Παιδί και Όρια: Γιατί χρειάζονται όρια τα παιδιά και πώς να τα βάλω;

Τι σημαίνει βάζω όρια στα παιδιά; Γιατί τα χρειάζονται και πώς μπορώ να
θέσω υγιή όρια με αγάπη χωρίς να νιώθω ενοχές;

Θυμάσαι τι σκεφτόσουν, πριν γίνεις γονιός, όταν συναντούσες έξω οικογένειες με
παιδιά που αντιδρούσαν/αντιμιλούσαν/ούρλιαζαν; τα δικά μου τα παιδιά δε θα
συμπεριφέρονται έτσι!
Με τον ερχομό όμως των δικών σου παιδιών στην οικογένεια
αρχίζεις να βλέπεις πως τελικά είναι περισσότερο δύσκολο να διαχειριστείς τις
προκλητικές συμπεριφορές των παιδιών σου από ότι πίστευες στο παρελθόν. Και
τώρα τι κάνεις; Τι σημαίνει οριοθέτηση;

Φαντάσου την οριοθέτηση σαν ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας που μαθαίνει στα
παιδιά πώς να συνυπάρχουν αρμονικά με τους γύρω τους, πώς να αντιλαμβάνονται και
να σέβονται τον προσωπικό τους χώρο και τον χώρο των άλλων αλλά και πώς να
εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους άμεσα και λειτουργικά.
Ο εγκέφαλος των παιδιών χρόνο με τον χρόνο αναπτύσσεται και βγαίνοντας από την
εγωκεντρική τους οπτική, που κυριαρχεί στα πρώτα τους χρόνια, ξεκινούν να
συνειδητοποιούν ότι ζουν καθημερινά με άλλους ανθρώπους όμως δεν έχουν ακόμα τις
δεξιότητες να διαχειριστούν τη συμπεριφορά τους με τέτοιο τρόπο ώστε να εκφράζουν
τις επιθυμίες τους και ταυτόχρονα να δίνουν χώρο στους άλλους και να καλλιεργούν
αυτό που ονομάζουμε πειθαρχία .
Θέτοντας όρια στα παιδιά μας τους διδάσκουμε την αξία της πειθαρχίας, του
σεβασμού, της οργάνωσης του προγράμματός τους, της ενσυναίσθησης, να μπαίνουν
δηλαδή και στη θέση των άλλων, της ξεκάθαρης συνεννόησης του τι περιμένουμε
από εκείνα
και ποιες συμπεριφορές είναι κατάλληλες και αποδεκτές σε κάθε
συνθήκη. Χωρίς αυτά τα παιδιά αισθάνονται χαμένα και αποδιοργανωμένα.
Δεν καταλαβαίνουν πως να αντιδράσουν σε διάφορες προκλήσεις, πώς να
επικοινωνήσουν στους άλλους τις επιθυμίες τους, πως να μιλήσουν χωρίς να
προσβάλλουν, πώς να εκφράσουν τα συναισθήματά τους χωρίς ακραίες συμπεριφορές.
Με το να τους μάθουμε τι σημαίνει όριο τους δείχνουμε την αγάπη μας και την ενεργή
παρουσία
μας στο μεγάλωμά τους και λειτουργούμε ως φωτεινή ένδειξη για το πώς να
αντιλαμβάνονται τη ζωή και την συνύπαρξη με τους γύρω τους.
Πώς όμως μπορώ να βάλω όρια στα παιδιά πρακτικά; Αρχικά χρειάζεται να λάβω
υπόψιν μου κάποιες πολύ σημαντικές παραμέτρους όπως:
● Η κάθε ηλικία του παιδιού ανταποκρίνεται σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης
οπότε τα όρια πρέπει να αντιστοιχούν στην εκάστοτε αναπτυξιακή βαθμίδα του
παιδιού. Σύμφωνα με τη θεωρία ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erik Erikson , σε
κάθε στάδιο ανάπτυξης το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με μία κρίση η οποία αν
επιλυθεί επιτυχώς θέτει το άτομο ικανό να κατακτήσει την ψυχοκοινωνική
ποιότητα που σχετίζεται με το αντίστοιχο στάδιο ανάπτυξης. Για παράδειγμα
στον πρώτο χρόνο ζωής του το βρέφος εξαρτάται πλήρως από τους φροντιστές
του και αντιμετωπίζει την κρίση «εμπιστοσύνη έναντι αμφιβολίας» που σημαίνει
ότι αν εκείνοι ανταποκρίνονται σταθερά στις ανάγκες του με ζεστασιά το βρέφος
μαθαίνει να εμπιστεύεται τους ανθρώπους γύρω του, στο δεύτερο στάδιο
ανάπτυξης έρχεται η κρίση «αυτονομία έναντι ντροπής» καθώς αφορά την
είσοδο του παιδιού στα νηπιακά χρόνια όπου μαθαίνει να χρησιμοποιεί την
τουαλέτα, επιλέγει τροφές και παιχνίδια και γενικά αναπτύσσει δεξιότητες
ανεξαρτησίας κ.ο.κ Είναι λοιπόν καίριο τα όρια να συμβαδίζουν με την εκάστοτε
ηλικία και αναπτυξιακή φάση ζωής του παιδιού.
● Χρειάζεται να σκεφτόμαστε και την οπτική του παιδιού κάθε φορά που θέτουμε
ένα όριο. Βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του και αναλογιζόμαστε πως θα
αντιδρούσαμε εμείς ως παιδιά. Τα όρια έχουν στόχο να βοηθήσουν στη
δημιουργία ενός κλίματος αρμονίας και να λειτουργήσουν υπέρ όλων,
συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του παιδιού.
● Η συνέπεια είναι το κλειδί της επιτυχίας! Αν προσπαθούμε να οριοθετήσουμε μία
συγκεκριμένη συμπεριφορά του παιδιού χρειάζεται να είμαστε συνεπείς στις
αντιδράσεις μας κάθε φορά που συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο. Αν τη μία
γελάμε, την άλλη είμαστε αυστηροί, την επόμενη είμαστε αδιάφοροι το μόνο που
καταφέρνουμε είναι να μπερδεύουμε το παιδί.
● Όταν λέμε «όχι» σημαίνει «όχι» . Αν κάθε φορά που λέμε «όχι» σε κάτι το παιδί
αντιδράει ακόμα πιο έντονα για να κερδίσει το «ίσως» ή το «ναι» και εμείς
υποκύπτουμε τότε το μήνυμα που δίνουμε στο παιδί είναι ότι το «όχι» μας είναι
διαπραγματεύσιμο οπότε αν συνεχίσουν να αντιδρούν θα μας αλλάξουν στάση.
Με το να διαπραγματεύεσαι με το παιδί του μαθαίνεις να γίνεται χειριστικό και να
ψάχνει να βρει τρόπους να κάνει αυτό που θέλει.
● Αλλάζουμε τις αρνητικές φράσεις σε θετικές . Για παράδειγμα αντί να πούμε Αν
αργήσεις να ντυθείς δε θα πάμε στις κούνιες λέμε Ας ντυθούμε πρώτα και μετά θα
πάμε στις κούνιες .
Στόχος μας είναι να παροτρύνουμε τα παιδιά όχι να τα κάνουμε
να αισθανθούν απειλή η οποία το πιθανότερο είναι να φέρει άσχημα
αποτελέσματα.
● Προσέχουμε τη γλώσσα του σώματός μας! Εκτός από τα λεκτικά μηνύματα που
μεταφέρουμε στο παιδί στέλνουμε και πάρα πολλά μη λεκτικά μηνύματα τόσο
με τη στάση του σώματός μας όσο και με τον τόνο της φωνής μας, τις εκφράσεις
του προσώπου μας. Όταν μιλάμε στα παιδιά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε
είναι να έρθουμε στο δικό τους ύψος ώστε να έχουμε άμεση βλεμματική επαφή
και να χρησιμοποιούμε έναν σταθερό τόνο στη φωνή μας. Όταν το παιδί φωνάζει
και αρχίζουμε να φωνάζουμε και εμείς θα τα κάνουμε χειρότερα. Ο στόχος μας
είναι να χαμηλώσουμε την ένταση άρα χρησιμοποιούμε έναν ήρεμο και σταθερό
τόνο φωνής.
● Καμιά φορά κοιτώντας το δέντρο χάνουμε το δάσος! Προσπαθώντας να θέσουμε
ένα όριο όταν το παιδί είναι ταραγμένο και δε συνεργάζεται καλό είναι να
σκεφτούμε Μήπως πεινάει; Μήπως πονάει κάπου; Μήπως νιώθει άγχος, θυμό,
μήπως είναι κουρασμένο;
. Πολλές φορές όταν το παιδί βρίσκεται σε μία από τις
παραπάνω καταστάσεις φέρεται προκλητικά οπότε θα βοηθήσει να δούμε αν
κάτι τέτοιο συμβαίνει και να ρωτήσουμε το παιδί τι χρειάζεται.
● Πρόσφερε την υποστήριξή σου στο παιδί. Κάτι που για σένα φαντάζει απλό,
όπως το να τακτοποιήσεις το δωμάτιο σου, για το παιδί μπορεί να φαίνεται
βουνό. Παρότρυνέ το λέγοντας Ας φτιάξουμε μαζί το δωμάτιο σου και μετά
μπορούμε να διαβάσουμε μαζί ένα παραμύθι
.
● Γίνε ο ίδιος παράδειγμα για το παιδί σου τηρώντας τα όρια που βάζεις. Αν λες
φεύγουμε σε πέντε λεπτά αλλά πιάνεις την κουβέντα και τα πέντε λεπτά γίνονται
μισάωρο δείχνεις στο παιδί πως δεν τηρείς αυτό που λες. Αν όμως τα πέντε λεπτά
είναι πράγματι πέντε τότε το παιδί παίρνει στα σοβαρά το όριό σου αφού και εσύ
ο ίδιος το τηρείς.
Στην προσπάθειά μας να βάλουμε όρια στα παιδιά μας ας αποκτήσουμε συνειδητότητα
πως μόνο προστασία τους προσφέρουν τα όρια και δεξιότητες να διαχειρίζονται τις
προκλήσεις της ζωής και να ζουν αρμονικά με τους ανθρώπους γύρω τους. Ας
δείχνουμε την αγάπη μας στα παιδιά μας δίχως όρους, θα σε αγαπώ μόνο αν… , αλλά με
τα όρια !
Κατερίνα Ντέμου, Ψυχολόγος – Ειδική παιδαγωγός
πηγή:
https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxologias/oikogeneia-kai-paidi/oriothetisi/758
5-paidi-kai-oria-giati-xreiazontai-oria-ta-paidia-kai-pos-na-ta-valo.html

Σχολείο. Μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό και μετά στο γυμνάσιο

