ΟΙ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΖΕΛΑ

ΟΙ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΖΕΛΑ

ΦΡΑΝΚ ΜΑΚ ΚΟΡΤ

(ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ)

ΕΙΔΑΓΩΓΉ

Ο μικρός Φρανκ είναι ένα φτωχό αγόρι που ζει σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της επαρχιακής πόλης Λίμερικ της Ιρλανδίας.Η οικογένειά του είναι πάμφτωχη,ο πατέρας αλκοολικός και στην οικογένεια υπάρχουν άλλα τρία παιδιά τα οποία φυτοζωούν,αφού δεν μπορούν να μεγαλώσουν όπως αρμόζει σε παιδιά.Εκτός αυτών η Καθολική Εκκλησία τρομοκρατεί συνεχώς τους ανθρώπους της πόλης με την αιώνια τιμωρία και την κόλαση,αν δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες της εκκλησίας.Το σχολείο φυσικά δεν πάει πίσω.Το ξύλο και οι βαριές ποινές είναι στο καθημερινό ωρολόγιο πρόγραμμα…

 

Στο Δημοτικό σχολείο του Λίμι (Λίμερικ) υπάρχουν εφτά ιεροδιδάσκαλοι και όλοι τους έχουν δερμάτινες λουρίδες,καλάμια και βέργες από δαμασκηνιά.Σε χτυπούν με τις βέργες στους ώμους,τον πισινό, τα πόδια και πιο συχνά απ’ όλα στα χέρια.Σε χτυπούν όταν αργείς στο μάθημα,όταν η μύτη του μολυβιού σου δεν είναι καλά ξυσμένη,όταν γελάς,όταν μιλάς κι όταν δεν ξέρεις κάτι.

Σε χτυπούν όταν δεν ξέρεις γιατί ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο,όταν δεν ξέρεις τον προστάτη άγιο του Λίμερικ,όταν δεν μπορείς να πεις το “Πιστεύω”,όταν δεν ξέρεις πόσο κάνει φεκαεννιά συν σαράντα εφτά ,όταν δεν ξέρεις πόσο κάνει σαράντα εφτά μείον δεκαεννιά,αν δεν ξέρεις τις κυριότερες πόλεις και τα προϊόντα και των τριαντα δύο κομητειών της Ιρλανδίας,αν δεν μπορείς να βρεις τη Βουλγαρία στον χάρτη που κρέμεται στον τοίχο γεμάτος φτυσιές,μύξες και πιτσίλες μελάνι που έχουν πετάξει επάνω του εξοργισμένοι μαθητές που αποβλήθηκαν για πάντα από το σχολείο.

Σε χτυπούν όταν δεν μπορείς να πεις το όνομά σου στα ιρλανδικά,όταν δεν μπορείς να πεις το “Αβε Μαρία” στα ιρλανδικά κι όταν δεν μμπορείς να ζητήσεις να πας στην τουαλέτα στα ιρλανδικά.

Βοηθάει πολύ να ακούς τα παιδιά από μεγαλύτερες τάξεις.Μπορούν να σου δώσουν πληροφορίες για τον δάσκαλο που έχεις στην τάξη σου,τι του αρέσει και τι σιχαίνεται. 

Ακόμη κι όταν σου δίνουν έξι ξυλιές στο κάθε χέρι με τη σανίδα από φλαμουριά ή τη βέργα από δαμασκηνιά με τους ρόζους εσύ δεν πρέπει να βάλεις τα κλάματα.Θα είσαι γυναικούλα.Υπάρχουν αγόρια που μπορούν να σε περιγελάσουν και να σε κοροϊδέψουν έξω στον δρόμο,αλλά ακόμη κι αυτά πρέπει να προσέχουν,επειδή θα έρθει κάποια μέρα που ο δάσκαλος θα χτυπήσει εκείνα με τη βέργα και τότε θα πρέπει να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους στις κόγχες των ματιών τους ,αλλιώς θα ντρέπονται για πάντα.Μερικά παιδιά λένε ότι είναι καλύτερα να κλάψεις,επειδή αυτό ευχαριστεί τους δασκάλους.Αν δεν κλάψεις,τότε οι δάσκαλοι σε μισούν επειδή τους έχεις κάνει να φανούν αδύναμοι μπροστά σε όλη την τάξη και μέσα τους υπόσχονται ότι την επόμενη φορά θα σε κάνουν να χύσεις δάκρυα ή αίμα ή και τα δύο.

Τα μεγάλα παιδιά της πέμπτης τάξης λένε ότι στον κύριο Ο’ Ντία αρέσει να σε αρπάζει μπροστά σε όλη την τάξη,να στέκεται πίσω σου , να σε βουτάει από τις φαβορίτες και να σε σηκώνει από αυτές.Όρθιος,όρθιος ,λέει, μέχρι που εσύ πατάς στις μύτες των ποδιών σου και τα μάτια σου έχουν γεμίσει δάκρυα.Δεν θέλεις τα παιδιά στην τάξη να σε δουν να κλαις,αλλά το τράβηγμα από τις φαβορίτες φέρνει δάκρυα,άσχετα με το αν σου αρέσει ή όχι,κι αυτό αρέσει στον δάσκαλο.Ο κύριος Ο’ Ντία είναι ο μόνος δάσκαλος που μπορεί να φέρει πάντα δάκρυα από ντροπή.

Είναι καλύτερα να μην κλάψεις,γιατί πρέπει να συνεχίσεις να είσαι στο σχολείο με τα παιδιά και δεν θέλεις να χαρίσεις ικανοποίηση στους δασκάλους.

Αν ο δάσκαλος σε χτυπήσει,δεν υπάρχει λόγος να διαμαρτυρηθείς στον πατέρα σου ή στη μητέρα σου.Λένε πάντα,Σου άξιζε.Μην κάνεις σαν μωρό.

 

ΘΕΜΑΤΑ

1.Ποιος πιστεύετε ότι ήταν ο στόχος των αυστηρών τιμωριών και γενικά της σκληρής συμπεριφοράς των δασκάλων προς τα παιδιά του σχολείου; 

2.Θεωρείτε ότι η συμπεριφορά των δασκάλων σχετίζεται με τη χαμηλή κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν τα παιδιά του συγκεκριμένου σχολείου; 

3.Με ποιους κειμενικούς δείκτες θα στηρίζατε την απάντησή σας για τις αιτίες της αντίδρασης των παιδιών απέναντι στις τιμωρίες των δασκάλων;      

 

 

Η ΚΕΡΟΔΟΣΙΑ (ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ)

Η ΚΕΡΟΔΟΣΙΑ (ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ)

ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ (ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΙΒΛΙΟ)

Εισαγωγή

Βρισκόμαστε στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο,στο Ανατολικό Μέτωπο και οι στρατιώτες είναι μήνες μέσα στα χαρακώματα και στα αμπρί,στα πρόχειρα κουβούκλια που έχουν κατασκευάσει και εκεί μένουν.

Ο Τζανής είναι ένας νεαρός στρατιώτης γιος παπά και θρησκευόμενος.Πλησιάζει Πάσχα στα χαρακώματα και ο Τζανής λέει στους άλλους:

-Θα σας πω κάτι που θα γελάσετε.Αγόρασα από την καντίνα του Συντάγματος δέκα μικρά σπαρματσέτα ,ν΄ανάψουμε για την κεροδοσιά του Πάσχα.Τα ε΄χω τυλιγμένα εκεί μέσα στο κουτί της μουτσούνας που βάζουμε το αλατοπίπερο.Κάναμε χαρές γι αυτό.Ο Φύκος που ήταν από την Αγιάσσο θυμήθηκε τη μεγάλη κεροδοσιά της Λαμπρής,που γίνεται στο μεγάλο πρόκλιτο της Παναγιάς της Αγιασσοτούλας.Κατεβαίνουν όλες οι κοπέλες με τα μεταξωτά τους τα σαλβάρια και με τα φλουριά και με τις στολισμένες λαμπάδες τους.Κορδέλλες ασπρες και κόκκινες και γαλάζιες και άσπρα λουλούδια.Και σα γίνει η κεροδοσιά,ανάβουν όλες τους,χιλιάδες κοπέλλες,και φέγγουν μόνο τα όμορφα πρόσωπά τους και τα φλουριά τους μέσα στη νύχτα.Τα παλικάρια αδειάζουν τα ντουφέκια κι οι κοπέλλες ξεφωνίζουν τρομαγμένες.Τα φαρδιά σαλβάρια τους τρίζουν μέσα στην εκκλησία,σαν το σούσουρο που κάνουν οι φυλλωσιές ή τα μικρά κύματα σαν σέρνονται στην άμμο.

Λοιπόν θα μας έλεγε ο Τζανής όλη την Ακολουθία του Πάσχα και θα λέγαμε όλοι μαζί το Χριστός Ανέστη.Θα ανάβαμε και τα σπαρματσέτα,να κάνουμε την κεροδοσιά,να φεγγοβολήσει το αμπρί.

-Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός!!!

Ο Τζανής συγκινήθηκε πολύ με τον ενθουσιασμό μας.

Ζωντάνευε τα παλιά τροπάρια με τη ζεστή φωνή του,που έτρεμε ελαφριά από το μυστικό ρίγος και τη φλογερή πίστη.Και τότες ακούσαμε από πιο κοντά τις μακρινές καμπάνες της Ελλάδας,και η μοσκοβολιά της θρησκείας της αγάπης απλώθηκε ως μέσα στο λασπωμένο μας χαράκωμα.Τα χελιδόνια του νησιού,τα χελιδόνια της θάλασσας,κελαϊδούσανε πιο σιμά,πιο σιμά.

Αχ ήταν έξοχος ο γιος του παπά.Τα μάτια του έλαμπαν από έναν περίεργο ενθουσιασμό,σχεδόν διονυσιακό.Έλαμπαν τόσο που ένιωθα το γαλάζιο φως τους να φέγγει μέσα σε όλο το σκοτεινό αμπρί,που,όσο βράδιαζε,ολοένα και σκοτείνιαζε περισσότερο.

