ΚΛΕΜΜΕΝΗ ΖΩΗ (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ)

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΚΛΕΜΜΕΝΗ ΖΩΗ (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ)

 

( Ο Ανέστης και η Διονυσία μαζί με μια ομάδα ανταρτών ανεβαίνουν ψηλά στο βουνό,ψάχνοντας μια σπηλιά για να κρύψουν αρχαία ευρήματα που τα αναζητούν οι Γερμανοί.Βρισκόμαστε στα 1943 στην περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα).

 

Η συνοδεία έκανε στάση σε μια μικρή πλατωσιά.Μετέωροι ανάμεσα σε γη και ουρανό,στριμωγμένοι σαν τα πρόβατα που περιμένουν στη στάνη να τους ανοίξει ο βοσκός την πόρτα,κοιτούσαν όλοι γύρω τους αμίλητοι,με την καρδιά σφιγμένη.Κρώζοντας άγρια,σμάρια ολάκερα,τα όρνια έκοβαν από πάνω τους κύκλους καραδοκώντας μήπως κανείς γλιστρούσε και γκρεμοτσακιζόταν για να ριχτούν στο κουφάρι του και να γευτούν φρέσκια,ζεστή ακόμα σάρκα.Τρία χρόνια στο βουνό ο Ανέστης,αλλά ποτέ του δεν είχε ξαναδεί τόσο απειλητικό και κακοτράχαλο μέρος.Ποιος Γερμανός θα ανέβαινε εδώ πάνω για να αναζητήσει τη σπηλιά με τα αρχαία;είπε σε μια στιγμή στη Διονυσία.

-Πολλοί,του αποκρίθηκε.Μάθε ότι έχουν έρθει από τη Γερμανία δεκάδες συνεργεία που κάνουν ανασκαφές σε όλη την Ελλάδα,σε πόλεις,σε χωριά,σε ορεινές περιοχές,στα νησιά.Και σαν να μην τους αρκούσε η ξηρά,άρχισαν τώρα τελευταία να κάνουν έρευνες και στη θάλασσα,τα ευρήματα φορτώνονται αμέσως σε τρένα και φεύγουν για τη Γερμανία.

-Άκουσα ότι μετά τον πόλεμο θα μας τα γυρίσουν πίσω,παρατήρησε ο Ανέστης.

Η Διονυσία γέλασε:

-Ποιος σου τα’πε αυτά τα παραμύθια;

-Κάτι Εγγλέζοι αξιωματικοί που ήρθαν από το Λονδίνο για σύνδεσμοι.

-Εγγλέζοι….Αυτοί είναι που’χουν αρπάξει από την Ελλάδα τα περισσότερα.Ποιος καταλήστεψε την Ακρόπολη;Ποιος ξήλωσε και πήρε τις μετόπες του Παρθενώνα;Όλα τα μουσεία της Ευρώπης είναι γεμάτα ελληνικά έργα.Άλλα κλεμμένα,άλλα παρμένα με τη βία.Είδες να μας επιστρέψει κανείς ποτέ τίποτα;

Αυτοί που κάνουν τις μεγαλύτερες καταστροφές δεν είναι οι απολίτιστοι αλλά αυτοί που φαντάζονται πως είναι πολιτισμένοι,πρόσθεσε.

Μπήκαν στη σπηλιά.Η Διονυσία έμεινε εκεί μόνη με τα αρχαία.Ο Ανέστης την επισκεπτόταν για να της φέρνει εφόδια,φαγητό και πυρομαχικά.Πού και πού άνοιγαν τα κιβώτια κι έκαναν συντήρηση στα αρχαία,τα εξέταζαν για να δουν μήπως τα είχε πειράξει η υγρασία.Όταν είχαν καιρό,η Διονυσία εξηγούσε στον Ανέστη την ιστορία τους,του μιλούσε για τους μεγάλους τεχνίτες που τα δημιούργησαν,του περιέγραφε τον κόσμο τους,την εποχή τους.Αυτά τα έργα,έλεγε,είχαν ζήσει  επί αιώνες κι αιώνες βαθιά μέσα στη γη,θαμμένα μέσα σε χωράφια,σκεπασμένα με τόνους χώματα.Όποιος ήξερε τη γλώσσα τους μπορούσε να πιάσει μαζί τους κουβέντα,να τα ακούσει να του ξεκκουκίζουν τις αναμνήσεις τους,να του διηγούνται την πολυχιλιόχρονη ζωή τους.Κανείς άνθρωπος δεν θα αποκτούσε ποτέ τη δική τους σοφία,κανείς δεν θα γνώριζε τόσους πολιτισμούς και κόσμους,μεγάλους κι ένδοξους αιώνες αλλά και εποχές παρακατιανές,τιποτένιες.Πόσες πανίσχυρες αυτοκρατορίες δεν είχαν καταρρεύσει γύρω τους,πόσους ξεσηκωμούς κι επαναστάσεις δεν είχαν παρακολουθήσει,πόσες θεομηνίες και καταστροφές δεν είχαν έρθει να ταράξουν τη μοναξιά και τη γαλήνη τους….Είχαν δει χιλιάδες,αμέτρητες φορές τους ανθρώπους ν’αγωνίζονται,να χύνουν το αίμα τους και να θυσιάζονται για μια ελπίδα,για μια ιδέα,να ελπίζουν σε καλύτερα χρόνια,αλλά στο τέλος να εγκαταλείπουν τον αγώνα,να υποκύπτουν στη μαύρη τους μοίρα και να μην πιστεύουν πια σε τίποτα,να μην κάνουν όνειρα.Πόση θλίψη κι απόγνωση,θα ‘χαν νιώσει εκείνες τις στιγμές ,έλεγε η Διονυσία,πόσο θα’χαν θελήσει να χωθούν ακόμα πιο βαθιά μέσα στη γη,να σκεπαστούν και μ’άλλο χώμα,για να πάψουν να βλέπουν των ανθρώπων το κατάντημα….

Άρης Φακίνος,Κλεμμένη ζωή,Εκδόσεις Καστανιώτη,Αθήνα 1995.

 

ΘΕΜΑΤΑ

 

1.Α.Στις ακόλουθες φράσεις να γράψετε δίπλα την ένδειξη Σ/Λ ανάλογα με το αν αποδίδουν το νόημα του κειμένου ή όχι.

α.Η Διονυσία και ο Ανέστης βρίσκονται μόνοι στο απάτητο βουνό.

β.Στα μέρη που βρίσκονται οι πρωταγωνιστές πιθανόν να γίνονται μάχες με τους κατακτητές.

γ.Ανάμεσα στους κατακτητές υπήρχαν Γερμανοί που ήρθαν στην Ελλάδα για αρχαιοκαπηλία.

δ.Μόνο οι Γερμανοί επιδίδονταν στην αρχαιοκαπηλία στην Ελλάδα

ε.Η αρχαιοκαπηλία είναι παλιό φαινόμενο στη χώρα μας και δεν συνέβη μόνο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.Μ.5

 

Β.α.Ποιος είναι ο βασικός προβληματισμός των προσώπων του έργου και ποια αξία προβάλλεται μέσα από τα λόγια τους;Να καταγράψετε τις ιδέες σας σε ένα κείμενο 60 λέξεων.Μ.5

ή β.Σε τι αποσκοπεί η εκτενής προσωποποίηση των αγαλμάτων που επιχειρεί η Διονυσία;Τι θέλει να αποδείξει στον Ανέστη με αυτό;Μ.5

ή γ.Να παρουσιάσετε με συντομία τρία στοιχεία της προσωπικότητας της Διονυσίας έτσι όπως προκύπτουν από το κείμενο.Μ.5

 

2.α.Στο κείμενο υπάρχει περιγραφή και διάλογος.Σε τι αποσκοπεί ο κάθε αφηγηματικός τρόπος;Μ.2

ή β.Να εντοπίσετε πέντε λέξεις του κειμένου που αφορούν τις ιστορικές περιπέτειες των ανθρώπων και να σχολιάσετε το ύφος του αφηγητή σε αυτά τα σημεία.Μ.2

ή γ.Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή σύμφωνα με τη συμμετοχή του στην ιστορία και να δηλώσετε την εστίασή του.Μ.2