Μετάβαση είναι το «πέρασμα» από μια γνωστή κατάσταση σε μια άλλη, άγνωστη σε
μας, και μπορεί να αφορά οποιαδήποτε πτυχή της ζωής μας, όπως π.χ. είναι η
μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, από το δημοτικό στο γυμνάσιο, η
μετάβαση από την παιδική στην εφηβική ηλικία, η μετάβαση από το σχολείο στην
αγορά εργασίας ακόμα και η μετακόμιση σε άλλη πόλη ή χώρα κτλ.
Φανταστείτε ένα παιδί που μαθαίνει να κολυμπάει. Αρχικά, απολαμβάνει το παιχνίδι
στο νερό μέσα στη μικρή παιδική πισίνα. Φορά μπρατσάκια ή σωσίβιο, έχει
τουλάχιστον ένα από τους γονείς του κοντά του και κρατά κάποια από τα παιχνίδια
του. Νιώθει ασφάλεια. Λίγο καιρό μετά του λένε πως μεγάλωσε και πρέπει τώρα να
μάθει να κολυμπάει στη μεγάλη πισίνα. Τα μπρατσάκια είναι για τα μικρά παιδιά̇ του
τα παίρνουν κι αυτά. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, βρίσκεται μέσα σε μια πολύ
μεγαλύτερη πισίνα, πολύ πιο βαθιά, χωρίς τα μπρατσάκια, που του παρείχαν
ασφάλεια, και χωρίς τα πολλά παιχνίδια. Οι γονείς του, αρχικά, το κρατούν λίγο, αλλά
σιγά-σιγά το αφήνουν, ενθαρρύνοντάς το να κλωτσήσει τα πόδια και να κουνά τα
χέρια, για να μάθει να κολυμπάει από μόνο του. Εδώ, χάνεται η ασφάλεια που ένιωθε
και αρχίζει μια εσωτερική αναζήτηση των δυνάμεών του.
Το αν θα καταφέρει, εύκολα ή δύσκολα, αυτό το παιδί να κολυμπήσει, εξαρτάται από
μια σειρά από παράγοντες. Είναι η σωστή χρονική περίοδος για να δοκιμάσει το
παιδί αυτή τη μετάβαση; Ήταν προετοιμασμένο για αυτήν; Έχει αποκτήσει όλες
εκείνες τις δεξιότητες που θα του χρειαστούν για να πετύχει; Πόσο στηρικτικό ή όχι
ήταν το περιβάλλον γύρω του;
Ένα παιδί το οποίο έμαθε να κλωτσάει τα πόδια του στο νερό, να ξαπλώνει ανάσκελα
πάνω στην επιφάνεια και να κρατά την αναπνοή του κάτω από το νερό, ίσως
τολμήσει πιο εύκολα να κολυμπήσει στα βαθιά και ίσως, μάλιστα, να το απολαύσει!
Αντίθετα, το παιδί που δε λέει να φύγει από την αγκαλιά της μαμάς του και παθαίνει
υστερία αν βραχεί το προσωπάκι του ή αρνείται να πατήσει μέσα στο νερό χωρίς τα
μπρατσάκια του, δύσκολα θα αντιδράσει σωστά μέσα στη μεγάλη πισίνα.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από αυτό τον παραλληλισμό; Για να είναι επιτυχημένη η
κάθε μετάβαση θα πρέπει να μας βρει προετοιμασμένους!
Προετοιμάζοντας το παιδί για τη μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο
Είναι το παιδί μου έτοιμο για το δημοτικό σχολείο; Πώς μπορώ να το βοηθήσω; Ποιες
είναι οι απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που θα πρέπει να έχει για να πετύχει σε
αυτή τη δύσκολη και σημαντική μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο;
Τι αναμένει η δασκάλα της Α’ τάξης από τα «πρωτάκια» της:
• Να πειθαρχούν σε βασικούς κανόνες συμπεριφοράς μέσα και έξω από την τάξη.
• Να κοινωνικοποιούνται χωρίς δυσκολίες με τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους.
• Να ακολουθούν προφορικές οδηγίες ενός ή δύο σκελών.
• Να εκφράζονται χρησιμοποιώντας ολοκληρωμένες προτάσεις.
• Να μπορούν να αιτιολογήσουν την άποψή τους
• Να μπορούν να αναλύουν φωνολογικά μια λέξη (π.χ. από ποια φωνή ξεκινά, με
ποια φωνή τελειώνει, αν μέσα της έχει μια συγκεκριμένη φωνή, κλπ)
• Να αναγνωρίζουν το όνομά τους γραμμένο κάπου.
• Να μετρούν μέχρι το δέκα.
• Να σειροθετούν και να συγκρίνουν τους αριθμούς 0-10.
• Να αναγνωρίζουν και να ονομάζουν τα βασικά σχήματα (κύκλος, τετράγωνο,
ορθογώνιο, τρίγωνο).
• Να κατανοούν και να χρησιμοποιούν σε περιγραφές και συγκρίσεις αντικειμένων τις
προμαθηματικές έννοιες (πλατύ-στενό, μακρύ-κοντό, ψηλό-χαμηλό, κλπ).
• Να αναγνωρίζουν και να ονομάζουν τα χρώματα.
• Να κρατούν με λειτουργική λαβή το μολύβι.
• Να χρωματίζουν, χωρίς να βγαίνουν έξω από τις γραμμές του περιγράμματος.
• Να κάθονται σωστά στην καρέκλα.
Όλα τα πιο πάνω είναι οι σημαντικότεροι στόχοι της προδημοτικής εκπαίδευσης.
Άρα, η επιλογή ενός καλού νηπιαγωγείου θα προσφέρει στο παιδί σας πολλές
ευκαιρίες, μέσα από ευχάριστες δραστηριότητες, να καλλιεργήσει τις πιο πάνω
δεξιότητες. Παράλληλα με το νηπιαγωγείο, όμως, θα πρέπει κι εσείς να αφιερώνετε
χρόνο στο παιδί σας, βοηθώντας το κι εσείς να αναπτύξει τις απαραίτητες δεξιότητες.
1. Δεξιότητες επικοινωνίας και γενικές γνώσεις
Με τον όρο δεξιότητες επικοινωνίας εννοούμε την ικανότητα του παιδιού από τη μια
να επικοινωνεί με σαφήνεια τις ανάγκες του και από την άλλη να κατανοεί τους
άλλους (δηλαδή, ομιλία και ακρόαση). Γενικές γνώσεις είναι το ενδιαφέρον που
επιδεικνύει το παιδί για να μαθαίνει πληροφορίες για το περιβάλλον του. Τα παιδιά
που μπορούν να επικοινωνούν καλά, ως ομιλητές και ακροατές, και που είναι
περίεργοι να μάθουν για τον κόσμο γύρω τους, είναι τα παιδιά που είναι έτοιμα να
επιτύχουν στο σχολείο, αλλά και σε κάθε τομέα στη ζωή τους.
Συνήθως τα παιδιά που έχουν ανεπτυγμένες δεξιότητες επικοινωνίας και επαρκείς
γενικές γνώσεις:
• μπορούν να διηγούνται ιστορίες που έχουν ακούσει
• παίζουν, μόνα ή με φίλους, παιχνίδια φαντασίας
• κατανοούν προφορικές οδηγίες και τις εκτελούν
• μπορούν να εκφράσουν τις ανάγκες τους σε ενήλικες ή συνομήλικούς τους, με
τρόπο που να γίνονται κατανοητά
Πώς τα βοηθούμε να καλλιεργήσουν αυτές τις δεξιότητες – Συμβουλές σε
γονείς
• διαβάζουμε στα παιδιά και μετά συζητούμε για αυτά που διαβάσαμε
• ζητούμε από τα παιδιά να μας διηγηθούν μια γνωστή τους ιστορία
• παίζουμε μαζί τους παιχνίδια ρόλων και φαντασίας
• κάνουμε συζητήσεις μαζί τους για διάφορα θέματα, εμπλουτίζοντας έτσι το λεξιλόγιό
τους
• κάνουμε συνδέσεις μεταξύ των βιβλίων/παραμυθιών που διαβάζουμε και της
καθημερινότητας, π.χ. «Αυτός ο γάτος μοιάζει πολύ με τον Ιγνάτιο από το βιβλίο που
διαβάσαμε σήμερα!» ή «Αν ήταν στη θέση σου ο Άρθουρ τι νομίζεις ότι θα έκανε;»
2. Συναισθηματική ωριμότητα
Συναισθηματική ωριμότητα, είναι η ικανότητα του παιδιού να αναγνωρίζει και να
εκφράζει τόσο θετικά όσο και αρνητικά συναισθήματα, με ποικίλους τρόπους, που να
ταιριάζουν σε κάθε περίσταση επικοινωνίας. Είναι, επίσης, η ικανότητα της
ενσυναίσθησης (το να βάζουν τον εαυτό τους στη θέση του άλλου) και της προθυμίας
να βοηθήσουν άλλους που έχουν ανάγκη.
Τα παιδιά που είναι συναισθηματικά υγιή και ώριμα, εκφράζουν αυτά που νιώθουν
αλλά είναι και σε θέση να κατανοήσουν τους άλλους. Είναι τα παιδιά που κάνουν
εύκολα φίλους και βιώνουν τη σχολική ζωή ως μια ευχάριστη εμπειρία. Τα παιδιά
αυτά συνήθως:
• βοηθούν άλλα παιδιά που έχουν χτυπήσει ή δείχνουν στεναχωρημένα
• προθυμοποιούνται να βοηθήσουν άλλα παιδιά σε μια εργασία, όταν αντιληφθούν
ότι αυτά δυσκολεύονται
• προσπαθούν να σταματήσουν ένα καβγά ή να λύσουν μια διαφωνία
• προσκαλούν άλλα παιδιά σε ένα παιχνίδι ή μια δραστηριότητα
• δείχνουν σημάδια ενσυναίσθησης
Πώς τα βοηθούμε να καλλιεργήσουν αυτές τις δεξιότητες – Συμβουλές σε
γονείς
• τα εξασκούμε στην περιγραφή συναισθημάτων, π.χ. «Νομίζω πως ο φίλος σου ο
Γιώργος σήμερα είναι λυπημένος. Τον βλέπεις; Δε χαμογελάει.»
• δώστε το καλό παράδειγμα, δείχνοντάς τους πως κι εσείς νοιάζεστε για τους άλλους
ανθρώπους. Τα παιδιά αντιγράφουν τις δικές σας συμπεριφορές.
• ενθαρρύνετε τα παιδιά να συμπεριλαμβάνουν άλλα παιδιά στο παιχνίδι τους
• επιβραβεύσετε τα όποτε βοηθούν άλλους, π.χ. «Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που
βοήθησες την αδερφή σου σήμερα με τα μαθήματά της!»
• μιλήστε στα παιδιά σας για οποιεσδήποτε αλλαγές στην καθημερινή τους ρουτίνα,
έτσι ώστε να είναι προετοιμασμένα
• νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο θα πρέπει να συνεργαστούν, έτσι ώστε οι
εκπαιδευτικοί να είναι ενήμεροι για το περιβάλλον από το οποίο προέρχονται και στο
οποίο θα μεταβούν τα παιδιά. Είναι καλό να κανονίζονται επισκέψεις γνωριμίας και
ανταλλαγής εμπειριών και ιδεών, με ή και χωρίς τα παιδιά.
3. Κοινωνικές δεξιότητες
Με τον όρο κοινωνικές δεξιότητες εννοούμε την ικανότητα των παιδιών να
συνεργάζονται, να περνούν καλά με τους άλλους και να κάνουν φίλους. Ακόμα, στον
όρο αυτό συμπεριλαμβάνεται η ικανότητα ανάληψης ευθύνης, η επίδειξη σεβασμού,
η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων και προσαρμογής σε ρουτίνες. Με βάση την
εμπειρία μου έχω διαπιστώσει πως παιδιά με ανεπτυγμένες κοινωνικές δεξιότητες
έχουν θετική στάση προς τη μάθηση και είναι πρόθυμα να εξερευνήσουν νέα
πράγματα, όπως παιχνίδια, βιβλία κλπ. Τα παιδιά αυτά:
• υπακούουν σε κανονισμούς και ακολουθούν οδηγίες
• έχουν καλές σχέσεις με άλλα παιδιά και ενήλικες
• έχουν πολλούς φίλους και δεν προσκολλώνται μόνο σε μερικούς
• έχουν αυτοέλεγχο
• επιλύουν προβλήματα χωρίς τη βοήθεια ή την παρέμβαση ενηλίκων
• προσαρμόζονται σε καινούριες ρουτίνες
• είναι ανεχτικά με τα λάθη των άλλων
• προσέχουν και φροντίζουν τα προσωπικά τους αντικείμενα
• σέβονται τους άλλους, ειδικά τους μεγαλύτερους
• αρέσκονται στο να δοκιμάζουν νέες δραστηριότητες και να παίζουν καινούρια
παιχνίδια
Πώς τα βοηθούμε να καλλιεργήσουν αυτές τις δεξιότητες – Συμβουλές σε
γονείς
• δίνετε στα παιδιά επιλογές ώστε να εξασκηθούν στην ανάληψη αποφάσεων
• να δίνετε το καλό παράδειγμα με τις δικές σας φιλικές/κοινωνικές σχέσεις και
υποχρεώσεις
• παίζετε μαζί τους παιχνίδια όπως «Ο Γιάννης λέει…», για να τα εξασκήσετε στο να
ακολουθούν οδηγίες και να ακούν προσεχτικά
• να κανονίζετε συχνά συναντήσεις με άλλα παιδιά για να έχουν την ευκαιρία να
παίξουν, να μοιραστούν και να περιμένουν τη σειρά τους
• προετοιμάστε τα παιδιά για κάθε αλλαγή ενασχόλησης/δραστηριότητας, π.χ. «Σε 5
λεπτά θα πας για ύπνο».
4. Γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη
Με τον όρο γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη εννοούμε την ικανότητα αναγνώρισης
λέξεων και αριθμών, την αρίθμηση και την επάρκεια μνήμης, καθώς επίσης και τις
πιο προηγμένες μορφές γραφής και ανάγνωσης. Παιδιά των οποίων η γλωσσική και
γνωστική δεξιότητα είναι κατάλληλη για τον ομαλή μετάβαση στο δημοτικό σχολείο:
• αναγνωρίζουν το όνομά τους γραμμένο κάπου
• αναγνωρίζουν κάποιες ταμπέλες σε οικείο τους περιβάλλον (κοντά στο σπίτι ή στο
σχολείο τους)
• παίζουν με μολύβια και χρώματα
• αναγνωρίζουν τα χρώματα και τα βασικά σχήματα
• αναγνωρίζουν κάποια από τα γράμματα του αλφαβήτου
• δείχνουν ενδιαφέρον στα βιβλία και απολαμβάνουν να τα μετροφυλλούν
• είναι ικανά να θυμούνται γεγονότα, ιστορίες, οδηγίες κλπ
Πώς τα βοηθούμε να καλλιεργήσουν αυτές τις δεξιότητες – Συμβουλές σε
γονείς
• παίξετε μαζί τους παιχνίδια που περιέχουν γράμματα
• ακούστε ή και τραγουδήστε γνωστά ή αγαπημένα τους τραγούδια
• διαβάστε και διηγηθείτε παραμύθια και ενθαρρύνετε τα παιδιά να σας διηγηθούν κι
αυτά ιστορίες που τους άρεσαν
