της μαθήτριας Κατσιμάνη Βασιλικής (Γ2)
3ο Βραβείο στο διήγημα
στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Μαθητικού Διαγωνισμού που προκηρύχτηκε και φέτος από το φορέα «Δράση για την Κοινωνία, τον Πολιτισμό και την Ποιότητα ζωής»
1.
Πολλοί πιστεύουν πως ο έρωτας είναι το δυνατότερο συναίσθημα. Δεν τους κατηγορώ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κερδίσει ποτέ τον τελευταίο πόντο σ’ έναν κρίσιμο αγώνα βόλεϊ…
~~~
Το σκορ είναι 25-24. Η ομάδα της Ελπίδας προηγείται και χρειάζονται άλλον έναν πόντο για να κερδίσουν το ματς. Σερβίς κάνει η αντίπαλη ομάδα. Με μεγάλη επιτυχία ο αμυντικός βγάζει υποδοχή. Ο πασαδόρος τρέχει και κάνει μια εξαιρετική πάσα δύο βήματα πιο μπροστά από την Ελπίδα. Είναι έτοιμη, το νιώθει πως έχει έρθει η μεγάλη ώρα. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, κάνει στα γρήγορα δύο βήματα, πηδάει όσο πιο ψηλά μπορεί και καρφώνει την μπάλα…
Φωνές, χειροκροτήματα, χαμός…! Τι συνέβη; Η Ελπίδα τα ‘χει χαμένα τώρα. Ρίχνει μια ματιά γύρω της. Όλοι οι άνθρωποι που κάθονταν στις κερκίδες, τώρα έχουν σηκωθεί όρθιοι, ζητωκραυγάζοντας και χειροκροτώντας. Οι συμπαίκτριές της τρέχουν πάνω της και την αγκαλιάζουν. Γέλια, πανηγυρισμοί, τραγούδια…! Όλα αυτά αντηχούσαν στο μυαλό της Ελπίδας κάθε φορά που η ομάδα της κέρδιζε έναν τέτοιο αγώνα. Ακόμα δεν μπορεί να το πιστέψει…, αλλά ναι, τα είχαν καταφέρει και τώρα! Η τελευταία της επίθεση ήταν τόσο δυνατή και το γύρισμα του χεριού της τόσο απότομο που η αντίπαλη παίκτρια δεν πρόλαβε καν να αγγίξει την μπάλα πριν πέσει στο έδαφος!
-Ελπίδα, συγχαρητήρια!, έτρεξε από τις κερκίδες η κολλητή της, η Αγαθή, να την συγχαρεί.
-Ήρθες τελικά! Νόμιζα πως είχες μάθημα μπαλέτου…
-Είχα, αλλά σιγά μην έχανα τέτοιον αγώνα! Λοιπόν, για πες μου, πόσοι σας μένουν ακόμα για να πάρετε το κύπελο;
-Άλλοι τέσσερις… σε περίπου δύο εβδομάδες δηλαδή, με την προϋπόθεση ότι δεν θα έχουμε καμία ήττα.
-Φυσικά και δεν θα έχετε καμία ήττα! Είναι δυνατόν να υπάρχει ολόκληρη Ελπίδα στην ομάδα και να χάσετε; Να φανταστείς, έχω ήδη αρχίσει να ζωγραφίζω πανό, γιατί την ημέρα που θα σας απονεμηθεί το κύπελο, θα είμαι όρθια και θα φωνάζω: «ΕΛ-ΠΙ-ΔΑ, ΕΛ-ΠΙ-ΔΑ!!!», έκανε πλάκα η Αγαθή στην φίλη της κάνοντάς την να γελάσει και να ηρεμήσει από την ένταση του αγώνα.
-Μπράβο, «φώκια» παιδί μου! Καταπληκτικός αγώνας!, άκουσε η Ελπίδα μια γνώριμη φωνή από πίσω της. Δεν χρειαζόταν καν να γυρίσει να δει ποιος είναι. Ένας μόνο άνθρωπος στον κόσμο τη φωνάζει με αυτό το παρατσούκλι, το οποίο, αν και στην αρχή την εκνεύριζε, μετά το συνήθισε και της άρεσε.
-Παππού!
Ο παππούς πλησίασε και της έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο.
-Έπαιξες υπέροχα, κοριτσάκι μου, μπράβο! Πάμε, όμως, τώρα σπίτι, γιατί μας περιμένουν και οι γονείς σου για φαγητό. Αγαθή, θέλεις να σε πάμε σπίτι σου;, προσφέρθηκε ο παππούς.
-Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά με περιμένει ο πατέρας μου να φύγουμε. Και πάλι συγχαρητήρια, Ελπιδάκι! Καληνύχτα!, είπε κι έφυγε.
-Πάμε κι εμείς τώρα, είπε ο παππούς και πιασμένος χεράκι-χεράκι με την εγγονή του, βγήκε έξω από το κλειστό γήπεδο βόλεϊ.
2.
-Ελπίδα, θέλεις λίγο ακόμα;
-Όχι, μαμά, ευχαριστώ. Έχω φουσκώσει…!
Όλη η οικογένεια έχει καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας και έχουν σχεδόν τελειώσει το δείπνο τους. Σουτζουκάκια! Το αγαπημένο της! Το… έπαθλό της για τη νίκη της σήμερα.
-Πωωω…, κι εγώ έσκασα!, είπε ο αδερφός της και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
-Πού πας;, τον ρωτάει η Ελπίδα.
-Στο δωμάτιό μου.
-Στον υπολογιστή, θες να πεις, επεμβαίνει η μητέρα τους φανερά εκνευρισμένη. Κάτσε λίγο βρε Γιώργο, τώρα που είμαστε όλοι μαζί. Άλλες μέρες δεν μιλάμε καθόλου.
-Ώχοουυ, παράτα με!, είπε κι έφυγε νευριασμένα.
-Έλα βρε Στέλλα, στην εφηβεία είναι το παιδί, θα του περάσει…, καθησύχασε ο πατέρας της Ελπίδας τη μητέρα της.
Η Ελπίδα, όμως, είχε άλλη άποψη. Μπορεί η απόμακρη συμπεριφορά του αδερφού της να οφειλόταν μέχρι ένα βαθμό στο γεγονός ότι βρίσκεται στην εφηβεία, όμως, ήταν σίγουρη ότι είχε επηρεαστεί από μια «τάση» της νεολαίας, που την είχε παρατηρήσει ακόμα και στο σχολείο τους. Όλα τα παιδιά της ηλικίας τους είναι «κολλημένα» σε μια οθόνη είτε του κινητού τους είτε του υπολογιστή είτε της τηλεόρασης διακόπτοντας κάθε επικοινωνία με το περιβάλλον και τον έξω κόσμο. Έτσι κι ο Γιώργος…είναι εξαρτημένος, εθισμένος σε μια οθόνη, σε μια εικονική πραγματικότητα.
-Άκουσα που λέτε σήμερα στις ειδήσεις, τη βγάζει η φωνή του παππού της από τις σκέψεις της, πως ένας άντρας ,γύρω στα σαράντα και πατέρας δύο παιδιών, αυτοκτόνησε. Χρωστούσε, λένε, στις τράπεζες και δεν είχε να αγοράσει στα παιδιά του ούτε ψωμί να φάνε!
-Πωπωω!! Κρίμα, κρίμα! Κοίτα πού μας κατάντησαν! Να μην μπορούμε να ταΐσουμε τα παιδιά μας!, παρατήρησε με απογοήτευση η μητέρα.
-Κι εγώ διάβασα σήμερα στην εφημερίδα ότι μεγάλες εταιρείες φεύγουν από την Ελλάδα μετακινώντας την έδρα τους στο εξωτερικό για να αποφύγουν την εφορία, ανέφερε ο πατέρας.