 

3.α.Η Διονυσία προβάλλει μέσα από τα λόγια της τον σεβασμό στην παράδοση και την αξία της γνώσης του αρχαίου πολιτισμού.Για εσάς που φεύγετε από το σχολείο και ανοίγεστε σε μια καινούργια ζωή,έχει κάποια σημασία η στάση αυτή;Έχει κάποια αξία,πιστεύετε,η απόδοση τιμής στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό για έναν νέο της τεχνολογικής εποχής και της παγκοσμιοποίησης;Να καταγράψετε τις απόψεις σας σε ένα κείμενο περίπου 150 λέξεων.Μ.3 

 

     

 

Ο ΜΑΡΚΟΣ Ο ΜΠΑΚΛΑΒΑΣ (ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ)

Ο  ΜΑΡΚΟΣ Ο ΜΠΑΚΛΑΒΑΣ 

(Βρισκόμαστε στην Αθήνα,στη δεκαετία του‘50,σε ένα φτηνό ξενοδοχείο-οικοτροφείο στο οποίο μένουν παλιοί αγωνιστές της Αντίστασης,που αργότερα συμμετείχαν στον Εμφύλιο στην πλευρά των Αριστερών.Με το τέλος του Πολέμου οι άνθρωποι αυτοί φυλακίστηκαν,εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν στη Μακρόνησο και σε άλλα ξερονήσια ,όπου υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια.Όσοι γλύτωσαν,βρήκαν μια περιθωριακή δουλειά ή φυτοζωούσαν στις παρυφές της κοινωνίας,αφού ήταν αποκηρυγμένοι ακόμα κι από τους συγγενείς τους.Ένας τέτοιος ήταν ο Μάρκος ο Μπακλαβάς).

 

“Ο Άτλας (το ξενοδοχείο-οικοτροφείο) έγινε το καταφύγιο των πρώην εξορίστων,των σημαδεμένων,των ημιμόνιμων και  ημιπαράνομων ταυτόχρονα,των βασανισμένων κυριολεκτικά και όχι απλώς μεταφορικά,αυτών που γλύτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα χωρίς να ξέρουν ότι τους περίμεναν πολλές εικονικές εκτελέσεις.Ήταν το ξενοδοχείο αυτών που υπέγραψαν δήλωση,όπως κι αυτών που δεν υπέγραψαν τότε στα δύσκολα χρόνια αλλά αργότερα,όταν πια κανείς δεν τους απειλούσε,αν και κάποιες στιγμές οι ίδιοι είχαν την αίσθηση ότι υπογράφουν κάθε μέρα,χωρίς μολύβι και χαρτί.Γιατί ήταν μια εποχή που ούτε ο αδελφός σου δεν σου άνοιγε την πόρτα,που πήγαινες στην παλιά σου δουλειά και εκεί οι συνάδελφοι έκαναν ότι δεν σε ήξεραν.Πολλοί από αυτούς έγιναν πλασιέ βιβλίων,πουλούσαν μυθιστορήματα,απομνημονεύματα αγωνιστών του ‘21 και εγκυκλοπαίδειες,πόρτα την πόρτα,γραφείο το γραφείο.Ο άγριος άνεμος των νησιών της εξορίας ακόμα τους ανακάτευε τα μαλλιά,όσο κι αν προσπαθούσαν κάθε πρωί να τα ισιώσουν με την τσατσάρα βουτηγμένη στο λεμόνι.Οι περισσότεροι ήξεραν γράμματα που τα έμαθαν στη φυλακή ή στην εξορία,κάποιοι έγιναν δημοσιογράφοι ή άνοιξαν μικρούς εκδοτικούς οίκους και κάποιοι γύρισαν στην κανονική ζωή των κανονικών ανθρώπων,όπως ο Μάρκος ο Μπακλαβάς.Το “Μπακλαβάς” δεν ήταν το επώνυμό του αλλά ένα παρατσούκλι που λίγοι γνώριζαν την προέλευσή του.Μπακλαβάς είχε γίνει η πλάτη του Μάρκου.Δεν έσταζε σιρόπι αλλά ήταν γεμάτη ρομβοειδή σχήματα που θα μπορούσε να τα έχει χαράξει ένας μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης στο πάνω πάνω φύλλο του μπακλαβά πριν αυτός μπει στον φούρνο.Σημάδια που αποκτήθηκαν στη γαλάζια ακτή της Μακρονήσου,όταν τον έριξαν στη θάλασσα μέσα σε ένα δεμένο τσουβάλι συντροφιά με μια γάτα.

Κι από τότε του έμεινε,Μάρκος ο Μπακλαβάς.Κι αν κάποιος στο ξενοδοχείο,που δεν ήξερε την ιστορία,ρωτούσε να μάθει γιατί τον φωνάζουν έτσι,οι παλιοί του σύντροφοι δεν φανέρωναν την αλήθεια.

“Είναι γλυκατζής,του αρέσουν οι μπακλαβάδες.Καμιά φορά φέρνει ένα ταψί και μας κερνάει”. 

Μαριάννας Τζιαντζή,Αντίο στις αυλές των θαυμάτων,Εκδόσεις Καστανιώτη,Αθήνα 2016 (Διασκευασμένο απόσπασμα).     

 

ΘΕΜΑΤΑ

 

1.Ποιο είναι το κοινωνικό πλαίσιο της δράσης των προσώπων;(Κοινωνική τάξη,εργασία,κοινωνικές συναναστροφές).Να το αιτιολογήσετε λαμβάνοντας υπόψη την Ελλάδα της μετεμφυλιοπολεμικής εποχής.Μ.4

2.α.Να αναζητήσετε στο κείμενο τον κειμενικό δείκτη της περιγραφής και να γράψετε τα στοιχεία ως κειμενικού είδους.Να ερμηνεύσετε τη λειτουργία της στον λόγο.Μ.4 

β.Να εντοπίσετε το ασύνδετο σχήμα μέσα στο απόσπασμα και να ερμηνεύσετε τη λειτουργία του.Μ.2

γ.Να εξηγήσετε τη χρήση του β΄ρηματικού προσώπου στο απόσπασμα “Γιατί ήταν μια εποχή που ούτε ο αδελφός σου δεν σου άνοιγε την πόρτα,που πήγαινες στην παλιά σου δουλειά και εκεί οι συνάδελφοι έκαναν ότι δεν σε ήξεραν”.Τι επιτυγχάνει ο αφηγητής με τη χρήση αυτού του προσώπου;Μ.2

3.Να γράψετε ένα δικό σας κείμενο (περίπου 150 λέξεων) για τα σημερινά θύματα του εκφοβισμού και της περιθωριοποίησης στο σχολικό περιβάλλον.Ποια θα πρέπει να είναι η δική μας στάση απέναντί τους σε αντίθεση με το περιβάλλον του κειμένου που διαβάσατε παραπάνω;Μ.3

                         

ΑΝ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ)

Levi Primo

 

Η μαρτυρία του Primo Levi από το Άουσβιτς, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1947, όμως δεν είχε απήχηση σε έναν κόσμο που ζούσε ακόμη στο πένθος και στα συντρίμμια του πολέμου. Σε αυτό το βιβλίο του Levi, που θεωρείται πλέον παγκοσμίως κλασικό στη λογοτεχνία για το Ολοκαύτωμα, η προσωπική αφήγηση προσλαμβάνει τη μορφή ενός βαθιά στοχαστικού κειμένου για τον άνθρωπο, το κακό, την απανθρωπία και τη μνήμη.

Τη στιγμή της άφιξής μου στο στρατόπεδο, στα τέλη του Ιανουαρίου 1944, οι Ιταλοί Εβραίοι ήταν περίπου εκατόν πενήντα, αλλά μέσα σε λίγες εβδομάδες ξεπέρασαν τους εξακόσιους. Στην πλειονότητά τους ήταν ολόκληρες οικογένειες που είχαν συλληφθεί απ’ τους φασίστες ή τους ναζί είτε γιατί δεν είχαν φανεί προνοητικοί είτε γιατί τους είχαν καταδώσει. Λίγοι είχαν παρουσιαστεί αυθόρμητα, απελπισμένοι από την πλάνητα ζωή τους, ή γιατί δεν είχαν πια τα μέσα για να ζήσουν, ή για να μην αποχωριστούν κάποιο κρατούμενο συγγενή τους, ή εντελώς παράλογα «για να είναι εντάξει με το νόμο». Υπήρχαν επίσης και εκατό Γιουγκοσλάβοι στρατιωτικοί, καθώς και μερικοί ξένοι, πολιτικά ύποπτοι.

