Η ΜΟΝΑΞΙΑ (ΔΙΚΤΥΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ,ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ)

Η ΜΟΝΑΞΙΑ (Δίκτυα κειμένων, Εμείς και οι άλλοι και βιβλία εκπαιδευτικού)

ΚΕΙΜΕΝΟ 1

Κανείς δε στέλνει σήμερα γράμματα

Εισαγωγικό σημείωμα

H Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στο συγκεκριμένο έργο αποτυπώνει την ιδιαίτερη σχέση μητέρας και κόρης, και ταυτόχρονα τη σχέση δυο κορυφαίων εκπροσώπων της ελληνικής πεζογραφίας, μέσα από τα γράμματα που έστελνε η μια στην άλλη τη δεκαετία 1960-1970.

Το κείμενο με τίτλο «Κανείς δε στέλνει σήμερα γράμματα» είναι διασκευασμένο απόσπασμα τμήματος της εισαγωγής του βιβλίου. Προσφέρεται για μια σπουδή πάνω στα ζητήματα της κατασκευής του Εαυτού και της επικοινωνίας με τον Άλλο μέσα από την έντυπη αλληλογραφία.

Κείμενο

Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα.

Ποιος αλληλογραφεί σήμερα; Από τα βάθη των αιώνων, τα ιδιωτικά γράμματα έριχναν ασταμάτητα γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο απουσίες. Εδώ και αιώνες, «γράφω ένα γράμμα» σήμαινε «παρεμβαίνω σε αυτό που λείπει». Εδώ και αιώνες, το γράμμα ήταν ένας μονόλογος που ονειρευόταν το διάλογο. «Στέλνω μια επιστολή» σήμαινε «υποδύομαι μια «δια ζώσης» συνομιλία που λανθάνει». Ο άλλος που λείπει κάνει το γράμμα να υπάρχει. Όμως, δεν

υπάρχει η φωνή μέσα σε αυτό, δεν υπάρχει το βλέμμα, το δέρμα, η μυρωδιά, δεν υπάρχει το άγγιγμα. Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά, λείπει η βλεμματική επαφή που μπορεί να κάνει τον αποδέκτη του γράμματος να νιώσει ζωντανός ή νεκρός. Κι όμως η απόσταση πληγώνει, αλλά και προστατεύει. Το κάθε γράμμα ένας περιφρουρημένος τόπος. Ο επιστολογράφος, δίχως να εκτίθεται στην αμεσότητα του βλέμματος και της

παρουσίας του άλλου, διαχειρίζεται κατά βούληση την εικόνα του εαυτού του. Για αιώνες, τα γράμματα λειτουργούσαν σαν ένας επιλεκτικός καθρέπτης του εαυτού.[…]

Ποιος αλληλογραφεί σήμερα; Τα νέα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, η δυνατότητα μιας «εδώ και τώρα, αυτή-τούτη-τη-στιγμή» επικοινωνίας αχρήστεψαν και έθεσαν εκτός τόπου και χρόνου το λόγο ύπαρξης των γραμμάτων. […] Ποιος αντέχει σήμερα να περιμένει τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες για την παραλαβή ενός γράμματος; Οι πιο ανυπόμονοι, με τα εξπρες τότε γράμματα, σήμερα θα πέθαιναν από αδημονία. Κι όμως, αυτή η μη απαντοχή στην αναμονή,αυτή η βουλιμία του εφήμερου και της στιγμής υπονομεύει αυτό που υποτίθεται ότι αναζητά: την επαφή με τον άλλο.

Τσαλίκογλου, Φ. (2008). Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς. Τα παράξενα της μητρικής αγάπης.

Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου.

Αθήνα: Καστανιώτης. 48-49.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 2

Παρίσι-Αθήνα

Εισαγωγικό σημείωμα

Ο Βασίλης Αλεξάκης (1943) έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, το σκίτσο και τον κινηματογράφο. Στο αφήγημά του «Παρίσι-Αθήνα», ο συγγραφέας, σε πρώτο πρόσωπο, θίγει ζητήματα της ταυτότητας ενός ανθρώπου που ζει σε δύο τόπους και εκφράζεται σε δύο γλώσσες. Το απόσπασμα που ακολουθεί διερευνά τα όρια ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και το μυθιστόρημα, καθώς και τη σχέση επικοινωνίας συγγραφέα-αναγνώστη.