Σα νύχτωσε καλά μας φέρανε το λαμπριάτικο συσσίτιο με μεγάλη προφύλαξη.Είχανε τις μερίδες χωρισμένες για να μπορούνε να τις δίνουνε σωστά μέσα στο σκοτάδι.Σε κάθε αμπρί τα δίνανε όλα μαζί,να φάνε συντροφικά.Είχανε κι από ένα κουτί τσιγάρα πολυτελείας για τον καθένα.

Συμφωνήσαμε όλοι να αφήσουμε τον Τζανή να κανονίσει το πασχαλινό μας τραπέζι.Θα τρώγαμε στη μία μετά τα μεσάνυχτα.Θα ανασταίναμε όλοι μαζί ,θα ανάβαμε όλα τα κεριά και θα τρώγαμε.Ήταν η κανονικιά ώρα που τρώγαμε τη μαγειρίτσα και στα καλά τα χρόνια της ειρήνης.Ήταν κιόλας η ώρα που θα γύριζαν τα παιδιά από την υπηρεσία.Ο Τζανής κι ο Μπούμπας είχαν σειρά για περίπολο και το νούμερό τους τελείωνε ίσα ίσα στη μία.Ζωστήκανε,κουμπώσανε την κάσκα κάτω από το σαγόνι,πήρανε το ντουφέκι και τις χειροβομβίδες τους και βγήκανε σερνάμενοι μέσα στο χαράκωμα.Την τελευταία στιγμή ο Τζανής έκοψε και έχωσε στο στόμα του μια γωνιδίτσα κουραμάνα,έβαλε την υπόλοιπη στο σακίδιό του.

Απ’ έξω ακούστηκαν για λίγο οι νευρικές διαταγές που έδινε με πνιχτή φωνή ο λοχίας περιπολάρχης για να συμμαζέψει τους άντρες,ο θόρυβος που έκαναν τα φηκάρια πάνω στα κουτιά της μάσκας,κάτι κινητά ουραία που ξεκουμπώνανε με ξερόν κρότο και βλαστημούσε ο υπαξιωματικός.

Κατόπιν όλοι αυτοί οι μπερδεμένοι θόρυβοι ξεμακραίνανε μαζί με τις πατημασιές που έκαναν τα άρβυλα τσαλαβουτώντας μέσα στη λάσπη.Ξεμακραίνανε,ώσπου έσβησαν μέσα στο πηχτό σκοτάδι.

Σαν δεν ακουγότανε πια τίποτα,η πηχτή νύχτα πλάκωσε πάλι το χαράκωμα με τη φοβερή σιωπή που έβγαινε από τον ύπουλο κάμπο.Αυτή η σιωπή σκέπαζε μέρες και νύχτες τώρα τελευταία τον κάμπο των χαρακωμάτων.Ήτανε μια σιωπή παχιά και βαριά,σαν ένα ακόμα στρώμα λάσπης πάνω στη λάσπη.Και τούτη η σιωπή μεγάλωνε και γινόταν πιο φοβερή το βράδυ,ύστερα από κάθε περαστικό θόρυβο.Κάθε φορά που έβλεπα να καταπίνει η βουβή νύχτα τους συντρόφους μου που βγαίνανε για υπηρεσία,ένας κόμπος έδενε στην καρδιά μου.

-Θα μας τους ξαναδώσεις τάχα πίσω; 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ξάφνου ένας θόρυβος απέξω.Φωνές ψιθυριστές,σιδερικά,πατημασιές μαζεμένες.Πλησιάζουν γρήγορα.Για μια στιγμή μέσα κοιταζόμαστε αποσβολωμένοι.Η καρδιά….κατόπι πεταγόμαστε μεμιάς,τινάζουμε τις κουβέρτες και τρέχουμε.Η φασαρία σταμάτησε έξω,σε μας.

Τραβούμε το αντίσκηνο που κλείνει την έμπαση.Κατεβαίνει μέσα ο Μπούμπας.Αργά και προσεκτικά.Κατεβαίνουν πρώτα τα μεγάλα λασπωμένα του πόδια.Τα βλέπω που πασπατεύουν να πατήσουν στέρεα,ένα ένα τα τρία σανιδένια σκαλοπάτια.Στέκεται εκεί μπροστά,ολόρθος και πελώριος.Είναι λασπωμένος παντού,είναι ματωμένος παντού και βαστά σφιχτά στην αγκαλιά του σαν κοιμισμένο παιδί,τον Τζανή.Τα χέρια του κρέμονται πανιασμένα,τα πόδια του…

Ο Μπούμπας το αποθέτει με προσοχή,λαφριά λαφριά πάντα,σαν να βάζει στο κρεβάτι ένα παιδί που αποκοιμήθηκε.Ο Τζανής είναι αυτό το παιδί.Κείτεται χάμω με το αμούστακο πρόσωπο προς το ταβάνι,το στόμα μισάνοιχτο,τα μάτια μισάνοιχτα,το δεξί του μάγουλο είναι λασπωμένο ως το φρύδι.Ο Φύκος βρέχει στο παγούρι ένα λερό μαντήλι και καθαρίζει τις λάσπες.Από τη γωνιά του στόματος τρέχει μια λεπτή γραμμή αίμα.Του πιάνω τα χέρια,το κούτελο,είναι κρύα.Είναι κρύα όσο η κάνη του ντουφεκιού,όσο η κάσκα.Του βγάζω την κάσκα,του ξεκουμπώνω τις μπαλάσκες,ξεζώνω τα ρούχα του.Το στήθος του είναι άσπρο σαν κοριτσιού.Είναι ένα χρυσό σταυρουδάκι κρεμασμένο εκεί απάνω,κατάσαρκά του.Η παλάμη μου απλώνεται με λαχτάρα πάνω στην παιδιάτικη σάρκα ,πάνω στην καρδιά,να πιάσω την ελπίδα.Μια μικρή ελπίδα.Τίποτα.Παντού είναι η παγωνιά του θανάτου.

Γυρίζω,βλέπω τον Μπούμπα.Τραντάζεται ολόκληρος.Σε λίγο πηγαίνει στη σκοτεινή γωνιά που είναι κρεμασμένη η γαλάζια θήκη της μουτσούνας.Την ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα δέμα σε κόκκινο χαρτί.Είναι εκεί ένα μάτσο χρωματιστά σπαρματσέτα,είναι τα δέκα σπαρματσέτα που πήρε ο Τζανής για την κεροδοσιά.Ο Φύκος τα παίρνει ένα ένα,τα στεριώνει πάνω σε μποτίλιες,όλα ένα γύρω από τον πεθαμένο,τα ανάβει.

Όλα φεγγοβολούν.

 

ΘΕΜΑΤΑ

 

1.Να σχολιάσετε τη λειτουργία της περιγραφής στο κείμενο.

2.Ποιος είναι ο ρόλος της εκτενούς αντίθεσης ανάμεσα στο σκηνικό του πολέμου και της ειρηνικής γιορτής της Ανάστασης στο νησί; 

3.Τι νόημα έχει η κεροδοσιά στο τέλος του κειμένου; 

        

ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ (ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ,ΑΝ ΑΥΤΌ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ)

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Πρίμο Λέβι συνελήφθη το 1943 από τους Γερμανούς Ναζί στην Ιταλία ως μέλος αντιφασιστικής οργάνωσης. Οδηγήθηκε στο Άουσβιτς από όπου σώθηκε μαζί με λίγους άλλους επιζήσαντες και επέστρεψε στην Ιταλία. Στο βιβλίο του “ Αν αυτό είναι ο άνθρωπος” κατέγραψε τις εμπειρίες του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης στο οποίο βρέθηκε, τα βασανιστήρια, την πείνα και τον ανθρώπινο εξευτελισμό τόσο από τη μεριά των κρατουμένων όσο και από εκείνη των κρατούντων.Ο Λέβι πέθανε στο Τορίνο το 1987.Το βιβλίο του διδάσκεται στα ιταλικά σχολεία.

 

Όταν τελειώσαμε ο καθένας έμεινε στη γωνιά του, χωρίς να μπορούμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Δεν έχουμε καθρέφτη για να δούμε το πρόσωπό μας, αλλά ο καθρέφτης βρίσκεται απέναντί μας, η όψη μας αντανακλάται σε εκατό μελανιασμένα πρόσωπα, σε εκατό ρυπαρές και αξιοθρήνητες μαριονέττες. Μεταμορφωθήκαμε ήδη σε φαντάσματα σαν κι εκείνα που είδαμε χθες.

Τότε για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτήν την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα ενός προφήτη είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιο κάτω δεν γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πια δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας. Εάν μιλήσουμε, δεν θα μας ακούσουν, κι αν μας ακούσουν, δεν θα μας καταλάβουν. Θα μας στερήσουν και τ’ όνομά μας. Κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ’ αυτό να σώσουμε κάτι κι από μας, απ’ αυτό που υπήρξαμε.

Ξέρουμε ότι οι άλλοι δύσκολα θα μας καταλάβουν, αλλ’ όμως ας είναι έτσι. Ας αναλογιστούμε τώρα την αξία και το νόημα που κλείνουν μέσα τους οι πιο απλές καθημερινές μας συνήθειες, τα μικρά αντικείμενα που έχει ακόμα και ο πιο δυστυχής ζητιάνος: ένα μαντήλι, ένα παλιό γράμμα, τη φωτογραφία ενός αγαπημένου προσώπου. Αυτά τα αντικείμενα είναι κομμάτι του εαυτού μας ,σχεδόν σαν τα μέλη του σώματός μας. Θα διανοηθούμε να τα αποχωριστούμε μόνο εάν βρούμε άλλα που θα τα αντικαταστήσουν, άλλα αντικείμενα δικά μας που φυλάγουν και ξυπνούν τις αναμνήσεις.

Ας σκεφτούμε έναν άνθρωπο που του στερούν όχι μόνο τα αγαπημένα του πρόσωπα αλλά και το σπίτι του, τις συνήθειές του, τα ρούχα του, κυριολεκτικά οτιδήποτε του ανήκει: θα είναι πλέον ένας άδειος άνθρωπος ,θα οδηγηθεί στην ένδεια και στη θλίψη, θα χάσει την αξιοπρέπειά του και τη λογική του, γιατί είναι εύκολο, αν χάσεις τα πάντα να χάσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό. 