[…]

Για τους καταδικασμένους σε θάνατο, η παράδοση ορίζει ένα αυστηρό τελετουργικό που δεν θέλει να εκφράσει την οργή και το πάθος, αλλά να δείξει ότι η καταδικαστική πράξη δεν αντιπροσωπεύει τίποτ’ άλλο παρά ένα θλιβερό καθήκον απέναντι στην κοινωνία, τέτοιο που να συνοδεύεται από τον οίκτο του ίδιου του δικαστή προς τον καταδικασμένο. Γι’ αυτό, ο καταδικασμένος απαλλάσσεται από κάθε είδους φροντίδα, του προσφέρεται η μοναξιά και η πνευματική παρηγορία εάν το θελήσει, ούτως ώστε να μην αισθάνεται γύρω του το μίσος ή την αυθαιρεσία, αλλά την αναγκαιότητα της δικαιοσύνης, και ότι μαζί με την τιμωρία του δίνεται και η συγχώρεση.

Αλλά σ’ εμάς δεν δόθηκε τίποτα, γιατί ήμασταν πολλοί και ο χρόνος λίγος, και εξάλλου για ποιο πράγμα θα έπρεπε να μετανοήσουμε, για ποιο αμάρτημα να μας συγχωρέσουν; Ο Ιταλός διοικητής διέταξε να συνεχίσουν να λειτουργούν όλα κανονικά μέχρι ν’ ανακοινωθεί η αναχώρηση· κι έτσι η κουζίνα παρέμεινε ανοιχτή, οι ομάδες καθαριότητας δούλεψαν ως συνήθως, μέχρι και οι δάσκαλοι του μικρού σχολείου έκαναν μάθημα το βράδυ, όπως πάντα. Αλλά τούτο το βράδυ δεν δόθηκε στα παιδιά εργασία για την επομένη.

Και έφτασε η νύχτα, μια νύχτα που ανθρώπινα μάτια δεν θα έπρεπε ποτέ να δουν. Όλοι μας αισθανθήκαμε ότι κανείς από τους φρουρούς, ούτε Ιταλός ούτε Γερμανός, δεν είχε το κουράγιο να δει τι κάνουν οι άνθρωποι όταν ξέρουν ότι πρόκειται να πεθάνουν.

Ο καθένας αποχαιρέτησε τη ζωή με τον δικό του τρόπο. Μερικοί προσευχήθηκαν, άλλοι μέθυσαν και άλλοι βυθίστηκαν για τελευταία φορά σ’ ένα ακατονόμαστο πάθος. Αλλά οι μητέρες ξενύχτησαν για να ετοιμάσουν το φαγητό για το ταξίδι, για να πλύνουν τα παιδιά και να φροντίσουν τις αποσκευές, και την άλλη μέρα το πρωί άπλωσαν στα συρματοπλέγματα τα ρούχα των παιδιών για να στεγνώσουν· δεν ξέχασαν τις φασκιές, τα παιγνίδια, τα μαξιλάρια και τα χιλιάδες μικροπράγματα που χρειάζονται πάντα τα παιδιά. Κι εσείς δεν θα κάνατε το ίδιο; Ακόμα κι αν ξέρατε ότι αύριο θα σας σκοτώσουν μαζί με το παιδί σας, σήμερα δεν θα του δίνατε να φάει;

[…]

Σε όλο το ταξίδι, στριμωγμένη δίπλα μου ήταν μια γυναίκα που τη γνώριζα εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ξέραμε καλά ο ένας τον άλλον, αλλά μας ένωνε η κοινή δυστυχία. Τότε λοιπόν, στην ώρα της απόφασης, είπαμε πράγματα που οι ζωντανοί δεν λένε ποτέ. Αποχαιρετήσαμε ο ένας τον άλλο σαν να αποχαιρετούσαμε την ίδια τη ζωή. Δεν φοβόμασταν πια.

Και ξαφνικά γράφτηκε ο επίλογος. Οι πόρτες άνοιξαν με πάταγο, το σκοτάδι αντήχησε από ξενικές διαταγές, από τα βάρβαρα ουρλιαχτά των Γερμανών όταν διατάζουν, που μοιάζουν με ξέσπασμα ενός πανάρχαιου θυμού. Είδαμε μια μεγάλη αποβάθρα, φωτισμένη από προβολείς. Λίγο πιο κει μια σειρά από φορτηγά αυτοκίνητα. Και μετά έγινε σιωπή. Κάποιος μετάφρασε: έπρεπε να κατεβούμε με τις αποσκευές και να τις αφήσουμε κατά μήκος του τρένου. Αμέσως η αποβάθρα γέμισε σκιές: αλλά φοβόμασταν μη σπάσουμε τη σιωπή, και τακτοποιούσαμε τα πράγματα, ψάχναμε και φωνάζαμε ο ένας τον άλλον διστακτικά, χαμηλόφωνα.

Δέκα Ες Ες στέκονταν παράμερα, στητοί, με πρόσωπα σκληρά σαν πέτρα, με ύφος αδιάφορο. Διασκορπίστηκαν ανάμεσά μας και με σιγανή φωνή άρχισαν να μας ανακρίνουν έναν έναν σε άσχημα ιταλικά. «Πόσων ετών; Υγιής ή άρρωστος;» και ανάλογα με την απάντηση μάς υποδείκνυαν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.

Όλα ήταν σιωπηλά σαν σε ενυδρείο, ή όπως σε μερικά όνειρα. Περιμέναμε κάτι πιο τρομακτικό, σαν την Αποκάλυψη: αυτοί έμοιαζαν με απλούς φρουρούς. Ήταν αφοπλιστικοί και καθησυχαστικοί. Κάποιος τόλμησε να ρωτήσει για τις αποσκευές: απάντησαν «αποσκευές μετά»· κάποιος άλλος δεν ήθελε να αποχωριστεί τη γυναίκα του: είπαν «ξανά μαζί, μετά»· πολλές μητέρες δεν ήθελαν να χωριστούν απ’ τα παιδιά τους: είπαν «καλά, μείνε με παιδί». Πάντα με την ήρεμη σιγουριά του ανθρώπου που απλώς εκτελεί το καθημερινό του καθήκον· αλλά τον Ρέντζο που καθυστέρησε λίγο αποχαιρετώντας την Φραντσέσκα, την αρραβωνιαστικιά του, τον έριξαν κάτω με μια γροθιά καταπρόσωπο· ήταν το καθημερινό τους καθήκον.

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά όλοι οι ικανοί άντρες είχαμε συγκεντρωθεί σε μια ομάδα. Τι συνέβη στους άλλους, στις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους δεν το μάθαμε ποτέ: απλώς τους κατάπιε η νύχτα. Σήμερα όμως ξέρουμε ότι το κριτήριο σ’ εκείνη την ταχύτατη και συνοπτική επιλογή ήταν η ικανότητα του καθενός να δουλέψει για το Ράιχ· ξέρουμε ότι στα στρατόπεδα της Μπούνα και του Μπίρκεναου οδηγήθηκαν, αντίστοιχα, ενενηνταέξι άντρες και εικοσιεννέα γυναίκες από το δικό μας τρένο, και ότι κανείς απ’ τους υπόλοιπους (αριθμούσαν πάνω από πεντακόσια άτομα) δεν επέζησε. Ξέρουμε ότι αυτό το διάφανο κατά τα άλλα κριτήριο διαχωρισμού σε ικανούς και μη ικανούς δεν εφαρμοζόταν πάντα και ότι στη συνέχεια υιοθετήθηκε το πολύ απλό σύστημα του ν’ ανοίγουν οι πόρτες των βαγονιών και από τις δύο πλευρές, χωρίς καμία προειδοποίηση ή οδηγία προς τους νεοφερμένους. Αυτοί που έπεφταν με το άνοιγμα οδηγούνταν στο στρατόπεδο· όλοι οι υπόλοιποι οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων.