«Ωχχ, έπιασαν τώρα τα πολιτικοοικονομικά τους», σκέφτεται η Ελπίδα. «Έχω και μια νύστα…!»
Η μητέρα της τη βλέπει που χασμουριέται.
-Ελπιδάκι, δεν πέφτεις για ύπνο καλύτερα; Είσαι που είσαι εξαντλημένη από τον αγώνα, έχεις και σχολείο αύριο.
– Μάλλον έχεις δίκιο, μαμά, παραδέχτηκε και σηκώθηκε από το τραπέζι. Καληνύχτα!, είπε κι έφυγε.
– Καληνύχτα, αγάπη μου!
– Καλό ξημέρωμα, «φώκια»!
Μεμιάς η Ελπίδα βρέθηκε στο δωμάτιό της, κάτω από τα ζεστά της παπλώματα. Αχχ, τι ωραία που είναι εδώ μέσα! Εδώ ξεχνάει και σχολεία και προβλήματα. Το δωμάτιό της είναι κάτι σαν το μικρό της βασίλειο! Εδώ γεννιούνται όλα της τα όνειρα… Όνειρα και προσδοκίες για το μέλλον… Και ποια είναι αυτά; Να γίνει μια μέρα μια διάσημη και ταλαντούχα παίκτρια του βόλεϊ! Να παίζει στην Εθνική Ελλάδος! Να τη δείχνει η τηλεόραση και να καμαρώνουν ο παππούς και οι γονείς της! Το πιο σημαντικό, όμως, γι’ αυτήν είναι να συνεχίσει να παίζει βόλεϊ!! Ποτέ, κανένας και τίποτα δεν θα την εμποδίσει από αυτή της την ξεχωριστή επιθυμία! Έχει δεθεί πολύ με αυτό το άθλημα χάρη στον πολυαγαπημένο της παππού από τον οποίο έχει κληρονομήσει την αγάπη του για το βόλεϊ. Εκείνος, όταν ήταν μικρή, τής είχε αγοράσει την πρώτη της μπάλα, εκείνος της είχε πρωτομάθει πώς να κάνει μανσέτα και δάχτυλα…! Αλλά και τώρα…δεν χάνει κανέναν της αγώνα! Πηγαίνει να την παρακολουθήσει και γυρνάει πίσω δεκαετίες, όταν κάποτε έπαιζε κι εκείνος βόλεϊ…
Τα βλέφαρα βαραίνουν και η Ελπίδα βυθίζεται σε ύπνο γλυκό!
3.
«Σαν αιώνας φαίνονται αυτά τα τελευταία δέκα λεπτά!», σκέφτεται η Ελπίδα. Τα τελευταία δέκα λεπτά πριν σχολάσουν και το μάθημα που έχουν είναι…Ιστορία! Δεν είναι μόνο ότι η Ιστορία της Γ΄ Γυμνασίου είναι από μόνη της βαρετή και δύσκολη, έχουν κι αυτή την καθηγήτρια της οποίας η «μέθοδος διδασκαλίας» κάνει την Ελπίδα να «κοιμάται όρθια». Στην κυριολεξία! Ποτέ δεν προσέχει αυτό το μάθημα. Είτε κοιτάει έξω από το παράθυρο τα άλλα τμήματα που παίζουν βόλεϊ στο γήπεδο και τους ζηλεύει είτε ζωγραφίζει στο βιβλίο της είτε μιλάει χαμηλόφωνα με τη διπλανή της που δεν είναι άλλη από την Αγαθή!
– Έμαθες για το πάρτι; τη ρωτάει η Αγαθή όσο πιο ψιθυριστά μπορεί.
– Όχι, ποιο πάρτι;
– Αυτό για το οποίο μιλάγανε όλοι τόσο καιρό, για να καλωσορίσουμε «και καλά» τους καινούριους μαθητές, της απαντάει η Αγαθή.
– Αα…, και για πες, αποφασίστηκε πού θα γίνει;
– Μάλλον σε ένα μαγαζί στη Βουλιαγμένη.
– Γιατί τόσο μακριά;, απορεί η Ελπίδα.
– Απ’ ότι κατάλαβα το μαγαζί είναι του πατέρα ενός παιδιού από το δεκαπενταμελές και θα γίνει εκεί για περισσότερη ασφάλεια και, φυσικά, πιο οικονομικά.
~~~
-Ποιος θα μας πει για ποιους λόγους η βιομηχανία αναπτύχθηκε στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα με αργούς ρυθμούς; Αγαθή; Μπορείς να απαντήσεις ή θα τελειώσετε πρώτα τη συζήτησή σας και μετά; Ρωτάει νευριασμένα η καθηγήτρια έχοντας παρατηρήσει τα δύο κορίτσια που μιλούσαν.
Η Αγαθή κοκκινίζει και σκύβει το κεφάλι. Η Ελπίδα με την άκρη του ματιού της κοιτάζει στο απέναντι θρανίο την Αφροδίτη, ένα κορίτσι από τα πιο «όμορφα» και «δημοφιλή» παιδιά του σχολείου. Λέει κάτι στο αυτί της διπλανής της και αρχίζουν να γελάνε, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πότε στην Ελπίδα και πότε στην Αγαθή. Ήταν ολοφάνερο ότι τις κοροϊδεύει και τις σχολιάζει. Τα κορίτσια, όμως, πλέον δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Την έχουν συνηθίσει άλλωστε…Στην πρώτη Γυμνασίου η «έξυπνη» και «γοητευτική» Αφροδίτη – από τότε ήταν εγωίστρια! – άρχισε να προσβάλει και να μειώνει την Αγαθή θεωρώντας την κατώτερη, επειδή οι γονείς της ήταν από τη Βουλγαρία. Κανονικό bullying δηλαδή! Η ντροπαλή και αδύναμη Αγαθή, όμως, δεν μπορούσε να αντιδράσει. Τότε ήταν που η Ελπίδα, παίρνοντας είδηση την κατάσταση και ως δυναμικός χαρακτήρας που ήταν, υπερασπίστηκε την Αγαθή και έβαλε στη θέση της την Αφροδίτη. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και τώρα τα δύο κορίτσια είναι κολλητές ανεξαρτήτως των πολλών διαφορών τους. Βόλεϊ η Ελπίδα…, μπαλέτο η Αγαθή. Θετικές επιστήμες η Ελπίδα…, θεωρητικά μαθήματα η Αγαθή. Αστυνομικές και γεμάτες δράση ταινίες η Ελπίδα…, ρομαντικές η Αγαθή. Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα μπροστά στην αμοιβαία αγάπη και κατανόηση που τις ενώνουν.
Ντριιιιιν ! Επιτέλους, το κουδούνι χτύπησε! Τα δύο κορίτσια ετοιμάζουν γρήγορα – γρήγορα τα πράγματά τους για να φύγουν.
-Να σου πω, πότε θα τους το ανακοινώσουμε; ,ρωτάει η Αγαθή.
-Για το πάρτι λες;
-Ναι…
-Η μαμά μου τέτοια ώρα είναι στο σπίτι. Δεν έρχεσαι κι εσύ από ‘κει για να της το πούμε σιγά – σιγά για να την πείσουμε; Ο μπαμπάς μου δεν θα έχει κανένα πρόβλημα και φυσικά ούτε ο παππούς.
-Και τους δικούς μου τους πείθω εύκολα!, λέει η Αγαθή.
-Άρα, μας μένει μόνο η μητέρα μου! Λοιπόν πάμε;, ρωτάει η Ελπίδα.
– Φύγαμε!
4.
-Μαμά! Μαμά γυρίσαμε!, φώναξε η Ελπίδα κλείνοντας πίσω της την εξώπορτα.
-Εδώ! Στην κουζίνα!, ακούστηκε η φωνή της μητέρας της.
