της μαθήτριας Κύρου Ιωάννας (Β2)
«Περπάτα σταθερά. Ναι, αυτό είναι, με περηφάνια», ψιθύρισε στον εαυτό της η Δανάη. Την παρατηρούσα πολλή ώρα. Την κάθε κίνηση του κορμιού της, κάθε κίνηση των χειλιών της. Μπορούσα πανεύκολα να μαντέψω τι έλεγε, τι σκεφτόταν! Φαινόταν τόσο όμορφη μέσα σε εκείνο το μπορντό κοστούμι, τόσο κομψή. Ο χαρακτηριστικός ήχος των τακουνιών που συγκρούονται με το έδαφος αντηχούσε στον δρόμο. Μπορούσα να καταλάβω πόσο προσπαθούσε να παραμείνει όρθια, παρά το «πειστικό» προφίλ της. Ήταν κουρασμένη, φαινόταν. Σίγουρα θα είχε περάσει όλο το προηγούμενο βράδυ καθισμένη στην πολυθρόνα της, φορώντας το αγαπημένο της μπλε νυχτικό, σκαλίζοντας το παρελθόν. Το ποια ήταν και το ποια είναι. Εάν έβγαζε τα επώνυμα μαύρα γυαλιά ηλίου, ο καθένας θα μπορούσε να διακρίνει τους μαύρους κύκλους και τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της. Ποτέ δεν καταδεχόταν να κλαίει μπροστά σε άλλους. Ποτέ! Αλλά πλέον σπάνια βρισκόταν με παρέα. Απολάμβανε τη μοναξιά πια, όχι όπως κάποτε.
Συνήθιζε να γελά δυνατά, προκλητικά, να ντύνεται απλά και όχι εξεζητημένα. Συνήθιζε να είναι ο εαυτός της και όχι αυτή που της επέβαλε η τάξη της. «Μεγάλωσα», αυτό είχε πει. Μα ακουγόταν τόσο ψεύτικο, τόσο ανούσιο από τα δικά της χείλη. Από τα χείλη της Δανάης, της πιο τολμηρής κοπέλας που γνώρισα ποτέ μου. Πάντα ήθελε να φτάσει ψηλά, πάντα ονειρευόταν τη μεγάλη ζωή, και… αναμφίβολα, εγώ δεν ήμουν μέσα στα σχέδιά της. Βέβαια, πώς, πείτε μου, να χωρέσω εγώ, ένας αποτυχημένος στην dolce vita της; Πώς; Μερικές μέρες ξεγνοιασιάς, ένας τιποτένιος καλοκαιρινός έρωτας. Έτσι με έβλεπε πάντα άραγε; Ίσως. Μα δεν θα ξεχάσω ποτέ την λάμψη στα μάτια της κάθε φορά που ανταλλάσσαμε λόγια αγάπης, λόγια μεγάλα για δυο παιδιά. Κοιτούσαμε τα αστέρια μαγεμένοι, καπνίζαμε τσιγάρα και διαβάζαμε ποίηση. Ήμασταν διαφορετικοί, διαφορετικοί απ’ όλους τους άλλους. Ήμασταν δυο κομμάτια τέχνης, αφηρημένης τέχνης, που ενώθηκαν νομίζοντας πως μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Και πού είναι, λοιπόν, ο κόσμος που ονειρευτήκαμε; Χάθηκε. Και μαζί του χάθηκε και η Δανάη, η αυθεντική Δανάη. Έχασε την παιδικότητα και την ανεμελιά της. Και τι έμεινε λοιπόν; Τίποτα, πραγματικά τίποτα. Το βλέμμα μου έπεσε για άλλη μια φορά στη σοβαροφανή φιγούρα, λίγο πριν χαθεί από το οπτικό μου πεδίο, λίγο πριν την αποχωριστώ για πάντα.