• μετρήστε μαζί τους αβγά, σκαλοπάτια, παπούτσια, δέντρα, αυτοκίνητα, κλπ
• παίξετε παιχνίδια ομαδοποίησης, ταξινόμησης, σειροθέτησης (με πιρούνια και
κουτάλια, όσπρια, ρούχα, κουμπιά, κλπ)
• μιλήστε για τα γράμματα που είναι μέσα στο όνομά τους και στο δικό σας (βρείτε
λέξεις που αρχίζουν/τελειώνουν με αυτά, λέξεις που είναι φαγητά ή ζώα, άλλα
ονόματα που αρχίζουν με τα γράμματα αυτά, κλπ)
• εξηγείστε τους τα σήματα οδικής κυκλοφορίας και τα χρώματα των φαναριών της
τροχαίας
• παίξετε παιχνίδια μνήμης και αριθμητικά παιχνίδια
• μπορείτε να επινοήσετε μαζί με τα παιδιά δικά σας παιχνίδια και να τα παίζετε μαζί
ή ακόμα να τα μάθετε και στους φίλους σας
• μιλήστε για τα σχήματα αντικειμένων γύρω σας, στο περιβάλλον του σπιτιού, στην
αυλή, στο δρόμο
Σε περίπτωση που παρατηρείται μεγάλη δυσκολία στους πιο πάνω τομείς, τότε το
παιδί θα πρέπει να παραπεμφθεί για αξιολόγηση και πιθανή παρέμβαση σε
Λογοθεραπευτή/Λογοπαθολόγο.
5. Σωματική υγεία και ευεξία
Σωματική υγεία και ευεξία είναι η φυσική ετοιμότητα για το σχολείο, η σωματική
ανεξαρτησία, καθώς επίσης και οι ανεπτυγμένες κινητικές δεξιότητες. Τα παιδιά με
σωματική υγεία και ευεξία έχουν μεγαλύτερη συγκέντρωση, καλή μνήμη, αυξημένη
δημιουργικότητα και δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων. Αποτέλεσμα όλων αυτών
είναι να έχουν τα παιδιά αυξημένη αυτοεκτίμηση και μειωμένο άγχος. Συνήθως αυτά
τα παιδιά:
• καταναλώνουν θρεπτικά γεύματα και δεν πηγαίνουν στο σχολείο πεινασμένα
• κοιμούνται αρκετά, ώστε να έχουν αρκετή ενέργεια
• μπορούν να πάνε στο αποχωρητήριο από μόνα τους
• είναι ντυμένα ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες
• έχουν ανεπτυγμένες τις κινητικές δεξιότητες
• χειρίζονται μικρά και λεπτά αντικείμενα
Πώς τα βοηθούμε να καλλιεργήσουν αυτές τις δεξιότητες – Συμβουλές σε
γονείς
• παίξετε μαζί τους παιχνίδια που απαιτούν κίνηση
• αφήστε τα να εξασκηθούν στο σκαρφάλωμα
• σιγουρευτείτε ότι κοιμούνται αρκετά (10-12 ώρες ημερησίως)
• δώστε τους ψαλίδι, πινέλα, δαχτυλομπογιές, πλαστελίνη, πηλό, κλπ
• συνηθίστε τα σε σνακ φρούτων, δημητριακών και λαχανικών
• διορθώστε τα όταν δεν κρατούν το μολύβι σωστά
Πώς κρατούμε το μολύβι σωστά:
Ο τρόπος με τον οποίο κρατά το παιδί το μολύβι είναι πολύ σημαντικός, γιατί
καθορίζει την κίνηση κατά τη γραφή. Τα δάκτυλα θα πρέπει να ακουμπούν το μολύβι
1-3 εκ. από τη μύτη του μολυβιού και θα πρέπει να είναι σε θέση να κινούνται
ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Τα παιδιά που γράφουν με το αριστερό τους χέρι θα
πρέπει να κρατούν το μολύβι λίγο ψηλότερα (3 εκ.), έτσι ώστε να μπορούν να
βλέπουν αυτό που γράφουν. Ο αντίχειρας, ο δείκτης και το μεσαίο δάχτυλο πρέπει
να μοιράζονται εξίσου το κράτημα του μολυβιού.
Προβλήματα που παρατηρούνται συχνά:
• το μεσαίο δάχτυλο να είναι στο πάνω μέρος τους μολυβιού
• ο αντίχειρας να είναι πάνω από το δείκτη
• ο αντίχειρας να είναι τεντωμένος
• ο αντίχειρας και ο δείκτης να είναι παράλληλα
Θα πρέπει να τονιστεί ότι, παιδιά τα οποία δεν κρατούν με τον ενδεδειγμένο τρόπο το
μολύβι, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει κατά τη γραφή τους, δεν θα πρέπει να
προβληματίζουν τους γονείς. Παιδί, το οποίο η λαβή του μολυβιού του αποτελεί
ανασταλτικό παράγοντα κατά τη γραφή, θα πρέπει να προβεί σε αξιολόγηση από
Εργοθεραπεύτρια, για πιο εξειδικευμένη παρέμβαση.
Η μετάβαση από το δημοτικό σχολείο στο γυμνάσιο
Η μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο είναι μια, επίσης, σημαντική αλλαγή στη
ζωή των παιδιών, που, ως γονείς ή εκπαιδευτικοί, δε θα πρέπει να παραβλέψουμε.
Παρόλο, που τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν βιώσει παρόμοιες μεταβάσεις και στο
παρελθόν, η αλλαγή αυτή είναι κάτι παραπάνω από αλλαγή τάξης. Είναι μια
μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβική, από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία,
από την υπακοή στην αναζήτηση, από τις φιλίες στις σχέσεις.
Πέραν όμως από τις αναπτυξιακές, συναισθηματικές και κοινωνικές αλλαγές, που τα
παιδιά θα κληθούν να αντιμετωπίσουν στο γυμνάσιο, υπάρ¬χουν και οι
αντικειμενικές διαφορές δημοτικού – γυμνασίου. Διότι, στην ουσία, και εδώ αλλάζουν
όλα: περισσότεροι καθηγητές, περισσότερα μαθήματα, δουλειά στο σπίτι, εξετάσεις,
εργασίες, περισσότερες δραστηριότητες και συνεπώς ευθύνες. Οι απαιτήσεις του
Γυμνασίου σήμερα είναι πολύ πιο μεγάλες από άλλοτε.
Τι αναμένουν οι καθηγητές από τα παιδιά που πηγαίνουν στο γυμνάσιο:
• Να ακολουθούν τον κώδικα συμπεριφοράς μέσα στην τάξη και στην αυλή.
• Να ακολουθούν τους βασικούς κανόνες υγιεινής και καθαριότητας.
• Να είναι συνεπείς με τις εργασίες και τις υποχρεώσεις τους.
• Να παρουσιάζουν συγυρισμένες και καλοδουλεμένες εργασίες.
• Να μπορούν να εκφραστούν γραπτώς με αποτελεσματικό τρόπο.
• Να μπορούν να διαβάσουν ένα κείμενο και να είναι σε θέση να κατανοήσουν τις
πληροφορίες που αναφέρονται μέσα σε αυτό.
• Να συμμετέχουν κατά την παράδοση του μαθήματος.
• Να μπορούν να κάνουν μια εργασία τύπου project, ατομικά ή σε συνεργασία με
άλλους.
• Να έχουν καλά ανεπτυγμένες δεξιότητες μελέτης.
• Να οργανώνουν το διάβασμά τους, έτσι ώστε να έχουν καλά αποτελέσματα στα
διαγωνίσματα και στις τελικές εξετάσεις.
Σπουδαίο ρόλο για την προετοιμασία των μαθητών για όλα τα πιο πάνω φέρουν οι
εκπαιδευτικοί. Οι δάσκαλοι της έκτης τάξης αισθάνονται ότι έχουν αυξημένες ευθύνες
για την ομαλή προσαρμογή των μαθητών τους στο γυμνάσιο και φροντίζουν με
διάφορους τρόπους να την εξασφαλίσουν. Προετοιμάζουν τους μαθητές τους
συναισθηματικά και γνωστικά, μέσα από τη διδασκαλία, οργανώνουν την αξιολόγηση
των μαθητών με μεθόδους που επικρατούν στο γυμνάσιο, γίνονται αυστηρότεροι
κατά την αντιμετώπιση θεμάτων πειθαρχίας και συνέπειας των μαθητών τους.
Τα τελευταία χρόνια τα σχολεία οργανώνουν προγράμματα μετάβασης με τη
συμμετοχή δασκάλων και καθηγητών, με δική τους πρωτοβουλία ή σε συνεργασία με
τους σχολικούς συμβούλους και τους υπεύθυνους των καινοτόμων προγραμμάτων.
Τα προγράμματα περιλαμβάνουν μια σειρά από δράσεις που εντάσσονται στη φάση
της προετοιμασίας: επισκέψεις των παιδιών του δημοτικού στο γυμνάσιο, ξενάγηση
στους χώρους, ενημέρωση από υπεύθυνο καθηγητή ή τον γυμνασιάρχη για τα
μαθήματα του γυμνασίου, τις απουσίες, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των
παιδιών. Σε άλλη περίπτωση μπορεί να παρακολουθήσουν και ένα μάθημα
διδασκαλίας. Επιπλέον, οι δάσκαλοι της έκτης τάξης μαζί με έναν ή περισσότερους
καθηγητές οργανώνουν μια συνάντηση των γονέων, για να λύσουν απορίες,
απαντώντας σε ερωτήσεις που αφορούν στη φοίτηση των παιδιών στο γυμνάσιο και
την προετοιμασία που χρειάζεται γι’ αυτό το σκοπό. Μερικές φορές το πρόγραμμα
επεκτείνεται στο επόμενο σχολικό έτος, όταν τα παιδιά είναι πλέον στο γυμνάσιο
κατά την πρώτη ή και τη δεύτερη εβδομάδα του σχολικού έτους. Μπορεί να
περιλαμβάνει: υποδοχή μαθητών και γονέων από το γυμνασιάρχη και καθηγητές,
ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των αρχών του σχολείου, οδηγίες και απαντήσεις στις
ερωτήσεις μαθητών και γονέων, ξεναγήσεις και ενημέρωση για τη λειτουργία της
βιβλιοθήκης, των εργαστηρίων, της καντίνας, για τις εκπαιδευτικές επισκέψεις, τις
εκδρομές, κλπ.
Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε – Συμβουλές σε γονείς
Και οι γονείς βέβαια έχουν να διαδραματίσουν το δικό τους ρόλο, έτσι ώστε να
βοηθήσουν το παιδί τους να είναι έτοιμο για το γυμνάσιο. Από το δημοτικό χρειάζεται
να παρακολουθούν το παιδί τους, αλλά και να του αφήνουν χώρο να αναπτύσσεται
αυτόνομα.
• Φροντίστε ώστε το παιδί σας να καθιερώσει από νωρίς ένα πρόγραμμα μελέτης το
οποίο θα ακολουθεί καθημερινά. Σιγά-σιγά θα πρέπει να ασκηθεί στο να βάζει τους
δικούς του στόχους για τη μάθησή του και να τους διαχειρίζεται αντιστεκόμενο στην
πιθανή αρνητική πίεση ή επιρροή τρίτων.
• Εξασφαλίστε του ένα δικό του χώρο, όπου θα έχει ησυχία για να μπορεί να μελετά,
μακριά από μικρότερα αδερφάκια, τηλεόραση ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να
του αποσπά την προσοχή.
• Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθεί το παιδί ότι «μελετώ» δεν σημαίνει μόνο
«ολοκληρώνω τις γραπτές μου εργασίες». Δείξτε ενδιαφέρον και συζητήστε μαζί του
για αυτά που έμαθε στο σχολείο και βεβαιωθείτε ότι κατάφερε να εντοπίσει τα κύρια
σημεία σε όσα διάβασε. Βρείτε μαζί του εκείνες τις στρατηγικές μελέτης που το
βοηθούν να κατανοήσει καλύτερα και να συγκρατήσει πληροφορίες, όπως:
υπογράμμιση στο βιβλίο του με χρωματιστούς μαρκαδόρους, σε bullet points τα
κύρια σημεία, περίληψη, λέξεις κλειδιά, ερωτήσεις-απαντήσεις, κλπ.
• Παρακολουθείτε στενά την πρόοδο του παιδιού στα μαθήματά του και βοηθήστε το
να μην αφήσει κενά στις γνώσεις του. Οι καλές επιδόσεις ενισχύουν την αυτοεικόνα
του παιδιού και μειώνουν το άγχος και την ανησυχία που πιθανόν να νιώσει το παιδί
στο γυμνάσιο.
• Από τις πρώτες κιόλας τάξεις του δημοτικού να ενθαρρύνετε το παιδί σας να δίνει
σημασία και στην εμφάνιση της εργασίας του.
• Μην κάνετε ποτέ εσείς αυτά που πρέπει να κάνει το παιδί. Βοηθήστε το, συζητήστε
μαζί του τις ιδέες σας και ακούστε τις δικές του. Αφήστε το να ανατρέχει από μόνο
του σε πηγές (βιβλία, εγκυκλοπαίδειες, Internet, κλπ) για την κατοίκον εργασία και
να τις διαμορφώνει.
• Βοηθήστε το παιδί σας να αναπτύξει θετική στάση απέναντι στο σχολείο και τους
εκπαιδευτικούς.
• Να είστε φίλοι με το παιδί σας. Ενθαρρύνετέ το να εκφράσει τα συναισθήματά του,
να τα συζητήσει και να αποφορτιστεί. Να το ακούτε, να ζητάτε την άποψή του σε
οικογενειακά θέματα και να του δείχνετε ότι το σέβεστε. Έτσι, ασκείται στο να ακούει
και να κατανοεί τις απόψεις των άλλων, έστω και αν δε συμφωνεί με αυτές, και να
αναπτύσσει τα επιχειρήματά του πολιτισμένα. Αναπτύσσει στρατηγικές για να επιλύει
προβλήματα και ζητά τη βοήθεια και υποστήριξη των άλλων όταν τη χρειάζεται.
• Σε περίπτωση που το παιδί σας αντιμετωπίζει δυσκολίες ζητήστε την άποψη
ειδικών όπως: Λογοθεραπευτές, Ειδικοί Δάσκαλοι, Εργοθεραπευτές, Ψυχολόγοι.
Συμπερασματικά
Το πέρασμα από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό και μετά στο γυμνάσιο είναι
αναπόφευκτες αλλαγές στη ζωή του παιδιού μας και τη δική μας. Όπως και με τις
άλλες αλλαγές, χρειάζεται χρόνος, υπομονή και θετική στάση από όλα τα
εμπλεκόμενα μέρη. Το παιδί που εισπράττει απαισιοδοξία από το περιβάλλον του
αναχαιτίζεται, ενώ αυτό που απολαμβάνει την αισιοδοξία, προχωρά με σταθερό
βηματισμό.
πηγή :
https://www.paidiatros.com/paidi/mathisi-sxoleio/transition-nursery-primary-school-high