Τα δύο κορίτσια μπήκαν στην κουζίνα. Η μητέρα της Ελπίδας έπλενε τα πιάτα στο νεροχύτη, ενώ ο παππούς της διάβαζε την εφημερίδα του καθισμένος στο τραπέζι. Τα κορίτσια χαιρέτησαν και έπιασαν θέση δίπλα στον παππού.
-Βρε καλώς τις κούκλες! Πώς ήταν η μέρα σας σήμερα; Ρωτάει ο παππούς.
-Καλή…, απαντάει εντελώς τυπικά η Αγαθή. Έπειτα κοίταξε την Ελπίδα και της έκανε νόημα να «μπει» στο θέμα.
-Ξέρεις, μαμά, αρχίζει διστακτικά να λέει η Ελπίδα, την Παρασκευή είναι το πάρτι του σχολείου μας…
-Πάρτι;, κάνει ξαφνιασμένη η μητέρα της.
-Ναι… ξέρεις μωρέ για να «καλωσορίσουμε» τα «πρωτάκια».
-Μάλιστα…και πού θα γίνει το περιβόητο πάρτι σας; Στο σχολείο;
-Όχι, φέτος αποφασίστηκε να γίνει σε ένα μαγαζί στη Βουλιαγμένη. Μην ανησυχείς, όμως, έχουμε κανονίσει να πάμε με λεωφορείο, δήλωσε η Ελπίδα γρήγορα- γρήγορα για να μην της αφήσει περιθώρια για αντιρρήσεις -πού τέτοια τύχη;
-Τι πράγμα; Να σας αφήσω να πάτε μόνες σας δυο κορίτσια με λεωφορείο μέχρι τη Βουλιαγμένη; Σε μαγαζί; Μπαρ θέλεις να πεις με ποτά!, φώναξε νευριασμένα η μαμά της.
Ενός λεπτού σιγή έπεσε στην κουζίνα μέχρι που η μητέρα ξαναπήρε το λόγο πιο ήρεμη και μειώνοντας τον τόνο της φωνής της.
-Ρε κοριτσάκια μου, είστε σίγουρες ότι θέλετε να πάτε στο πάρτι; Αυτά τα μέρη δεν είναι για την ηλικία σας. Ένα βράδυ είχα πάει με τον πατέρα σου σε ένα κλαμπάκι, έτσι για να δούμε πως ήταν. ΧΑΛΙΑ ΜΑΥΡΑ! Γύρισα στο σπίτι και έκανε εμετό. Δεν ξέρω τι με πείραξε…Ζαλίστηκα από τη δυνατή μουσική, από τα δυνατά φώτα που μέσα στο υπόλοιπο σκοτάδι με τύφλωναν, από το ότι είχε πολύ κόσμο και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε ή από το ποτό που ήπιαμε; Δεν ξέρω… Μάλλον όλα αυτά μαζί με επηρέασαν. Τέτοια μέρη, κορίτσια μου δεν είναι για σας. Εκεί μέσα για να μιλήσεις στο διπλανό σου πρέπει να του φωνάξεις στο αυτί. Τέτοια μαγαζιά, δηλαδή, «ναρκώνουν» το μυαλό διακόπτοντας κάθε επικοινωνία με τους γύρω σας.
« Πωω…, σαν να ακούω την καθηγήτρια της Γλώσσας…», σκέφτεται η Ελπίδα.
-Στέλλα, – τώρα παρεμβαίνουν οι «μεγάλες δυνάμεις», ο παππούς- αν θες τη γνώμη μου, άφησε τα καημένα τα παιδιά να ξεσκάσουνε. Όλη τη μέρα διαβάζουνε. Σπίτι – σχολείο – προπόνηση βόλεϊ- και πάλι σπίτι. Καλό θα τους κάνει λίγη ξεκούραση. Ακόμα κι αν είναι τόσο χάλια όσο λες …σιγά… εμπειρίες θα αποκτήσουν, είπε ο παππούς.
-Πολύ καλά, λοιπόν, αναγκάστηκε επιτέλους να υποχωρήσει η μαμά. Με μία προϋπόθεση!
-Ό,τι θέλεις μαμά!
Πρώτον, θα μου υποσχεθείτε πως θα έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα και θα προσέχετε τι θα σας βάλουν να πιείτε. Δεύτερον, επειδή ο μπαμπάς εκείνη την ημέρα θα είναι στη δουλειά μέχρι αργά, θα σας πάει και θα σας φέρει πίσω από το μαγαζί ο παππούς με το αυτοκίνητο. Συνεννοηθήκαμε;
-Μάλιστα μαμά!
-Ασφαλώς, κυρία Στέλλα!
-Βεβαίως, κυρία Στέλλα!, έκανε πλάκα ο παππούς για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
Παππούς, εγγονή και φίλη κοιτάχτηκαν με ένα πονηρό βλέμμα κρυφογελώντας…
5.
-Ποτό ή αναψυκτικό;
-Αναψυκτικό.
Η Ελπίδα παίρνει το ποτήρι της και στριμώχνεται ανάμεσα στο πλήθος. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να φτάσει στη άλλη άκρη του μαγαζιού, σε ένα γωνιακό τραπεζάκι όπου καθόταν η Αγαθή και άλλες τρεις συμμαθήτριές τους.
Ναι, η μεγάλη ημέρα είχε φτάσει. Το απόγευμα είχε προπόνηση, έκανε μπάνιο όταν γύρισε στο σπίτι και ετοιμάστηκε για το πάρτι! Τίποτα το ιδιαίτερο. Το μπλε σκούρο και ελαφρώς ξεθωριασμένο σε μερικά σημεία τζιν της φόρεσε μαζί με την αγαπημένη της πετρόλ μπλούζα που ήταν φυσικά δώρο του παππού της!
-Τι πήρες;, ούρλιαξε η Αγαθή στο αυτή της για να την ακούσει.
– Coca cola…μη με κοιτάς έτσι, της έδωσα το λόγο μου ότι δεν θα δοκιμάσω αλκοολούχο ποτό, φώναξε στο αυτί της Αγαθής.
Η συζήτηση διακόπηκε. Είχε δίκαιο η μαμά της Ελπίδας, σε τέτοιους χώρους η επικοινωνία σου με τους γύρω είναι δύσκολη έως και ακατόρθωτη! Κάθονται και οι πέντε τους στο τραπέζι αμίλητες. Η Αγαθή και η Ελπίδα χαζεύουν τους συμμαθητές τους που χορεύουν ενώ οι άλλες τρεις είναι «κολλημένες» στα κινητά τους. Της αρέσει πολύ της Ελπίδας να βλέπει τους άλλους να χορεύουν και να διασκεδάζουν. Νιώθει και εκείνη ωραία παρόλο που δεν τολμάει να χορέψει μπροστά σε κόσμο. Από μπροστά της πέρασε η Αφροδίτη με τις φίλες της. Κοίταξε επίμονα την Ελπίδα από την κορυφή έως τα νύχια, είπε κάτι στις φίλες της, γέλασαν και έφυγαν. Μάλλον σχολίασαν, όπως κάθε φορά, τα ρούχα της. Σαν αθλητικός τύπος που ήταν η Ελπίδα της άρεσε να φοράει πιο σπορ και άνετα ρούχα. Η Αφροδίτη στο πάρτι φορούσε ένα κολλητό κοντό μαύρο φόρεμα με ψηλοτάκουνα παπούτσια. Βαμμένη και στολισμένη όπως ήταν, θα της έκανε εντύπωση η ενδυμασία της Ελπίδας η οποία ήταν η μοναδική που δεν ακολουθούσε τις νέες τάσεις της μόδας. Δεν υπάρχει κορίτσι στο σχολείο της που να μην εμφανίζεται καθημερινώς με ό,τι πιο προκλητικό μπορεί να βάλει, με βαμμένα νύχια, με κραγιόν, μακιγιαρισμένη και φυσικά με μαλλί ισιωμένο λες και μόλις βγήκε από το κομμωτήριο! Αλλά τι να κάνουμε; Ψεύτικα πρότυπα ομορφιάς είναι αυτά, προϊόντα της διαφήμισης και του internet.
