της μαθήτριας Καπετάνου Νεφέλης (Γ2)
Τον ακούω να μίλα. Κάθομαι με τις ώρες και τον παρακολουθώ. Κάποια στιγμή σηκώνεται και κοιτάζει γύρω του. Αυτό που βλέπει τον θλίβει. Τόσα χρόνια χαμένα κάτω από ένα ξίφος, μια λαβή, μια φυλακή, μια τιμωρία την οποία κάποιος άλλος την έχει υποβάλλει, μας έχει δηλαδή υποβάλλει και μας καταστρέφει αργά.
Τι θέλουν; Δεν βλέπουν πως μας έχουν πονέσει πολύ; Την μια στιγμή τον βλέπεις να στέκεται ακίνητος και την άλλη ξαφνικά αρχίζει να μίλα, να μίλα πολύ, να ωρύεται, με πάθος. Έχει χάσει πλέον τον έλεγχο και τα λόγια δεν βγαίνουν πλέον από το μυαλό άλλα από την καρδιά του και φωνάζουν δυνατά «Θα ζήσω; Δεν ξέρω και δεν ξέρουμε. Να ελπίζω; Θα ελευθερωθώ; Τι λέτε θα τα καταφέρουμε; Και αν όχι, εκεί που θα πάμε θα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι; Υπάρχει τελικά ελευθερία ανάμεσα στους “φράκτες”; Στους φράκτες που αυτοί μας έχουν βάλει και μας περιορίζουν; Ελέγχουν το κάθε μας βήμα, την κάθε μας κίνηση. Δεν μας αφήνουν να ζήσουμε , να δημιουργήσουμε, να μεγαλώσουμε, να πετάξουμε σε ένα μέρος μακριά από εδώ. Μας κρατούν φυλακισμένους, δεμένους και κάθε μέρα μας σφίγγουν τα λουριά. Μας κλείνουν οι πόρτες του αυριανού ξεσηκωμού. Δεν μας μένει τίποτα παρά η προσωπική ελευθερία του “νου”. Μπορούμε! Ξυπνήστε! Δημιουργήστε το αύριο και μην παραδίνεστε! Το μέλλον μας είμαστε Εμείς οι ίδιοι». Αυτά είναι τα λόγια του σκλαβωμένου αυτού ανθρώπου, γεμάτα πόνο και αγωνία για το αύριο, να αγανακτεί και φυσικά να διεκδικεί «ΠΕΤΑΞΤΕ»