Στη συνέχεια, τα διάφορα επαναστατικά πολιτικά κινήματα, όπως η γαλλική επανάσταση, και ο εκβιομηχανισμός συνέβαλαν στην περαιτέρω μείωση του αναλφαβητισμού από τα τέλη του 18ου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Όμως, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα εμπόδιζαν τη συνέχιση της πτωτικής πορείας του αναλφαβητισμού. Έτσι, η κλιμάκωση της προσπάθειας για την μείωση του αναλφαβητισμού άρχισε να θεμελιώνεται μετά το πέρας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Τα πρώτα επίσημα στοιχεία που δημοσίευσε ο ΟΗΕ το 1957 έδειξαν ότι περίπου το 44% το παγκόσμιου πληθυσμού διερχόταν από αναλφαβητισμό. Το 1978 το ποσοστό έπεσε στο 32,5%, το 1990 στο 27%, ενώ το 1998 στο 16%. Όμως, η μελέτη του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε το 1998 τόνισε την εκτίμηση ότι το ποσοστό του αναλφαβητισμού θα αυξανόταν κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 21ου αιώνα διότι μόλις το 1/4 των παιδιών στον πλανήτη πήγαιναν σχολείο σε κανονικούς ρυθμούς στα τέλη του 20ου αιώνα.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της UNESCO, 799 εκατ. άτομα ηλικίας άνω των 15 ετών σε παγκόσμιο επίπεδο χαρακτηρίζονται ως αναλφάβητοι σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ. Το γυναικείο φύλο εμφανίζει μεγαλύτερη τάση προς των αναλφαβητισμό, καθώς αποτελεί τα 2/3 του συνόλου.
Το φαινόμενο του αναλφαβητισμού μειώνεται με την άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Αρκεί να αναφερθεί ενδεικτικά ότι σε περιοχές που το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι κατώτερο των 600 δολαρίων ετησίως το ποσοστό του αναλφαβητισμού ανέρχεται στο 45% κατ’ ελάχιστο, ενώ σε αυτές που είναι ανώτερο των 12,600 πέφετει στο 4% κατά μέγιστο. Συνεπώς, οι φτωχές περιοχές ρέπουν προς τον αναλφαβητισμό.