναι ο καλύτερος τρόπος γιατί και χρόνος χάνεται και τα αποτελέσματά του μπορεί να είναι οδυνηρά.
Η διερεύνηση του προβλήματος, η ανάλυσή του, η εξακρίβωση των παραγόντων που εμπλέκονται σ’ αυτό είναι ο ασφαλέστερος δρόμος που μπορεί να μας οδηγήσει στη λύση του.
Κατά την ανάλυση μιας προβληματικής κατάστασης ο ερευνητής-παιδαγωγός:
ü 1. Συγκεντρώνει δεδομένα που συνδέονται πιθανώς με το πρόβλημα.
ü 2. Παρατηρεί αν τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν είναι σχετικά.
ü 3. Βρίσκει τις οποιεσδήποτε σχέσεις μεταξύ των δεδομένων, που μπορούν να αποκαλύψουν το κλειδί της δυσκολίας.
ü 4. Προτείνει ποικίλες εξηγήσεις (υποθέσεις) για την αιτία της δυσκολίας.
Η διερεύνηση προβλημάτων παρουσιάζεται στο έργο του δασκάλου ως εξής: Ο δάσκαλος διερευνά παιδαγωγικά προβλήματα σχετικά με την τάξη του (αναζητεί τις αιτίες τους, προσπαθεί να δώσει λύσεις).Μελετά ερευνητικές εργασίες παιδαγωγών ή συναδέλφων του, βοηθά τους μαθητές του να κατακτούν την ύλη των μαθημάτων με δικές τους διερευνητικές προσπάθειες. Το σημείο αυτό σχετίζεται με τον τρόπο διδασκαλίας των διαφόρων μαθημάτων.
v Μελετώντας τις ερευνητικές εργασίες των παιδαγωγών βλέπει κανείς τον τρόπο με τον οποίο αναλύονται τα προβλήματα και αναζητούνται λύσεις. Οι λύσεις που προτείνουν οι άλλοι ερευνητές βοηθούν το διδάσκοντα σε πολλές περιπτώσεις να ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Επειδή ο δάσκαλος είναι αναγκασμένος να δίνει γρήγορες λύσεις υπάρχει κίνδυνος να του δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τα παιδαγωγικά προβλήματα λύνονται πρόχειρα και όχι με συστηματική (επιστημονική) αναζήτηση-έρευνα. Κι όμως και τα πιο απλά παιδαγωγικά προβλήματα, όταν εξετάζονται με εμβρίθεια, φαίνονται πολύπλοκα και μόνο με τη λεπτομερή διερεύνησή τους μπορούν να λυθούν. Ο δάσκαλος είναι σε θέση να αναλύσει μια προβληματική κατάσταση που παρουσιάζεται στην τάξη του, να εξακριβώσει τους παράγοντες που εμπλέκονται σ’ αυτή και να καταλήξει σε συγκεκριμένες εξηγήσεις. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό οδηγείται ασφαλέστερα στη λύση, έστω και αν η διερεύνηση αυτή δεν παρουσιάζει την ακρίβεια και τον έλεγχο μιας συστηματικής μελέτης. Επειδή απαιτούνται ορισμένες ειδικές γνώσεις για την καλύτερη διερεύνηση των θεμάτων και την κατανόηση των ερευνητικών εργασιών των παιδαγωγών, οι εκπαιδευτικοί κάθε βαθμίδας θα έπρεπε να μυούνται και να ενημερώνονται συστηματικά ως προς το αντικείμενο και τους τρόπους διεξαγωγής μιας παιδαγωγικής έρευνας καθώς και την παρουσίαση στοιχείων από τη στατιστική επιστήμη.
v Στους έφηβους μαθητές η «αυθεντία του δασκάλου» περνά μια κρίση έντονη και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το «θρανίο» εναντιώνεται στην «έδρα». Το φαινόμενο αυτό ως ένα βαθμό είναι φυσιολογικό. Φανερώνει την τάση του εφήβου να χειραφετηθεί και να ολοκληρωθεί.
v Ύστερα απ’ τα παραπάνω γεννιέται το ερώτημα: «Ο δάσκαλος, που καλείται να ασκήσει μορφωτική επίδραση στους μαθητές του, μιμείται ή όχι πρότυπα παιδαγωγικής και διδακτικής συμπεριφοράς των δασκάλων του;» Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Είναι αλήθεια πως ο δάσκαλος είναι δημιούργημα της εκπαιδευτικής διαδικασίας την οποία στη συνέχεια καλείται να υπηρετήσει. Αν δεχθούμε ότι η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται συνέχεια με την ίδια μορφή, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι ο δάσκαλος στην άσκηση των καθηκόντων του επαναλαμβάνει το δάσκαλό του. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Η εκπαιδευτική διαδικασία δεν επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα απ’ τη μια γενιά στην επόμενη. Περιεχόμενο, δομή, μεθοδολογία κ.λ.π. της Εκπαίδευσης και της Παιδείας βρίσκονται σε μια διαρκή ανανέωση και εξέλιξη. Κάθε γενιά διαμορφώνει με το δικό της τρόπο τους στόχους της Παιδείας. Έτσι ο δάσκαλος, παρ’ όλο που ασκεί το ίδιο λειτούργημα με το δάσκαλό του, καλείται να διαφοροποιηθεί από εκείνον σε πολλά σημεία. Αρκετά προβλήματα, που καλείται να αντιμετωπίσει στο εκπαιδευτικό του έργο, είναι όμοια με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο δάσκαλός του. Το μόνο που διαφέρει είναι ίσως ο τρόπος αντιμετώπισής τους.
v Ο «δάσκαλος» των παιδικών μας χρόνων αποτελεί συνήθως μια γλυκόπικρη και πολύτιμη ανάμνηση. Ενίοτε προβάλλει στη μνήμη μας ως ένα πρόσωπο με ιδιαίτερη αξία, πλάι στους γονείς μας και τα άλλα αγαπημένα μας πρόσωπα. Εκείνο που τον τοποθετεί στη θέση αυτή δεν είναι ίσως τόσο τα ξεχωριστά προσόντα, οι αρετές και ικανότητες της προσωπικότητάς του, αλλά το περιεχόμενο και το είδος της προσφοράς του, όταν αυτή είναι ένα έργο πραγματικά ουσιαστικό. Η αξία της προσφοράς του αναγνωρίζεται και σήμερα, εποχή όπου όλα κρίνονται και πολλά αμφισβητούνται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.