ΘΕΜΑΤΑ

1.Ποιο είναι το βασικό ερώτημα του κειμένου και ποιο το θέμα; Μ.7

2.Να σχολιάσετε τους κειμενικούς δείκτες της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και του ασύνδετου σχήματος.Μ.4

3.Να τοποθετηθείτε προσωπικά απέναντι στο νόημα της φράσης: “Ας αναλογιστούμε τώρα την αξία και το νόημα που κλείνουν μέσα τους οι πιο απλές καθημερινές μας συνήθειες, τα μικρά αντικείμενα που έχει ακόμα και ο πιο δυστυχής ζητιάνος: ένα μαντήλι, ένα παλιό γράμμα, τη φωτογραφία ενός αγαπημένου προσώπου. Αυτά τα αντικείμενα είναι κομμάτι του εαυτού μας, σχεδόν σαν τα μέλη του σώματός μας. Θα διανοηθούμε να τα αποχωριστούμε μόνο εάν βρούμε άλλα που θα τα αντικαταστήσουν, άλλα αντικείμενα δικά μας που φυλάγουν και ξυπνούν τις αναμνήσεις.”Μ.4

       

ΧΙΛΙΑ ΕΥΡΩ ΤΟΝ ΜΗΝΑ (ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ,ΜΟΝΑΞΙΑ)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΡΣΑΡΗΣ

ΧΙΛΙΑ ΕΥΡΩ ΤΟΝ ΜΗΝΑ 

Η  ΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ἦ­ταν πο­λὺ συγ­κε­κρι­μέ­νη: «Ζη­τεῖ­ται γυ­ναί­κα 30-40 ἐ­τῶν, ἀ­πο­κλει­στι­κὰ γιὰ συν­τρο­φιὰ ὕ­πνου. Ὀ­κτά­ω­ρη νυ­χτε­ρι­νὴ ἀ­πα­σχό­λη­ση, μι­σθὸς χί­λια εὐ­ρώ.» Ἕ­ξι γυ­ναῖ­κες πῆ­ραν τη­λέ­φω­νο καὶ συ­ναν­τή­θη­κα μὲ ὅ­λες γιὰ τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ευ­κρι­νί­σεις: Ὄ­χι σέξ, μό­νο ἀγ­κα­λιὰ ὕ­πνου, ὡ­ρά­ριο ἐρ­γα­σί­ας δώ­δε­κα τὰ με­σά­νυ­χτα ἕ­ως ὀ­κτώ τὸ πρω­ὶ (πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α πρω­ϊ­νοῦ), ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὴ με­τα­ξω­τὴ νυ­χτι­κιὰ καὶ ὄ­χι πι­τζά­μα, μπά­νιο μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­φρό­λου­τρο πρὶν ἀ­π’ τὸν ὕ­πνο.

Εἶ­μαι τριά­ντα ὀ­κτὼ χρο­νῶν, πε­τυ­χη­μέ­νος ἀ­σφα­λι­στής, χω­ρι­σμέ­νος, μὲ μιὰ κό­ρη στὰ ἐν­νιά. Δου­λεύ­ω σχε­δὸν ὅ­λη μέ­ρα, κά­θε βρά­δυ βγαί­νω μὲ φί­λους, γυ­ναῖ­κες ἀλ­λά­ζω συ­χνά, ὅ­μως ἔ­χω ἀ­πο­φα­σί­σει νὰ μὴν παν­τρευ­τῶ πο­τὲ ξα­νὰ με­τὰ τὸν ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νο γά­μο. Μό­νο ποὺ τὶς νύ­χτες δὲν μπο­ρῶ νὰ κοι­μη­θῶ μο­νά­χος —στρι­φο­γυρ­νά­ω γιὰ χρό­νια ἄυ­πνος στὸ κρε­βά­τι— κι αὐ­τὲς εἶ­ναι οἱ μο­να­δι­κὲς ὀ­κτὼ ὧ­ρες πού μοῦ χα­λοῦν τὴν εὐ­τυ­χί­α. Κι ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ βρῶ μιὰ λύ­ση γι’ αὐ­τό. Τὸ νὰ κοι­μᾶ­μαι ἀγ­κα­λιὰ μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες ποὺ ἀλ­λά­ζω συ­χνά, τὸ δο­κί­μα­σα καὶ μοῦ προ­κα­λεῖ χει­ρό­τε­ρους ἐ­φιά­λτες.Ἡ Μά­ριον εἶ­ναι τριά­ντα ἕ­ξι ἐ­τῶν. Τὴν ἀ­πέ­λυ­σαν ἀ­π’ τὴ δου­λειά της ὡς πω­λή­τρια καλ­λυν­τι­κῶν τρεῖς μῆ­νες πρὶν καὶ ἔ­κτο­τε εἶ­ναι ἄ­νερ­γη. Ἔ­χει μιὰ μη­τέ­ρα νὰ φρον­τί­σει στὸ σπί­τι, ἕ­να στε­γα­στι­κὸ δά­νει­ο στ’ ὄ­νο­μά της κι ἕ­ναν σύ­ζυ­γο ἐ­ξα­φα­νι­σμέ­νο. Ὅ­ταν ἔ­λε­γε κά­θε βρά­δυ στὴ μη­τέ­ρα της: «Πρέ­πει νὰ βρῶ μιὰ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε δου­λειά», δὲν φαν­τα­ζό­ταν ὅ­τι θὰ γνω­ρί­σει ἐ­μέ­να ὡς ὑ­πο­ψή­φιο ἐρ­γο­δό­τη.

Συ­ζή­τη­σα ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ μα­ζί της, τῆς ἐ­ξή­γη­σα τὸ πρό­βλη­μά μου καὶ τὶς ἀ­παι­τή­σεις μου κι ἀ­πο­φα­σί­σα­με νὰ δο­κι­μά­σου­με γιὰ με­ρι­κὲς μέ­ρες. Στὶς δώ­δε­κα ἀ­κρι­βῶς κά­θε βρά­δυ μοῦ χτυ­ποῦ­σε τὸ κου­δού­νι, περ­νά­γα­με κά­να μι­σά­ω­ρο στὸν κα­να­πὲ λέ­γον­τας τὰ νέ­α τῆς ἡ­μέ­ρας, με­τὰ ἔ­κα­νε ἕ­να μπά­νιο μὲ τὸ ἀ­φρό­λου­τρο ποὺ εἶ­χα δι­α­λέ­ξει, φο­ροῦ­σε τὴ με­τα­ξω­τὴ νυ­χτι­κιὰ ποὺ τῆς εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει καὶ ξά­πλω­νε γιὰ νὰ μοῦ δι­α­θέ­σει τὸν ὦ­μο της. Σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ εἶ­χα ἠ­ρε­μή­σει καὶ κοι­μό­μουν ἥ­συ­χα ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μιὰ κου­ρα­στι­κὴ μέ­ρα.

Οὔ­τε μί­α νύ­χτα δὲν πέ­ρα­σε ἴ­χνος πο­νη­ρῆς σκέ­ψης ἀ­π’ τὸ μυα­λό μου, ἡ Μά­ριον δὲν ἦ­ταν ὁ τύ­πος μου ἄλ­λω­στε καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ δια­ρκῶς ἄλ­λα­ζα ἦ­ταν σα­φῶς ὀ­μορ­φό­τε­ρες. Τὴ συν­τρο­φι­κό­τη­τα ἤ­θε­λα, τὴ ζε­στα­σιὰ στὸ κρε­βά­τι μου ἀ­πο­ζη­τοῦ­σα, αὐ­τό μοῦ ἔ­λει­πε μό­νο ἀ­π’ τὴ ζω­ή μου καὶ αὐ­τὸ ἀ­γό­ρα­ζα μὲ χί­λια εὐ­ρὼ τὸν μή­να, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σω νὰ κοι­μη­θῶ. Ἀ­κρι­βὸ ἢ φθη­νὸ δὲν ξέ­ρω, ἐ­μέ­να αὐ­τὸ μοῦ ’­λει­πε, ὄ­χι τὰ χρή­μα­τα. Πο­λὺ γρή­γο­ρα κα­τά­λα­βε κι ἐ­κεί­νη πὼς ἦ­ταν ἡ πιὸ εὔ­κο­λη δου­λειὰ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βρεῖ: χί­λια εὐ­ρὼ τὸν μή­να γιὰ νὰ κοι­μᾶ­ται ἁ­πλῶς δί­πλα σ’ ἕ­ναν ἀ­να­σφα­λῆ, χω­ρι­σμέ­νο, κου­ρα­σμέ­νο ἐρ­γέ­νη. Κι ὁ ὕ­πνος μου ἔ­γι­νε ἤ­ρε­μος κι ἐ­γὼ ἀ­μέ­σως ἄρ­χι­σα νὰ νι­ώ­θω κα­λύ­τε­ρα. Καὶ στὴ δου­λειά μου ἔ­γι­να ἀ­πο­δο­τι­κό­τε­ρος καὶ μὲ τοὺς φί­λους μου πιὸ εὐ­δι­ά­θε­τος καὶ στὶς γυ­ναῖ­κες πιὸ πε­ρι­ζή­τη­τος. Καὶ σὰν πα­τέ­ρας ἔ­γι­να κα­λύ­τε­ρος, τὶς ὧ­ρες ποὺ περ­νοῦ­σα μὲ τὴ μι­κρή μου. Ἡ ἰ­δέ­α νὰ προσ­λά­βω γυ­ναί­κα γιὰ συν­τρο­φιὰ ὕ­πνου ἀ­πέ­δι­δε ἐ­ξαι­ρε­τι­κά. Ἤ­μουν πάν­τα κα­λὸς στὴ δι­α­χεί­ρι­ση τῶν προ­βλη­μά­των.

