της μαθήτριας Καπετάνου Νεφέλης (Γ2)
Άνθρωποι. Χιλιάδες και διαφορετικοί. Άλλοι “μαύροι” άλλοι “άσπροι”, άλλοι πολύχρωμοι και άλλοι ίδιοι. Μοναδικοί, μόνοι, ερωτευμένοι, απελπισμένοι, κρυμμένοι και ευτυχισμένοι. Γράμματα σε θέσεις, προτάσεις και σκέψεις βγαίνουν από αυτούς, δημιουργήματα ξεχωριστά και μοναδικά. Οι ίδιοι ξεχωριστοί και μοναδικοί. Άραγε μιλάνε σίγουρα όλοι τους; Και αν μιλάνε τι λένε; Καταλαβαίνεις;
Το στήθος ανεβαίνει και κατεβαίνει βιαστικό. Η ανάσα της βαθιά. Τα μάτια της τα βλέπω να τρεμοπαίζουν, μόνα τους. Οι λίμνες εκείνες, τα δυο παράθυρα του κόσμου της. Η μουσική στο πικάπ συνεχίζει να παίζει. Και εκείνη απορροφημένη από αυτή την μαγεία χορεύει με την ανάσα της στο ρυθμό της. Ακούνητη αναρωτιέται αν όντως είναι αυτή που νομίζει, αν όντως της αρέσει αυτό που είναι, που ζει. Τι ζει; Την αλήθεια των άλλων. Αυτή η συνήθεια πια! Αυτή η σκέψη! Πολύ σκέφτεται….
“έχω ζήσει μια ζωή η όποια δεν είναι δική μου ,είναι κάποιου άλλου. Πάντα ήθελα πολλά. Ήθελα πολλούς ανθρώπους δίπλα μου. Φίλους, συνεχιστές, αγωνιστές, όμως ποτέ δεν κατάφερνα να έχω ούτε έναν. Γιατί;”
Ήθελε τόσα πολλά. Την έπνιγε η απορία. Γιατί δεν σταματούσε να αλλάξει; Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει..
Το στήθος της συνέχιζε να ανεβαίνει και με μια της ανάσα κατέβαινε αργά. Τα μάτια της αυτά τα μελί μάτια κοίταζαν έξω από το παράθυρό της τον υπέροχο ουρανό. Η έξοδός της, τα σύννεφά της. Η σκέψη της τρέχει σε αντίθεση με εκείνη. Αλλάζει το παρελθόν της, έτσι της άρεσε να κάνει. Φαντασιώνεται συχνά, της άρεσε. Η σκέψη της γυρνά σε εκείνο το άτομο συνέχεια. Τα καστανόξανθα μαλλιά του και τα πράσινα εκείνα μάτια. Έτρεμε να τα κοιτά. Ποθούσε να τα κοιτά. Εναντίωση, έτσι γεννήθηκε και εκείνη επαναστάτρια.
Κοιτάζει τις γωνίες του προσώπου της στον καθρέπτη της. Της θύμιζαν τις γωνίες της φιγούρας της. Εκείνης που είδε στο όνειρο. Ονειρεύεται ανθρώπους και όχι δέντρα, πόλεις και όχι τοπία, καρδιές και όχι μυαλά.
Αυτή η καρδιά της, τόσο ζωντανή, την άκουγε συχνά. Ακόμα και όταν δεν ήθελε, έτσι την θυμάται. Μυστήρια πολλά έκρυβε. Έρωτες, επιθυμίες της και πρόσωπα. Δεν τα ξεπέρασε ποτέ της, ήξερε όμως να τα κρύβει καλά μέσα στο τσεπάκι της. Κρυφός άνθρωπος. Το ήξερε. Τα βλέφαρα της κλείνουν. Χαλαρώνουν οι μύες της. Ήξερε. Τα ζαρωμένα της χέρια ακουμπούν το ένα το άλλο. Ήξερε. Τους θυμάται όλους. Τις φιγούρες της , τις χαμένες. Δεν τις ξέχασε. Δεν τον ξέχασε. Τα καστανόξανθα μαλλιά τα αγγίζει τα πράσινα μάτια τα βλέπει. Ξέρει. Τα λόγια την πνιγούν, τα μουρμουρητά, το νανούρισμα, υπέροχα όλα. Όλα τα συναισθήματα που ήθελε της τα παρουσίασε η ανθρωπινή της φιγούρα. Έπρεπε; Ούτε εκείνη ήξερε. Δεν την ένοιαζε ήταν χαρούμενη.
Θεόρατα που είναι όλα!. Και εκείνη ανέβαινε. Φτάνει την οροφή του δωματίου της και προχωρά. Φτάνει τα σύννεφα και προχωρά. Φεύγει. Από μικρή πλέον είναι μεγάλη και χαρούμενη. Όλα μια φαντασίωση.
“Ψεύτικε μου κόσμε!”