Έτσι πέθανε η Εμίλια, μόλις τριών χρόνων· επειδή για τους Γερμανούς ήταν προφανής η ιστορική ανάγκη να εξοντώσουν τα παιδιά των Εβραίων. Η Εμίλια, κόρη του μηχανικού Άλντο Λέβι από το Μιλάνο, ένα παιδί γεμάτο περιέργεια, έξυπνη και χαρούμενη· η Εμίλια που έκανε το τελευταίο της μπάνιο μέσα στο κατάμεστο βαγόνι, σ’ ένα τσίγκινο κουβά με χλιαρό νερό, που ο «εκφυλισμένος» Γερμανός μηχανοδηγός επέτρεψε να πάρουμε απ’ την ατμομηχανή που μας πήγαινε όλους στο θάνατο.

Έτσι, ξαφνικά και απροσδόκητα, χάθηκαν οι γυναίκες μας, οι γονείς μας, τα παιδιά μας. Κανείς δεν μπόρεσε να τους αποχαιρετήσει. Τους είδαμε για λίγο στην άλλη άκρη της αποβάθρας, σαν μια σκοτεινή μάζα, και μετά δεν τους ξανάδαμε πια.

Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1998, σ. 13-23 [α΄ έκδοση στα ιταλικά: 1947].

ΘΕΜΑΤΑ

1.Να εντοπίσετε:α) τη θεματική,β) το ερώτημα και γ) το θέμα του κειμένου.Μ.3

2. Να στηρίξετε την απάντησή σας με τρεις κειμενικούς δείκτες μορφής και συγκεκριμένα τον ρόλο της περιγραφής, τη χρήση του α΄ ρηματικού προσώπου και τη χρήση του μικροπερίοδου λόγου.Μ.6

Επίσης με  τρεις κειμενικούς δείκτες περιεχομένου:α)Λίγοι είχαν παρουσιαστεί αυθόρμητα, απελπισμένοι από την πλάνητα ζωή τους, ή γιατί δεν είχαν πια τα μέσα για να ζήσουν, ή για να μην αποχωριστούν κάποιο κρατούμενο συγγενή τους, ή εντελώς παράλογα «για να είναι εντάξει με το νόμο».Να ερμηνεύσετε τη στάση των προσώπων του παραπάνω αποσπάσματος.Μ.2

β)Πάντα με την ήρεμη σιγουριά του ανθρώπου που απλώς εκτελεί το καθημερινό του καθήκον· αλλά τον Ρέντζο που καθυστέρησε λίγο αποχαιρετώντας την Φραντσέσκα, την αρραβωνιαστικιά του, τον έριξαν κάτω με μια γροθιά καταπρόσωπο· ήταν το καθημερινό τους καθήκον. Να ερμηνεύσετε τη φράση “Πάντα με την ήρεμη σιγουριά του ανθρώπου που απλώς εκτελεί το καθημερινό του καθήκον” .Ποια καθήκοντα είναι αυτά που δημιουργούν την ήρεμη σιγουριά σε έναν άνθρωπο; Από πού εκπηγάζουν τα καθήκοντα αυτά; Μ.2

γ)Οι πόρτες άνοιξαν με πάταγο, το σκοτάδι αντήχησε από ξενικές διαταγές, από τα βάρβαρα ουρλιαχτά των Γερμανών όταν διατάζουν, που μοιάζουν με ξέσπασμα ενός πανάρχαιου θυμού. Πώς θα ερμηνεύατε ,σε επίπεδο χαρακτηρισμού μιας φυλετικής ή εθνοτικής ομάδας, την παρομοίωση του συγγραφέα για τα ουρλιαχτά ενός πανάρχαιου θεού; Μ.2

ΧΙΛΙΑ ΕΥΡΩ ΤΟΝ ΜΗΝΑ(ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ,ΜΟΝΑΞΙΑ)

Γιά­ννης Φαρ­σά­ρης

Posted on 22 Νοεμβρίου 2017 by planodion

Η  ΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ἦ­ταν πο­λὺ συγ­κε­κρι­μέ­νη: «Ζη­τεῖ­ται γυ­ναί­κα 30-40 ἐ­τῶν, ἀ­πο­κλει­στι­κὰ γιὰ συν­τρο­φιὰ ὕ­πνου. Ὀ­κτά­ω­ρη νυ­χτε­ρι­νὴ ἀ­πα­σχό­λη­ση, μι­σθὸς χί­λια εὐ­ρώ.» Ἕ­ξι γυ­ναῖ­κες πῆ­ραν τη­λέ­φω­νο καὶ συ­ναν­τή­θη­κα μὲ ὅ­λες γιὰ τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ευ­κρι­νί­σεις: Ὄ­χι σέξ, μό­νο ἀγ­κα­λιὰ ὕ­πνου, ὡ­ρά­ριο ἐρ­γα­σί­ας δώ­δε­κα τὰ με­σά­νυ­χτα ἕ­ως ὀ­κτώ τὸ πρω­ὶ (πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α πρω­ϊ­νοῦ), ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὴ με­τα­ξω­τὴ νυ­χτι­κιὰ καὶ ὄ­χι πι­τζά­μα, μπά­νιο μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­φρό­λου­τρο πρὶν ἀ­π’ τὸν ὕ­πνο.

Εἶ­μαι τριά­ντα ὀ­κτὼ χρο­νῶν, πε­τυ­χη­μέ­νος ἀ­σφα­λι­στής, χω­ρι­σμέ­νος, μὲ μιὰ κό­ρη στὰ ἐν­νιά. Δου­λεύ­ω σχε­δὸν ὅ­λη μέ­ρα, κά­θε βρά­δυ βγαί­νω μὲ φί­λους, γυ­ναῖ­κες ἀλ­λά­ζω συ­χνά, ὅ­μως ἔ­χω ἀ­πο­φα­σί­σει νὰ μὴν παν­τρευ­τῶ πο­τὲ ξα­νὰ με­τὰ τὸν ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νο γά­μο. Μό­νο ποὺ τὶς νύ­χτες δὲν μπο­ρῶ νὰ κοι­μη­θῶ μο­νά­χος —στρι­φο­γυρ­νά­ω γιὰ χρό­νια ἄυ­πνος στὸ κρε­βά­τι— κι αὐ­τὲς εἶ­ναι οἱ μο­να­δι­κὲς ὀ­κτὼ ὧ­ρες πού μοῦ χα­λοῦν τὴν εὐ­τυ­χί­α. Κι ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ βρῶ μιὰ λύ­ση γι’ αὐ­τό. Τὸ νὰ κοι­μᾶ­μαι ἀγ­κα­λιὰ μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες ποὺ ἀλ­λά­ζω συ­χνά, τὸ δο­κί­μα­σα καὶ μοῦ προ­κα­λεῖ χει­ρό­τε­ρους ἐ­φιά­λτες.Ἡ Μά­ριον εἶ­ναι τριά­ντα ἕ­ξι ἐ­τῶν. Τὴν ἀ­πέ­λυ­σαν ἀ­π’ τὴ δου­λειά της ὡς πω­λή­τρια καλ­λυν­τι­κῶν τρεῖς μῆ­νες πρὶν καὶ ἔ­κτο­τε εἶ­ναι ἄ­νερ­γη. Ἔ­χει μιὰ μη­τέ­ρα νὰ φρον­τί­σει στὸ σπί­τι, ἕ­να στε­γα­στι­κὸ δά­νει­ο στ’ ὄ­νο­μά της κι ἕ­ναν σύ­ζυ­γο ἐ­ξα­φα­νι­σμέ­νο. Ὅ­ταν ἔ­λε­γε κά­θε βρά­δυ στὴ μη­τέ­ρα της: «Πρέ­πει νὰ βρῶ μιὰ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε δου­λειά», δὲν φαν­τα­ζό­ταν ὅ­τι θὰ γνω­ρί­σει ἐ­μέ­να ὡς ὑ­πο­ψή­φιο ἐρ­γο­δό­τη.