 

Ὥ­σπου ἕ­να βρά­δυ, πε­ρί­που δύ­ο μῆ­νες με­τά, δὲν χτύ­πη­σε τὸ κου­δού­νι τῆς ἐ­ξώ­πορ­τας στὶς δώ­δε­κα καὶ ἡ Μά­ριον δὲν φά­νη­κε. Τὴν πῆ­ρα στὸ κι­νη­τό της, ὅ­μως τό ’­χε κλει­στό. Ἀ­νη­σύ­χη­σα καὶ δὲν κοι­μή­θη­κα κα­θό­λου ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ. Ἀλ­λὰ δὲν ἦρ­θε οὔ­τε τὸ ἑ­πό­με­νο, οὔ­τε κα­νέ­να ἄλ­λο βρά­δυ καὶ τὸ τη­λέ­φω­νό της ἦ­ταν μο­νί­μως κλει­στὸ κι ἐ­γὼ ἔ­πα­ψα νὰ κοι­μᾶ­μαι τὰ βρά­δια χω­ρὶς τὴν ἀγ­κα­λιά της.

Καὶ ἀ­φοῦ ἀ­πο­γο­η­τεύ­τη­κα, ἔ­βα­λα ξα­νὰ τὴν ἴ­δια ἀγ­γε­λί­α καὶ συ­ναν­τή­θη­κα μὲ και­νούρ­γι­ες κο­πέ­λες γιὰ δι­ε­ρευ­νη­τι­κὲς συ­ζη­τή­σεις. Δο­κί­μα­σα νὰ κοι­μη­θῶ μὲ δύ­ο ἀ­πὸ αὐ­τές, ἀλ­λὰ δὲν προ­σέ­λα­βα κα­μί­α, για­τὶ δὲν μοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου ἡ ἀγ­κα­λιά τους καὶ τὸ ἀ­φρό­λου­τρο δὲν κα­τά­φε­ρε νὰ κρύ­ψει τὴ μυ­ρω­διά τους – ἡ μί­α μά­λι­στα ἀ­νά­σαι­νε ἐ­κνευ­ρι­στι­κὰ βα­ριά. Καὶ τώ­ρα ἔ­χω πά­λι μέ­ρες νὰ κοι­μη­θῶ σὰν ἄν­θρω­πος κι εἶ­ναι νὰ σπά­σει τὸ κε­φά­λι μου καὶ κα­πνί­ζω ὅ­λες τὶς νύ­χτες νευ­ρι­κὰ βλέ­πον­τας τη­λε­ό­ρα­ση.

Σή­με­ρα τὸ πρω­ὶ στὶς ὀ­κτὼ ἀ­κρι­βῶς χτύ­πη­σε τὸ κου­δού­νι κι ἕ­νας πι­τσι­ρι­κὰς ἀ­πὸ κού­ριερ μοῦ πα­ρέ­δω­σε ἕ­ναν φά­κε­λο. Τὸν ἄ­νοι­ξα καὶ βρῆ­κα μέ­σα ἕ­να ση­μεί­ω­μα: «Δὲν κά­νουν χί­λια εὐ­ρὼ τὸν μή­να οἱ ἀ­λη­θι­νὲς ἀγ­κα­λι­ές. Δω­ρε­ὰν εἶ­ναι.» Μα­ζὶ εἶ­χε σὲ μιὰ δε­σμί­δα ὅ­λα τὰ λε­φτὰ ποὺ τῆς εἶ­χα δώ­σει. Ἔ­χει κλει­στὸ πά­λι τὸ κι­νη­τό, καὶ τώ­ρα ἦρ­θα ἐ­δῶ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα, ἀλ­λὰ ζο­ρί­ζο­μαι, για­τί δὲν ξέ­ρω πῶς νὰ γρά­ψω στὴν ἀγ­γε­λί­α αὐ­τὸ ποὺ θέ­λω νὰ τῆς πῶ.

 

Πη­γή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ Φό­βος Κα­νέ­νας. 29 Μικροδιηγήματα (Openbook, 2015).

Γιά­ννης Φαρ­σά­ρης (Ἱ­ε­ρά­πε­τρα, 1973). Σπού­δα­σε Ἐ­πι­στή­μη Ὑ­πο­λο­γι­στῶν στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Κρή­της, Ἐκ­παί­δευ­ση Ἐ­νη­λί­κων στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Πλη­ρο­φο­ρι­κῆς. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὴν ἀ­νοι­κτὴ βι­βλι­ο­θή­κη OPENBOOK καὶ συμ­με­τέ­χει στὴν ὁ­μά­δα ἔκ­δο­σης τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Fractal. Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο του Φό­βος Κα­νέ­νας (Openbook, 2015). Ζεῖ στὸ Ἡ­ρά­κλει­ο Κρή­της καὶ δι­α­δι­κτυα­κὰ στὸ www.open-sesame.me

 

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

Α. Να εντοπίσετε το ερώτημα και το θέμα του κειμένου.Μ.3

Β. Να αναφερθείτε στην ανάγκη για συντροφικότητα σε έναν κόσμο που οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι πια δεδομένες και όπου οι επιλογές των ανθρώπων δεν κρίνονται ούτε παρεξηγούνται αλλά μπορεί και να εξαγοράζονται, έτσι όπως αυτό διαφαίνεται στη συμπεριφορά των προσώπων του κειμένου.

Να χρησιμοποιήσετε τέσσερις διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες για την απάντησή σας, οι οποίοι στηρίζουν την ανθρώπινη κατάσταση έτσι όπως την περιγράψαμε πριν.

Δύο δείκτες μορφής και δύο περιεχομένου.Μ.8

Γ. Ποια είναι η προσωπική σας τοποθέτηση για τις ανθρώπινες σχέσεις σε αυτόν τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας;

Υπάρχουν αναλλοίωτοι ψυχικοί δεσμοί,όπως η αγάπη και η φιλία;Μ.4

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΤΗΡΙΟΥ Ή ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΣΤΗ ΚΑΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Γαλιάσος Φίλιππος

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΤΗΡΙΟΥ Ή ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΣΤΗ ΚΑΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Είσαι 40 και κάτι ψιλά. Μεγάλωσες ακούγοντας Rock και ανεξάρτητη σκηνή. Γεννήθηκες τότε που η χούντα πέθανε, και όταν έπαιζες έξω, μπορούσες να δεις κόσμο να περιφέρεται με τις σημαίες της αλλαγής. Όσο μεγάλωνες οι επιλογές σου αμβλύνονταν, μπήκε το χρώμα στην τηλεόραση και ξεπήδησαν πολλά κανάλια, μπορούσες πλέον να αγοράσεις αμερικάνικα τζινς δίχως να χρειαστεί να ταξιδέψεις. Ήταν η εποχή που οι νοικοκυρές ήταν ακόμα χαρούμενες στις διαφημίσεις. Γεννήθηκες τη σωστή στιγμή λοιπόν. Σαν όλα να είχαν προρρυθμιστεί υπέρ σου. Σαν ο αγώνας που έκαναν οι τσολιάδες και οι εξεγερθέντες του Πολυτεχνείου να έγινε για να μπορείς εσύ να έχεις όνειρα που θα πραγματοποιηθούν.

Και κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο όσο εσύ μεγάλωνες, βγήκαν και άλλα ωραία πράγματα. Έπαιζες πάκμαν με τις ώρες, έζησες την γέννηση του διαδικτύου, είχες γονείς που ήθελαν να σπουδάσεις αντί να τρέχεις να τσαπίζεις στα χωράφια, είχες ελεύθερο χρόνο και μπορούσες να παίζεις και χρήματα για να βγαίνεις με τους φίλους σου. Και άλλα πολλά που όσο εσύ γέμιζες από αισιοδοξία, εκείνα έπαιρναν τις δικές τους πορείες και δεν συναντηθήκατε πουθενά τελικά. Γεννήθηκες ελεύθερος και έτοιμος να δημιουργήσεις το μέλλον σου δίχως φραγμούς.

Και τελικά, τώρα που είσαι 40 και κάτι ψιλά, θυμάσαι όλες εκείνες τις στιγμές τις νιότης και σου μοιάζει σαν όνειρο το παρελθόν. Για το μέλλον έχεις πάψει να σκέφτεσαι. Ίσως μεγάλωσες, ίσως βάρυνες, ίσως το πιο ονειρικό κομμάτι να μοιάζει μόνο το παρελθόν σου, ενώ το μέλλον απλά χάσκει αβέβαιο.

Διάλεξες λάθος; Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ξέμαθες να ονειρεύεσαι, όπως οι παλιότεροι μπορούσαν; Ίσως. Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Αποφάσισες να λουφάρεις περισσότερο από αυτό που σου αναλογούσε; Διάλεξες να γίνεις golden boy/girl; Επέλεξες να ζήσεις αντί να παλέψεις γι’αυτό; Κανένας δεν ξέρει με σιγουριά.

Το βλέπω διαφορετικά κάπως. Σα να ξυπνάς έχοντας μόλις δει ένα όνειρο ή έναν εφιάλτη.

Όταν έχεις δει όνειρο, μετά σε καταθλίβει η πραγματικότητα. Όταν έχεις δει τον εφιάλτη το πρώτο που ψάχνεις είναι να κρατηθείς από κάτι που σου λέει πως αυτό δεν είναι αλήθεια, και όταν κοιτάζεις ιδρωμένος το ταβάνι του δωματίου σου καταλαβαίνεις το που βρίσκεσαι και πως ό,τι έχεις δει είναι ψέμα. Κάπου εκεί εισβάλει η πραγματικότητα ως βάλσαμο στις λυσσαλέες σκηνές του εφιάλτη που είδες. Όταν ξεπηδάς από τις φλόγες παίρνεις τις καλύτερες σου ανάσες.

Γεννήθηκες την εποχή εκείνη που μπορούσες να ονειρευτείς το καλύτερο μέλλον. Γεννήθηκες σε μια εποχή και σε μια περιοχή που δεν υπήρχαν πόλεμοι και ο προοδευτισμός δρασκέλιζε την ιστορία για να μπορέσει να ξεπεράσει τον αέναο της κύκλο. Και συ; Τι έκανες εσύ; Δεν αμύνθηκες απέναντι σε κανένα εχθρό. Το μόνο που είχες να πράξεις ήταν να δημιουργήσεις το όνειρο σου. Και κάπου χάθηκες στην πορεία, κάπου άραξες ή κάπου άραξαν άλλοι. Οι μεγάλοι εχθροί συσπειρώνουν τους αμυνόμενους ενώ όταν οι αμυνόμενοι βρεθούν σε καιρό ειρήνης αισθάνονται κάπως άβολα να συνεργαστούν.