Η Αγαθή σκουντάει την Ελπίδα και της δείχνει το ρολόι της. Δώδεκα παρά τέταρτο. Έχουν ήδη αργήσει .Χαιρετάνε βιαστικά τα άλλα κορίτσια στο τραπέζι και βγαίνουν έξω από το μαγαζί. Δύο αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα στην είσοδο. Του μπαμπά της Αγαθής και του παππού. Χαιρετάνε, καληνυχτίζονται και η καθεμιά μπαίνει στο αμάξι της.
-Λοιπόν «φώκια» μου, πώς πέρασες;
-Ωραία ήταν! Εντάξει…, είχε δίκαιο η μαμά, πολλή κλεισούρα εκεί μέσα, αλλά μου άρεσε… ήταν κάτι διαφορετικό ! Διαφορετικό από την ελληνική κουλτούρα. Στο κάτω – κάτω από τους ξένους δεν το υιοθετήσαμε;
– Φυσικά! Οι Έλληνες είναι χαρούμενοι άνθρωποι, της φύσης και του καλοκαιρού! Δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιους κλειστούς χώρους. Καλό είναι όμως να δοκιμάζουμε και καινούρια πράγματα!, της είπε και της έκλεισε πονηρά το μάτι.
Ο παππούς βάζει μουσική στο ραδιόφωνο. Μπορεί να κοντεύει τα εβδομήντα, αλλά στην οδήγηση είναι ακόμα ικανός και πολύ προσεκτικός! Η Ελπίδα κατεβάζει το τζάμι του παραθύρου της. Τα δροσερό αεράκι σε συνδυασμό με τις σταγόνες της θάλασσας κατά μήκος της παραλιακής τη χτυπάει στο πρόσωπο και της ανακατεύει τα μαλλιά. Της αρέσει και χαίρεται! Η λεωφόρος Βουλιαγμένης που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα είναι, προς μεγάλη έκπληξη της Ελπίδας, άδεια. «Καλύτερα!, σκέφτεται, να απολαύσουμε μόνο εμείς αυτό το μαγευτικό τοπίο!» Στον ουρανό έφεγγαν μικρά αστεράκια ενώ η αντανάκλαση του φεγγαριού στα νερά της θάλασσας έκανε την Ελπίδα να θέλει να βουτήξει! Μία μαγική εικόνα! Μία ονειρεμένη νύχτα! Η Ελπίδα δίπλα στη θάλασσα, που τόσο αγαπάει, να τραγουδάει στο αυτοκίνητο μαζί με τον παππού της που τόσο θαυμάζει και λατρεύει! Αχ, να μην τέλειωνε ποτέ αυτή η στιγμή!
Σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από τους ίδιους ένα αυτοκίνητο από το αντίθετο ρεύμα του δρόμου τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Ξαφνικά, ο οδηγός κάνει μία απότομη κίνηση του τιμονιού και καταλήγει στην ίδια λωρίδα με το δικό τους αυτοκίνητο. Πρόσωπο με πρόσωπο! Ο παππούς δεν προλαβαίνει να στρίψει και τα δύο αυτοκίνητα πλησιάζουν, πλησιάζουν, πλησιάζουν…
-Παππού!!! ,ακούστηκε μία κραυγή.
6.
-«Πω, πω τι πόνος είναι αυτός;», σκέφτεται η Ελπίδα. Πονάει όλο της το σώμα, ακόμα και το κεφάλι της. Δεν βολεύεται έτσι όπως είναι ξαπλωμένη και προσπαθεί να γυρίσει πλευρό. Μάταιος κόπος! Τα πόδια της, σαν να μην δέχτηκαν την εντολή, δεν μπορούν να κινηθούν. «Θα ‘μαι πιασμένη», δίνει εξήγηση στον εαυτό της. Με τα χέρια της τρίβει τα μάτια και για πρώτη φορά μετά από έναν βαθύ ύπνο τα ανοίγει…
«Πού είμαι; Τι είναι εδώ;» αναρωτιέται, παρατηρώντας το χώρο γύρω της. Η ίδια φοράει της συνηθισμένες της μπλε πιτζάμες. Το υπόλοιπο «σκηνικό», όμως, γύρω της φαίνεται τελείως αφύσικο! Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό το… μέρος δεν είναι το δωμάτιό της… Τα σεντόνια του κρεβατιού λευκά όπως και οι τοίχοι του δωματίου. Στα δεξιά της βρίσκεται ένα κομοδίνο ενώ από την άλλη πλευρά του κρεβατιού είναι το στατό με τον ορό που συνειδητοποιεί ότι λαμβάνει ενδοφλεβίως! Τότε, λοιπόν, κατάλαβε ότι βρισκόταν σε νοσοκομείο! Στη γωνιά του δωματίου, η Ελπίδα πρόσεξε τη μητέρα της. Ήταν καθισμένη σε μία καρέκλα και βαθιά χωμένη στις σκέψεις της.
-Μαμά;, έκανε η Ελπίδα μαζεύοντας όλες τις δυνάμεις .
Η μητέρα της την πλησίασε. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και κουρασμένα. Έκλαιγε; Πιθανόν… Με μεγάλη δυσκολία χαμογέλασε στην κόρη της.
-Μαμά τι έγινε; Τι έπαθα; Γιατί είμαι εδώ; ,ρωτούσε η Ελπίδα προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο που απλωνόταν γύρω της.
-Σσσς… ηρέμησε! Θα σου τα εξηγήσει όλα ο γιατρός μόλις έρθει. Προς το παρόν εσύ ξεκουράσου και ό,τι θέλεις θα είμαι εδώ, της απάντησε τρυφερά η κυρία Στέλλα δίνοντας ένα γλυκό φιλί στην κόρη της.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο πατέρας της και ο αδερφός της. Στην ίδια κατάσταση ήταν και αυτή όπως και η μητέρα της. Κάτι άλλο όμως παραξένεψε την Ελπίδα… Και οι δυο τους φορούσαν μαύρα ρούχα λες και γύριζαν από κηδεία! Τη χαιρέτησαν , την αγκάλιασαν και όλη η οικογένεια τώρα είναι συγκεντρωμένη γύρω της. Το λόγο παίρνει ο πατέρας της πιάνοντας το χέρι της.
-Αγάπη μου, αρχίζει να μιλάει δειλά- δειλά, χθες, καθώς εσύ κι ο παππούς γυρίζατε από το πάρτι, είχατε ένα ατύχημα…
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του και τον πιάνουν τα κλάματα. Φεύγει τρέχοντας από το δωμάτιο. Η μητέρα της βουρκώνει και πηγαίνει να καθίσει στην καρέκλα. Ο Γιώργος κάθεται και κοιτάει έξω από το παράθυρο. Κλαίει; Αποκλείεται… Ο μεγάλος της αδερφός δεν κλαίει ποτέ! Περίεργο, όμως, σήμερα δεν χρησιμοποίησε καθόλου το κινητό του. «Μα καλά, τι το τρομερό συνέβη που μέχρι και ο Γιώργος σοκαρίστηκε και άφησε κάτω το κινητό; Γιατί κανένας δεν μου εξηγεί; Είναι κι αυτός ο πόνος στη μέση που με έχει πεθάνει…!» Ξαφνικά, πέρασε από το μυαλό της μία τόσο σκληρή και απαίσια σκέψη που την έκανε να τρομάξει… «Όχι, αποκλείεται…! Σίγουρα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο…! Τόση ώρα, όμως, έπρεπε να ήταν εδώ, δίπλα της, να της κρατάει το χέρι… Πού είναι;» Δεν θέλει να το πιστέψει… δεν μπορεί να το πιστέψει! Τα δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν βροχή από τα μάγουλά της και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί……
-Πού είναι ο παππούς μου; ,ουρλιάζει.
