Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η προαναφερόμενη αντίληψη επικράτησε στη γλωσσική πολιτική και στις εφαρμογές της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τις δύο τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και στις ημέρες μας κερδίζει έδαφος στους χώρους του σχεδιασμού και της εφαρμογής εκπαιδευτικής πολιτικής, στα κράτη μέλη της Ε.Ε.. Ήδη από το 2001, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατυπώνει τη σύσταση 1+2 (μητρική γλώσσα συν δύο ξένες γλώσσες) και επιχειρηματολογεί υπέρ της έναρξης εκμάθησης ξένων γλωσσών, εντός των εκπαιδευτικών συστημάτων, όσο το δυνατόν νωρίτερα. Η πλέον πρόσφατη έρευνα του ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού δικτύου «Ευρυδίκη», αποτυπώνει παραδείγματα πολιτικών σε κράτη-μέλη όπου η διδασκαλία και η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας αρχίζει νωρίς, από την ηλικία των έξι έως επτά (π.χ. Αυστρία, Νορβηγία, Φιλανδία) ή ακόμη και πολύ νωρίς από την ηλικία των τριών (π.χ. Ισπανία).
Αρκετά πλεονεκτήματα προκύπτουν από την πρώιμη εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας για τους μαθητές:
- Ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων: η ικανότητα κατανόησης του προφορικού λόγου και η ικανότητα παραγωγής προφορικού λόγου ευνοούνται ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες, διότι αφενός ακολουθούν τη φυσική γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών και αφετέρου ενισχύονται από διδακτικές πρακτικές σύμφωνα με τις οποίες ο εκπαιδευτικός παρέχει στα μικρά παιδιά άφθονο γλωσσικό υλικό, μέσω του προφορικού λόγου.
- Παρακίνηση (Motivation) στη μάθηση: η φυσική τάση των μικρών παιδιών να ανταποκρίνονται με ενθουσιασμό στις νέες εμπειρίες διευκολύνει τη συμμετοχή τους σε δραστηριότητες που, με μέσο την επανάληψη και τη μίμηση, τα βοηθούν να ασκούνται στην προφορά και τον επιτονισμό της ξένης γλώσσας, αυθόρμητα. Έχει παρατηρηθεί ότι η τάση των παιδιών να «παίζουν» με τη γλώσσα και τους ήχους της περιορίζεται με την πάροδο του χρόνου, διότι καθώς αναπτύσσονται ανωτέρου επιπέδου νοητικές διεργασίες και μεταβάλλεται ο ψυχοσυναισθηματικός κόσμος των παιδιών, οι μαθητές των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου (προ-έφηβοι) διστάζουν ή ντρέπονται να υιοθετήσουν χαρακτηριστικά στοιχεία του προφορικού λόγου μιας ξένης γλώσσας (π.χ. προφορά) και επικεντρώνουν την προσοχή τους στη γραμματική ή στο λεξιλόγιο.