Δεν ξέρω τι έφταιξε και πήγαν στράφι τόσες καλές συγκυρίες. Αν ήμουν οπαδός θα τα έριχνα στον διαιτητή αλλά τώρα παίζαμε δίχως αυτόν. Ελεύθεροι και ωραίοι. Εμείς με τα όνειρα τα οποία ποτέ δε καταφέραμε ούτε καν να ονειρευτούμε.

Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που αισθάνομαι πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως κύκλος αλλά φορτίζεται και αποφορτίζεται ως ελατήριο. Απλά για να μας ξεκουνά, να μας πάει παραπέρα γιατί μόνοι δεν μπορούμε. Και όσοι έχουν γεννηθεί σε περιόδους που το ελατήριο της ιστορίας μαζεύει τις σπείρες του μπορούν να χαμογελάσουν με την εκτίναξη του, ενώ από την άλλη όσοι γεννήθηκαν πάνω σε αυτή, αισθάνονται να μετεωρίζονται δίχως κανένα όραμα μπροστά.

Περιμένοντας απλά το ελατήριο να ξαναμαζευτεί στην αρχική θέση της εκτίναξης του.

 

ΘΕΜΑ

Να γράψετε το ερώτημα και το θέμα του κειμένου με αναφορά στους κειμενικούς δείκτες των προσώπων της αφήγησης και στον μικροπερίοδο λόγο.Σε ποια πλευρά θα κατατάξετε τον εαυτό σας,πιστεύετε,όταν θα είστε 40 και κάτι ψιλά; 

 

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

 

Γιώργης Παυλόπουλος,

Το τέλειο έγκλημα

Αποφάσισε τότε –μη ρωτήσεις ποτέ το

γιατί–αποφάσισε τότε να σκοτώσει

το ποίημα.

Πήρε κάθε προφύλαξη έκρυψε το

μαχαίρι

και παραμόνευε.

Το ποίημα βεβαίως δεν ήταν ανύποπτο.

Ήξερε τις προθέσεις του ποιητή από

καιρό αλλά μήτε το απόφευγε μήτε τον

προκαλούσε και κάπου κάπου έκλαιγε κρυφά.

Ώσπου έγινε το τέλειο έγκλημα.

Μαχαιρωμένο το ποίημα

μέσα στην καρδιά του ποιητή

έμεινε άγνωστο για πάντα

[Παυλόπουλος 2017: 208]

Κική  Δημουλά ,

Δεν αστοχεί

Ένα Αλτ, υπόκωφο,

άκουσα να με σημαδεύει.

Ουδέν πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς

μες στην ακινησία προ πολλού

με είχε η αίσθησή μου μεταφέρει

Ωστόσο νιώθοντας ωσάν

ακόμα ν΄αναδεύεται το μέσα μου κατάτι

υπάκουσα στο άκουσμα του Αλτ

περιμένοντας να εκπυρσοκροτήσει

η φοβέρα.

Τίποτα, σιγή απόλυτη

μα δεν ξεθάρρεψα,

τα ξέρω εγώ τα κόλπα ξέρω

ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει

το ανεξήγητο

κι άντε να το συλλάβεις.

[Δημουλά 2016: 7]

ΘΕΜΑΤΑ

1.Ποιο είναι το θέμα του πρώτου ποιήματος και ποιο του δεύτερου; Πώς συνομιλούν τα δύο ποιήματα μεταξύ τους; 

2.Να σχολιάσετε τα ρηματικά πρόσωπα των δύο ποιημάτων.

3.Ποια χαρακτηριστικά του Υπερρεαλισμού εντοπίζετε στα ποιήματα; 

4.Τι σημαίνει για σας:

α: Η καταστροφή του δημιουργήματος από τον δημιουργό του; Ποια τα αίτια αυτής της πράξης; Σε τι αποσκοπεί ένας δημιουργός όταν καταστρέφει το ίδιο του το δημιούργημα;

β. Το ανεξήγητο και απρόσμενο στη ζωή μας; Μπορούμε να προβλέψουμε τα γεγονότα της ζωής μας; Μπορεί η διαίσθηση ή το ένστικτό μας να μας οδηγήσει σε κάποια   “υποψία” για το τι μπορεί να μας συμβεί; 

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ (ΕΠΙΣΤΗΜΗ)

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

 

(Όλα ξεκίνησαν όταν η οικογένεια της Άννας εγκαταστάθηκε για το καλοκαίρι δίπλα στο σπίτι ενός παλαίμαχου μαθηματικού.Η Άννα ήταν από εκείνα τα παιδιά που η αγαπημένη τους λέξη είναι το “γιατί;” και ο νέος της γείτονας αρεσκόταν όχι μόνο να απαντά στις ερωτήσεις αλλά και να γεννά με κάθε του απάντηση μια νέα ερώτηση.Ο γείτονας της οικογένειας θα αποτελέσει τον μέντορα που θα επηρεάσει τις μελλοντικές επιλογές της Άννας,οδηγώντας την στον γοητευτικό κόσμο της επιστήμης των Μαθηματικών).

 

Πέρασαν δύο ακόμη καλοκαίρια.Κι ύστερα,μια μέρα,πάλι τέλη Ιουνίου ήταν,έκανε ξανά την εμφάνισή της στην πόρτα του κήπου μου.Φορούσε ένα κουρελιασμένο παντελόνι από ξεθωριασμένο τζιν-αργότερα έμαθα ότι κάθε του σκίσιμο διπλασίαζε την τιμή του.Τα μαλλιά της ήταν κοντοκουρεμένα από τη μια μεριά και βαμμένα σε χρώμα παπαγαλί,ενώ από την άλλη ήταν πλεγμένα σε μικρά κοτσιδάκια με πολύχρωμα εξτένσιον ανάμεσα στις τούφες.Στο πάνω μέρος της μύτης της γυαλοκοπούσε ένα μικρό καρφί -νομίζω ότι τα λένε πίρσινγκ αυτά τα πράγματα.Ήταν όμως η ίδια αυθάδικη μύτη που είχε ξεπροβάλει πριν από μερικά χρόνια μέσα από τα λιοτρόπια μου,όπως ίδια ήταν και τα μεγάλα περίεργα μάτια της,που με κοίταζαν με μια δόση ενοχής.

“Καλώς την Αννούλα” είπα.

Με κοίταξε διστακτικά. “Να’ρθω;”ρώτησε.

“Και βέβαια.Έλα στη βεράντα.Νομίζω έχουμε σπιτική πορτοκαλάδα”.

“Σόρι που χάθηκα”,είπε μόλις βολεύτηκε στην πολυθρόνα της, “αλλά…να…”.Θεώρησα την εξήγηση επαρκή και την ενθάρρυνα με το βλέμμα να συνεχίσει.

“Η αλήθεια είναι ότι μου λείψανε οι κουβέντες μας”

“Εγώ πάντως εδώ είμαι”

“Είναι κι αυτό το παιδί στο σχολείο…”

“Ναι;”

“Με τσαντίζει.Τα κορίτσια,λέει,δεν μπορούν να καταλάβουν τα μαθηματικά.Ακόμα κι αν τα καταφέρνουν στο σχολείο,είναι από το πολύ φυτούλιασμα,όχι γιατί καταλαβαίνουν την ουσία”.

“Εσύ θα ήθελες να καταλάβεις την ουσία;”

“Εεεε,ναι…”

“Γιατί;”

“Στο σχολείο τα καταφέρνω,λύνω όλες τις δύσκολες ασκήσεις,έχω μάθει όλα τα κόλπα,αλλά…”

“Αλλά;”

“Δεν πολυπιάνω τι νόημα έχουν όλα αυτά.Γιατί τα κάνουμε,πώς συνδέονται,πού εφαρμόζονται…Ο Δημήτρης λέει ότι τα καταλαβαίνει,εγώ όμως…”

“Ο Δημήτρης;”

Προσπάθησε να πάρει αδιάφορο ύφος.

“Αυτό το παιδί στο σχολείο”

Δίστασε,κοκκίνισε και τέλος το πήρε απόφαση.

“Εντάξει.Είναι ο φίλος μου και μου την ἐχει κατασπάσει με το ύφος του και τις παινεσιές του”.

“Ωραία λοιπόν.Για πες μου,εσύ τι νομίζεις πως είναι τα μαθηματικά;”

“Ξέρω κι εγώ;Αριθμοί,πράξεις,εξισώσεις,σχήματα…”

“Ας αρχίσουμε λοιπόν από τους αριθμούς”

Έψαξα λίγο στο ipad μου ώσπου βρήκα την εικόνα που ήθελα.

“Τι είναι αυτό;”

“Ειναι ένα κόκκαλο λύκου.Βρέθηκε σε έναν παλαιολιθικό οικισμό στο Βεστόνιτσε της Τσεχίας”.

“Και τι είναι αυτές οι χαρακιές που έχει;”

“Τούτες οι χαρακιές Αννούλα,είναι μια πρώτη απόπειρα αρίθμησης.Αυτός ο πρόγονός μας κάτι προσπαθούσε να μετρήσει.Πόσα ζώα είχε σκοτώσει στο κυνήγι;Πόσες μέρες είχαν περάσει από την τελευταία βροχή;Πόσα βήματα ήταν το πλάτος της σπηλιάς του;Δεν ξέρω τι μετρούσε.Για κάθε μία μονάδα έκανε σε τούτο το κόκκαλο κι από μία χαρακιά.Αυτή είναι η βάση της αρίθμησης.Η ένα προς ένα αντιστοιχία.Για κάθε μέρα που περνάει,μια χαρακιά στον τοίχο.Για κάθε αρνί μες στο μαντρί,ένα βότσαλο μέσα στο σακούλι.”

Γέλασε. “Οι πολλοί πλούσιοι βοσκοί θα πρέπει να ήταν μονίμως πιασμένοι,με όλες αυτές τις πέτρες που θα ἐπρεπε να κουβαλάνε”.