7.
Γονείς κι αδερφός κάθονται γύρω από την Ελπίδα. Η ίδια, ακόμα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Δεν είχε κουνηθεί καθόλου από την ώρα που ξύπνησε. Δεν μπορούσε, άλλωστε… Το μεσημέρι την επισκέφτηκε και ο γιατρός, ένας σοβαρός άντρας γύρω στα σαράντα. Καλός άνθρωπος φαινόταν. Θα τον είχε συμπαθήσει πολύ η Ελπίδα, αν δεν της είχε ανακοινώσει… την κατάστασή της…! «Από το ατύχημα, προκλήθηκε ζημιά στον νωτιαίο μυελό σου. Χτύπησες στη σπονδυλική σου στήλη με αποτέλεσμα κέντρα του εγκεφάλου σου στα οποία συνδέονται οι αισθητήρες των δύο κάτω άκρων σου να μην λειτουργούν πλέον», της ανακοίνωσε «Δηλαδή;» τον είχε ρωτήσει. «Δηλαδή δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Δεν θα μπορέσεις να ξαναπερπατήσεις, Ελπίδα. Λυπάμαι!»
Έτσι της είπε ο «καλός γιατρούλης». Αυτό ήταν που την αποτελείωσε! Μόλις είχε μάθει για το θάνατο του παππού της και τώρα αυτό…! Κλαίει, από τη στιγμή που το έμαθε κλαίει ασταμάτητα…. Άνθρωπος είναι κι αυτή…, πόσα να αντέξει; Συγγενείς, οικογένεια, φίλη της λένε τα ίδια πράγματα: « Μη στεναχωριέσαι», «Περαστικά», «Λυπάμαι πολύ» και τέτοια. Κανείς δεν την καταλαβαίνει. «Αν ήταν εδώ ο παππούς, σκέφτεται, θα μπορούσα να το ξεπεράσω… Τώρα…, έφυγε κι αυτός αφήνοντάς με μόνη. Μόνη και ανάπηρη…!»
Τα δάκρυα πλέον έχουν στεγνώσει… κάθεται ξαπλωμένη και κοιτάζει το ταβάνι με απόγνωση. Αυτός, όμως, ο κόμπος στο στομάχι δε λέει να φύγει…! Τώρα, μπαίνει μέσα ο γιατρός με ένα αναπηρικό καροτσάκι. Φαίνεται χαρούμενος «Σου βρήκαμε ένα!», της λέει υπερήφανος. « Ήρθε η ώρα να κάνεις καμιά βόλτα να το δοκιμάσεις! Τι λες;»
Ο πατέρας της τη βοηθάει να ανέβει στο καρότσι. Πόσο πιο άβολα να νιώσει πάνω σε αυτό το πράγμα; Πόσο πιο αμήχανα; Πιο περίεργα; Μέχρι πού θα φτάσουν η απογοήτευση και η στεναχώρια της; Πόσα δάκρυα έχει να χύσει ακόμα…;
Βγαίνουν έξω από το δωμάτιο. Βάζει πολύ δύναμη στα χέρια για να γυρίσει τις ρόδες. Η μητέρα της είναι δίπλα της μεταφέροντας τον ορό, ενώ ο πατέρας της και ο Γιώργος προχωράνε παράλληλα με εκείνη. Ο γιατρός της έδωσε κάποιες συμβουλές για το πώς να στρίβει και να κάνει όπισθεν και πήγε σε άλλον ασθενή.
Ο διάδρομος του νοσοκομείου είναι ψυχρός και η ατμόσφαιρα σχεδόν εχθρική. Δεξιά κι αριστερά άνθρωποι… Άλλοι τραυματισμένοι γεμάτοι με αίματα και γάζες περιμένοντας τη σειρά τους για να εξεταστούν και άλλοι απλώς ήρθαν να επισκεφτούν και να συμπαρασταθούν στους δικούς τους.
Τα χέρια της Ελπίδας πονάνε, το κεφάλι της πονάει, η ψυχή της πονάει…
-Πάμε πίσω;
-Πάμε, Ελπίδα μου, αρκετά για σήμερα, είπε ο πατέρας της.
Η μαμά της πήγε σπίτι με το Γιώργο ενώ τον πατέρα της τον είχε πάρει, εδώ και πολλή ώρα ο ύπνος στην καρέκλα του δωματίου. Η Ελπίδα δεν κοιμάται. Δεν μπορεί… Οι σκέψεις δεν την αφήνουν… Πώς γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη να αλλάζει η ζωή της τόσο πολύ; Εδώ, έχουν έρθει τα πάνω – κάτω. Πέθανε ο παππούς της! Πώς να το πιστέψει; Ποιος θα την ξανααποκαλέσει «φώκια»; Ποιος; Θυμάται την πρώτη φορά που είχε πάει στο ζωολογικό κήπο μαζί με τον παππού της πριν πολλά χρόνια. Μία ολόκληρη μέρα τον «έτρεχε» από το ένα κλουβί στο άλλο… κι εκείνος δεν παραπονέθηκε ποτέ παρ’ όλη την κούραση… Εκεί, όμως, που πέρασαν τις περισσότερες ώρες τους ήταν στην πισίνα με τις φώκιες. Παρόλο που ήταν μικρή, είχε καταλάβει πολύ καλά ότι αυτά τα μικρά πλασματάκια τα εκμεταλλεύονταν οι άνθρωποι για να ανεβάζουν παραστάσεις και να βγάζουν οι ίδιοι κέρδος και τα λυπόνταν. «Στις Απόκριες θα ντυθώ φώκια», έλεγε συνέχεια η μικρή Ελπίδα στον παππού της. Γι’ αυτό κι εκείνος χρησιμοποιούσε αυτό το χαϊδευτικό παρατσούκλι. Ποιος, λοιπόν, θα την ξαναφωνάξει έτσι; Έμεινε ανάπηρη… Άλλο και τούτο… Πώς λες σε ένα κορίτσι σαν την Ελπίδα να μείνει καθισμένη σε μία καρέκλα για το υπόλοιπο της ζωής της; Πώς της λες ότι δεν θα ξανακάνει ποδήλατο, δεν θα ξανασκαρφαλώσει στην καρυδιά στον κήπο του παππού στο χωριό, δεν θα ξαναβουτήξει από εκείνον τον ψηλό βράχο στη θάλασσα, δεν θα ξαναπερπατήσει και δεν θα ξανατρέξει; Πώς; Πώς την πείθεις ότι δεν θα ξαναπαίξει ποτέ στη ζωή της βόλεϊ; Όλα τα όνειρά της διαλύονται μπροστά στα μάτια της… όλες οι ελπίδες και τα σχέδιά της για το μέλλον καταστρέφονται. Πάνε όλα τους χαμένα… Κι ο παππούς και το βόλεϊ και όλα…!
Τα μαλλιά της έχουν κολλήσει από τα δάκρυα στα μάτια. Δαγκώνει με όλη της τη δύναμη το μαξιλάρι για να μην ακουστούν οι λυγμοί και τα αναφιλητά της και ξυπνήσουν τον πατέρα. Θέλει να φωνάξει…, να ουρλιάξει…, να βγάλει αυτόν τον βραχνά από μέσα της…!
«Γιατί Θεέ μου, γιατί; Γιατί σε μένα;»
8.