Συ­ζή­τη­σα ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ μα­ζί της, τῆς ἐ­ξή­γη­σα τὸ πρό­βλη­μά μου καὶ τὶς ἀ­παι­τή­σεις μου κι ἀ­πο­φα­σί­σα­με νὰ δο­κι­μά­σου­με γιὰ με­ρι­κὲς μέ­ρες. Στὶς δώ­δε­κα ἀ­κρι­βῶς κά­θε βρά­δυ μοῦ χτυ­ποῦ­σε τὸ κου­δού­νι, περ­νά­γα­με κά­να μι­σά­ω­ρο στὸν κα­να­πὲ λέ­γον­τας τὰ νέ­α τῆς ἡ­μέ­ρας, με­τὰ ἔ­κα­νε ἕ­να μπά­νιο μὲ τὸ ἀ­φρό­λου­τρο ποὺ εἶ­χα δι­α­λέ­ξει, φο­ροῦ­σε τὴ με­τα­ξω­τὴ νυ­χτι­κιὰ ποὺ τῆς εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει καὶ ξά­πλω­νε γιὰ νὰ μοῦ δι­α­θέ­σει τὸν ὦ­μο της. Σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ εἶ­χα ἠ­ρε­μή­σει καὶ κοι­μό­μουν ἥ­συ­χα ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μιὰ κου­ρα­στι­κὴ μέ­ρα.

Οὔ­τε μί­α νύ­χτα δὲν πέ­ρα­σε ἴ­χνος πο­νη­ρῆς σκέ­ψης ἀ­π’ τὸ μυα­λό μου, ἡ Μά­ριον δὲν ἦ­ταν ὁ τύ­πος μου ἄλ­λω­στε καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ δια­ρκῶς ἄλ­λα­ζα ἦ­ταν σα­φῶς ὀ­μορ­φό­τε­ρες. Τὴ συν­τρο­φι­κό­τη­τα ἤ­θε­λα, τὴ ζε­στα­σιὰ στὸ κρε­βά­τι μου ἀ­πο­ζη­τοῦ­σα, αὐ­τό μοῦ ἔ­λει­πε μό­νο ἀ­π’ τὴ ζω­ή μου καὶ αὐ­τὸ ἀ­γό­ρα­ζα μὲ χί­λια εὐ­ρὼ τὸν μή­να, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σω νὰ κοι­μη­θῶ. Ἀ­κρι­βὸ ἢ φθη­νὸ δὲν ξέ­ρω, ἐ­μέ­να αὐ­τὸ μοῦ ’­λει­πε, ὄ­χι τὰ χρή­μα­τα. Πο­λὺ γρή­γο­ρα κα­τά­λα­βε κι ἐ­κεί­νη πὼς ἦ­ταν ἡ πιὸ εὔ­κο­λη δου­λειὰ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βρεῖ: χί­λια εὐ­ρὼ τὸν μή­να γιὰ νὰ κοι­μᾶ­ται ἁ­πλῶς δί­πλα σ’ ἕ­ναν ἀ­να­σφα­λῆ, χω­ρι­σμέ­νο, κου­ρα­σμέ­νο ἐρ­γέ­νη. Κι ὁ ὕ­πνος μου ἔ­γι­νε ἤ­ρε­μος κι ἐ­γὼ ἀ­μέ­σως ἄρ­χι­σα νὰ νι­ώ­θω κα­λύ­τε­ρα. Καὶ στὴ δου­λειά μου ἔ­γι­να ἀ­πο­δο­τι­κό­τε­ρος καὶ μὲ τοὺς φί­λους μου πιὸ εὐ­δι­ά­θε­τος καὶ στὶς γυ­ναῖ­κες πιὸ πε­ρι­ζή­τη­τος. Καὶ σὰν πα­τέ­ρας ἔ­γι­να κα­λύ­τε­ρος, τὶς ὧ­ρες ποὺ περ­νοῦ­σα μὲ τὴ μι­κρή μου. Ἡ ἰ­δέ­α νὰ προσ­λά­βω γυ­ναί­κα γιὰ συν­τρο­φιὰ ὕ­πνου ἀ­πέ­δι­δε ἐ­ξαι­ρε­τι­κά. Ἤ­μουν πάν­τα κα­λὸς στὴ δι­α­χεί­ρι­ση τῶν προ­βλη­μά­των.

 

Ὥ­σπου ἕ­να βρά­δυ, πε­ρί­που δύ­ο μῆ­νες με­τά, δὲν χτύ­πη­σε τὸ κου­δού­νι τῆς ἐ­ξώ­πορ­τας στὶς δώ­δε­κα καὶ ἡ Μά­ριον δὲν φά­νη­κε. Τὴν πῆ­ρα στὸ κι­νη­τό της, ὅ­μως τό ’­χε κλει­στό. Ἀ­νη­σύ­χη­σα καὶ δὲν κοι­μή­θη­κα κα­θό­λου ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ. Ἀλ­λὰ δὲν ἦρ­θε οὔ­τε τὸ ἑ­πό­με­νο, οὔ­τε κα­νέ­να ἄλ­λο βρά­δυ καὶ τὸ τη­λέ­φω­νό της ἦ­ταν μο­νί­μως κλει­στὸ κι ἐ­γὼ ἔ­πα­ψα νὰ κοι­μᾶ­μαι τὰ βρά­δια χω­ρὶς τὴν ἀγ­κα­λιά της.

Καὶ ἀ­φοῦ ἀ­πο­γο­η­τεύ­τη­κα, ἔ­βα­λα ξα­νὰ τὴν ἴ­δια ἀγ­γε­λί­α καὶ συ­ναν­τή­θη­κα μὲ και­νούρ­γι­ες κο­πέ­λες γιὰ δι­ε­ρευ­νη­τι­κὲς συ­ζη­τή­σεις. Δο­κί­μα­σα νὰ κοι­μη­θῶ μὲ δύ­ο ἀ­πὸ αὐ­τές, ἀλ­λὰ δὲν προ­σέ­λα­βα κα­μί­α, για­τὶ δὲν μοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου ἡ ἀγ­κα­λιά τους καὶ τὸ ἀ­φρό­λου­τρο δὲν κα­τά­φε­ρε νὰ κρύ­ψει τὴ μυ­ρω­διά τους – ἡ μί­α μά­λι­στα ἀ­νά­σαι­νε ἐ­κνευ­ρι­στι­κὰ βα­ριά. Καὶ τώ­ρα ἔ­χω πά­λι μέ­ρες νὰ κοι­μη­θῶ σὰν ἄν­θρω­πος κι εἶ­ναι νὰ σπά­σει τὸ κε­φά­λι μου καὶ κα­πνί­ζω ὅ­λες τὶς νύ­χτες νευ­ρι­κὰ βλέ­πον­τας τη­λε­ό­ρα­ση.

Σή­με­ρα τὸ πρω­ὶ στὶς ὀ­κτὼ ἀ­κρι­βῶς χτύ­πη­σε τὸ κου­δού­νι κι ἕ­νας πι­τσι­ρι­κὰς ἀ­πὸ κού­ριερ μοῦ πα­ρέ­δω­σε ἕ­ναν φά­κε­λο. Τὸν ἄ­νοι­ξα καὶ βρῆ­κα μέ­σα ἕ­να ση­μεί­ω­μα: «Δὲν κά­νουν χί­λια εὐ­ρὼ τὸν μή­να οἱ ἀ­λη­θι­νὲς ἀγ­κα­λι­ές. Δω­ρε­ὰν εἶ­ναι.» Μα­ζὶ εἶ­χε σὲ μιὰ δε­σμί­δα ὅ­λα τὰ λε­φτὰ ποὺ τῆς εἶ­χα δώ­σει. Ἔ­χει κλει­στὸ πά­λι τὸ κι­νη­τό, καὶ τώ­ρα ἦρ­θα ἐ­δῶ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα, ἀλ­λὰ ζο­ρί­ζο­μαι, για­τί δὲν ξέ­ρω πῶς νὰ γρά­ψω στὴν ἀγ­γε­λί­α αὐ­τὸ ποὺ θέ­λω νὰ τῆς πῶ.

