Αρχική » ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗ

Πρόσφατα άρθρα

Ιστορικό

Kατηγορίες

ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗ

Η Σιγκαπούρη, επίσημα Δημοκρατία της Σιγκαπούρης, είναι νησιωτική χώρα νότια της Μαλαισίας. Με έκταση μόλις 728 τετραγωνικά χιλιόμετρα είναι η μικρότερη χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας και μπορεί να χαρακτηριστεί μια σύγχρονη πόλη-κράτος. Βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ασίας και της Μαλαισιανής χερσονήσου, περίπου μία μοίρα από τον ισημερινό.

Η Σιγκαπούρη ήταν μέχρι το 1965 βρετανική αποικία και έκτοτε είναι μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών. Ο πληθυσμός της έχει πολυεθνική σύνθεση, καθώς περιλαμβάνει Κινέζους, Μαλαισιανούς, Ταμίλ και Ευρωπαίους. Έχει ισχυρή οικονομία και οι κάτοικοί της απολαμβάνουν υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και βιοτικό επίπεδο. Το Σύνταγμα της χώρας ορίζει το πολίτευμα ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην πράξη όμως ένα και μόνο κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα Δράσης, μονοπωλεί την εξουσία από τότε που η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της. Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2020, είναι 5.685.800 κάτοικοι.

 

 

Ιστορία

Το όνομα «Σινγκαπόρα» σημαίνει «Πόλη των λιονταριών», από τις μαλαισιανές λέξεις «σίγκα» (λιοντάρι) και «πόρα» (πόλη). Δόθηκε τον 14ο αιώνα από ένα πρίγκιπα της Σουμάτρας, ο οποίος, φτάνοντας στο νησί μετά από μια καταιγίδα παρατήρησε ένα ζώο στην ακτή που έμοιαζε με λιοντάρι. Σήμερα θεωρείται ότι έκανε λάθος, καθώς πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι στη Σιγκαπούρη δεν έζησαν ποτέ λιοντάρια (ούτε καν ασιατικά λιοντάρια) και ότι το ζώο που είδε ο πρίγκιπας ήταν κατά πάσα πιθανότητα μαλαϊκή τίγρις.

Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στη Σιγκαπούρη χρονολογούνται από το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Το νησί ήταν κτήση της αυτοκρατορίας της Σουμάτρα Srivijaya και αρχικά είχε το ιαβικό όνομα «Τέμασεκ» (θαλάσσια πόλη). Η Τέμασεκ (ή Τούμασεκ) γρήγορα έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο, αλλά παρήκμασε στα τέλη του 14ου αιώνα. Μεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα η Σιγκαπούρη ήταν μέρος του Σουλτανάτου του Τζοχόρ. Κατά τη διάρκεια των πολέμων Μαλαισίας-Πορτογαλίας το 1613 πυρπολήθηκε από τα πορτογαλικά στρατεύματα. Στη συνέχεια οι Πορτογάλοι είχαν τον έλεγχο του νησιού και τον 17ο αιώνα οι Ολλανδοί, οι οποίοι ήλεγχαν το θαλάσσιο εμπόριο στην περιοχή, αλλά όλο αυτό το διάστημα το νησί ήταν σχεδόν ακατοίκητο.

Η σύγχρονη ιστορία της Σιγκαπούρης ουσιαστικά ξεκινά το 1819 όταν φτάνει στο νησί ο Τόμας Στάμφορντ Ραφλς, αξιωματούχος της Βρετανικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών. Αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες του μέρους ως στρατηγικό σημείο εμπορίου στη Νοτιοανατολική Ασία, ο Ραφλς υπέγραψε συνθήκη με το σουλτάνο Χουσεΐν Σαχ για να αναπτύξει στη Σιγκαπούρη ένα εμπορικό λιμάνι για λογαριασμό των Βρετανών. Με επόμενη συνθήκη το 1824, το νησί έγινε βρετανική κτήση.[15] Το 1826, η Σιγκαπούρη βρέθηκε υπό την αιγίδα της βρετανικής Ινδίας και πρωτεύουσα της περιοχής το 1836. Την περίοδο κατά την οποία το νησί έγινε βρετανική κτήση, ο πληθυσμός του αριθμούσε μερικές χιλιάδες, κυρίως ιθαγενείς Μαλαισιανούς και μερικούς Κινέζους. Μέχρι τη δεκαετία του 1860, ο πληθυσμός του είχε φτάσει τις 80.000. Πολλοί μετανάστες έφτασαν στη Σιγκαπούρη για να εργαστούν στις φυτείες καουτσούκ, του οποίου η Σιγκαπούρη έγινε παγκόσμιος εξαγωγέας.