Επιτέλους, οι τρεις μέρες πέρασαν. Αργά και βασανιστικά μεν, αλλά πέρασαν. Πήρε εξιτήριο και γύρισε σπίτι. Ραντεβού με έναν φυσικοθεραπευτή θα είχε σε λίγες ημέρες. Θα τη μάθαινε, όπως της υποσχέθηκε, πώς χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια της θα μπορούσε να είναι ανεξάρτητη. Να σηκώνεται από το κρεβάτι, να κάθεται στο καροτσάκι και το αντίστροφο, να κάνει μπάνιο, να πηγαίνει τουαλέτα και τέτοια…
Τώρα είναι ξαπλωμένη στο δωμάτιό της διαβάζοντας ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Το αγαπημένο της είδος εξωσχολικού βιβλίου όχι μόνο δικού της αλλά και του παππού… Ακόμα δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει την απουσία του από τη ζωή της! Ούτε τον θάνατό του ούτε την αναπηρία της… Βέβαια, το καροτσάκι που τη συντροφεύει πλέον σε κάθε της βήμα της τα υπενθυμίζει όλα αυτά. Δεν αντέχει άλλο μέσα στο σπίτι. Εκτός από το αναπηρικό καροτσάκι έχει και αντικείμενα από το σπίτι, απλά και καθημερινά, να της θυμίζουν τον παππού… Την καρέκλα στην οποία καθισμένος διάβαζε την εφημερίδα του, το κρεβάτι του, τα γυαλιά του… Τα πάντα… Γι’ αυτό και αποφάσισε την επόμενη μέρα να πάει στο σχολείο. Ποτέ δεν το περίμενε να πει κάτι τέτοιο, αλλά ναι, θα προτιμούσε να είναι στο σχολείο παρά σε ένα άδειο σπίτι, μόνη της και ανήμπορη να κουνηθεί, να περπατήσει…
Τοκ – τοκ – τοκ, ακούγονται χτυπήματα στην πόρτα και μπαίνει μέσα η μητέρα της.
-Πήρα τηλέφωνο την προπονήτριά σου και της εξήγησα ότι δεν θα συμμετάσχεις πλέον στο πρωτάθλημα. Στεναχωρήθηκε πολύ! Μου είπε να σου πω καλή ανάρρωση και να κρατήσεις την ελπίδα που έχεις μέσα σου ζωντανή, σε ό,τι κι αν κάνεις στη ζωή σου!, την ενημέρωσε η μητέρα της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Ξέρω πώς νιώθεις, παιδί μου είσαι άλλωστε. Περίμενες πολύ καιρό αυτούς τους τελευταίους αγώνες, είχες κάνει τόση προετοιμασία…
Η Ελπίδα την αγκάλιασε με όλη της τη δύναμη.
-Θέλω να ξέρεις πως κι εγώ κι ο πατέρας σου θα είμαστε δίπλα σου, θα σε βοηθάμε και θα σε στηρίζουμε. Σ΄ αγαπάμε πολύ Ελπίδα!, είπε η μαμά κι έσφιξε ακόμα πιο δυνατά την κόρη της στην αγκαλιά της.
-Ο Γιώργος πού είναι; ,άλλαξε γρήγορα θέμα συζήτησης η Ελπίδα για να μην ξαναρχίσει να κλαίει.
-Στο μαγαζί, βοηθάει τον πατέρα του. Το μόνο καλό από αυτήν την ιστορία ήταν που ο αδερφός σου «ξεκόλλησε» από τον υπολογιστή και την τηλεόραση.
-Μάλλον θα κατάλαβε πόσο εύκολο είναι να χάνεις δικούς σου ανθρώπους και αποφάσισε, επιτέλους, να αφιερώσει χρόνο μαζί μας και να ζήσει στον πραγματικό κόσμο και όχι σε έναν εικονικό. Αποφάσισε επιτέλους να ζήσει τη ζωή του…
-Επιτέλους!, συμφωνεί η κυρία Στέλλα ανακουφισμένη.
9.
-Είσαι σίγουρη ότι μπορείς;, ρωτάει η Αγαθή.
-Ναι, ναι… ορίστε!, είπε η Ελπίδα ανεβαίνοντας με το αναπηρικό καροτσάκι τη ράμπα στην είσοδο του σχολείου.
Η Αγαθή γυρίζει και κοιτάζει στα μάτια τη φίλη της.
-Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να μπεις εκεί μέσα; Στη θέση σου θα κοιμόμουν στο σπιτάκι μου και θα έβλεπα από την αρχή όλα τα επεισόδια της αγαπημένης μου σειράς, κάνει πλάκα η Αγαθή.
-Στο τέλος θα πάθω κατάθλιψη όλη μέρα μέσα στο σπίτι κλαίγοντας και οδύροντας. Προτιμώ το σχολείο όσο παράξενο και αν σου φαίνεται…, δήλωσε η Ελπίδα και τα δύο κορίτσια μπήκαν μέσα στο κτίριο.
Η αλήθεια είναι πως η Ελπίδα είχε φανταστεί αλλιώς τα πράγματα και αλλιώς κατέληξαν. Πίστευε ότι όλα θα ήταν φυσιολογικά. Θα συνέχιζε το σχολείο πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι, οι συμμαθητές της θα την μεταχειρίζονταν και θα της συμπεριφέρονταν ακριβώς όπως γινότανε και πριν το ατύχημα, οι καθηγητές και καθηγήτριές της θα την έβλεπαν ίση με τα άλλα παιδιά… Φυσικά και δεν περίμενε από κανέναν τους να τη δουν υποτιμητικά λες και ήταν κατώτερή τους, μιας και η κοινωνία στην οποία ζουν έχει εξελιχθεί, προοδεύσει και καταπολεμήσει ρατσιστικές απόψεις, αλλά … όχι να φτάσουν και στο άλλο άκρο!
Από τη στιγμή που πάτησε … τη ρόδα από το καροτσάκι της στο σχολείο μέχρι και την προτελευταία ώρα μαθήματος συνέβησαν ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που περίμενε… Όλα τα παιδιά, γνωστά της και άγνωστα, είχαν μαζευτεί γύρω της και τη ρωτούσαν τι έπαθε, πώς, για πόσο θα είναι έτσι και τέτοια. Δε κατηγορεί τα παιδιά. Ενδιαφέρον και συμπόνια προσπαθούσαν μόνο να δείξουν. Το να είναι, όμως, το επίκεντρο και το θέμα συζήτησης όλων των παιδιών στα διαλείμματα την κούρασε και την εκνεύρισε! Ακόμα και η συμπεριφορά των καθηγητών της άλλαξε. Όλοι τους έλεγαν «Μπράβο, Ελπίδα μου» και «πες μας, Ελπίδα μου» και «Θέλεις μήπως, Ελπίδα μου, να βγεις έξω, να πάρεις λίγο αέρα χωρίς να σου βάλω απουσία;». Καλοσύνη τους αλλά… εντάξει είπαμε. Της Ελπίδας ποτέ δεν της άρεσε να της συμπεριφέρονται σαν μωρό και ειδικά να είναι το «καμάρι» των καθηγητών. Μέχρι και η Αφροδίτη ήρθε και της ευχήθηκε περαστικά! Πολύ ευγενικό εκ μέρους της, αλλά δεν αρέσει καθόλου στην Ελπίδα να νιώθει πως οι άλλοι τη λυπούνται και πως χρειάζεται τη βοήθειά τους. Αισθάνεται τόσο απομονωμένη από το πλήθος, τόσο κατώτερη, τόσο αδύναμη…
Την τελευταία ώρα είχαν γυμναστική. «Να ‘το και το κερασάκι στην τούρτα!», σκέφτεται. Έχει πάρει απαλλαγή από το μάθημα λόγω της κατάστασής της και κάθεται μόνη της στο κάτω προαύλιο, στο γήπεδο του βόλεϊ. Δεν άντεχε να βλέπει τους συμμαθητές της να τρέχουν και να παίζουν μπάσκετ… Η Αγαθή ζήτησε από τη γυμνάστρια να πάει και να της κάνει παρέα και εκείνη την άφησε. Πλησιάζει την κολλητή της.
