της μαθήτριας Δημακοπούλου Ελένης (Β2)
Μία ηλιόλουστη ανοιξιάτικη ημέρα, συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και οι αξίες του ανθρώπου. Η Tρέλα, αφού συστήθηκε τρεις φορές στην Ανία, της πρότεινε να παίξουν κρυφτό. Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει, ενώ η Περιέργεια δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ρώτησε : « Τι είναι το κρυφτό;». Παράλληλα, ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει με την Ευφορία. Η Χαρά άρχισε να χοροπηδάει πάνω κάτω, για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια, την οποία δεν την ενδιέφερε τίποτα, να παίξουν όλοι μαζί. Ωστόσο, υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν. Η Αλήθεια δεν επιθυμούσε να παίξει, γιατί ήξερε ότι κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν! Η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει. Οι υπόλοιποι ξεκίνησαν το παιχνίδι! «Ένα, δύο, τρία…», άρχισε να μετρά η Τρέλα. Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Βαριόταν, οπότε κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε. Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς, ενώ ο Θρίαμβος κατάφερε με την αξία του να φτάσει στην υψηλότερη κορυφή του βουνού. Η Ζήλεια έτρεξε πίσω του και κρύφτηκε στη σκιά του. Η Γενναιοδωρία δεν ήξερε πού να κρυφτεί. Κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο για να κρυφτεί κάποιος φίλος της, οπότε το παραχωρούσε. Έτσι, κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα. Ο Εγωισμός, αντιθέτως, βρήκε αμέσως κρυψώνα, Ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο γι’ αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του Ωκεανού. Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν σε ένα ηφαίστειο. Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμα μέρος για να κρυφτεί…Όλες οι κρυψώνες ήταν πιασμένες. Τελικά, βρήκε έναν θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί. «…,99, 100!», μέτρησε η Τρέλα κι άρχισε να ψάχνει. Πρώτη βρήκε την Τεμπελιά η οποία δεν είχε κρυφτεί πολύ μακριά. Ύστερα, εντόπισε την Πίστη που μιλούσε με τον Θεό. Ένιωσε το «σεισμό» του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε τη Ζήλεια, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και το Θρίαμβο. Ανακάλυψε πολύ εύκολα το Δίλημμα, το οποίο δεν είχε αποφασίσει ακόμη πού να κρυφτεί. Σιγά, σιγά τους εντόπισε όλους εκτός από τον Έρωτα. Η Τρέλα έψαξε παντού… στην κορυφή κάθε δέντρου, σε κάθε βουνό, πίσω από κάθε βουνοπλαγιά…Ήταν έτοιμη να τα παρατήσει, κάθισε πλάι σε έναν θάμνο και τον κουνούσε νευρικά( Τρέλα ήταν, ό,τι ήθελε έκανε). Ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου… Ήταν ο Έρωτας. Τα αγκάθια από τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα, που υπήρχαν ανάμεσα στο θάμνο, του είχαν πληγώσει τα μάτια. Η Τρέλα στενοχωρήθηκε πολύ, έκλαιγε και προσπαθούσε να βρει τρόπο να επανορθώσει. Ήταν όμως αργά… Ο Έρωτας είχε τυφλωθεί. « Άσε με να σε βοηθήσω … να γίνω οδηγός σου.», εκλιπαρούσε η Τρέλα για να εξιλεωθεί. Έτσι κι έγινε. Από τότε ο Έρωτας είναι τυφλός και η Τρέλα τον συνοδεύει!
Πηγή: Παραμύθι από το Περού