της μαθήτριας Καπετάνου Νεφέλης(Γ2)
Με πλησιάζει. Με κοιτά, με παρατηρεί όμως εγώ δεν γυρνώ να τον κοιτάξω. Τι θέλει, αναρωτιέμαι. Η εσωτερική μου φωνή μού μιλά, για ακόμα μια φορά, και εγώ είμαι εκεί για να την ακούσω. Ξέρετε, λένε πως αυτή η φωνή η αληθινή φωνή, είναι η μοναδική που πάντα παραδέχεται την αλήθεια και αποδέχεται το βλέμμα και αυτή είναι τώρα εδώ και μου μιλά και με κοιτά. Δεν συνεχίζω να τον παρατηρώ. Δεν τον ξέρω είναι ένας άγνωστος ο όποιος απλώς στέκεται όρθιος, με μια ψηλή σκιά από πίσω να τον καλύπτει. Ξαφνικά αυτός ο ξένος μπαίνει μέσα στην αίθουσα απρόσληπτος. Συνεχίζει να με κοιτά και με το βλέμμα του με παγώνει, νομίζω έχασα και την ροή μου εκείνη την στιγμή. Ύστερα από λίγο μου ψιθυρίζει λέγοντας μου, ρωτώντας με “μπορείς να εκφραστείς; Μπορείς να προσδιορίσεις τα αισθήματα σου τώρα ενώ δημιουργείς, ενώ κινείσαι από άκρη σε άκρη, από τον αέρα στην Γη; Ξέρεις τι κάνεις; Ποια πραγματικά είσαι; ” Στέκομαι και τον κοιτώ σταματώ να κινούμε και τον κοιτώ. Ποιος είναι και τι είναι; Τι θέλει εδώ; Αυτός δεν παλεύει , δεν κουράζεται. Τον προσπερνώ. Δεν έχω μάθει να δέχομαι τόσο εύκολα λόγια. Δεν ξέρω αν πρόκειται για σωστό ή λάθος όμως κανένας δεν μπορεί να το κρίνει.