-Ελπίδα, κλαίς;
– Εε…; Όχι…, είπε εκείνη σκουπίζοντας τα μάτια της.
-Σε μένα μιλάς… ξέρω πότε κάτι δεν πάει καλά.
Δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και, για άλλη μία φορά, άφησε τα δάκρυα σαν καταρράκτης να ξεχειλίσουν από τα κουρασμένα της μάτια.
-Απλά να, είναι όλη η κατάσταση που με έχει επηρεάσει. Ο θάνατος του παππού, αυτό (είπε δείχνοντας τα πόδια της), όλα …Δεν ξέρω, ρε Αγαθή, δεν ξέρω τι να κάνω… Πάνε όλα χαμένα… Το βόλεϊ, οι στόχοι μου, τα πάντα… Τόσες μέρες προσπαθώ να δείξω ότι το έχω αποδεχτεί για να μην στεναχωρώ και τους δικούς μου, αλλά… απλά δεν γίνεται… Δεν γίνεται να αλλάξουν όλα και εγώ να παραμένω χαλαρή. Καταστράφηκαν τα πάντα! Έχω μισήσει την ίδια μου τη ζωή… Καμιά φορά σκέφτομαι πως μπορεί να ήταν καλύτερα τα πράγματα αν, εκείνη την αναθεματισμένη στιγμή, σκοτωνόμουν εγώ αντί για τον παππού… Γιατί, ρε Αγαθή να μου συμβαίνουν όλα τώρα; Γιατί;, είπε η Ελπίδα σπαράζοντας από το κλάμα.
-Σε παρακαλώ, μην ξανασκεφτείς ποτέ αυτό που είπες, να είχες πεθάνει εσύ εκείνη τη μέρα. Ποτέ! Πιστεύω πως δυσκολίες προκύπτουν συνέχεια στη ζωή μας είτε είναι μεγάλες είτε μικρές. Μια εύκολη ζωή καταντάει βαρετή. Το θέμα είναι να βρεις τη δύναμη να τις αντιμετωπίσεις αυτές τις δυσκολίες, Ελπίδα. Είμαι σίγουρη ότι μπορείς! Τώρα, το ποιος ευθύνεται γι’ αυτό, δεν ξέρω… Θεός, μοίρα, τύχη, πεπρωμένο, όπως θέλεις πες το. Ένα είναι το σίγουρο και το μοναδικό «κλειδί» για να κερδίσεις… η ελπίδα! Πίστεψε στην ελπίδα, φιλενάδα, δες τη θετική πλευρά των πραγμάτων, που πάντα υπάρχει, και θα καταλάβεις ότι με την ελπίδα όλα τα εμπόδια ξεπερνιούνται! Έλα, δεν θέλω να σε βλέπω έτσι… στεναχωριέμαι! Να ξέρεις θα είμαι δίπλα σου σε ό,τι κι αν χρειαστείς! Όπως εσύ με βοήθησες πριν από δύο χρόνια με το θέμα με την Αφροδίτη έτσι κι εγώ τώρα…δεν θα σε αφήσω ποτέ!
-Είσαι η καλύτερή μου φίλη!
-Κι εμένα!
Κι έτσι τα δύο κορίτσια έμειναν αγκαλιασμένα και συγκινημένα, για πολλή ώρα ακόμα, στη μέση του γηπέδου.
10.
-Έτοιμη;
-Ρε Αγαθή, δεν ξέρω… μήπως να το αφήσουμε;
-Δεν υπάρχει περίπτωση! Περιμέναμε τόσο καιρό αυτόν τον αγώνα.
-Ναι αλλά υπό άλλες συνθήκες…
-Δεν ακούω κουβέντα, σε δέκα λεπτά θα περάσω από το σπίτι σου να σε πάρω.
-Καλά, αναγκάστηκε η Ελπίδα να υποχωρήσει και έκλεισε το τηλέφωνο.
Τα δύο κορίτσια ετοιμάζονταν να πάνε να παρακολουθήσουν έναν αγώνα βόλεϊ. Όχι οποιονδήποτε… Συγκεκριμένο παιχνίδι. Ήταν ο τελευταίος αγώνας πρωταθλήματος της ομάδας όπου ανήκε η Ελπίδα. Αν κέρδιζαν θα σήκωναν και το κύπελο.
Φτάνουν στο γήπεδο. Τόσο οι άνθρωποι στις κερκίδες όσο και οι συμπαίκτριές της μόλις την πρόσεξαν άρχισαν να χειροκροτούν ως ένδειξη σεβασμού. Η Ελπίδα έγινε κατακόκκινη από ντροπή και προχώρησε, με το καροτσάκι, προς τις κερκίδες για να παρακολουθήσει το ματς. Το σκορ ήταν 2-0. Νικούσε η αντίπαλη ομάδα. Μία από τις συμπαίκτριές της φώναξε στις άλλες «Για την Ελπίδα!» προσπαθώντας να τις ενθαρρύνει. Πράγματι, εκείνη τη στιγμή έγινε η μεγάλη ανατροπή. Η ομάδα της έβαλε τα δυνατά της, έπαιξαν άλλα τρία σετ και το σκορ έληξε 2-3 !
«Πόσο διαφορετικά είναι να κάθεσαι στις κερκίδες και να παρακολουθείς το ματς από το να παίζεις μέσα στο γήπεδο;», σκέφτηκε η Ελπίδα. Της φαινόταν πολύ περίεργο που δεν μπορούσε να είναι κι εκείνη μέσα και να παίζει… Κάποια στιγμή, μάλιστα, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού έπιασε τον εαυτό της να ζηλεύει… Ζήλεψε τα κορίτσια και των δύο ομάδων και φαντάστηκε τον εαυτό της μέσα στο γήπεδο να παίζει. «Κάποτε, ενώ τα είχα όλα, έπαιζα βόλεϊ και είχα τον παππού μου, ζητούσα περισσότερα. Ήθελα να γίνω διάσημη και να με δείχνει η τηλεόραση. Γι’ αυτό τώρα όλα αυτά τα έχασα για να παραδειγματιστώ», συνήθιζε να λέει τώρα τελευταία στον εαυτό της. Αρχίζει πάλι να κλαίει… «διακριτικά», για να μην την δει η Αγαθή…Πώς να μην κλάψει, όμως; Βρίσκεται στον αγώνα που τόσο καιρό περίμενε… Είχε σχεδιάσει τόσα πολλά… Ήθελε να βοηθήσει την ομάδα της να κερδίσουν. Ήθελε να παίξει καλά και να καμάρωνε ο παππούς από τις κερκίδες…Το βασικότερο, όμως, ήταν ότι ήθελε να παίξει βόλεϊ! Και τώρα; Κάθεται στο αναπηρικό της καροτσάκι… τίποτα άλλο… Είναι, λοιπόν, δυνατόν να μην μισεί τη ζωή της;;
Χωρίς να καταλάβει πώς – μάλλον με τη βοήθεια της Αγαθής – βρέθηκε στη μέση του γηπέδου αγκαλιά με τις συμπαίκτριες, τις φίλες της και την προπονήτριά της. Γέλια, φωνές, χειροκροτήματα… Χαμός! Γνώριμοι ήχοι που ακολουθούνται από γνώριμα συναισθήματα… Χαρά, ενθουσιασμός, αγάπη, ικανοποίηση, ελπίδα… Σαν ένα χέρι όλα τα κορίτσια μαζί σηκώνουν ένα χρυσό κύπελο στον αέρα. Οι γονείς από τις κερκίδες σφυρίζουν και χειροκροτούν. Άλλοι πετάνε κόρνες, άλλοι τραγουδάνε, άλλοι πετάνε κομφετί και μπαλόνια μέσα στο γήπεδο και άλλοι τραβάνε φωτογραφίες τα κορίτσια που είναι γύρω – γύρω από την Ελπίδα και κρατάνε ψηλά το κύπελο.