ΜΑΙΟΣ

Στεφάνια από λουλούδια
πλέκουν τα παιδιά
για να γιορτάσουν
τη γλυκιά Πρωτομαγιά.
Μοσχοβολούν οι κήποι κι οι αυλές
Άσπρες, λινές φορούμε φορεσιές.
Τα παιδάκια κρεμούν στ’ αυτάκια
Κατακόκκινα, δροσάτα κερασάκια.

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΣΤΕΦΑΝΙ

Πώς διαμορφώνει η σειρά γέννησης και το φύλο των παιδιών τις σχέσεις των αδελφιών στην ενήλικη ζωή;

Στους μύθους και τα παραμύθια οι πρωτότοκοι είναι θαρραλέοι κι
αποφασιστικοί, ξέρουν να καθοδηγούν, ικανοί πάντα να πάρουν επάξια τη
θέση των γονιών τους, οι μεσαίοι ήπιοι κι ευπροσάρμοστοι, έτοιμοι να
ακολουθήσουν τους μεγαλύτερους και οι μικροί έχουν το «κοκκαλάκι της
νυχτερίδας», είναι προικισμένοι με ιδιαίτερα χαρίσματα και ιδιαίτερη τύχη. Οι
μεγάλες αδελφές είναι οι πιο υπομονετικές και συνετές, οι μικρές γλυκιές,
τρυφερές και αφοσιωμένες. Από που προέρχονται αυτά τα στερεότυπα;
Yπάρχει καθόλου αλήθεια σ’ όλα αυτά ή εκφράζουν μόνο
υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις ορισμένων χαρακτηριστικών που στην
πραγματικότητα είναι μεμονωμένα, παροδικά και όχι ιδιαίτερης σημασίας για
την προσωπική ιστορία του καθένα μας;
Την οικογένεια μας, τους γονείς μας δεν μπορούμε να τους επιλέξουμε, ούτε
βέβαια και τ’ αδέρφια μας. Όταν είμαστε παιδιά έχουμε αυτή την ψευδαίσθηση:
«θέλω μια αδερφή για να παίζουμε μαζί κούκλες», «θέλω αδελφό για να
παλεύουμε» ή ακόμα «θέλω μια αδερφούλα ή έναν αδερφό αλλά θέλω να είμαι
εγώ η μικρότερη πάντα». Τις πιο πολλές φορές διαπιστώνουμε με
απογοήτευση ότι άλλο φανταστήκαμε κι άλλο ήρθε, καμιά φορά ακόμα κι αν
«αποκτήσαμε» το φύλο που επιθυμούσαμε. Μόνο που αυτός ο αδελφός ή η
αδελφή ούτε κούκλες παίζει ούτε παλεύει, είναι κλαψιάρης και βαρετός και το
χειρότερο απ’ όλα, μονοπωλεί την προσοχή και ο ενδιαφέρον της μαμάς και
του μπαμπά. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα, ειδωμένα με τη ματιά του παιδιού
που υποδέχεται στον κόσμο του ένα καινούργιο αδερφάκι. Και φυσικά υπάρχει
κι η ματιά του παιδιού που έρχεται στον κόσμο και βρίσκει άλλα αδέρφια, κι
εκείνου που βρέθηκε «ανάμεσα» σ’ ένα προηγούμενο κι ένα επόμενο ή του
τελευταίου στη σειρά που έμεινε για πάντα το «μικρό».
Οι αδερφικές σχέσεις, είτε το νιώθουμε και το θυμόμαστε έτσι, είτε μας αρέσει
είτε όχι, με τον τρόπο τους μας σημαδεύουν. Μας προσφέρουν πολλά και
πολλές φορές μας κάνουν να πονάμε, να θυμώνουμε, να ζηλεύουμε, να
μισούμε. Όμως αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη προσφορά των αδερφικών
σχέσεων. Ίσως ποτέ άλλοτε στη ζωή μας δεν έχουμε την ευκαιρία να νιώσουμε
(αν μας επιτραπεί) τόσο πολλά και αντιφατικά συναισθήματα επικεντρωμένα
όλα προς ένα πρόσωπο: αγάπη και μίσος, θαυμασμό και ζήλεια, εγγύτητα και
αποξένωση, αφοσίωση κι αδιαφορία, συντροφικότητα και ανταγωνισμό,
αλληλεγγύη κι αδιαφορία, τρυφερότητα και αποστροφή και πολλά ακόμη.
Η ύπαρξη αυτών των συναισθημάτων απέναντι στ΄αδέρφια μας μας δίνει τη
δυνατότητα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και μας προετοιμάζει για τις
κατοπινές μας σχέσεις.
Μέσα στην οικογένεια μας και ανάμεσα στ’ αδέρφια μας έχουμε μια
συγκεκριμένη θέση που την καθορίζει –μεταξύ άλλων- η ηλικία και το φύλο
μας σε σχέση με την ηλικία και το φύλο των άλλων. Η θέση αυτή μπορεί να
έχει ορισμένες ιδιομορφίες που να επηρεάσουν την ζωή μας ως παιδιά αλλά
ενδεχομένως και ως ενήλικες.
Το πρωτότοκο
Όλα τα παιδιά έχουν μια ιδιαίτερη θέση μέσα στην οικογένεια. Το πρώτο παιδί
έχει όμως μια «πιο» ιδιαίτερη. Κι αυτό γιατί είναι αυτό που μπαίνει «ανάμεσα»
στον άντρα και τη γυναίκα, που κάνει το ζευγάρι οικογένεια. Για την γυναίκα, η
πρώτη γέννα, το πρώτο παιδί συμβολίζει την επιβεβαίωση της μητρότητας
της. Είναι αυτό που την κάνει μητέρα, της δίνει μια υπόσταση που κανείς και
τίποτα δεν μπορεί πια ν’ αλλάξει. Για τον άντρα, συμβολίζει κυρίως την
επιβεβαίωση της αγάπης της γυναίκας του. Η γέννηση του πρώτου παιδιού
επισφραγίζει το ότι η γυναίκα αυτή τον επέλεξε για να είναι ο πατέρας των
παιδιών της. Ο ερχομός των επόμενων παιδιών, όσο επιθυμητά ή ποθητά κι
αν είναι αυτά δεν θα έχει ποτέ την ίδια συγκινησιακή φόρτιση της πρώτης
αυτής γέννας. Αυτό και μόνο μπορεί να είναι μία αιτία που κάνει πολλά
πρωτότοκα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και ίσως λίγο πιο ευάλωτα.
Στη συνέχεια ακολουθεί ένα διάστημα, μήνες ή χρόνια, που το πρώτο παιδί
έχει τους γονείς του κατ’ αποκλειστικότητα. Δεν τους μοιράζεται με κανέναν και
δεν χρειάζεται ν’ ανταγωνίζεται κανένα για την αγάπη τους. Κι αυτή ακριβώς η
σιγουριά, η ασφάλεια του μικρού πυρήνα των τριών ανθρώπων,
διαταράσσεται τόσο βίαια από τον ερχομό ενός νέου μέλους, ενός δεύτερου
παιδιού. Είναι τότε που, λιγότερο ή περισσότερο ξαφνικά, το μικρό χαιδεμένο
πρέπει να γίνει μεγάλο, λογικό, ώριμο. Αυτή η μετάβαση από τη μία
κατάσταση στην άλλη είναι το κύριο χαρακτηριστικό της θέσης του πρώτου
παιδιού και μπορεί να είναι (αν είναι σκληρή) μία πηγή δυσκολιών για τα
πρωτότοκα παιδιά κατά την παιδική αλλά και την ενήλικη ζωή.
Παρόλα αυτά, τα περισσότερα παιδιά –καλώς ή κακώς- προσαρμόζονται στην
αλλαγή της θέσης τους κι αναλαμβάνουν τον ρόλο του μεγάλου. Τι απαιτεί
αυτός;
«Θυμάμαι ότι οι γονείς μου τόνιζαν συνέχεια ότι εγώ ήμουν ο μεγάλος, κάτι που
μ’ άρεσε και το μισούσα κιόλας. Έπρεπε να προσέχω τον αδερφό μου, να
κάθομαι μέσα μαζί του όταν λείπανε οι γονείς μας, να τον περιμένω να
γυρίσουμε μαζί απ’ το σχολείο, να τον παίρνω μαζί όταν πήγαινα να παίξω και
να έχω την ευθύνη του. Πολλές φορές τον απεχθανόμουν γι’ αυτό αλλά
ταυτόχρονα ένιωθα πολύ βαθιά μέσα μου το βάρος της ευθύνης κι έπρεπε να
απέχω από κάθε τρέλα, κάθε σκανταλιά με τους συνομηλίκους μου, κάτι απ’ το
οποίο ακόμα δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ…»
Απ’ τα μεγάλα αδέρφια απαιτείται, έστω κι αν αυτό δεν λέγεται ανοιχτά, να
είναι το «φωτεινό παράδειγμα» για τα μικρότερα αδέρφια. Πρέπει να βρίσκουν
μόνα τους το δρόμο και να υπερνικούν εμπόδια (π.χ. τις αντιρρήσεις των
γονιών που φοβούνται επειδή όλα είναι καινούργια και γι’ αυτούς) και
ταυτόχρονα να έχουν ευθύνη για τ’ αδέρφια τους, να είναι προστατευτικά και
λογικά. Πολλές φορές ο ρόλος τους βρίσκεται ανάμεσα στον γονεικό και τον
παιδικό κι έχει κάτι κι από τα δύο.
Ένα χαρακτηριστικό αυτού του ρόλου είναι ότι τα μεγάλα αδέλφια
προσπαθούν συχνά – παραδόξως χωρίς να τους το ζητάει κανείς- ιδιαίτερα
όταν στην οικογένεια υπάρχουν προβλήματα, να υποκαταστήσουν τους
γονείς, όπου διαισθάνονται ότι αυτοί έχουν ελλείμματα και να προφυλάξουν τ’
αδέρφια τους, προσφέροντας τους αυτό που δεν μπορούν να τους
προσφέρουν οι γονείς: τρυφερότητα, σιγουριά, υποστήριξη, ενθάρρυνση. Αυτό
είναι όμως ένα ακατόρθωτο εγχείρημα για ένα παιδί και συνοδεύεται από
αισθηματα ανεπάρκειας και ενοχές. Πέρα από το ότι σαν ενήλικας μπορεί
κανείς να συνεχίζει την ατελέσφορη αυτή προσπάθεια στις σχέσεις με τ’
αδέρφια του και όχι μόνο, έχει να παλέψει και με τα δικά του συναισθήματα
που απορρέουν από το ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει επαρκώς σ’ αυτό.
Ο ρόλος του μεγάλου είναι ευχή και κατάρα. Από τη μια μεριά ένα παιδί που