 

Πη­γή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ Φό­βος Κα­νέ­νας. 29 Μικροδιηγήματα (Openbook, 2015).

Γιά­ννης Φαρ­σά­ρης (Ἱ­ε­ρά­πε­τρα, 1973). Σπού­δα­σε Ἐ­πι­στή­μη Ὑ­πο­λο­γι­στῶν στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Κρή­της, Ἐκ­παί­δευ­ση Ἐ­νη­λί­κων στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Πλη­ρο­φο­ρι­κῆς. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὴν ἀ­νοι­κτὴ βι­βλι­ο­θή­κη OPENBOOK καὶ συμ­με­τέ­χει στὴν ὁ­μά­δα ἔκ­δο­σης τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Fractal. Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο του Φό­βος Κα­νέ­νας (Openbook, 2015). Ζεῖ στὸ Ἡ­ρά­κλει­ο Κρή­της καὶ δι­α­δι­κτυα­κὰ στὸ www.open-sesame.me

 

ΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

Α.Να εντοπίσετε το ερώτημα και το θέμα του κειμένου.Μ.4

Β.Να αναφερθείτε στην ανάγκη για συντροφικότητα σε έναν κόσμο που οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι πια δεδομένες και όπου οι επιλογές των ανθρώπων δεν κρίνονται ούτε παρεξηγούνται,έτσι όπως αυτό διαφαίνεται στη συμπεριφορά των προσώπων του κειμένου.Να χρησιμοποιήσετε τέσσερις διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες για την απάντησή σας ,δύο δείκτες μορφής και δύο περιεχομένου.Μ.8

Γ.Ποια είναι η προσωπική σας τοποθέτηση για τις ανθρώπινες σχέσεις σε αυτόν τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας;Υπάρχουν αναλλοίωτοι ψυχικοί προσανατολισμοί,όπως η αγάπη και η φιλία;Μ.4

ΑΚΟΜΑ; ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Κωνσταντίνος Θεοτόκης 

Ακόμα;

Το λιτρουβιό άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στην καπνούρα που ανάδινε η στια.Το λιθάρι έτριζε, η ζιφταριά εσούρωνε λάδι. Τρεις από τους συντρόφους εδουλεύαν, δύο άλλοι εκοιμόνταν κατά γης απάνου στα λιόστα. Είταν μεσάνυχτα και κρύο.

Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ώς σαράντα χρονώ, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγγούνι και πλατοβράκι. Εφαινότουν ταραγμένος.

«Καλή σπέρα Θοδόση» του είπαν «εβάρεσες κουνάδια;»

«Καλή σπέρα» αποκρίθηκε «πού είναι ο Κούρκουπος;»

«Αυτού πέρα κοιμάται» έκαμε ένας από τους δουλευτάδες, άντρας μεσόκοπος και πού είταν,καθώς λέγουν, του λιτρουβιού ο καραβοκύρης. Κ’ επρόσθεσε.

«Κούρκουπε, ξύπνα. Ο ξάδερφος σου».

Αλλά ο Κούρκουπος δεν ξυπνούσε: είχε βαρύν ύπνο·και ο Θοδόσης επήγε σιμά του και τον εσκούντησε με το πόδι.

«Τι είναι;» έκαμε μισοκοιμισμένος. «Τώρα,τώρα επλάγιασα.Ήρθε κιόλας το αλλάγι μου;»

«Ξύπνα·η γυναίκα σου σε θέλει·είμουν για κουνάδια και την είδα.»

Ο Κούρουπος εσηκώθηκε αμέσως ανήσυχος.

Είτουν νέος ώς εικοσιπέντε χρονώ· όμορφος όχι· μα το ανάβλεμμά του έδειχνε πολλή καλοσύνη. Κι αυτός είτουν χωριάτικα ντυμένος, λιγδερός από τα λάδια, και με κορμί μαζωμένο λίγο από την άκοπη εργασία.

Οι δυο άντρες εβγήκαν αντάμα. Το χωριό εκοιμότουν. Η αστροφεγγιά εφώτιζε το δρόμο.Κάπου κάπου σκύλος τους αλυχτούσε.

«Τι τρέχει;» ερώτησε ο Κούρκουπος σκιασμένος.

Ο άλλος δεν απολογήθη. Σιωπηλά εφτάσαν βιαστικοί στη γειτονιά τους. Ο Κούρκουπος έτρεξε στο σπίτι του, αλλά εβρήκε την πόρτα μανταλωμένην απ’ όξω.

«Πού είναι;» ερώτησε ντροπιασμένος.

«Πέρα στους Έρμονες» του απάντησεν ο Θοδόσης· και χωρίς άλλο λόγο εκίνησε προς τον κατήφορο. Ο άλλος ακολούθησε· κρύος ίδρος επερίχυνε τα μέλη του· οι πλάτες του επαγώναν·είχε χάσει την ομιλιά του.

Εκατεβήκαν στο στενό μονοπάτι προς τη θάλασσα. Ο τόπος είτουν έρημος. Τα βουνά ορθωμένα, ανακατωμένα και απόγκρεμα, εφαινόνταν την ώρα εκείνη μαύρα· το νερό του τράφου έβραζε με τις πέτρες. Στο τρίστρατο του φουρκισμένου εσταθήκαν κ’ εκρυφτήκαν πίσω από ένα βράχο. Ο Κούρκουπος εκάθισε, γιατί τα γόνατα του ετρέμαν, ο άλλος τον κοίταξε ζητώντας να

μαντέψει την όψη του στο σκοτάδι. Ανάμειναν κι αφοκραζόνταν·

Οι φτερωτές των μύλων εγύριζαν άκοπα κ’ εφτάναν στ’ αυτιά τους τα τραγούδια των μυλωνάδων, μαζί με τη βοή του νερού και με τα λαλήματα τα πρώτα του κοκόρου.

1 λιτρουβιό: ελαιοτριβείο. 2 στια: τζάκι. 3 ζιφταριά: ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού. 4 λιόστα: τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου. 5 σεγγούνι: γιλέκο από χοντρό ύφασμα. 6 κουνάδια: κουνάβι: μικρό σαρκοφάγο θηλαστικό. 7 αλλάγι: βάρδια.

 

Ξάφνως οι σκύλοι εμούγκρισαν, αλλά ο Θοδόσης τους ησύχασε μ’ ένα νόημα κ’ εμουρμούρισε: — «Να την. Πάρε.» Και του έβαλε το καριοφύλι στο χέρι.

Ένας ίσκιος τους επλησίαζε ανεβαίνοντας το ρόβολο. Μηχανικά ο Κούρκουπος επήρε το ντουφέκι και εσήκωσε το λύκο. Τα μάτια του είταν καρφωμένα απάνου στον άνθρωπο, που τώρα εδιάβαινε βιαστικά σιμά τους. Οι σκύλοι δεν εσάλεψαν. Κι ο Κούρκουπος αναστέναξε βαθιά κ’είπε αλαφρωμένος ποθώνοντας

το όπλο.

«Είναι άντρας».

«Είναι αντρίκια ντυμένη· οι σκύλοι την εγνώρισαν. Χτύπα».

Δεν υπάκουσε, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει.

«Είναι αντρίκια ντυμένη» του ματάειπε ανυπόμονα. «Την είδα να κατεβαίνει».

Και με τα λόγια τούτα του απόσβησε κάθε ελπίδα. Ο Κούρκουπος εκατάλαβε μέσα του, πως μελλάμενο του είταν να γένει φονιάς· και η σκέψη τούτη είταν τρομερή τόσο για τον καλόν άνθρωπο που ενικούσε και την οργή και τη θλίψη του.

Εκείνη ωστόσο εμάκραινε κ’ είτουν έτοιμη να πάρει το γύρισμα του δρόμου.

«Τι προσμένεις; Μας έφυγε. Αυτή είναι». Του ‘πε με βραχνή φωνή ο Θοδόσης. «Μας εντροπιάσατε».Κ’ έκαμε να του αρπάξει το ντουφέκι.

«Εσύ δε θα τη σκοτώσεις!» Κ’εφώναξε αποφασισμένος:

«Γυναίκα, στάσου·ειδεμή…»

Μα εκείνη εβάλθη να τρέχει όσο εδύνοτουν, και μια στιγμή την έχασαν από μπρος τους.