Μοναδικές και αξέχαστες στιγμές! Μπορεί να μην έπαιξε, αλλά νιώθει την ίδια ικανοποίηση της νίκης! Τον ίδιο ενθουσιασμό! Την ίδια περηφάνεια! «Κι ας τους άλλους να μιλάν για έρωτες…», σκέφτεται.
11.
Έφτασε η μέρα που η Ελπίδα έχει το πρώτο της ραντεβού με το φυσικοθεραπευτή για να της μάθει τρόπους αυτοεξυπηρέτησης. Τώρα περνάει τους ίδιους διαδρόμους που περνούσε πριν από περίπου μία εβδομάδα. Αυτή η «εχθρότητα» της ατμόσφαιρας παρέμεινε εκεί, σαν να την περίμενε για να της θυμίσει τι είχε τραβήξει εκείνες τις μέρες…
Φτάνουν έξω από το γραφείο του γιατρού και περιμένουν. Η ουρά είναι μεγάλη. Οι γονείς της κάθονται στον καναπέ αναμονής. Εκείνη απλώς «παρκάρει» το καροτσάκι σε μια γωνιά. Ο αδερφός της δεν ήρθε, είχε φροντιστήριο. Απέναντί της κάθεται ένα μικρό αγοράκι μαζί με τη μητέρα του. Από την αρχή την κοίταζε επίμονα και φάνηκε πως ήθελε να της μιλήσει. Την πλησίασε.
-Γεια σου, πώς σε λένε;, τον ρωτάει γλυκά η Ελπίδα.
-Άγγελο, απαντάει εκείνο.
Στην αρχή φαινόταν πολύ ντροπαλός. Αφού έπιασαν όμως κουβέντα, της ανοίχτηκε και της είπε τα πάντα για τη ζωή του. Ο Άγγελος, λοιπόν, ήταν εννέα χρονών. Εδώ και ένα χρόνο, όπως του ανακοίνωσαν οι γιατροί, πάσχει από λευχαιμία. Ναι…,από ένα είδος καρκίνου στο αίμα. Κάθε δύο εβδομάδες κάνει χημειοθεραπείες και έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι δεν έχει καθόλου μαλλιά. Της μίλησε ακόμα και για το αγαπημένο του χόμπι. Ιππασία! Ο παππούς του έχει δύο πόνυ στο αγρόκτημά του και, αν και οι γιατροί του το έχουν απαγορεύσει, εκείνος κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίνει και κάνει ιππασία. Όνειρό του είναι να συμμετάσχει σε αγώνες ιππασίας και να γίνει διάσημος. «Κάποια μου θυμίζει αυτό…»! σκέφτεται. Κι εκείνη τη στιγμή η Ελπίδα συμπεραίνει ότι δεν τυχαίνουν μόνο σε εκείνη δυσκολίες και άσχημα πράγματα. Ο Άγγελος έχει λευχαιμία, κάθε δύο εβδομάδες κάνει χημειοθεραπείες, έχει χάσει τα μαλλιά του, η ζωή του κινδυνεύει και, παρόλο αυτά συνεχίζει και χαμογελά! Δεν το βάζει κάτω! Συνεχίζει να ζει, να προσπαθεί, να παλεύει για το όνειρό του μέχρι αυτό να βγει αληθινό! Να ελπίζει! «Γιατί μόνο εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω να κάνω αυτό που αγαπώ;;», σκέφτεται απογοητευμένη η Ελπίδα ενώ ένα δάκρυ είναι έτοιμο να κυλήσει από τα μάτια της…
Η κυρία Στέλλα κάνει νόημα στην Ελπίδα. Είχε έρθει η σειρά τους. Η Ελπίδα αποχαιρετά το μικρό της φίλο και φεύγει. Ο φυσικοθεραπευτής, επί μία ολόκληρη ώρα, της έδειχνε πώς να σηκώνεται από το καροτσάκι και από το κρεβάτι μόνο με τα χέρια. Της έδωσε και ειδικά λάστιχα για να κάνει, λέει, ενδυνάμωση χεριών στο σπίτι μιας και τώρα, τα χέρια της είναι αυτά που θα χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της. Τα τελευταία του, όμως, λόγια βουίζουν ακόμα στο κεφάλι της Ελπίδας: «Έμαθα, Ελπίδα, ότι ασχολιόσουνα με το βόλεϊ. Ξέρεις…, μία φίλη μου είναι προπονήτρια και κάνει μαθήματα βόλεϊ σε παιδιά με αναπηρίες. Θέλεις να σου δώσω το τηλέφωνό της;»
-Ευχαριστούμε πολύ για όλα! Αντίο!, είπε η μαμά κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του.
Η Ελπίδα δε μίλησε. Δεν είχε λόγια… Διασχίζουν τους διαδρόμους του νοσοκομείου. Κάπου, μάλιστα, της φάνηκε ότι είδε το μικρό Άγγελο για τελευταία φορά να της χαμογελάει και να της κλείνει το μάτι. Βγαίνουν έξω από το νοσοκομείο. Τι υπέροχη μέρα! Ο ήλιος είναι φωτεινός και λαμπερός ενώ ο ουρανός διαυγής και καταγάλανος! Μία καθαρά ανοιξιάτικη μέρα όταν ολόκληρη η φύση αναγεννιέται! Η Ελπίδα μπροστά με το αναπηρικό καροτσάκι και οι γονείς της λίγο πιο πίσω να συζητούν μεταξύ τους. Βρίσκονται στα μικρά μονοπάτια του κήπου του νοσοκομείου. Παρατηρεί γύρω της…Οι αμυγδαλές και οι παπαρούνες αρχίζουν να ανθίζουν ενώ χελιδόνια χορεύουν στον ουρανό σχηματίζοντας κύκλους! Αυτή τη στιγμή είναι τόσο ευτυχισμένη που καθετί που βλέπει γύρω της το θεωρεί όμορφο, καταπληκτικό, ένα θαύμα της φύσης! Είχε όντως ακούσει καλά; Θα μπορούσε να συνεχίσει να παίζει βόλεϊ; Ναι, ήταν σίγουρη πως κατάλαβε καλά τι τής είπε ο φυσικοθεραπευτής και νιώθει πανέτοιμη να δεχτεί την καινούρια αυτή πρόκληση! Είναι πιο σίγουρη από ποτέ! Θα συνεχίσει και θα παλέψει για το όνειρό της, γι’ αυτό που αγαπά! Το βόλεϊ! Όπως ακριβώς παλεύει καθημερινά ο Άγγελος για να κερδίσει τον καρκίνο! Και θα το κάνει όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τον παππού της που ξέρει πως αυτή τη στιγμή είναι κάπου ψηλά στον ουρανό και της χαμογελάει υπερήφανος! Ξέρει πως κι ο παππούς της αυτό θα ήθελε από εκείνη αυτή τη στιγμή…..να συνεχίσει να ελπίζει! Κι αυτό είναι αποφασισμένη να κάνει!!!
Τίποτα δεν είχε στην πραγματικότητα χαθεί… Ούτε τα σχέδια, ούτε τα όνειρα ούτε οι ελπίδες της! Αν και το είχε πιστέψει πολλές φορές, όχι, δεν είχε έρθει ακόμα το τέλος! Ίσα –ίσα όλο αυτό ήταν μόνο η αρχή…
ΤΕΛΟΣ
«Η φώκια»