έκθεση της μαθήτριας Φίλιου Ελεάνας(Γ5)
«Μεταφέρεστε στο παρελθόν σε μια σημαντική ιστορική περίοδο για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Να παρουσιάσετε σε μια φανταστική αφήγηση τις εμπειρίες σας από τη συμμετοχή σας στα ιστορικά γεγονότα και από την συνάντηση σας με ιστορικές προσωπικότητες»
- Αμελία! Καλά, είναι δυνατόν; Τα καλά μου τα γοβάκια; Αναφώνησε η Μεγαλειοτάτη.
- Με συγχωρείτε Μεγαλειοτάτη ο γάτος σας προκάλεσε τη ζημιά!, απάντησα με το πιο απολογητικό ύφος του κόσμου.
- Είναι δυνατόν, εγώ, η Μαρία Αντουανέτα, ολόκληρη σύζυγος του Λουδοβίκου, να μην έχω ένα ζευγάρι γοβάκια , αντάξιο της αρχοντιάς μου; Και για όλα να ευθύνεται μια τιποτένια υπηρέτρια;
- Μα… επιτρέψτε μου να σας πω ότι έχετε ένα ολόκληρο δωμάτιο γεμάτο γοβάκια! Απολογήθηκα εγώ. Για ποιόν λόγο δεν επιλέγετε κάποιο από αυτά υψηλοτάτη;
- Φύγε! Δεν σε χρειάζομαι άλλο, μόνο προβλήματα δημιουργείς! Πήγαινε να συνεχίσεις τις υπόλοιπες δουλειές σου, με πρόσταξε.
Απομακρύνθηκα από το υπνοδωμάτιο της «Μεγαλειοτάτης». Δεν την αντέχω άλλο. Με το μόνο που ασχολείται όλη την ώρα είναι ποιο φόρεμα της πάει καλύτερα, εάν τα μαλλιά της είναι πάντα καλοφτιαγμένα και κυρίως ποια γοβάκια θα φορέσει! Πρώτη φορά γνωρίζω τόσο άπληστο άνθρωπο. Είμαι σίγουρη, βέβαια, πως τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα, εφόσον είμαι στην υπηρεσία της λιγότερο από έναν χρόνο και ήδη σηκώνω τα χέρια ψηλά.
Παρεμπιπτόντως, με την όλη αναστάτωση, ξέχασα και να συστηθώ. Ονομάζομαι Αμελία Ντελ Πιέρ, είμαι όπως καταλαβαίνετε Γαλλίδα. Εργάζομαι ως υπηρέτρια για την Μαρία Αντουανέτα , τη βασίλισσα. Της είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων, διότι με μάζεψε από τον δρόμο, με φιλοξένησε στα ανάκτορα των Βερσαλλιών και μου πρόσφερε στέγη και εργασία. Όμως, έχω παρατηρήσει ότι με τον καιρό η εξουσία την έχει αλλάξει. Την έχει κάνει τόσο άπληστη και κακόψυχη που και εγώ απορώ εάν είναι όντως το ίδιο άτομο όπως παλιά. Αλλά δε βαριέσαι, όσοι αποκτούν εξουσία, έτσι γίνονται πάντα.
Τις προάλλες, είχε βγει για περίπατο στους κήπους των ανακτόρων. Είναι τόσο μεγάλοι και περιποιημένοι, που δεν φαντάζεται ο νους ενός καθημερινού ανθρώπου. Διάβαζε το βιβλίο της κρατούσε την ομπρέλα της, για να προστατεύεται από τον ήλιο και εμείς ακολουθούσαμε. Ξαφνικά, ακούγονται πολλές φασαρίες έξω από τα ανάκτορα. Μέχρι και η βασιλική φρουρά είχε λάβει δράση. Εγώ και οι υπόλοιπες δύο υπηρέτριες, πανικοβλημένες, ήμασταν έτοιμες να τρέξουμε προς το εσωτερικό των ανακτόρων, για να προφυλαχτούμε. Εκείνη τη στιγμή, η Υψηλοτάτη γύρισε προς το μέρος μας : «Ησυχάστε καλέ, δεν είναι τίποτα, ο λαός κάνει επανάσταση …Λένε πεινάνε και θέλουν ψωμί, εγώ λέω να τους δώσουμε παντεσπάνι, τι λέτε;», είπε γελώντας. Εμείς μην μπορώντας να πιστέψουμε την αναισθησία της, τρέξαμε προς τα μέσα, την ίδια στιγμή που επαναστάτες μπήκαν στα ανάκτορα και άρχισαν να επιτίθενται. Και ξαφνικά…
Ξύπνησα. Δεν το πιστεύω, πάλι με πήρε ο ύπνος πάνω από το βιβλίο της Ιστορίας. Είναι περασμένα μεσάνυχτα και εγώ αντί να μαθαίνω το αυριανό μάθημα ονειρεύομαι Αντουανέτες και γοβάκια. Βέβαια, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ζούσα σε εκείνη την εποχή, αλλά για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ τη ζωή που κάνω τώρα, παρόλο που δε ζώ σε ανάκτορα, ούτε είμαι στην υπηρεσία μιας βασίλισσας. Δεν είμαι ούτε η Αμελία Ντελ…. κάτι. Είμαι απλά, η Ελεάννα.