 

Τεύκρος Μιχαηλίδης, “Μιλώντας στην Άννα για τα μαθηματικά”,Εκδόσεις Πατάκη,2014.

 

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

 

1.α.Να παρουσιάσετε τα στοιχεία της προσωπικότητας του αφηγητή έτσι όπως αυτά προκύπτουν από τη συναναστροφή του με την Άννα.Μ.4

ή β.Ο αφηγητής υιοθετεί μια θετική στάση απέναντι στην εκκεντρική εμφάνιση της Άννας.Πόσο σημαντική θεωρείτε την αίσθηση αποδοχής για τους νέους ανθρώπους;Καταγράψτε τις σκέψεις σας σε 100 λέξεις.Μ.4

ή γ.Σε τι πιστεύετε ότι αποσκοπεί η αναλυτική αναφορά στο κόκκαλο του λύκου και στις χαρακιές που αυτό είχε επάνω του;Μ.4

 

2.α.Ποιος αφηγηματικός τρόπος επικρατεί στο κείμενο και σε τι αποσκοπεί η χρήση του;Μ.4

ή β.Να εντοπίσετε λέξεις που αποδίδουν τον νεανικό τρόπο ομιλίας.Γιατί τις χρησιμοποιεί ο συγγραφέας;Μ.4

ή γ.Ποια λειτουργία επιτελεί η ένταξη ενός νέου προσώπου,του Δημήτρη,στην εξέλιξη της ιστορίας;Μ.4

ή δ.Θεωρείτε δικαιολογημένη τη συναισθηματική κατάσταση της Άννας όταν αναφέρεται στον τρόπο που μιλάει ο Δημήτρης για τα κορίτσια και τα μαθηματικά;Αναπτύξτε τις σκέψεις σας σε 100 λέξεις.Μ.4

 

3.Η Άννα μεγαλώνοντας θα ακολουθήσει σπουδές στα μαθηματικά επηρεασμένη από τον γείτονα και φίλο της στα εφηβικά της χρόνια.Πόσο σημαντική θεωρείτε την ύπαρξη θετικών προτύπων στη ζωή των νέων;Αναζητήσατε ή είχατε εσείς ποτέ ένα πρότυπο στη ζωή σας;Λέξεις 150.Μ.7

 

                                  

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΝΥΧΤΑΣ (ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΥΣΤΟΠΙΑ)

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΝΥΧΤΑΣ (ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΥΣΤΟΠΙΑ)

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Είναι η ώρα που οι περιπατητές στην παραλία έχουν πολλαπλασιαστεί.Χιλιάδες κόσμου,παρέες,οικογένειες,άντρες μόνοι,ποδηλάτες,κορίτσια με τα σκυλιά τους,έφηβοι,μαθητές,γέροντες,αφελείς φρεσκοπαντρεμένοι με καροτσάκια και μωρά,δρομείς που κάνουν τζόκινγκ,άλλοτε σωστοί,άλλοτε γραφικοί που ανακάλυψαν ξαφνικά στα γεράματα το τρέξιμο,πηγαινοέρχονται από τη μια άκρη στην άλλη.Κόσμος και κοσμάκης και κουραδόπλαση,σκέφτεται ο Πρίμο:λεβεντομόρτες,κενταυροζελέδες,πέρκες,σκαρπινόμαγκες,χοντροκώλες,

χλομοί δημόσιοι υπάλληλοι,ενθουσιώδεις νεαροί,μπουρούχες,καρδιοπαθείς,συκοφάγοι,ψυχόφατσες,πανέμορφα παιδάκια,καγκουροι,κομμουνιστόφατσες,τσινάρια,πρεζόνια,γκαραζοτεκνά,

ξενούρες,ευγενείς ηλικιωμένοι,,αλάνια,αξιοπρεπείς γραμματείς executive με ταγιέρ,τουρίστες,καρότσια με μωρά,διπλά καρότσια με δίδυμα,μεσήλικες ψυχωτικοί με το περπάτημα,καλοντυμένοι πωλητές,παπππούδες με μπαστούνια και τραγιάσκες,κομψευόμενοι,γυφταριά.Απ’ όλα τα είδη μπαχαρικά.Είναι εφτά το απόγευμα και φυσάει ελαφρύ αεράκι στην παραλία δροσίζοντας τους περιπατητές,όλον αυτόν τον πληθυσμό,κουνώντας ελαφρά τα δέντρα πίσω και δίνοντας μίαν αίσθηση ελευθερίας και ανάπαυσης στον Πρίμο,που κάθεται μόνος του στο παγκάκι στο ύψος της Μπότσαρη,περίπου απέναντι από τα θρυλικά “Κοτόπουλα Βάσος”,βλέπει τη θάλασσα ν’ αλλάζει χρώματα και προσέχει όλους αυτούς που περνάνε.Τους βλέπει και τους κάνει dislike.Τους παρατηρεί,για πρώτη φορά,με απέχθεια,γιατί πια ξέρει ότι έχει κάποια εξάρτηση από αυτούς,αφού αποφάσισε πριν λίγο καιρό να ζητήσει την ψήφο τους.Μέχρι τώρα ήταν μια χαρά,ανεξάρτητος,χελιδόνι,και πλέον αναγκαστικά θα πρέπει να κάνει αυτή τη θυσία.Να πέσει στο έλεός τους.Γι αυτό και τους παρατηρεί με προκαταβολική αποστροφή και συνειδητοποιεί τώρα,άλλη μια φορά,αυτό που άκουσε από κάποιον και τότε του φάνηκε εξωφρενικό,απαράδεκτο,αλλά με το πέρασμα του καιρού άρχισε να του δίνει δίκιο: “Ο άνθρωπος από τη φύση του μισεί τους άλλους ανθρώπους”.Τους παρατηρεί ,λοιπόν,ο Πρίμο,ενώ περιμένει τον Αρίστο,καπνίζει ενώ τους βλέπει έναν έναν να περνούν,τους ακτινογραφεί στιγμιαία,σαν να’ ναι αντίπαλοί του στην πόκα.Χαμογελάει μοχθηρά και σκέφτεται πόσοι τέτοιοι σαν κι αυτούς,αλλά και σαν τον ίδιο,κυκλοφορούν έξω.Άπειροι.Λερναία Ύδρα.Έναν θάβεις και δυο γεννιούνται.Κάθε μέρα βγαίνουν και μεγαλώνουν φρέσκοι άνθρωποι με παλιές αυταπάτες,με παλιά βαρετά κλισέ,με τις ίδιες μωροφιλοδοξίες,                                                                                                                                                                                                                                                με τα ίδια ψέμματα,τους ίδιους φανατισμούς,την ίδια ξεροκεφαλιά,την ίδια παθητικότητα,την ίδια μιζέρια,τα ίδια λόγια.Με ροπή προς τα ίδια προαιώνια λάθη.Και με τις ίδιες δικαιολογίες.Παρατηρεί αυτόν τον άγνωστο-γνωστό,ατελείωτο κόσμο.Την ποταπότητά τους την έχει ζήσει σε πολλές κηδείες.Την ιδιοτέλεια,τον κυνισμό,την αρπαγή.Δεν προλαβαίνει να φύγει ο άλλος και πέφτουνε αμέσως σαν τα τσακάλια οι συγγενείς,τα παιδιά,οι πιο κοντινοί του να διαμοιράσουν τα πάντα-σπίτια,λεφτά,αυτοκίνητα,ρούχα,αντικείμενα.Πριν ακόμα κρυώσει ο άνθρωπος,τον έχουνε κιόλας διαμελίσει κι αυτόν και τη μνήμη του.Πίνουνε στην υγειά του κορόιδου που αγχωνότανε.Σφάζονται μεταξύ τους,χωρίς έλεος,χωρίς σεβασμό,χωρίς δισταγμό.Το έχει δει ένα σωρό φορές ο Πρίμο:εκεί,στην τράπουλα και στον θάνατο φαίνονται όλα.Η καρμιριά,η οπισθοβουλία,η αδικία,η δειλία,η κρυψίνοια,ο τυχοδιωκτισμός,η κτηνωδία των ζωντανών.Πολύ σπάνιες οι εξαιρέσεις.Οι πραγματικά λαμπρές εξαιρέσεις.Οι μεγάλοι,γενναιόδωροι και τρυφεροί άντρες.Οι έξοχες,ευγενείς γυναίκες.Οι σοφοί,αυτάρκεις γέροντες.Και βλέπει τώρα όλες τις ποικιλίες να περνούν,όλες εδώ,μπροστά του στο ίδιο προαύλιο,αναζητώντας τους λαμπρούς ανάμεσά τους.Εκείνους με το ξεχωριστό φως,τη δύναμη και τη γλυκύτητα.Και καταλαβαίνει ότι μια ζωή στην πόλη και δεν γνωρίζει σχεδόν κανέναν από όλους αυτούς που πάνε κι έρχονται στην προκυμαία χωρίς νόημα και σκοπό,τουλάχιστον οι περισσότεροι.Ζώντας χωρίς κανένα ρίσκο.Χωρίς οι πιο πολλοί να αγαπούν κάτι πραγματικά,να είναι κάπου εξολοκλήρου αφοσιωμένοι,δοσμένοι-όπως αυτός,αγαπάει το παιχνίδι,τον τζόγο,έστω την καταστροφή,τον εξευτελισμό και το μεγαλείο της ματαιότητάς του.Και θα περιμένει από αυτούς να τον ψηφίσουν,να τον εγκρίνουν για να τους σώσει.Αυτός που απεχθάνεται κάθε σωτηρία και η πιο βαθιά του επιθυμία είναι να κατέβει στο δεύτερο,στο απώτατο υπόγειο,μόνο και μόνο για να φιλήσει τον διάβολο.Για να δει πόσο ζεστό είναι το χάος.

