της μαθήτριας Κουλιέρη Ευανθίας (Γ2)
Από μικρή μου άρεσαν τα ταξίδια. Τα ταξίδια σε μακρινούς τόπους. Βέβαια, αν με ρωτήσετε τώρα, θα σας έλεγα ότι το τελευταίο μου ταξίδι με πήγε κυριολεκτικά “σε έναν άλλο κόσμο”.
Ήταν η ημέρα της μονοήμερης εκδρομής του σχολείου, στις Θερμοπύλες. Είναι ένα μέρος ιστορικά μαγευτικό, γι’αυτό λοιπόν η απόφασή μας να πάμε εκεί ήταν ομόφωνη. Ξύπνησα, έφτιαξα το σακίδιό μου και πήγα στο σχολείο για να μας πάρει το πούλμαν. Εκείνη την ημέρα είχα ένα περίεργο προαίσθημα που όλο και μεγάλωνε καθώς το πούλμαν άρχισε να κινείται. Έγειρα το κεφάλι μου στο παράθυρο του πούλμαν και άρχισα να σκέφτομαι γι’αυτό.
Μόλις φτάσαμε στον ιερό χώρο των Θερμοπυλών, μία ξεναγός μας περίμενε για να μας ξαναπεί την συνηθισμένη ιστορία. Ξέρετε, αυτή με τον Λεωνίδα και τους 300 που αν και λίγοι κατάφεραν να κάνουν μια ισχυρή ζημιά στο στρατό του Ξέρξη χάρη στο πείσμα τους και την επιμονή τους στη μάχη, και θα κέρδιζαν αν δεν ήταν ο Εφιάλτης. Εγώ αφού είχα ήδη ακούσει την ιστορία πολλές φορές στο σχολείο, θέλησα να ρίξω το βλέμμα μου γύρω από τις Θερμοπύλες. Εκεί υπήρχε μια πέτρινη αψίδα, απομεινάρι των Θερμοπυλών. Για μια στιγμή έχασα τους άλλους. Την άγγιξα. Ξαφνικά, όλα γύρω μου άλλαξαν.
Άνοιξα τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα που άκουσα ήταν οι σάλπιγγες του πολέμου. Ήμουν εκεί. Δεν ήταν όνειρο. Το προαίσθημα μου είχε βγει αληθινό. Ήμουν στα στενά των Θερμοπυλών, στην καρδιά της μάχης. Ξαφνικά, το βλέμμα μου διαχώρισε δύο στρατόπεδα. Οι χιλιάδες άντρες που εκτείνονταν όλο και περισσότερο ήταν οι Πέρσες, και τα παλικάρια στα κρυφά στενά ήμασταν εμείς. Ξάφνου, διέκρινα τα παλικάρια. Ήταν γυμνασμένοι και ατρόμητοι. Γενναιότητα ξεχείλιζε από τα μάτια τους και μπροστά ο πιο γενναίος από όλους, ο Λεωνίδας. Πολεμούσε με θάρρος και επιμονή και κυρίως άφοβα αν και ήξερε πως θα πεθάνει.
Πήρα το βλέμμα μου από τη μάχη, επειδή οι σκηνές εξελίσσονταν σε όλο και πιο βίαιες. Εντελώς τυχαία, κοίταξα δεξιά των στενών και είδα κάποιον. Ήταν μόνος του, έτρεχε προς τα στρατεύματα των Περσών. Σκέφτηκα ότι θα ήταν κάποιος τραυματίας ή κάποιος που είχε αναλάβει να κάνει αναμπουμπούλα στους Πέρσες. Όμως οι θεωρίες μου ήταν λανθασμένες. Τον θυμήθηκα. Τον θυμήθηκα γιατί τον έχω συναντήσει και εγώ πολλές φορές στη ζωή μου, με είχε εξαπατήσει πολλές φορές, με διαφορετικές μορφές. Ήταν ο Εφιάλτης. Ήξερα τι ήθελα να κάνει. Ήθελα να τον σταματήσω. Σε όλα μου τα σχολικά χρόνια δεν τον συμπαθούσα. Δεν τον συμπαθούσα , γιατί δεν μπορούσα να τον καταλάβω. Να καταλάβω πώς ένας έλληνας μπορούσε να προδώσει 300 παλικάρια που πήγαν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους ενάντια σε έναν γιγάντιο στρατό. Πώς ένας συμπατριώτης τους μπορούσε να μισήσει τόσο πολύ τα <<αδέρφια>> του ώστε να πάει να τα προδώσει στον εχθρό.
Αντέδρασα ενστικτωδώς. Άρχισα να τρέχω προς το μέρος του για να τον σταματήσω.
-Σταμάτα!, φώναξα.
Αυτός γύρισε και με κοίταξε με ένα θυμωμένο ύφος.
-Μην το κάνεις! Θα καταστραφούν όλοι!, είπα.
-Αυτό θέλω και εγώ, είπε αυτός θυμωμένος.
-Δεν ξέρεις τι επιπτώσεις θα έχουν αυτές οι φιλοδοξίες σου. Για σένα, για τους 300, για την Ελλάδα!, αντέδρασα.
-Ο Λεωνίδας πρέπει να πληρώσει για αυτά που μου έκανε.
– Ναι, όμως όχι και όλη η Ελλάδα.
-Δεν σε ενδιαφέρει, πήγαινε σπίτι σου.
– Πας να με ξεγελάσεις πάλι, Εφιάλτη, αλλά αυτή τη φορά δεν θα σου κάνω την χάρη. Κάντο αν θες. Πρόδωσε! Όμως , να ξέρεις ότι στο μέλλον θα αποκαλούμε αυτούς γενναίους ήρωες και εσένα δειλό προδότη!
Ποτέ δεν έχω νιώσει τόση ένταση στην ζωή μου. Τα λόγια μου εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν ότι έβγαιναν από την καρδιά μου. Αυτός έφυγε για τα στρατόπεδα των Περσών παρά τα λόγια μου. Χαμήλωσα το βλέμμα μου στο έδαφος και πήρα μια πέτρα. Ενθύμιο για αυτό που έζησα. Άγγιξα την αψίδα και βρέθηκα σπίτι. Είχα μάθει να πολεμάω τον Εφιάλτη όπως και εκείνοι.