«Είδες, είδες; φεύγει η άτιμη» είπε ο Θοδόσης.

Κ’ εριχτήκαν με μιας κ’ οι δύο κατόπι της, και οι σκύλοι την εκυνήγησαν αλυχτώντας.

Αφού επροσπέρασαν το γύρισμα την είδαν πάλι σιμά τους. Κι ο Κούρκουπος οργισμένος τώρα της εφώναξε: «Στάσου, στάσου». Ενώ ο άλλος του ’λεγε.

«Τράβα της· τέλειωνε».

Μα ο Κούρκουπος δεν άκουε τίποτις· ήθελε τώρα να μάθει τη ντροπή του από το στόμα της· και, χωρίς να σταθούν, την εξάτρεξε ολόγυρα και την επρόφτασε τέλος προς τα έμπα του χωριού, και την άδραξε από τα μαλλιά και την έβαλε κάτου.

Εκείνη έριξε ψιλή φωνή.

« Όχι εδώ» του ’πε ο Θοδόσης· «θα ξυπνήσει ο κόσμος. Δος μου το ντουφέκι να μη βρεθεί στα χέρια σου».

Και ο Κούρκουπος υπάκουσε· του απάφησε το όπλο˙ και εσήκωσε την τρομαγμένη γυναίκα στα δυο χέρια και την έσυρε στο σπίτι.

Άνοιξε η ίδια, γιατί είχε τα κλειδιά, με κρύα καρδιά· και το αντρόγυνο εμπήκαν μέσα μοναχοί τους. Αυτός έκλεισε με βιά την πόρτα.

Έμειναν για μια στιγμή χωρίς φως, κ’ εφοβηθήκαν κ’ οι δυο τους. Καθώς όμως είτουν μαθημένη έβαλε προσανάμματα στη στια που εκρουφόκαιγε στην ογνήστρα και με μιας έλαμψε το σπίτι.

Το πρόσωπο του Κούρκουπου είταν συγνεφιασμένο· βλέποντάς τον ελίγωσεν η γυναίκα κ’εκάθισε χάμου.

Έφαινότουν μικρή στ’ αντρίκια φορέματα που μολογούσαν το έγκλημά της· και κοιτάζοντάς την τον επαραπήρε ή χολή, τα φρένα του εσκοτιστήκαν, μια στιγμή ακόμα ετσώπασε, κ’ ύστερα με βαθύ ανασασμό της είπε:

«Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα πού είσουν;»

Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρίχιασε· εξέταζε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας· και του παρουσιάστη στην όψη ένας κόπιδας που τον άδραξε αμέσως. Εβρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας.

«Πού είσουν; πού είσουν;»

Κι όσο εκείνη από τρομάρα κ’ έλεγχος δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε,τόσο την ετυραγνούσε·κ’ έκατάλαβε η άτυχη πως είταν τώρα το τέλος της.

«Έλεος, έλεος» είπε· «αμαρτωλή είμαι·μα είμαι έγκυα·δικό σου είναι το παιδί, μα το θεό!»

Έμεινε ο Κούρκουπος·εγίνη κίτρινος·ο λόγος της τον εξαρμάτωνε.

Η στια είχε πέσει,εκείνη έκλαιγε θερμά·όξω εξημέρωνε.

Κι ο Θοδόσης που’χε παραμονέψει εχτύπησε μ’ορμή βαριά την πόρτα·κ’ είπε: «Ακόμα;ακόμα;»

Και σαν απάντηση ακουστήκαν φωνές από μέσα.

«Έλεος,έλεος,το παιδί σου.Απάνθρωπε,με σκότωσες!»και δυνατά όσο εδυνότουν: — «Βοήθεια, βοήθεια!… Α!»

Κ’υστέρα άκρα σιωπή.

Τότες όμως ανοιχτήκαν τ’άλλα σπίτια,κ’εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, ανταριασμένοι,κ’εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά,ρωτώντας τί τρέχει·κι αφοκραστήκαν το πνιμένο ρουχαλητό που έβγαινε τώρα από μέσα.

Ο Θοδόσης τους αποκρίθηκε: — «Την εσκότωσε».

Κ.Θεοτόκης 

8 ρόβολο: κατηφόρα. 9 ποθώνοντας: ακουμπώντας κάτω. 10 ογνήστρα: τζάκι 

 

ΘΕΜΑΤΑ 

1.Να εντοπίσετε το ερώτημα και το θέμα του κειμένου.Μ.4

2.Να σχολιάσετε τους παρακάτω κειμενικούς δείκτες και να γράψετε τη λειτουργία τους.Μ.6

α.Λεξιλόγιο

β.Διάλογος

γ.Εικονοποιία

δ.Αφήγηση

ε.Αφηγητής

στ:Χαρακτήρες

3.Πώς θα σχολιάζατε τον ρόλο του κοινωνικού περίγυρου και ποια θα ήταν η προσωπική σας στάση, αν ήσασταν μέλος αυτού του περίγυρου, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της εποχής; Μ.5

 

 

 

Η ΝΙΛΟΥΦΕΡ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης,Δημήτρης Φύσσας(για τα ανθρώπινα δικαιώματα)
Η ιστορία του Ψηλοπαναγιώτη
(Ο αφηγητής κατάγεται από την Πάτρα και είναι εξόριστος στη Μακρόνησο στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα(1945-1949).Εκεί ξαναβρίσκει ένα παλιό του εχθρό ο οποίος στην Κατοχή ήταν συνεργάτης των Γερμανών,ενώ ο αφηγητής ανήκε στην ΕΠΟΝ ,την αντιστασιακή νεολαία εναντίον του κατακτητή.Αφηγείται σε ένα δημοσιογράφο,πολλά χρόνια αργότερα,τα βασανιστήρια που υπέστη εκεί για να δηλώσει ότι αποποιείται την ιδεολογία του).