ΘΕΜΑΤΑ

1.Το κειμενικό είδος της περιγραφής χαρακτηρίζει όλο το κείμενο.Γράφετε τα συστατικά αυτού του κειμενικού είδους και σχολιάζετε την επιλογή του συγγραφέα.Μ.6

2.Ερμηνεύετε,σύμφωνα με το κείμενο, τη φράση “ Ο άνθρωπος από τη φύση του μισεί τους άλλους ανθρώπους”.Ποια είναι η προσωπική σας θέση απέναντι

 σ’αυτήν την αλήθεια ή την άποψη;Μ.6

3.Ποια είναι η ψυχοσύνθεση του Πρίμο και πόσο σας βρίσκει σύμφωνους η διάκριση των ανθρωπίνων ομάδων που αυτός κάνει όσο τους παρατηρεί στην παραλία; Γιατί τελικά τους περιφρονεί τόσο; Μ.3    

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ “Ο ΑΣΤΕΙΟΣ” (Για το γέλιο και το χιούμορ)

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ – ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

Ο Αστείος

 

Ο χαρακτήρας του αστείου είναι ένας αξιοζούμενος χαρακτήρας. Στη συναναστροφή του ο νους μας, βαρεμένος από έγνοιες, λαβαίνει κάθε τόσο ένα δρόσισμα που μας κάνει να αναφυλλιάζωμε. […]

 

Ο αστείος απεικάζει το ενόν, ή δυνατόν αστείον σε κάθε πράγμα, και το εκφράζει με χάρη και με πνεύμα, ώστε να κεντά μ’ επιτηδειότητα, και χωρίς να βάνη στα λόγια του πικρίαν.

 

Ο αστείος είναι περιβόλι. Περιβόλι ανθοστόλιστο και χαρμόσυνο· με νόστιμες διασκέδασες· με αγαπητά ξεδόματα· με τόσα και με τόσα δια τα οποία μας γένετ’ επιθυμητός και ευπρόσδεχτος.

 

Συνηθάμε να τον θεωρούμεν ως ελαφρόν άνθρωπον, και απατώμεθα. Ο χρωματισμός του πνεύματος είναι ανεξάρτητος από την δύναμιν του νοός. Ώστε, και σοβαροί ανόητοι θα είναι τόσοι, και νουνεχείς αστείοι άλλοι τόσοι.

 

Δυστυχώς όμως ο αστείος κάποτε πιάνει αγάπη στον χρωματισμόν τούτον του πνεύματος του, εμψυχωνόμενος από την αρέσκεια των άλλων· και απλώνεται και παρέκει από το φυσικό και αυθόρμητο. Μα τούτο είναι ένα αληθινό γλύστρημα, μία πραγματική πτώση, την οποίαν ο αστείος πρέπει να προσέχη να αποφεύγη.

 

Ο αστείος είναι κάποτε τέτοιος και εις τα έργα του. Και τότε κάμνει χωρατά πολύ νόστιμα.

 

Είναι δε ως επί το πλείστον εύθυμος· και συνήθως γεννιέται και αναπτύσσεται εις τον κόλπον ευθύμων κοινωνιών, οι οποίες λαβαίνουν ίσως τον χαρακτήρα τους από τα άλατα της γης των, τα οποία θα έχουν επιρροήν απάνου στους χαρακτήρας, καθώς την έχουν και εις τα φαγώσιμα.

 

Είναι δε παρατηρημένο, και ειπώθηκε ότι, «η αστειότης δια να είναι κλασική, πρέπει να βγαίνη από νουν σοβαρόν».Τούτο μπορεί να πωθή και περισσότερο διά τη σάτυρα.

 

Οποίος ο σατυριστής

 

Ο σατυριστής, ποιητής ή πεζογράφος είναι ο ηθικός εισαγγελεύς της κοινωνίας του. Η δικαιοδοσία του αρχίζει εκείθεν όπου η δικαιοδοσία του νομικού εισαγγελέως παύει. Ο νομικός εισαγγελεύς καταδιώκει τις κακίες τις προβλεμμένες από τον νόμον. Ο σατυριστής καταδιώκει τις λοιπές κακίες όσες ο νομοθέτης δεν έθεσεν υπό την επαγρύπνησιν του εισαγγελέως του. Έτσι, και οι δύο τούτοι εισαγγελείς καταδιώκουν τα στραβά της κοινωνίας, καθένας εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας του.

 

Και οι δύο τούτοι εισαγγελείς γίνουνται φοβεροί στην κοινωνίαν εκείνην εις την οποία εξασκούν το έργον τους. Και οι δύο εκθέτονται εις το μίσος των από αυτούς καταδιωκομένων· αλλά με τη διαφορά που ο ένας είναι ασφαλής υπό την σκέπην της εξουσίας, ενώ ο άλλος εκθέτεται εις την ευθύνην όπου ο νόμος του επιβάλλει. Έτσι ο νομικός εισαγγελεύς ημπορεί ελευθέρως και αφόβως να μετέρχεται το έργον του· ενώ ο ηθικός εισαγγελεύς πρέπει να το περιστέλλη σε τρόπον ώστε να μην προσκρούη εις τον νόμον. Το έργον ακολούθως του ηθικού εισαγγελέως είναι δυσχερέστερον από το του νομικού· αλλ’ είναι και υψηλότερον και αξιοτιμότερον, ως εξασκούμενον αυθορμήτως και αυταπαρνήτως προς όφελος της κοινωνίας, με κίνδυνόν του, και με παντοίες ζημίες του· επειδή καθένας, καίτοι κατακρίνων την κακίαν των άλλων, αγαπά όμως τη ιδικήν του κακίαν, και μισεί τον κατακριτήν του.

 

Βέβαια, –αν ο Χριστός ήθελε σατυρίσει την κακοήθειαν των Ελλήνων εις τας Αθήνας, καμμία αμφιβολία ότι οι Έλληνες ήθελε του δώσουν το κώνειον· και οι Εβραίοι στα Ιεροσόλυμα ήθελε τον αποθεώσουν. Αν ο Σωκράτης ήθελε σατυρίσει την υποκρισίαν των Φαρισαίων εις τα Ιεροσόλυμα, καμμία αμφιβολία ότι οι Εβραίοι ήθελε τον σταυρώσουν, και οι Έλληνες εις τας Αθήνας ήθελε τον τιμήσουν. Και δεν αμφιβάλλω ότι αν και οι δύο τούτοι ημπορούσανε να ξανάλθουνε στον κόσμο, να έλθουνε στην Κεφαλονιά, να κάμουνε σ’ εμάς το μέρος όπου εκάμανε τότε ο καθένας στον τόπο του, δεν αμφιβάλλω, ότι ο κύριος Κοσονάκος ήθελε διαταχθεί από την Γενική μας Κυβέρνηση, τη αιτήσει της Ιεράς Συνόδου, να συλλάβη Χριστόν και Σωκράτην, και να τους ενάξη στο Κακουργοδικείον· ενώ οι απ’ έξω μακράν ιστάμενοι ήθελε τους θαυμάζουν.

 

Τέτοια είναι η φύση των πραγμάτων. Καθένας θαυμάζει τον θαρραλέον εκείνον αυταπάρνητον οπού ρίπτεται απροφυλάκτως κατά της κακοηθείας των άλλων· αλλά τον σταυρώνει, ή του δίνει το κώνειον, όταν του προσβάλη την ιδικήν του κακοήθειαν. Έτσι, κανένας προφήτης, κανένας σατυριστής, δεν ετιμήθηκε ποτέ στον τόπο του, αλλά εμισήθηκε πάντα, εδιώχθηκε, εκαταστράφηκε.

 

Βέβαια –αν ήτο δεδομένον εις τους ανθρώπους να πλάθουν τον εαυτόν τους όπως θέλουνε, κανένας δεν έπλαθε τον εαυτόν του σατυριστήν· επειδή, σατυριστής θα πη ατυχής. Αλλά τούτο δεν αφέθηκε εις τον άνθρωπον· και είναι η φύση που μας πλάθει καθώς θέλει εκείνη. Μας πλάθει διαφορετικούς όλους, και με προορισμούς διαφέροντας. Εις τον Σαρίπολον, πλάθει δικηγόρον· εις τον Τρικούπη, πολιτικόν· εις τον Λασκαράτο, σατυριστήν κτλ. κτλ.· και καθένας μας πρέπει να χρησιμέψη στη ζωή σ’ εκείνο δια το οποίον τον έπλασε η φύση· και ο σατυριστής πρέπει του να τρέχη αιωνίως κατόπιν της κακοηθείας, να τη μαστιγώνη, κ’ εκείνη με τον όγκο της να πέφτη επάνω του να τόνε ζουπάη.

 

Τέτοιος είναι ο σατυριστής! Ο σατυριστής είναι κατ’ εξοχήν ηθικολόγος, είναι ευεργέτης της κοινωνίας, και είναι ως επί το πλείστον θύμα της καλής του προαιρέσεως, και της κακής του τύχης.

 

Ω φίλοι σύγχρονοι! Να ηξέρετε, το φυσικό μου τούτο μερτίκωμα πόσο μου στοιχίζει σε οικονομικές ζημίες, και πίκρες…

 

ΘΕΜΑΤΑ

1.Ποιες είναι οι διαφορές του σατυριστή και του αστείου σύμφωνα με το κείμενο; Μ.4

2.Να σχολιάσετε τους κειμενικούς δείκτες των γλωσσικών επιλογών και του ύφους του συγγραφέα.Μ.4

3.Ποια μηνύματα λαμβάνετε από το κείμενο για τον χαρακτήρα του αστείου και του σατυριστή;Μ.2

4.Πώς αντιμετωπίζετε εσείς στη ζωή σας τους τέτοιου είδους χαρακτήρες; Είναι πράγματι ευχάριστοι ή μήπως γίνονται ενοχλητικοί πολλές φορές;Μ.5   

ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ (ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΑ)

“Έγκλημα και τιμωρία”(για τον φανατισμό και τη βία)

(Ο νεαρός φοιτητής Ρασκόλνικωφ στην προσπάθειά του να ληστέψει μια ηλικιωμένη τοκογλύφο θα καταλήξει-χωρίς να το έχει σχεδιάσει-στο να δολοφονήσει κι εκείνη και την αδελφή της.Παρἀ το γεγονός ότι η αστυνομία δεν έχει επαρκή στοιχεία για να προχωρήσει στη σύλληψή του,εκείνος βασανιζόμενος από τις τύψεις του και με την παρότρυνση της ερωτικής του συντρόφου,της Σόνιας,θα παραδοθεί στις αρχές.Το δικαστήριο,αναγνωρίζοντας την ειλικρινή μεταμέλειά του,θα τον καταδικάσει σε επτά χρόνια φυλάκισης στη Σιβηρία.Εκεί θα μεταβεί και η Σόνια ,περιμένοντας την αποφυλάκισή του,προκειμένου να κάνουν μαζί ένα νέο ξεκίνημα).