υπήρξε το πρώτο στη σειρά έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και ν’ αναπτύξει την
γονεική, προστατευτική του πλευρά, αυτή που φέρει ευθύνη και νοιάζεται για
τους άλλους. Αυτό είναι καταρχήν ένα πολύτιμο απόκτημα, πολύ σημαντικό όχι
μόνο για τις αδελφικές αλλά και για όλες τις σχέσεις που θ’ ακολουθήσουν. Το
να έχει κανείς μια ανεπτυγμένη μητρική ή πατρική πλευρά δίνει στους άλλους
αίσθημα ασφάλειας και την βεβαιότητα ότι έχουν κάπου να βασιστούν. Η
«κακή κληρονομιά» του ρόλου αυτού έγκειται στην υπερβολική ωριμότητα κι
αίσθηση ευθύνης που μπορεί να στερήσει ένα παιδί κι αργότερα τον ίδιο
ενήλικα από τον αυθορμητισμό, την ανεμελιά αλλά και την ικανότητα να
φροντίζει –εκτός από τους άλλους- και τον εαυτό του.
Το δεύτερο παιδί
Αν και η γέννηση του πρώτου παιδιού είναι κάτι μοναδικό κι ανεπανάληπτο για
τους γονείς, ο ερχομός του δεύτερου έχει τα δικά του προνόμια. Επειδή είναι
κάτι πιο γνώριμο, βιώνεται και πιο συνειδητά, μπορεί να πει κανείς ότι είναι
ένα γεγονός πιο «αληθινό». Με το πρώτο παιδί οι γονείς έκαναν την βουτιά
στα βαθιά, πέρασαν τα δύσκολα, μπορεί να κατάλαβαν και ότι δεν είναι
αποκλειστικά δική τους ευθύνη να «πάνε όλα καλά» αλλά ότι το παιδί φέρνει κι
αυτό την προσωπικότητα του με την οποία καλούνται να αλληλεπιδράσουν. Η
«εκπαίδευση» που πήραν οι γονείς συνήθως τους μαλακώνει και τους κάνει
λιγότερο απαιτητικούς με τα επόμενα παιδιά (και με τον εαυτό τους σαν
γονείς).
Έτσι, το δεύτερο παιδί συνήθως βρίσκεται μέσα σε μια πιο ήπια κατάσταση, με
γονείς πιο σίγουρους στο ρόλο τους και πιο ήρεμους κι επιπλέον με τη
παρουσία ενός πρώτου παιδιού που αποτελεί γι’ αυτά σημείο αναφοράς,
σύμμαχο αλλά κυρίως πρότυπο και ανταγωνιστή. Αν εκθρονιστεί από ένα
ακόμη παιδί, τότε το δεύτερο μπορεί να αποκτήσει αρκετή αυτονομία, με όλα
τα καλά και τα κακά που φέρνει αυτή. Συνήθως όταν γεννιέται ένα τρίτο παιδί,
τότε οι γονείς και το μεγαλύτερο παιδί μπορεί να στρέψουν την προσοχή και
την αγάπη τους επάνω του κι έτσι το μεσαίο παιδί μπορεί να μείνει μετέωρο.
Σε μια τέτοια θέση αναγκάζεται να στηριχτεί πολύ περισσότερο στον εαυτό του
ή να ψάξει για συμμάχους εκτός οικογένειας: άλλους συγγενείς ή φίλους. Το
φύλο των παιδιών παίζει σ’ αυτή την κατάσταση ιδιαίτερο ρόλο γιατί αυξάνει ή
μειώνει την ένταση του ανταγωνισμού και την ισχύ των συμμαχιών. Η γέννηση
π.χ. ενός ακόμη κοριτσιού όταν το δεύτερο παιδί είναι κορίτσι είναι μια διπλή
εκθρόνιση, και από τη θέση του μικροότερου αλλά και απ’ αυτή του μοναδικού
κοριτσιού και μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη δημιουργία καλής σχέσης της
μεσαίας με την μικρή αδερφή αλλά και στις κατοπινές σχέσεις με το φύλο της.
Το χαρακτηριστικό του δεύτερου παιδιού, τουλάχιστον όπως αναφέρει ο
μεγάλος ψυχαναλυτής Άλφρεντ Άντλερ που ασχολήθηκε εκτενώς με την σειρά
των παιδιών στην οικογένεια σε σχέση με την δημιουργία νευρώσεων, είναι ότι
βλέπει τη ζωή σαν μια πίστα ανταγωνισμού και προσπαθεί πάντα είτε με
ανοιχτή αναμέτρηση σε επίπεδο ικανοτήτων είτε (αν το πρώτο παιδί είναι πολύ
«δυνατό») με πονηριά, χειριστικότητα ή συναισθηματικό εκβιασμό να
υπερκεράσει όποιον αισθάνεται «ανώτερο».
Το μικρότερο παιδί
Είτε έχει προηγηθεί ένα είτε περισσότερα παιδιά, το μικρότερο παιδί της
οικογένειας έχει από μια άποψη μια ζηλευτή θέση. Είναι και παραμένει το
«μωρό», το χαιδεμένο, χωρίς την εμπειρία κάποιος να του στερήσει αυτό το
προνόμιο. Οι γονείς πολλές φορές με εγωιστικό τρόπο (επειδή δεν θέλουν
αυτοί να χάσουν την απόλαυση ενός μωρού) του φέρονται υπερπροστατευτικά
και με υπερβολική επιείκεια.
Έτσι το τελευταίο παιδί της οικογένειας, ενώ έχει από τη μια την ασφάλεια που
του παρέχει όλη αυτή η προσοχή, από την άλλη μπορεί να μην έχει γνωρίσει
επαρκώς όρια και υποχρεώσεις στις σχέσεις με τους δικούς του. Πολλές φορές
ένα τελευταίο παιδί μπορεί να προσπαθεί απεγνωσμένα να είναι και στις
υπόλοιπες σχέσεις του αυτό που είναι σπίτι του, μόνο που συνήθως οι άλλοι,
παιδιά κι ενήλικες, δεν είναι διατεθειμένοι να του προσφέρουν τόσο ιδιάιτερη
μεταχείριση.
Το «μεγάλωμα» (σε κάθε φάση της ζωής) μπορεί για έναν «βενιαμίν» να είναι
ιδιάιτερα δύσκολο, ακριβώς γιατί είναι δύσκολο να μεγαλώσεις, να γίνεις
ενήλικος σαν τους άλλους, όταν για τους άλλους ήσουν πάντα ο μικρός.
Υπερβολικός εγωισμός, έλλειψη υποχωρητικότητας και κοινωνικών δεξιοτήτων
μπορεί να αποτελέσουν ένα συνεχές εμποδιο στις κοινωνικές σχέσεις ενός
τέτοιου ανθρώπου.
Η θέση δεν είναι ρόλος
Με τον ερχομό μας στην οικογένεια μας καταλαμβάνουμε μια θέση στη σειρά
των μελών. Από τη σειρά αυτή και μόνο προκύπτουν ορισμένες ιδιαιτερότητες
που σίγουρα έχουν την σημασία τους για την ανάπτυξη μας. Από την άλλη
μεριά η θέση στην οικογένεια δεν αποτελεί από μόνη της ένα ρόλο. Ο ρόλος
δίνεται, συνήθως από τους γονείς. Σε ένα πρωτότοκο παιδί, οι γονείς είναι
αυτοί που με τη στάαη και την ευαισθησία τους θα μετριάσουν ή θα εντείνουν
τις συνέπειες της εκθρόνισης από το επόμενο παιδί, που θα βοηθήσουν το
παιδί να νιώσει ότι δεν απειλείται από την γέννηση του αδερφιού του. Είναι οι
γονείς που θα απαιτήσουν ή όχι να ανταποκρίνονται τα παιδιά σε κάποιους
ρόλους «εσύ είσαι μεγάλος τώρα και πρέπει…» ή «ε, καλά μικρός είναι, να μην
του κάνουμε το χατήρι;» και που θα φροντίσουν να μην εξάψουν αλλά να
απαλύνουν τον ανταγωνισμό και τη ζήλια μεταξύ των παιδιών τους έτσι ώστε
να διευκολύνουν τις σχέσεις τους, στο παρόν αλλά και στο μέλλον.
Πέρα απ’ αυτά όμως, όπως λέει ο Γάλλος παιδοψυχίατρος Marcel Rufo στο
βιβλίο του για τις αδελφικές σχέσεις, δεν είναι η σειρά που έχει σημασία για
την ανάπτυξη του παιδιού αλλά η προσωπικότητα του, και η ικανότητα του να
προσαρμόζεται σε καινούργιες καταστάσεις.
⛛ Τα κορίτσια έχουν την φήμη, ίσως και τήν ικανότητα να είναι
καλύτερες μεγάλες αδερφές από τ’ αγόρια. Αυτό, στο μέτρο που ισχύει,
μπορεί να οφείλεται στο ότι έχουν μεγαλύτερη ευκολία με τον μητρικό
ρόλο αλλά και με το ότι μάλλον μπορούν να δεχτούν καλύτερα την –νέα-
μητρότητα της μητέρας τους. Αυτό μπορεί να τους δίνει το ιδιαίτερο
χάρισμα, σαν μεγάλες αδερφές να διατηρούν και να φροντίζουν τον
δεσμό και την μνήμη της οικογένειας. Και για τα αγόρια αντίστοιχα όμως,
μπορεί να γίνει μια εξαρετικής σημασίας εμπειρία, να ανακαλύψουν και
να καλλιεργήσουν σαν μεγάλοι αδερφοί την προστατευτικότητα τους και
τον πατρικό τους ρόλο.
⛛ Ο Γάλλος παιδοψυχίατρος Marcel Rufo, στο βιβλίο του για τις
αδελφικές σχέσεις, τονίζει ότι η βασική υποχρέωση των γονιών είναι να
αφήσουν τα παιδιά τους να βρούνε τη θέση τους, πρώτα μέσα στην
οικογένεια και μετά στην κοινωνία. Εμείς μπορούμε να προσθέσουμε ότι
οι γονείς δεν μπορούν δυστυχώς να είναι πάντα εντάξει στις
υποχρεώσεις τους. Έτσι έρχεται κάποτε η στιγμή να προσπαθήσουμε
εμείς, σαν ενήλικες πια, να απαλλάξουμε τον εαυτό μας και τα αδέλφια
μας από τους ρόλους που αναλάβαμε σαν παιδιά. Είναι μεγάλη
απελεύθερωση το ότι έρχεται μια μέρα που τα 2,3 ή 5 χρόνια που μας
χωρίζουν απ’ τ’ αδέρφια μας δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία κι ότι
μπορούμε αν θέλουμε, να αποκτήσουμε μαζί τους πολύ πιο ισότιμες
σχέσεις.