Κείμενο

Ένας συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων μού έλεγε ότι σκεφτόταν συνέχεια τους αναγνώστες του όταν έγραφε, ότι προσπαθούσε να τους κινήσει το ενδιαφέρον, να τους εκπλήξει.

Δεν μπορώ να πω ότι σκέφτομαι συχνά τους αναγνώστες μου. Τον εαυτό μου σκέφτομαι κυρίως, σ’ αυτόν απευθύνομαι πρωτίστως. Αποζητώ να ηρεμήσω. Κάθε παράγραφος που τελειώνει μου εξασφαλίζει μια κάποια ειρήνη. Κάθε φράση είναι μια μικρή ανακωχή.

Μ’ ενοχλεί λίγο που γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Νομίζω ότι μειώνει κανείς τον εαυτό του όταν μιλάει πολύ γι’ αυτόν. Μου έχει ξανασυμβεί φυσικά να γράψω σε πρώτο πρόσωπο, αλλά δεν μιλούσα αναγκαστικά για μένα τον ίδιο. Μου έτυχε να δανειστώ τη φωνή μιας γυναίκας.

Είναι αλήθεια ότι η γυναίκα αυτή δεν μου ήταν και εντελώς ξένη: την είχα προικίσει με αρκετά στοιχεία απ’ τη ζωή μου, όπως τη διεύθυνση του σπιτιού όπου μεγάλωσα, στη γωνία των οδών Ανακρέοντος και Φιλαρέτου, στην Καλλιθέα. Μου έχει συμβεί επίσης να μιλήσω για τη ζωή ενός Έλληνα στη Γαλλία –το έκανα όμως στο δεύτερο πρόσωπο, ίσως επειδή δεν ήμουν ακόμη

έτοιμος να αποδεχτώ την ιδιότητα του μετανάστη. Θέλω να πω ότι έχω συχνά ασχοληθεί με τον εαυτό μου, αλλά ότι πάντα φορούσα κάποιο προσωπείο. Αισθάνομαι αμηχανία έτσι όπως κοιτάζω τώρα το πρόσωπό μου γυμνό. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι θ’ ανέβω στην εκτίμησή μου γνωρίζοντάς με καλύτερα.

Δεν έχω πια την ελευθερία να διαμορφώνω όπως θέλω την ιστορία που γράφω. Η άσκηση αυτής της ελευθερίας μού έδινε κάποιο κέφι. Η αυτοβιογραφία είναι ίσως ένα είδος μυθιστορήματος γραμμένου χωρίς κέφι. Ποιος ξέρει; Μπορεί τελικά και το βιβλίο αυτό να μοιάσει με μυθιστόρημα, με πρόσωπα που χάνονται στα πρώτα κεφάλαια και επανεμφανίζονται στο τέλος της ιστορίας. Αν οι άνεμοι με συμπαθούν, προς το μυθιστόρημα θα ήθελα να με οδηγήσουν.

Αλεξάκης, Β. (1993). Παρίσι-Αθήνα. Αθήνα: Εξάντας. 26-27.

ΚΕΙΜΕΝΟ 3

Μάριος Χάκκας, Η σύσκεψη

Η σύσκεψη συνεχίζονταν…

Ήτανε δύσκολο να καθορίσει το χρόνο της έναρξης, αν είχε αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά, πριν δέκα μέρες ή πριν δέκα χρόνια. Ακόμα αμφέβαλε αν υπήρχε κάποια αρχή, ένα συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης, αφού ολοένα και περισσότερο ένιωθε πως δεν υπήρχε ένα τέλος.

Η σύσκεψη συνεχίζοταν, ένα ποτάμι χωρίς εκβολές και πηγές. Ο ίδιος δεν ένιωθε σα σταγόνα που ξεκίνησε από την αρχή για να φτάσει στο τέρμα. Είχε την επίμονη αίσθηση ότι βρίσκεται έξω απ’ το ρεύμα, στην άκρη της κοίτης, στο ίδιο πάντα σημείο και βλέπει διαρκώς να κυλάει.