 

“Ένα άλλο ζήτημα παρέμενε γι αυτόν άλυτο.Γιατί όλοι τους αγαπούσαν τόσο πολύ τη Σόνια;Δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια για να κερδίσει τη συμπάθειά τους και την έβλεπαν πολύ σπάνια,στον τόπο της δουλειάς μονάχα,όπου ερχόταν μερικές φορές να τον ιδεί για λίγα λεπτά.Κι ωστόσο τη γνώριζαν όλοι και το ‘ξεραν ότι τον είχε ακολουθήσει.Ήξεραν πού ζούσε και πώς ζούσε.Δεν τους έδινε λεφτά,δεν τους έκανε τίποτα ιδιαίτερες εξυπηρετήσεις.Μονάχα μια φορά,τα Χριστούγεννα,έφερε ένα δωράκι για όλους:κρεατόπιττες και χριστόψωμα.Σιγά σιγά όμως αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους κατάδικους και στη Σόνια πιο στενές σχέσεις.Τούς έγραφε γράμματα στους δικούς τους και τα ταχυδρομούσε.Όταν έρχονταν οι δικοί τους στην πόλη,τους έλεγαν να αφήσουν διάφορα πράγματα,ακόμα και λεφτά,στη Σόνια για να τους τα φυλάξει.Την γνώριζαν όλες οι γυναίκες και οι αγαπητικιές των καταδίκων και πήγαιναν και την έβλεπαν.Όταν ερχότανε στα εργαστήρια να ιδεί τον Ρασκόλνικωφ ή όταν συναντούσε καμιά ομάδα καταδίκων που πήγαιναν στη δουλειά,έβγαζαν όλοι τον σκούφο τους και υποκλίνονταν μπροστά της. “Μάτουσκα,Σοφία Σεμιόνοβνα,είσαι η τρυφερή και στοργική μανούλα μας”,έλεγαν στο καχεκτικό και αδύναμο πλασματάκι όλοι αυτοί οι μαντραχαλάδες,που ήτανε σημαδεμένοι με τη σφραγίδα της ατιμίας.Η Σόνια χαμογελούσε απαντώντας στον χαιρετισμό τους και ήθελαν όλοι να τη βλέπουν να χαμογελάει.Αγαπούσανε ακόμα και το περπάτημά της και γύριζαν και την έβλεπαν όταν προσπερνούσε.Μονάχα επαινετικά λόγια έλεγαν γι αυτήν-παίνευαν ακόμα και το λεπτοκαμωμένο της κορμάκι και δεν ήξεραν για τι να την πρωτοπαινέψουνε.Έφταναν ακόμα να τη συμβουλεύονται για τις αρρώστιες τους.

Ο Ρασκόλνικωφ έμεινε στο νοσοκομείο ως το τέλος της Σαρακοστής και όλη την εβδομάδα του Πάσχα.Όταν έγινε καλά, θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει στον πυρετό και στο παραλήρημά του,ξαπλωμένος στο κρεβάτι.Είχε ονειρευτεί τότε ότι όλος ο κόσμος ήτανε καταδικασμένος να καταστραφεί από μια μάστιγα ανήκουστη και δίχως προηγούμενο που ήρθε από τα βάθη της Ασίας κι έπεσε πάνω στην Ευρώπη.Θα πέθαιναν όλοι εκτός από μερικούς εκλεκτούς.Είχανε παρουσιαστεί κάτι καινούργια παράσιτα,κάτι μικροοργανισμοί που φώλιαζαν στο κορμί των ανθρώπων.Αυτά τα ζωύφια είχανε μυαλό και θέληση κι όποιος άνθρωπος μολυνόταν από δαύτα γινότανε αμέσως τρελός.Ωστόσο ποτέ,μα ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήτανε τόσο σίγουροι ότι κατέχουν την αλήθεια,όσο αυτά τα αξιολύπητα πλάσματα.Ποτέ άλλοτε δεν πίστεψαν τόσο πολύ ότι ήτανε αλάνθαστη η κρίση τους,οι ηθικές και θρησκευτικές τους πεποιθήσεις,τα επιστημονικά τους συμπεράσματα.Χωριά,πόλεις και έθνη ολόκληρα μολύνονταν και έχαναν το λογικό τους.Όλοι τους βρίσκονταν σε έξαψη και δεν καταλάβαινε πια ο ένας τον άλλον.Καθένας πίστευε πως μονάχα αυτός ξέρει την αλήθεια και βασανιζότανε βλέποντας τους άλλους,χτυπόυσε τα στήθια του,έκλαιγε,έτριβε με απόγνωση τα δάχτυλά του.Δεν ήξεραν ποιον να κρίνουν και πώς να τον κρίνουν,δεν μπορούσανε να συμφωνήσουν στο τι είναι καλό και τι κακό,δεν ήξεραν τι να καταδικάσουν,τι να δεχθούν.Σκοτώνονταν μεταξύ τους με μίσος παράλογο.Συγκεντρώνονταν στρατιές ολόκληρες και έπεφταν η μία πάνω στην άλλη,αλλά και μεταξύ τους ακόμα,οι στρατιώτες στην κάθε παράταξη πετσοκόβονταν άγρια.Χάλαγαν τις γραμμές τους,σφάζονταν με τις λόγχες,μαχαιρώνονταν,δαγκώνονταν,έτρωγε ο ένας τον άλλον.Στις πόλεις χτυπούσαν οι καμπάνες όλη μέρα,καλούσαν τον λαό αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος τους καλεί και για ποιον λόγο και ήτανε όλοι τους ανήσυχοι.Εἰχανε παρατήσει τα πιο συνηθισμένα τους επαγγέλματα,γιατί ο καθένας είχε τις δικές του ιδέες,δικά του μεταρρυθμιστικά προγράμματα και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν.Τη γεωργία την παράτησαν.Που και που μαζεύονταν κάποιοι,συμφωνούσαν να κάνουν κάτι μαζί,ορκίζονταν να μη χωριστούν πια,αλλά αμέσως ύστερα καταπιάνονταν με κάτι ολότελα διαφορετικό,άρχιζαν να αλληλοκατηγορούνται,να χτυπιούνται,να σκοτώνονται.Άρχισαν οι πυρκαγιές,ήρθε η πείνα,οι πάντες και τα πάντα καταστράφηκαν.Σε ολόκληρο τον κόσμο μονάχα μερικά πλάσματα μπορούσαν να σωθούν:οι εκλεκτοί και οι αγνοί που ήταν προορισμένοι να θεμελιώσουν την καινούργια ζωή,να ανανεώσουν και να καθαρίσουν τη γη.Αλλά κανένας δεν τους έδινε προσοχή,κανείς δεν άκουγε τα λόγια τους και τη φωνή τους.Ο Ρασκόλνικωφ βασανιζότανε από αυτόν τον παράλογο εφιάλτη που ξαναρχότανε τυραννικά στη μνήμη του και δεν έλεγαν να σβήσουν οι εντυπώσεις που του είχανε αφήσει τα πυρετικά του όνειρα”.

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, “Έγκλημα και τιμωρία”,Εκδόσεις Γράμματα,2006,Μετάφραση:Σωτήρης Πατατζής

 

ΘΕΜΑΤΑ

1.Β1.Σε κάθε μια από τις προτάσεις που ακολουθούν να δώσετε τον χαρακτηρισμό Σ/Λ ανάλογα με το νόημα του κειμένου.

  • Η Σόνια κατορθώνει να κερδίσει τη συμπάθεια όλων των καταδίκων χάρη στις εξυπηρετήσεις που τους προσφέρει
  • Στο όνειρο του Ρασκόλνικωφ όλοι οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν από μια μάστιγα προερχόμενη από την Ασία.
  • Οι μολυσμένοι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν ότι η κρίση τους ήταν αλάνθαστη.
  • Στις πόλεις χτυπούσαν οι καμπάνες,για να μαζευτεί ο λαός προς αντιμετώπιση της συμφοράς.
  • Οι εκλεκτοί και οι αγνοί που θα θεμελίωναν τη νέα ζωή δέχονταν τιμές από τους άλλους ανθρώπους.Μ.5

 

Β2.Να παρουσιάσετε με δικά σας λόγια (50-60 λέξεις)το βασικό θέμα που αναπτύσσεται στο ακόλουθο χωρίο: “Καθένας πίστευε πως μονάχα αυτός ξέρει την αλήθεια και βασανιζότανε βλέποντας τους άλλους,χτυπούσε τα στήθια του,έκλαιγε,έτριβε με απόγνωση τα δάχτυλά του”Μ.5

 

ή Β3. Στο κείμενο που σας δόθηκε να χαρακτηρίσετε το είδος του αφηγητή,να εντοπίσετε μια αναδρομή και να καταγράψετε ένα χωρίο με θαμιστική αφήγηση.Μ.5

ή Β4.Να αιτιολογήσετε τη χρήση του ασύνδετου σχήματος στο τονισμένο χωρία του κειμένου.Μ.5 

ή Β5.Να χαρακτηρίσετε τα ακόλουθα σχήματα λόγου και να ερμηνεύσετε τη λειτουργία τους ως προς το νόημα του κειμένου (τα πλάγια γράμματα)Μ.5

 

2.Ο κόσμος,όπως παρουσιάζεται στο εφιαλτικό όνειρο του Ρασκόλνικωφ,παρασυρμένος από έναν ιδεοληπτικό δογματισμό οδηγείται στην πλήρη καταστροφή.Υπάρχουν κατά τη γνώμη σας, ανάλογα φαινόμενα δογματισμού στην εποχή μας;Τι πιστεύετε πως οδηγεί τους ανθρώπους στον δογματισμό;Να αναπτύξετε την απάντησή σας σε ένα κείμενο 100–150 λέξεων.Μ.5