Άγαλμα του Τόμας Στάμφορντ Ραφλς που θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης Σιγκαπούρης

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Βρετανοί κατασκεύασαν στο νησί μια μεγάλη στρατιωτική βάση. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σιγκαπούρη ήταν η κυριότερη στρατιωτική βάση των Βρετανών στη Νοτιοανατολική Ασία. Ο Αυτοκρατορικός Ιαπωνικός Στρατός εισέβαλε στη Μαλαισία και συνέχεια στη Σιγκαπούρη, καταλήγοντας στην επονομαζόμενη Μάχη της Σιγκαπούρης. Οι ελλιπώς προετοιμασμένοι Βρετανοί ηττήθηκαν σε έξι μέρες και παραδόθηκαν στο στρατηγό Γιαμασίτα (Tomoyuki Yamashita) στις 15 Φεβρουαρίου 1942, γεγονός που σήμερα χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη στρατιωτική ήττα στην ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γιαπωνέζοι μετονόμασαν τη Σιγκαπούρη «Σονάντο» που σημαίνει «νότιο νησί που αποκτήθηκε στην εποχή του Σόβα» και την κατείχαν μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1945, ένα μήνα μετά την παράδοση της Ιαπωνίας, οπότε και ξαναπέρασε στην κυριαρχία των Βρετανών.

Η Σιγκαπούρη απέκτησε αυτονομία μέσα στη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1959 με πρωθυπουργό τον Λι Κουάν Γιου. Ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία τον Αύγουστο του 1963 και το Σεπτέμβριο προσχώρησε στην Ομοσπονδία της Μαλαισίας. Η ένωση με τη Μαλαισία δεν ευδοκίμησε, καθώς οι σχέσεις της τοπικής κυβέρνησης του κόμματος PAP με την ομόσπονδη κυβέρνηση της Κουάλα Λουμπούρ ήταν κακές. Έτσι στις 9 Αυγούστου 1965 ανακηρύχθηκε επίσημα ανεξάρτητο κράτος. Ο Γιουσόφ μπιν Ισάκ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος και ο Λι Κουάν Γιου παρέμεινε πρωθυπουργός.

Ως ανεξάρτητο νέο κράτος αντιμετώπιζε πρόβλημα επάρκειας φυσικών πόρων, μεγάλη ανεργία, έλλειψη στέγασης και την απειλή διαφυλετικών εντάσεων. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Λι Κουάν Γιου ως πρωθυπουργού από το 1959 ως το 1990 η κυβέρνηση κατάφερε να πετύχει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Επίσης, δημιουργήθηκε ένα ανεξάρτητο εθνικό σύστημα άμυνας που βασίζεται στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για τους άντρες. Το 1967 έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Το 1990 ο Γκο Τσοκ Τονγκ διαδέχτηκε τον Λι ως πρωθυπουργός. Το 2004 ο Λι Σιεν Λουνγκ, που είναι ο μεγαλύτερος γιος του Λι Κουάν Γιου, έγινε ο τρίτος πρωθυπουργός της χώρας.

 

 

Θρησκεία

Καθεδρικός Ναός του Αγίου Ανδρέα

Η Σιγκαπούρη είναι μια πολυθρησκευτική χώρα. Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία περίπου το 51% των κατοίκων Σιγκαπούρης (που δεν περιλαμβάνουν ένα σημαντικό αριθμό επισκεπτών και μεταναστών εργατών) είναι βουδιστές και ταοϊστές. Περίπου 15%, κυρίως Κινέζοι, Ευρασιάτες και Ινδοί, είναι χριστιανοί – που περιλαμβάνει πολλά δόγματα, καθολικοί, προτεστάντες και άλλοι. Οι μουσουλμάνοι είναι το 14%, από τους οποίους η μεγάλη πλειονότητα είναι Μαλαισιανοί και οι υπόλοιποι κυρίως Ινδοί μουσουλμάνοι. Άλλες μειονότητες περιλαμβάνουν Σιχ, Ινδουιστές και Μπαχάι σύμφωνα με την απογραφή του 2000.

Περίπου 15% του πληθυσμού δήλωσε ότι δεν πιστεύει σε κάποια θρησκεία.

Γλώσσες

Η Σιγκαπούρη από την Κινέζικη συνοικία

Οι επίσημες γλώσσες είναι τα Αγγλικά, Κινέζικα (Μανδαρινικά), Μαλαϊκά και Ταμίλ. Εθνική γλώσσα για ιστορικούς λόγους θεωρείται η μαλαϊκή και σ’ αυτήν είναι γραμμένος ο εθνικός ύμνος “Majulah Singapura”. Τα Αγγλικά είναι η γλώσσα που έχει επικρατήσει στη διοίκηση και τη δημόσια ζωή της χώρας. Η χρήση τους εξαπλώθηκε από τότε που καθιερώθηκαν ως η πρώτη γλώσσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και είναι η πιο συνηθισμένη γλώσσα στη λογοτεχνία της Σιγκαπούρης. Στην καθομιλουμένη συνηθίζεται μια τοπική παραλλαγή των αγγλικών που λέγεται «σίνγκλις» (από το “Singapore English”) και τα οποία ενσωματώνουν λεξιλόγιο και γραμματική από τα Αγγλικά, διάφορες κινεζικές διαλέκτους, Μαλαϊκά και ινδικές γλώσσες

 

 

Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε ΕΔΩ

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση