«Απ’ τους μενεξέδες στις στάχτες»

0

Συγγραφέας: 5gymgala | Κατηγορία 6ο Τεύχος 2016-17 | , στις 16-03-2017

της μαθήτριας Ταστσόγλου Βασιλικής (Γ5)  

Η μητέρα μου είχε την ιδέα να δούμε την τηλεοπτική σειρά «Λωξάντρα», μια σειρά που περιέγραφε τον τρόπο ζωής στην παλαιά Σμύρνη. Εγώ ήμουν πολύ περίεργη να το δω αλλά παράλληλα και να το ζήσω! Κατά την διάρκεια της σειράς σκεφτόμουν από μέσα μου: « Πόσο θα ήθελα να ζούσα εκείνη την εποχή , να δω με τα ίδια μου τα μάτια την χλιδή της Σμύρνης αλλά και να αισθανθώ τα συναισθήματα των Ελλήνων Σμυρνιών κατά την Καταστροφή, παρόλο που τα ξέρω!» Ξαφνικά, αποκοιμήθηκα.

 Αισθάνομαι ένα απαλό αεράκι να χτυπάει το σώμα μου, κύματα να χτυπάνε , μάλλον σε μια προβλήτα. Και ομιλίες ανθρώπων . Σηκώθηκα και τι βλέπω; Βρίσκομαι σε ένα παγκάκι δίπλα σε μια θάλασσα , από πίσω μου υπάρχουν μεγάλα σπίτια και πολύς κόσμος κινείται με χαλαρούς ρυθμούς. «Όνειρο θα είναι , Βασιλική, μην ανησυχείς. Δύο τσιμπηματάκια , τρεις σφαλιαρίτσες και όλα θα πάνε καλά». Κλείνω τα μάτια μου τσιμπιέμαι , σφαλιαρίζομαι και τώρα θα ανοίξω τα μάτια μου και θα είμαι σπίτι. Τα ανοίγω και βρίσκομαι ακόμα σε αυτό το μέρος που δεν ξέρω καν ποιό είναι. Α! Να ένας ξένος που μπορεί , τουλάχιστον να με βοηθήσει , αφού δεν είχα καν το κινητό μου μαζί.

-Do you speak Greek? ρώτησα έναν περαστικό.

Με κοιτάζει με ένα παράξενο ύφος και φεύγει. Ρωτάω άλλον.

-Do you speak Greek? ρώτησα έναν άλλον επίμονα.

-Και άλλος τρελός τουρίστας ήρθε, Θεέ μου! απάντησε

-Δόξα τω Θεώ , ένας Έλληνας! Συγγνώμη για την , αλλά μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκομαι, γιατί έχω χαθεί , μάλλον.

-Καλά, είσαι με τα καλά σου; Δεν αναγνώρισες το πιο όμορφο λιμάνι της Σμύρνης , μην σου πω και του κόσμου,  το «Κε»; είπε ο περαστικός με περηφάνια.

-Πού βρίσκομαι λέει ;

-Καλά είπα εγώ ότι είσαι τρελή. Στο 1905 βρισκόμαστε , τι νόμιζες; Άντε γεια χαραντάν!

-Ωχ Θεέ μου! Τι κάνω τώρα;

Ακούω μια φωνή. Γυρνάω πίσω μου και βλέπω έναν όμορφο νεαρό άντρα.

-Τουρίστρια είσαι; λέει ο άντρας,

-Ναι, ναι! λέω κοιτώντας τον στα μάτια.

-Με λένε Δημητρό Καραμπάτη, αθλη….

-Αθλητής στίβου του Πανιωνίου; του λέω διακόπτοντάς τον. Είμαι μεγάλη θαυμάστριά σου.

-Ααα! Χαίρομαι που έχω μια όμορφη θαυμάστρια.

«Τι ωραία που τα λέει» λέω από μέσα μου.

-Θα ήθελες να σε ξεναγήσω;

-Αμέ!, και αρχίζουμε να περπατάμε.

  Αφού διασχίσαμε το υπέροχο αυτό λιμάνι, πηγαίνουμε προς τον σταθμό  Κασαμπά –κάτι τέτοιο- και στη συνεχεία βρεθήκαμε στη μεγάλη αγορά της πόλης. Έμεινα άναυδη με τόσα ωραία μαγαζιά και πράγματα. Τι ζαχαροπλαστεία με υπέροχα γλυκά , κανταΐφια, μπακλαβάδες, καζάν ντιπί. Γουργουρίζει η κοιλιά μου. Βλέπω κάτι ωραία μαγαζιά με χρωματιστά κεντήματα και χαλιά , που σκέπαζαν όλο το μαγαζί με την ομορφιά τους. Ταβέρνες που μοσχοβολούσαν νόστιμα φαγητά.

-Από πού ακούγεται αυτός ο ήχος; ρώτησα το Δημητρό.

-Από εκείνη την ταβέρνα. Τραγουδάει ο Παναγιώτης Τούντας, ο διασημότερος συνθέτης του ρεμπέτικου τραγουδιού της Σμυρναϊκής Σχολής.

-Τι ωραία! Πάμε να χορέψουμε! Τον αρπάζω από το χέρι και αρχίζουμε να χορεύουμε.

  Αφού τελείωσε ο χορός, βρεθήκαμε σε μια εκκλησία, την Αγία Φωτεινή. Είναι υπέροχη. Έχει ένα πανύψηλο καμπαναριό, φανταχτερές καμπάνες και ένα χρυσό σταυρό που λάμπει στον ήλιο.

-Τι λέει πάνω στο καμπαναριό; ρώτησα με περιέργεια.

– «Ηλίου Άτερ Σιγώ» που σημαίνει χωρίς τον ήλιο δεν δουλεύει.

«Πολύ ενδιαφέρον». Προχωράγαμε και παράλληλα θαύμαζα το τοπίο γύρω μου.

-Φτάσαμε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Αυτός είναι και ο διευθυντής τής Σχολής, είπε ο Δημητρός.

-Γεια σου Δημητρό! Γεια σου… είπε ο κύριος Μάγνης.

-Βασιλική!

-Κύριε Μάγνη, θα μπορούσατε να μας ξεναγήσετε στη Σχολή; , ρώτησε ο Δημητρός.

-Βεβαίως! Η Ευαγγελική Σχολή είναι η πιο διάσημη στη Σμύρνη. Πριν από μερικά χρόνια την έκαψαν, το 1884, αλλά αμέσως ξαναχτίστηκε. Έχει μορφώσει εκατοντάδες Ελληνόπουλα μαθαίνοντας τους γράμματα, πολιτική και τέχνη.

-Ευχαριστούμε πολύ! Καλή συνέχεια! ,είπαμε και φύγαμε.

Αρχίζει να βραδιάζει. Ζητάω από τον Δημητρό να με πάει πίσω στο παγκάκι, μπας και γυρίσω πίσω σπίτι. Αν και πέρασα υπέροχα. Με άφησε στο παγκάκι και μου λέει:

-Πριν φύγω, θέλω να σου δώσω κάτι.

Μου δίνει ένα κουτί που μέσα είχε  τρία κομμάτια κανταΐφι.

-Ήταν πολύ συγκινητική η κίνησή σου και σε ευχαριστώ πολύ! ,λέω εγώ.

-Παρακαλώ! Εύχομαι να σε ξαναδώ!

Του χαμογέλασα , μου χαμογέλασε και έφυγε. Ήταν τόσο διασκεδαστική ημέρα και με λίγο ρομάτζο που δεν θα την ξεχάσω ποτέ!

Έφαγα τα κανταΐφια, γιατί πείναγα πάρα πολύ, και ξάπλωσα στο παγκάκι και κοιμήθηκα.

   Αυτήν την φορά δεν νιώθω αεράκι ούτε το άγγιγμα της μητέρας μου για να με ξυπνήσει, αλλά ουρλιαχτά και καπνούς. Ξύπνησα και δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω αυτό που βλέπω και ακούω. Βλέπω μια ποδοπατημένη εφημερίδα που έγραφε την ημερομηνία «Σεπτέμβρης 1922». Ήρθε η ώρα! Πάω να βοηθήσω τους ανθρώπους να ξεφύγουν, να μπουν στα καράβια, αλλά ήταν τόσο πανικοβλημένοι. Ξαφνικά, ακούω ένα κοριτσάκι να φωνάζει βοήθεια. Ακολούθησα τη φωνή.

-Πού είσαι; φώναξα.

-Κάτω από το κρεβάτι μου! απαντάει η φωνή. Πηγαίνω και βλέπω την μικρή Φιλιώ Χαϊδεμένου. Την παίρνω αγκαλιά και αρχίζω να τρέχω προς το λιμάνι, για να την βάλω σε ένα καράβι να φύγει.

– Οι γονείς σου πού είναι; ρωτάω εγώ.

-Δεν ξέρω, έλεγε κλαίγοντας.

Την έβαλα σε ένα καράβι και έφυγε. Ξαφνικά, με αρπάζει κάτι από πίσω μου. Ήταν ένας Τούρκος που πάει να με σκοτώσει. Στην μέση μπαίνει ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και με βοηυα.

-Φύγε! Τρέξε να ξεφύγεις! , μου λέει.

Αρχίζω και τρέχω. Πάω να μπω σε ένα καράβι. Κάποιος με σπρώχνει. Βουτάω μέσα στην θάλασσα. Δεν μπορούσα να βγω. Είχε κολλήσει το πόδι μου σε ένα βράχο.

  Ξύπνησα! Βρισκόμουν σπίτι μου. Ήμουν ταραγμένη. Είχα περίεργα συναισθήματα. Από την μία ήμουν χαρούμενη, γιατί αρχικά ήταν μια χαρούμενη εμπειρία αλλά μετά….

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση