Πολλές φορές συμβουλεύουμε τα παιδιά να διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία για να «πλουτίσουν» το λεξιλόγιό τους. Συνδέουμε δηλαδή την ανάγνωση με τη γλωσσική ανάπτυξη, κάτι που μπορεί να είναι σωστό. Είναι λάθος όμως να περάσει η αντίληψη ότι η ανάγνωση της λογοτεχνίας αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός ικανού λεξιλογίου, γιατί είναι σαν να παραδεχόμασταν ότι το παιδί που έχει ικανοποιητικό λεξιλόγιο δεν είναι ανάγκη να διαβάζει. Δεν νομίζω ότι πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο. Όχι μόνο γιατί ο όρος «γλωσσική ανάπτυξη» σημαίνει βελτίωση της σκέψης και άπλωμα στον κόσμο, αλλά και γιατί «γλώσσα» είναι η χαρά της ομιλίας, της συνομιλίας, του αστεϊσμού, του δημιουργικού γραψίματος. Κι όσο ο άνθρωπος μιλά και αστειεύεται και γράφει, θα έχει και την ανάγκη να διαβάζει.
Η διανοητική και η γλωσσική ανάπτυξη λοιπόν είναι ωφέλειες που προκύπτουν από την ανάγνωση της λογοτεχνίας, και ως εκπαιδευτικός μπορώ ήδη να καταλήξω σε θετική πρόταση. Ως μητέρα όμως, που πρώτα και πάνω απ’ όλα μ’ ενδιαφέρει ο ψυχικός κόσμος των παιδιών μου, η αρμονική ένταξή τους στην κοινωνία, η ευτυχία τους με μια λέξη, δεν θα μπορούσα παρά να τονίσω την πρωταρχική,κατά τη γνώμη μου, ωφέλεια της παιδικής λογοτεχνίας που είναι η σύνδεση του παιδιού με τη ζωή.
Υπάρχει μια τάση να θεωρείται η λογοτεχνία ως κάτι ξέχωρο από τη ζωή.Όμως η ζωή γεννά τις ιστορίες που διαβάζουμε στα βιβλία. Η λογοτεχνία είναι η ίδια η ζωή. Η μητέρα που νανουρίζει το μωρό της με τραγουδάκια δεν απέχει πολύ από τον ποιητή που αποτυπώνει τη συγκίνησή σου σε στίχους. Η ανάγκη που νιώθουμε όλοι να αφηγηθούμε ένα περιστατικό είναι η ίδια με την ανάγκη που νιώθει ο συγγραφέας όταν καθίσει
μπροστά σ’ ένα άδειο χαρτί: Ανάγκη για επικοινωνία. Το αποτέλεσμα, βέβαια, αυτής της ανάγκης δεν είναι ίδιο σ’ όλες τις περιπτώσεις. Δεν είμαστε όλοι λογοτέχνες. Είμαστε όμως άνθρωποι που συμβιώνουμε κάτω από ένα πλέγμα διάφορων μορφών αρμονίας και κατανόησης για τους άλλους.