“Άκου ,λοιπόν,τι έπαθα στη συνέχεια εγώ, “χωρίς βία” φυσικά.Πάνω στους δύο μήνες που την είχα βγάλει σχετικά καθαρή μετά από κάνα δυο “φύλακες γρηγορείτε”,μαρτιάτικα,νύχτα,τους άκουσα.Άκουσα τα βήματά τους.Στάθηκαν έξω από τη σκηνή.Ξυπνήσαμε όλοι,πιαστήκαμε χέρι χέρι.Ήταν εκείνο το τομάρι,ο λοχίας ο Λαμπρόπουλος.Τον ήξερα από την Πάτρα,κατάλαβα τη φωνή.Ήτανε χίτης,σκληρός χίτης [συνεργάτης των Γερμανών επί κατοχής],όχι γιαλαντζή.Είχαμε λογοφέρει,αντράκια το ΄45,μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.Στα Ψηλά Αλώνια.Τον είχα δει και νωρίτερα στις αγγαρείες,δεν ήξερα όμως ότι με είχε γνωρίσει κι αυτός.
Μου φώναζε στο άνοιγμα της σκηνής κάπως σιγά,για να μην ξυπνήσουν οι άλλες σκηνές: “Ψηλοπαναγιώτη,για σένα ήρθαμε,βγες έξω”.Όπως δεν απάντησα αμέσως,ξανάπε: “Βγες με το καλό,γιατί θα κόψουμε τις δέστρες με το μαχαίρι και θα μπούμε στη σκηνή να τα σπάσουμ’όλα”.Βγήκα-είχανε μαχαίρι,δεν είχανε,ποιος το ξέρει.Σίγουρα είχανε ρόπαλα.Κρύο,χωρίς φεγγάρι.Ήταν τέσσερις.Είχανε φακό κι ένα κλεφτοφάναρο.Με πεδικλώσανε σα ζώο μην τους φύγω μες στο σκοτάδι (πού να πάω;)και με πήρανε.Μου δώσανε να κουβαλάω πασσάλους μεταλλικούς.Και μαζί μια βαριά.Κι αυτός μου είπε: “Θα καλοπεράσεις εδώ που’ρθες.Πώς και πώς τους περιμένω τους δικούς μας”.Και εννοούσε τους Πατρινούς.
Περπατήσαμε πέρα από το, πολυβολείο πάνω στο λόφο.Με βάλανε και κάρφωσα δύο πασσάλους στο χώμα ,στο ενάμιση μέτρο,κάθετους σε απόσταση κάτι παραπάνω από ένα μέτρο.Ανέβηκα σε ένα κιβώτιο για να μπορώ να χτυπάω τους πασσάλους με τη βαριά.Όταν τους έμπηξα καλά , με βάλανε κι έδεσα πάνω τους τον τρίτο οριζόντιο.Με σύρμα τον έδεσα γερά.Σχηματίστηκε ἐνα Π ,κατάλαβες;Μετά με υποχρέωσαν να γδυθώ και να μείνω μονάχα με το σώβρακο.Πάνω σ’αυτό το Π με δέσανε όρθιο με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά,με σκοινιά,να τους αντικρίζω,και μου’πε ο Λαπρόπουλος. “Τώρα θα πεθάνεις.Δε σου ζητάμε δήλωση.Είν’αργά τώρα.Μέχρι χτες μπορούσες.Τώρα πάει.Και να το ζητήσεις τώρα,δε μετράει.Ετοιμάσου να πεθάνεις.Δεν τους είπα τίποτα.
Όρμησε πρώτος αυτός μη χάσει και δε δώσει το καλό παράδειγμα,μετά οι άλλοι.Με τσακίσανε με τα ρόπαλα,με κλοτσιές,άτσαλα και παντού.Δεν ξέρω πόση ώρα με χτυπάγανε,οι πόνοι ήταν σ’ όλο μου το κορμί,αβάσταχτοι.Πονούσε το κεφάλι,τα δόντια,τα γόνατα,τα μπράτσα.η κοιλιά.Πιο πολύ τα πλευρά και τα ακροπόδαρα.Πηδάγανε πάνω στις πατούσες μου.Θυμαάμαι σαν τώρα τα μηλίγγια να πάνε να σπάσουνε από τον πόνο.Θυμαάμαι τον ήχο που έκαναν τα ρόπαλα σφυρίζοντας.Ένα ή δυο ρόπαλα σπάσανε,αυτοί που μείνανε δίχως ρόπαλα πήρανε πέτρες και συνεχίζανε.Οι οποίες πέτρες μου σκίζανε και το δέρμα.Δόντια σπάσανε,μάγουλα σκίστηκαν,χείλια χτυπημένα και ματωμένα,μέσα κι έξω,ένιωθα το αίμα στο στόμα μου,το’ φτυνα.’Αλλο αίμα έσταζε στα μάτια από το κεφάλι κι απ’ το μέτωπο.Χτυπώντας με βρίζανε κιόλας……
Τους έβλεπα στο φως του κλεφτοφάναρου που ορμάγανε ένας ένας και δέρνανε με τη σειρά.Όσο τα μάτια μου βλέπανε.Μετά δεν έβλεπα.Απ’ το αίμα.απ’ το κλάμα,απ’ το πρήξιμο.Έδερνε ο ένας,κουραζόταν,λαχάνιαζε-ερχότανε μετά ο άλλος.Τρεις σειρές τις θυμάμαι.Τρεις τέσσερις δώδεκα.Μετά έχασα το λογαριασμό.Ορμάγανε κι από πίσω.Χτυπάγανε κι από πίσω που δεν τους έβλεπα,στην πλάτη πιο πολύ και στο σβέρκο και στα πόδια.Μονάχα πόνος.Πόναγα πολύ στα σπλάχνα,στα πλευρά,θυμάμαι δεν μπορούσα να ανασάνω,το αίμα έτρεχε στο λαρύγγι.Τα χέρια μου και τα πόδια μου έπαψα να τα ορίζω,το κορμί μου κρέμασε.Μπορεί και να’ χα χάσει τις αισθήσεις μου,δεν ξέρω.
Με λύσανε,το θυμάμαι αυτό,σωριάστηκα μπρούμυτα.συνεχίσανε κλοτσώντας.Κλοτσάγανε και πατάγανε.Έπαψα ν’ αντιδρώ,να μπορώ να δω,ν’ ακούω τι λένε.Μονάχα πόναγα.Τους άκουγα λαχανιασμένους από την προσπάθεια.Κάτι λέγανε,αλλά δεν ένιωθα.Σα μουρμούρισμα μακρινό το άκουγα,σαν απόηχο.Πονάγανε και τ’ αφτιά μου.Κάποτε με παρατήσανε κι έφυγαν,μιλάγανε φεύγοντας,πάλι δεν καταλάβαινα τι λέγανε.Κρύωνα και πονούσα.Σίγουρα έχανα τις αισθήσεις μου και τις ξανάβρισκα.Όλα μου τα κομμάτια θέλανε να πεταχτούνε έξω από το κορμί……..
Ξύπνησα σε νοσοκομείο στην Αθήνα,μου είπαν…Δυο μήνες και δυο εγχειρήσεις χρειαστήκανε γαι να γίνω κάπως καλά.Άλλοι γιατροί με βλέπαν με συμπάθεια,άλλοι λέγανε “και λίγα σου κάνανε”.Από τότε μέχρι σήμερα έχω κουσούρια πολλά,απορώ καμιά φορά πώς έζησα τόσο και πρόλαβα να γεράσω.Και το δεξί πόδι το σέρνω,ποτέ δεν ξανάγινε όπως ήτανε.
Όταν με ξανάφερε το καΐκι,με το δεκανίκι ακόμα στην αρχή,με περίμενε στο λιμανάκι ο Λαμπρόπουλος. “Το βράδυ ετοιμάσου,Ψηλοπαναγιώτη”,μου λέει. “ Μια φορά τη γλύτωσες,δεύτερη δεν έχει.Τα ρόπαλα σπάσανε,το δεκανίκι σου θ’ αντέξει.Μ’ αυτό θα σου σπάσω το κεφάλι.Και σου’ χω και τανάλια για τα νύχια,την άλλη φορά την ξεχάσαμε και δε στα βγάλαμε”.Κι έβγαλε από την τσέπη του μια τανάλια και μου την έδειξε.Ε,πήγα κατευθείαν στο διοικητήριο,κούτσα κούτσα, “υπογράφω ό,τι θέλετε”,λέω στον υπασπιστή.Δεν μπορούσα δεύτερη φορά βασανιστήρια,μία ήταν αρκετή.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

1η δραστηριότητα

α.Να εντοπίσετε τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα πρόσωπα στο κείμενο.Να αιτιολογήσετε τις φωνές και τις σιωπές τους.Μ.15
β.Να σχολιάσετε το σκηνικό του κειμένου έτσι όπως στήνεται βήμα βήμα και να το συγκρίνετε με την αντίστοιχη σκηνή της Σταύρωσης του Χριστού.Ποια κοινά σημεία εντοπίζετε;Μ.15

2η δραστηριότητα

α.Να προσδιορίσετε το είδος του αφηγητή από κάθε άποψη.Μ.5
β.Να σχολιάσετε τον τρόπο γραφής του κειμένου (μικρές προτάσεις,ολιγολογία),να αιτιολογήσετε την επιλογή του συγγραφέα και να δηλώσετε το ύφος της γραφής του.Μ.10
γ.Να εντοπίσετε στο κείμενο τρεις εικόνες και τρεις επαναλήψεις και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους.Μ.15

3η δραστηριότητα

α.Να αξιολογήσετε τη στάση και τη συμπεριφορά των βασανιστών σύμφωνα με το εμφυλιοπολεμικό κλίμα της εποχής και τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες.Τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό που διαμόρφωσε έτσι αυτούς τους ανθρώπους και τους προσέδωσε αυτά τα χαρακτηριστικά απανθρωπιάς και βαναυσότητας;Να αναπτύξετε την άποψή σας σε 150 λέξεις.Μ.20
β.Να γράψετε μια παράγραφο 150 λέξεων σαν να ήσασταν εσείς στη θέση του βασανιζόμενου, σωματικά και ψυχικά.Ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις σας,τι θα σκεφτόσασταν,τι θα κάνατε στη συνέχεια της ζωής σας;Μ.20