Είχε συναίσθηση ότι παίρνει μέρος στη σύσκεψη μόνο από τη συνέχιση της διαδικασίας με τους εναλλασσόμενους ομιλητές, τις καθιερωμένες χειρονομίες, τον τρόπο που ανοίγαν το στόμα και άρθρωναν τις λέξεις. Πρόσωπα, χέρια, χείλη και λόγια όλα γνωστά, τόσο γνωστά, κυρίως

τα λόγια, κουρντισμένα σ’ ένα κραυγαλέο ανυπόφορο τόνο (Κι εγώ με τη στεντόρεια φωνή μου),που δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινή ομιλία για το ψωμί και τον έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο, κουρντισμένα όλα σε μια σειρά και μια τάξη (κι εγώ με τη σειρά μου…), αυτά τ’ ακατανόητα

λόγια που η μνήμη τ’ απόδιωχνε σα φορτίο αβάσταχτο.

Η σύσκεψη συνεχίζονταν, μια πλάκα για χιλιοστή φορά στο πικάπ, μια κόρνα αυτοκινήτου που κόλλησε και που κανένας δεν νοιάζονταν να σταματήσει αυτός ο άχρηστος θόρυβος.

…Ένα λεωφορείο που πήγαινε… Αυτός στριμώχνοντας μπήκε, όταν ξαφνικά η πόρτα έκλεισε κι έπιασε στην άκρη το μανίκι της καμπαρντίνας. Δοκίμασε μαλακά να το τραβήξει και κατάλαβε πως είχε γαντζώσει σε κάποιο καρφάκι. Μπορούσε όμως να περιμένει μέχρι την επόμενη στάση.

Θ’ άνοιγε η πόρτα και θα ελευθέρωνε το μανίκι χωρίς αβαρίες. Ήταν υπόθεση ενός, δύο λεπτών το πολύ. Θα το άντεχε; Δυο λεπτά το πολύ υπομονής. Τράβηξε απότομα το χέρι αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε σχίσιμο. Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν μπορούσε να νιώθει αιχμάλωτος,

έστω για λίγο, μιας πόρτας…

Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατελείωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης; Βέβαια μπορεί να ’ταν κλειστά τα παράθυρα, βουλωμένες οι χαραμάδες κι οι τρύπες, αλλά η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη. Φαίνοταν από κει που καθόταν φαρδιά, μεγάλη και εύκολη. Θα σηκώνοταν ήσυχα ήσυχα, θα περνούσε

απαρατήρητος ανάμεσα απ’ τους ακροατές με τα πεσμένα βλέφαρα και τις ξαναμμένες παλάμες,μια και χρόνια ήταν απών, από τη σύσκεψη, αφού όλοι απουσίαζαν, αφού κανέναν από τους ομιλητές δεν κατανοούσε, θα περνούσε την πόρτα και φορώντας την καπαρντίνα ανεμπόδιστα με την ομπρέλα και το καπέλο στο χέρι, θ’ αναχωρούσε χωρίς χαιρετούρες.

Μπορεί έξω να ήταν καλοκαίρι και να μη χρειαζόταν η ομπρέλα…

Από την ορθάνοιχτη πόρτα φαινόταν ένα κομμάτι μεσημέρι κι ακούγοταν το μονότονο τραγούδι του τζίτζικα. Ο φύλακας κοιμόταν. Κοιμόταν βαθιά στην καρέκλα, με πεσμένα τα βλέφαρα,με σταυρωμένα τα χέρια σα να ’ταν νεκρός, σα να μην υπήρχε δίπλα στην πόρτα. Μπορούσε να κάνει δυο βήματα και να βρεθεί έξω για ένα λεπτό, για μια ώρα, για πάντα ύστερα από είκοσι

χρόνια φυλάκιση, αρκεί να δρασκελούσε την πόρτα, αρκεί να τολμούσε, αρκεί να το ήθελε, αρκεί… Χωρίς δισταγμό έστριψε για το αρχιφυλακείο

 που τον είχαν καλέσει…

Τώρα τον είχε καλέσει ο Πρόεδρος, δίνοντάς του το λόγο να πει κι αυτός τις σκέψεις του,συνεχίζοντας τη σύσκεψη. Δεν μπορούσε να φύγει, δεν έπρεπε να φύγει. Για να συνεχίσει «κι αυτός με τη σειρά του» τη σύσκεψη, άρχισε να μιλάει με τον ίδιο ρυθμό που μίλησαν οι άλλοι,στον ίδιο τόνο φωνής, με τις ίδιες κινήσεις.

Η σύσκεψη συνεχίζοταν…

ΘΕΜΑΤΑ

 

Α1.Να αποδώσετε περιληπτικά το νόημα των δύο πρώτων κειμένων σε 80 λέξεις.Μ.8 

Α2.Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο συγγραφέας του δεύτερου κειμένου στη σχέση του με το δημιούργημά του αλλά και με τον εαυτό του;Μ.7

 

Β1.Να επιβεβαιώσετε ή να διαψεύσετε τις παρακάτω προτάσεις σύμφωνα με τα κείμενα που έχετε μπροστά σας (1 και 2)Μ.10

  • η σύνταξη ενός γράμματος σημαίνει παρέμβαση στην απουσἰα του άλλου
  • στην επιστολή βιώνεις τα ίδια συναισθήματα όπως και στη δια ζώσης επαφή.
  • σήμερα κανείς δεν περιμένει να λάβει γράμμα, γιατί όλα γίνονται πιο γρήγορα μέσω της τεχνολογίας
  • ένα σημαντικό μέλημα του συγγραφέα του δεύτερου κειμένου είναι η ηρεμία του εαυτού του
  • οι φωνές των κειμένων του(2) είναι πάντα ξένοι και άγνωστοι άνθρωποι

Β2α.Να ερμηνεύσετε τη χρήση των εισαγωγικών και των ερωτημάτων στο πρώτο κείμενο.Μ.6

β.Να εντοπίσετε τους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσεται η δεύτερη παράγραφος του δεύτερου κειμένου και να σχολιάσετε τη λειτουργία των τρόπων ανάπτυξης στην υποστήριξη των θέσεων του συντάκτη.Μ.6

γ.Στο πρώτο κείμενο το νοηματικό κέντρο βάρους αφορά την επικοινωνία με τον άλλον,ενώ στο δεύτερο με τον εαυτό μας.Με ποιους τρόπους οι δύο συγγραφείς επιτυγχάνουν την προσέγγιση αυτή;Πού διαφοροποιούνται και πού μοιάζουν;Μ.10

δ.Να εντοπίσετε τις λέξεις αντίθεσης στο πρώτο κείμενο και να ερμηνεύσετε τον ρόλο τους.Μ.8

Γ.Η σύσκεψη:

α.Ποιο βρίσκετε να είναι το κεντρικό ερώτημα του κειμένου;

β.Τι δίνει συμβολικό-αλληγορικό χαρακτήρα στο κείμενο;

γ.Ο ήρωας θέλει να απελευθερωθεί.Με ποιος τρόπους δίνεται αυτή η προσπάθεια μέσα από το κείμενο;

δ.Ο συγγραφέας είναι αριστερής ιδεολογίας.Τι καταλαβαίνουμε για την έννοια του συμβιβασμού;Σήμερα θα υποστηρίζαμε ότι αυτή έχει πολιτικό και μόνο χαρακτήρα;Μ.15 

Δ.Σε ένα κείμενο 400 λέξεων,αναρτημένο σε προσωπική ιστοσελίδα, να καταθέσετε τις σκέψεις σας για το θέμα της ανθρώπινης μοναξιάς μέσα σε έναν κόσμο πολυπρόσωπο,πολυπολιτισμικό και κυριευμένο από τον καταιγισμό της πληροφορίας.Απομονώνονται οι άνθρωποι σήμερα ή μόνο σήμερα;Αν ναι,σκεφτείτε μερικούς λόγους,αν όχι,επιχειρηματολογήστε γι αυτό.Βρίσκουν τρόπους επικοινωνίας;Ποια είναι η τοποθέτησή σας για τους σύγχρονους τρόπους επικοινωνίας; Μ.30