Αδέλφια : ένας ισχυρός δεσμός που κρατάει μια ζωή

Η αξία της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στα αδέλφια συχνά
επισκιάζεται από την σημασία που δίνουμε στη σχέση μεταξύ γονέων και
παιδιών, στη φιλία και στις καλές συζυγικές σχέσεις. Είναι όμως γεγονός
ότι, συνήθως, δεν υπάρχει άλλος δεσμός δυνατότερος, μακροβιότερος και
πιο στοργικός και παρήγορος, από το δεσμό που έχουν τα αδέλφια.

Ο αδελφικός δεσμός θεωρείται πλέον από τους ερευνητές ως ένας από τους
σημαντικότερους της ζωής μας. Τα αδέλφια μοιράζονται κοινά γονίδια, κοινό
οικογενειακό περιβάλλον και παρόμοιο τρόπο ανατροφής, κοινά μυστικά,
αναμνήσεις και εμπειρίες. Οι έρευνες καταδεικνύουν ότι όσο μεγαλώνουμε, οι
κοντινές, θετικές σχέσεις με τα αδέλφια μας αποτελούν σημαντική πηγή
συντροφιάς, επικοινωνίας, αλλά και συναισθηματικής και πρακτικής υποστήριξης.
Μελέτη του πανεπιστημίου Χάρβαρντ (the Harvard Study of Adult Development)
που παρακολούθησε τη ζωή σχεδόν 300 φοιτητών (ανδρών) από τα τέλη της
δεκαετίας του 1930 μέχρι σήμερα, έχει φέρει στο φως νέα δεδομένα για τη
σημασία του αδελφικού δεσμού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της, το 93% των
ανδρών που ευημερούσαν σε ηλικία 65 ετών, είχαν καλή σχέση με τα αδέλφια τους
στα πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Η μελέτη αναφέρει επίσης ότι η κακή ποιότητα της σχέσης μεταξύ αδελφών πριν
από την ηλικία των 20 ετών αποτελεί προβλεπτικό παράγοντα κατάθλιψης
αργότερα στη ζωή, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι καλές αδελφικές σχέσεις
μπορεί να μας ωφελήσουν και να μας προστατεύσουν συναισθηματικά.
Ως γονείς, είναι εύκολο να επικεντρωθούμε στα καθημερινά πειράγματα, στις
συγκρούσεις και στους καβγάδες και να παραβλέψουμε την τεράστια και μακράς
διάρκειας επιρροή που έχουν στα παιδιά μας οι μεταξύ τους σχέσεις. Υπάρχουν
όμως πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να θυμόμαστε να ενθαρρύνουμε και να
ενισχύουμε το δέσιμο και την αγάπη ανάμεσα στα αδέλφια.
Ο ρόλος των αδελφικών σχέσεων στην ανάπτυξη
Επειδή τα αδέλφια συνήθως περνάνε πολύ χρόνο μαζί, είναι οι πρώτοι φίλοι και
σύντροφοι στο παιχνίδι ο ένας του άλλου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, οι σχέσεις
μεταξύ των αδελφών να επηρεάζουν τόσο την κοινωνική όσο και την γνωστική
τους ανάπτυξη.
Τα μεγαλύτερα παιδιά λειτουργούν ως πρότυπα και δάσκαλοι: Τα μεγαλύτερα
παιδιά, ανεξάρτητα από την διαφορά ηλικίας, λειτουργούν πάντα ως πρότυπα και
δάσκαλοι για μία ευρεία γκάμα κοινωνικών δεξιοτήτων, όπως είναι η βοήθεια, η
συνεργασία, ή το να μοιράζεσαι. Τα παιδιά που έχουν μεγαλύτερα αδέλφια
συνήθως μιλάνε και αναπτύσσουν τις κοινωνικές και επικοινωνιακές τους
δεξιότητες γρηγορότερα.
Η επιρροή της σχέσης μεταξύ αδελφών επεκτείνεται και εκτός σπιτιού: Οι
κοινωνικές δεξιότητες που μαθαίνουν τα παιδιά από τα μεγαλύτερα αδέλφια τους,
επηρεάζουν τις σχέσεις τους με τα άλλα παιδιά που συναναστρέφονται, στον
παιδικό σταθμό ή στην παιδική χαρά. Έρευνες έχουν συνδέσει τις αρνητικές και
εχθρικές σχέσεις μεταξύ αδελφών με επιθετική συμπεριφορά προς συνομηλίκους
κατά την εφηβεία.
Μία μέση συχνότητα συγκρούσεων μεταξύ των αδελφών κάνει, τελικά, καλό
(;):
Αν σας απασχολεί που τα παιδιά σας τσακώνονται, μην …ανησυχείτε ιδιαίτερα!
Προκαλεί έκπληξη, αλλά οι έρευνες δείχνουν ότι μία μέτρια συχνότητα
συγκρούσεων ανάμεσα στα αδέλφια, ενισχύει τις κοινωνικές συναναστροφές με
άλλα παιδιά παρόμοιας ηλικίας. Οι ήπιες συγκρούσεις ανάμεσα στα αδέλφια, σε
μία, κατά τα άλλα, ισορροπημένη σχέση αγάπης και υποστήριξης μεταξύ τους,
συνδέονται με υψηλότερα επίπεδα κοινωνικών δεξιοτήτων, συναισθηματικό
έλεγχο και καλύτερη προσαρμογή στο σχολείο.
Παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα της σχέσης μεταξύ
αδελφών

Υπάρχει πληθώρα παραγόντων που επηρεάζουν την ποιότητα της σχέσης που
αναπτύσσουν τα αδέλφια μεταξύ τους. Αν έχετε παραπάνω από δύο παιδιά,
σίγουρα έχετε παρατηρήσει το ρόλο που παίζουν το φύλο, η προσωπικότητα, η
διαφορά ηλικίας και η σειρά με την οποία γεννήθηκαν. Υπάρχουν όμως και άλλοι
σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον δεσμό μεταξύ των παιδιών σας.
Η συμπεριφορά των γονιών απέναντι στα παιδιά: Αρνητικές πρακτικές
διαπαιδαγώγησης από την πλευρά των γονιών (όπως η δωροδοκία, η λεκτική ή
σωματική βία, οι ασυνεπείς ή παράλογες τιμωρίες), καθώς και η ελλιπής προσοχή
και παρακολούθηση, συνδέονται με δυσλειτουργικές σχέσεις ανάμεσα στα
αδέλφια.
Η καλή σχέση μεταξύ συζύγων και το συναισθηματικό κλίμα μέσα στην
οικογένεια:
Όταν οι γονείς δεν είναι ευτυχισμένοι, ή αντιμετωπίζουν
συναισθηματικά προβλήματα και συγκρούσεις, οι σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά
επηρεάζονται. Τα αδέλφια που μεγαλώνουν σε περιβάλλον με συγκρούσεις,
τείνουν να επιδεικνύουν περισσότερο ανταγωνισμό, επιθετικότητα ή αποφυγή και
απομόνωση.
Συναισθηματικά ανεπαρκής ή μη διαθέσιμη φροντίδα από τους γονείς: Τα
αδέλφια που μεγαλώνουν με γονείς των οποίων η φροντίδα είναι ελλιπής και δεν
τα γεμίζει συναισθηματικά, είτε δένονται υπερβολικά μεταξύ τους, είτε
αποξενώνονται και γίνονται επιθετικά μεταξύ τους.
Η επίδειξη προτίμησης σε ένα παιδί έναντι του άλλου (ή των άλλων): Η
πραγματική, ή ακόμα και η εκλαμβανόμενη από τα παιδιά, επίδειξη προτίμησης στη
συμπεριφορά του γονιού απέναντι σε ένα παιδί (με την μορφή μεγαλύτερης
φροντίδας, τρυφερότητας, επιείκειας, κλπ.) επηρεάζει άμεσα τη σχέση που
αναπτύσσουν μεταξύ τους τα αδέλφια. Τα παιδιά που νιώθουν «παραμελημένα» ή
λιγότερο «προνομιούχα» αισθάνονται δυσαρέσκεια, θυμό και παράπονο απέναντι
στους γονείς τους και συνήθως μεταβιβάζουν αυτό τον θυμό και προς το παιδί που
θεωρούν ως πιο «προνομιούχο».
Πώς να ενισχύσετε τη δημιουργία ισχυρών δεσμών ανάμεσα στα
παιδιά σας

Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για μια στενή, στοργική
σχέση αγάπης και σεβασμού μεταξύ των παιδιών μας;

Λειτουργείστε ως πρότυπα στοργής: Όπως και σε όλα τα άλλα, εμείς είμαστε τα
σημαντικότερα πρότυπα για την συμπεριφορά των παιδιών μας. Δείξτε στοργή στη
σχέση σας με τον/την σύζυγό σας, τα παιδιά σας και τα δικά σας αδέλφια. Αγκαλιές,
φιλιά και λόγια αγάπης είναι άριστες εκδηλώσεις στοργής και φροντίδας, τις οποίες
τα παιδιά μπορούν εύκολα να μιμηθούν για να εκφράσουν τα θετικά τους
συναισθήματα απέναντι στα αδέλφια τους.
Ενθαρρύνετε την ευγενική συμπεριφορά μεταξύ των παιδιών σας: Δείξτε τους
ότι η ευγένεια και η εκτίμηση της καλής συμπεριφοράς είναι αξίες που είναι
σημαντικές στην οικογένεια σας. Το να λέτε «σε παρακαλώ», «ευχαριστώ» κλπ. και
να επικοινωνείτε με καλοσύνη και ευγένεια, μαθαίνει στα παιδιά τον σεβασμό που
πρέπει να δείχνουν μεταξύ τους τα μέλη μιας οικογένειας.
Εμφυσήστε –με μέτρο- μία αίσθηση ευθύνης ανάμεσα στα αδέλφια: Στο σπίτι,
προσπαθήστε να ευαισθητοποιήσετε τα παιδιά στις ανάγκες των αδελφών τους,
και ενθαρρύνετέ τα να προσέχουν και να βοηθούν το ένα το άλλο. Θα δείτε ότι τα
μεγαλύτερα παιδιά θα ευαισθητοποιηθούν πολύ γρήγορα στις ανάγκες των
μικρότερων και μπορεί να τα παρατηρήσετε να τα φροντίζουν, ακόμα και να τους
μιλούν, με τον ίδιο τρόπο που μιλάει η μαμά ή ο μπαμπάς. Αυτή η φροντίδα μπορεί
να θέσει τις βάσεις για άρρηκτες σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια.
Εκπαιδεύστε και θυμίζετε τακτικά στα μεγαλύτερα παιδιά σας τα όρια των
μικρότερων παιδιών:
Ανεξάρτητα από τη διαφορά ηλικίας, οι διαφορές στην
ανάπτυξη είναι δεδομένο ότι θα δημιουργήσουν τριβές και συγκρούσεις ανάμεσα
στα αδέλφια. Είναι σημαντικό να προσπαθήσετε να εξηγήσετε στα μεγαλύτερα
παιδιά γιατί τα μικρότερα αδέλφια τους δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις
αντιδράσεις τους ή να εξηγήσουν τι θέλουν σωστά. Υπενθυμίστε στα παιδιά σας
την ηλικία των μικρότερων αδελφών τους και τι αυτό συνεπάγεται ως προς τις
ικανότητες στους.
Δώστε στα παιδιά σας όσο το δυνατόν περισσότερες ευκαιρίες να περνούν μαζί
διασκεδαστικές, αξέχαστες στιγμές:
Οι πιο αγαπημένες αναμνήσεις των παιδιών
σας θα είναι οι ώρες που πέρασαν μαζί στις οικογενειακές διακοπές, παίζοντας μαζί
στον κήπο, στην παιδική χαρά, στη θάλασσα, οι οικογενειακές σας γιορτές και
παραδόσεις. Προσπαθήστε να δημιουργήσετε ευκαιρίες για τα παιδιά σας για να
παίζουν και να διασκεδάζουν μαζί, άλλοτε ανά δύο και άλλοτε όλα μαζί σαν ομάδα
– υπάρχει ποιοτική διαφορά μεταξύ της μίας και της άλλης εμπειρίας, ανάλογα και
με τις ηλικίες τους.
Θυμηθείτε ότι η τριβές και οι διαμάχες σύντομα θα σταματήσουν: Όπως και οι
αλλαγές στη διάθεση, ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις είναι φυσιολογικό
κομμάτι της ανάπτυξης (στο βαθμό που δεν φτάνει στα όρια της εχθρικότητας).
Είναι τα διάφορα στάδια στη ζωή των παιδιών μας. Σύντομα θα δείτε τις σχέσεις
τους να εξελίσσονται και να αλλάζουν προς το καλύτερο. Στο μεταξύ, η υπομονή, η
κατανόηση και η ικανότητα να τους αφήνετε να «τα βρίσκουν» και να
συμφιλιώνονται μόνα τους, είναι η καλύτερη πρακτική.
πηγή:
https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxologias/oikogeneia-kai-paidi/oikogenei
a/8068-adelfia-enas-isxyros-desmos-agapis-pou-krataei-mia-zoi.html

Μιλώντας με τα παιδιά για τον πόλεμο και την τρομοκρατία

Όταν τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε ένα περιβάλλον κρίσεων, κοινωνικών ανακατατάξεων, πολέμων και βίας, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τον κόσμο, μέσα στον οποίο ζουν. Οι ενήλικοι της ζωής τους, είναι υπεύθυνοι ως προς το να βοηθήσουν τα μικρά παιδιά να προσεγγίσουν έννοιες και καταστάσεις που συνδέονται με την πραγματική ζωή και είναι αρκετά δύσκολες να τις αντιληφθεί ένα παιδί τεσσάρων ή πέντε ετών. Ένα σημαντικό βάρος αυτής της ευθύνης αναλογεί στους εκπαιδευτικούς της τάξης, οι οποίοι καλούνται να δώσουν στα παιδιά εξηγήσεις για τις συνέπειες του πολέμου, της βίας και της τρομοκρατίας.
Καθώς, σε καθημερινή βάση, προβάλλονται συχνά σχετικές εικόνες, είναι πιθανό τα παιδιά να έχουν δει ή να έχουν ακούσει κάτι, γεγονός που τις περισσότερες φορές προκαλεί σύγχυση, φόβο και ανασφάλεια. Τα παιδιά στην προσχολική ηλικία έχουν την τάση να συνδυάζουν τα γεγονότα που βλέπουν στην τηλεόραση με τις λιγοστές προσωπικές τους εμπειρίες, δημιουργώντας γενικεύσεις με αυθαίρετους τρόπους. Για παράδειγμα: «Το αεροπλάνο που είδα στην τηλεόραση έπεσε γιατί είχε βόμβα, άρα και το αεροπλάνο που θα μας πάει στη γιαγιά τα Χριστούγεννα θα έχει κι αυτό βόμβα».

Η ελλιπής πληροφόρηση των παιδιών, δημιουργεί μεγάλες απορίες αλλά ταυτόχρονα και μεγάλους φόβους. Τα παιδιά δυσκολεύονται να μοιραστούν με τους ενήλικες, όσο κι αν τους εμπιστεύονται, τις απορίες τους, μαζί με τους φόβους που τους γεννούν αυτές. Τι κάνουμε, λοιπόν;

ΓΕΝΙΚΑ
Ακούμε τα παιδιά.
Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι είναι καλύτερο να μην προκαλέσουμε εμείς τη συζήτηση για το θέμα που «παίζει» στην τηλεόραση, φορτώνοντας τα παιδιά με πληροφορίες τις οποίες ίσως δεν είναι έτοιμα να επεξεργαστούν. Απλώς, δημιουργούμε τις προϋποθέσεις (χώρο και χρόνο) ώστε τα παιδιά να εκφράσουν αυθόρμητα τις απορίες και τα σχόλιά τους και μετά τους απαντάμε με κατάλληλο και υποστηρικτικό τρόπο. Μην τα πιέζετε να μιλήσουν, αν δεν είναι έτοιμα να το κάνουν. Οι ανάγκες των παιδιών είναι αυτές που θα καθοδηγήσουν τη συζήτηση και θα οριοθετήσουν το πόσο θα επεκταθούμε. Αν διαισθανόμαστε ότι δυσκολεύονται να μιλήσουν, μπορούμε να τους απευθύνουμε μια ερώτηση όπως: «Ξέρετε τι είναι οι πρόσφυγες;».

Γνωρίζουμε ότι τα παιδιά δεν θα τρομάξουν περισσότερο εξ αιτίας της συζήτησης.
Όσο φόβο κι αν προκαλούν μερικά συναισθήματα, όταν μιλάμε για δύσκολα θέματα, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως τα παιδιά πληγώνονται περισσότερο όταν αισθάνονται ότι δεν υπάρχει κανείς πρόθυμος για να συζητήσουν κάτι που τα απασχολεί. Όταν δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε στις απορίες τους ή διαλέγουμε τη σιωπή, προκαλούμε στα παιδιά μεγαλύτερη ανασφάλεια και πρόσθετο φόβο, γιατί αισθάνονται ότι δεν μπορούμε να τα φροντίσουμε. Ειδικά, τα μικρά παιδιά έχουν ανάγκη να αισθάνονται ότι οι ενήλικοι της ζωής τους μπορούν να χειρίζονται με ευχέρεια δύσκολα θέματα που προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα και ότι είναι διαθέσιμοι να τα βοηθήσουν να κάνουν κι εκείνα το ίδιο. Τα παιδιά, γενικά, μαθαίνουν από τις δικές μας αντιδράσεις απέναντι στα γεγονότα και τις καταστάσεις.

Εκφράζουμε ελεύθερα τα συναισθήματά μας.
Όταν ένας ενήλικος πει στους μαθητές ότι έμαθε τα δυσάρεστα νέα από την τηλεόραση και ότι επειδή λυπήθηκε και ανησύχησε λίγο, συζήτησε για αυτά που συνέβησαν με κάποιον που εμπιστεύεται, αυτόματα αποτελεί πρότυπο θετικής διαχείρισης συναισθημάτων για τα παιδιά. Θυμόμαστε ότι προσπαθούμε να μην υπερβάλλουμε στις εκφράσεις μας. Στόχος μας είναι να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν τα παιδιά και όχι να μεταδώσουμε το μήνυμα ότι τα δικά μας συναισθήματα είναι πιο σημαντικά από τα δικά τους.

Θυμόμαστε ότι τα παιδιά τείνουν να προσωποποιούν τις καταστάσεις.
Για παράδειγμα, μπορεί να ανησυχήσουν υπερβολικά για φίλους ή συγγενείς που ζουν σε μια πόλη που συνδέεται με κάποια περιστατικά. Προσπαθούμε να εκλογικεύσουμε αυτούς τους φόβους με κάθε πρόσφορο τρόπο.

Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν παιδιά που δεν μπορούν να κοινοποιήσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τους φόβους τους.
Βοηθάμε αυτά τα παιδιά να βρουν τρόπους να εκφραστούν. Για παράδειγμα, μπορούν να ζωγραφίσουν, να υποδυθούν ρόλους, να εκφραστούν με το σώμα, διαλέγοντας τα ίδια τη μουσική.

Προσέχουμε τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε.
Όταν απαντάμε στις απορίες των παιδιών, χρησιμοποιούμε λέξεις και έννοιες που μπορούν να κατανοήσουν. Οι πληροφορίες που δίνουμε στα παιδιά πρέπει να είναι κατάλληλες για την ηλικία και το αναπτυξιακό τους επίπεδο. Δεν υπερφορτώνουμε τα παιδιά με υπερβολικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες μας είναι έντιμες, και ειλικρινείς [τα παιδιά γνωρίζουν πάντα πότε λέμε την αλήθεια]. Θυμόμαστε πως πρέπει να αποφεύγουμε αρνητικές αναφορές σε φυλές, εθνότητες, ή θρησκείες και εκμεταλλευόμαστε την ευκαιρία να μιλήσουμε για ανοχή στη διαφορετικότητα και αποφυγή της προκατάληψης.

Δίνουμε αξία στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των παιδιών.
Δείχνουμε στα παιδιά ότι κατανοούμε τις ανησυχίες τους και επαναλαμβάνουμε, αν χρειαστεί, πληροφορίες ή εξηγήσεις που τους έχουμε ήδη δώσει, γιατί τα παιδιά συχνά δυσκολεύονται να δεχτούν ή να κατανοήσουν κάποιες από αυτές. Όταν τα παιδιά ρωτούν ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα, ψάχνουν για επιβεβαίωση.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ο πόλεμος και τα συνακόλουθά του, ως έννοιες, είναι τραυματικές για τα παιδιά. Όπως έγραψε η Judith Myers-Walls (2004), εκτός από τα παιδιά που ζουν σε εμπόλεμες ζώνες, τα οποία βιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, ο πόλεμος έχει βαρύτατες επιπτώσεις σε όλα τα παιδιά ανά τον κόσμο, ακόμα κι αν αυτά δεν μάθουν ποτέ γι’ αυτόν. Η έρευνα υποστηρίζει ότι υπάρχουν ορισμένες προσεγγίσεις που είναι πιο αποτελεσματικές, όταν μιλάμε στα παιδιά για τον πόλεμο ή την τρομοκρατία. Βασική αρχή του να μιλήσουμε ως ενήλικες στα παιδιά για αυτά τα θέματα είναι ότι όσο καλύτερα διαχειριζόμαστε εμείς τα συναισθήματά μας, τόσο καλύτερα θα συνεργαστούν μαζί μας τα παιδιά (Norris et al. 2002). Απώτερος σκοπός είναι να αισθανθούν τα παιδιά ασφαλή. Ας δούμε πώς θα το καταφέρουμε:

Εμποδίζουμε τα παιδιά να παρακολουθήσουν στην τηλεόραση σκηνές με βίαιο περιεχόμενο.
Όταν η επικαιρότητα βρίθει βίαιων γεγονότων, ζητάμε από τους γονείς να προσέχουν ώστε τα παιδιά να μην παρακολουθούν εκπομπές που προβάλλουν σκηνές βίας από πολεμικές ζώνες ή τρομοκρατικές επιθέσεις. Τους ζητάμε, επίσης, να φροντίσουν ώστε να τα απομακρύνουν από το χώρο όπου συζητούν με άλλους ενήλικες σχετικά θέματα. Ακόμη κι αν δείχνουν πως δεν παρακολουθούν, τα παιδιά απορροφούν σαν σφουγγάρι κάθε σχόλιο που θα ακούσουν, πράγμα που οδηγεί στην ανάπτυξη δυσβάσταχτων φόβων και σε νυχτερινούς εφιάλτες.

Αν αντιληφθούμε ότι το παιδί, καθώς παίζει, δραματοποιεί μια σκηνή που είδε στην τηλεόραση, παίζουμε μαζί του, επιδιώκοντας ένα ειρηνικό τέλος.
Για παράδειγμα, αν δούμε το παιδί να χτίζει ένα σπίτι με οικοδομικό υλικό και μετά το γκρεμίζει φωνάζοντας: «Το γκρέμισαν τα βομβαρδιστικά!», λέμε: «Τότε ήρθε η ώρα να το κτίσουμε μαζί πιο γερό και πιο ασφαλές!» και καθόμαστε για να βοηθήσουμε στην ανακατασκευή του.

Αν το παιδί μιλήσει για τρομοκρατικές ενέργειες που είδε ή άκουσε, εστιάζουμε στα συναισθήματα που εκφράζει.
Αν μετά την περιγραφή αυτού που είδε ή άκουσε το παιδί μας πει πως αισθάνεται φόβο, του λέμε: «Πολλά παιδιά, ακόμα και μεγάλοι άνθρωποι, αισθάνονται φόβο όπως κι εσύ. Αυτό που περιέγραψες είναι πραγματικά τρομακτικό». Δεν χρησιμοποιούμε κοινότοπες εκφράσεις του τύπου: «Μην ανησυχείς καθόλου» ή «Δεν υπάρχει τίποτα να φοβάσαι». Κάτι τέτοιο θα τα έκανε να αισθανθούν ότι δεν είμαστε σε θέση να τα καταλάβουμε πραγματικά και δεν θα μας εμπιστευόντουσαν ξανά. Ένας άλλος τρόπος για να απαλύνουμε το φόβο του παιδιού είναι να εστιάσουμε στην απόσταση. Τα μικρά παιδιά δεν γνωρίζουν αν η Συρία βρίσκεται δίπλα στην πόλη που ζουν, πολύ περισσότερο όταν η τηλεόραση τη φέρνει μέσα στο καθιστικό του σπιτιού τους, γι’ αυτό δείχνουμε σε ένα χάρτη την απόσταση που μας χωρίζει τόσο από τη Συρία όσο κι από τη βία. Τους λέμε πως χρειάζεται να ταξιδέψεις αρκετές ώρες με το αεροπλάνο για να φτάσεις σε αυτή τη χώρα.

Θυμίζουμε στα παιδιά πως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι καλοί.
Γαληνεύουμε τους φόβους του παιδιού, λέγοντας πως ακόμα κι αν οι τρομοκράτες χρησιμοποιούν βία, οι περισσότεροι άνθρωποι πάνω στη γη δεν συμφωνούν ότι η βία είναι ο καλύτερος τρόπος για να λύνουμε τα προβλήματά μας. Τους θυμίζουμε πως, από όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη, ελάχιστοι είναι τρομοκράτες και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευγενικοί και πολιτισμένοι και βρίσκουν ειρηνικούς τρόπους για να λύνουν τις διαφορές τους.

Διευκρινίζουμε λανθασμένες αντιλήψεις/ γενικεύσεις των παιδιών.
Αν αντιληφθούμε ότι τα παιδιά ταυτίζουν τους τρομοκράτες με μια μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων όπως, για παράδειγμα, οι Μουσουλμάνοι, τότε αξιοποιούμε αυτή την ευκαιρία για να μιλήσουμε με παιδιά για τις προκαταλήψεις και την ξενοφοβία.

Απαντάμε αποτελεσματικά τις ερωτήσεις των παιδιών που κρύβουν φόβο.
Μπορούμε εύκολα να ανιχνεύσουμε το φόβο στις ερωτήσεις που μας κάνουν τα παιδιά. Μπορεί να ρωτήσουν: «Μπορεί να συμβεί κι εδώ το ίδιο;». Δεν απαντάμε με ένα ξερό «Όχι». Δίνουμε λογικές απαντήσεις για να κάνουμε τα παιδιά να αισθανθούν ασφαλή. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε: «Χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται σκληρά για να μας προστατεύουν όπως ο στρατός, η αστυνομία και πολλοί άλλοι. Δεν κινδυνεύουμε, με τόσους γύρω μας να μας προσέχουν». Αυτό που έχει σημασία, είναι τα παιδιά να φύγουν από αυτή τη συζήτηση με ένα αίσθημα ασφάλειας.

Η προσφορά βοήθειας σε αυτούς που το έχουν ανάγκη, αυξάνει το αίσθημα ασφάλειας των παιδιών.
Έχει αποδειχτεί ότι το να κάνουμε πράγματα για να βοηθήσουμε εκείνους που έχουν ανάγκη, επηρεάζει θετικά την ψυχολογία μας. Αξιοποιούμε, λοιπόν, αυτή την ευκαιρία για να βρούμε τρόπους να βοηθήσουμε αυτούς που το χρειάζονται. Ενθαρρύνουμε τα παιδιά να σκεφτούν πώς να συνεισφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση, μετατρέποντας σε υγιή δράση και εκτονώνοντας τους φόβους και τα έντονα συναισθήματα.

Έχουμε πάντα υπόψη μας πως όταν υπάρχουν παιδιά με συμπτώματα που εμμένουν και καθιστούν δύσκολη την καθημερινότητά τους, τότε συζητάμε στους γονείς την ανάγκη να επισκεφθούν ειδικούς.

Τότα Αρβανίτη-Παπαδοπούλου
Σχολική Σύμβουλος 23ης Περιφέρειας Π.Α.
Διδάκτωρ Παιδαγωγικής Πανεπιστημίου Αθηνών
M.A. in Education Πανεπιστημίου Lancaster

Αδέλφια σε ξεχωριστό ή σε κοινό δωμάτιο; Οι παιδοψυχολόγοι απαντούν

Το ερώτημα είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις…
Πρώτον τι κερδίζουν όταν κοιμούνται χώρια:
Τα παιδιά θα ήταν καλό να έχουν το δικό τους δωμάτιο (εφόσον υπάρχει
ο απαιτούμενος χώρος), που δεν θα το χρησιμοποιούν μόνο για να
κοιμούνται αλλά και για την ευχαρίστηση τους με τα παιχνίδια τους, την
ησυχία τους για να διαβάσουν ή την ασφάλεια τους όταν θέλουν να
απομονωθούν.
Ας δούμε αναλυτικά γιατί είναι σημαντικό το κάθε παιδί να έχει το
δικό του προσωπικό χώρο:

1). Καταρχήν, τα αδέρφια διαφορετικού φύλου το πιο πιθανό είναι να
διαφέρουν τα ενδιαφέροντα τους και τα παιχνίδια τους. Το ένα θα θέλει
να γεμίσει το δωμάτιο με αυτοκινητάκια και αφίσες ποδοσφαιριστών και
το άλλο με κούκλες και αφίσες με την αγαπημένη ηρωίδα. Το πιο
δύσκολο κομμάτι έγκειται όταν τα αδέλφια είναι σε μεγαλύτερη ηλικία και
δημιουργείται μία σεμνοτυφία που μπορεί να τα κάνει να νιώθουν άβολα.
2). Όταν τα αδέρφια είναι διαφορετικής ηλικίας, το ένα στο παιδικό
στάδιο και το άλλο στο εφηβικό στάδιο είναι σημαντικό να έχουν το δικό
τους δωμάτιο γιατί τα ενδιαφέροντα μπορεί να είναι διαφορετικά. Μία
τέτοια συγκατοίκηση, απαιτεί από το μεγαλύτερο παιδί να δείχνει
υπομονή και από το μικρότερο να σέβεται. Κάτι που δεν είναι κακό αλλά
δεν είναι πάντα εφικτό, και μπορεί να δημιουργήσει κάποιες
συγκρούσεις.
3). Μιας και αναφερθήκαμε στις συγκρούσεις μεταξύ των αδελφών, κάτι
που είναι φυσικό να γίνεται, προτιμότερο είναι να υπάρχει η δυνατότητα
του προσωπικού χώρου για να απομονωθούν τα αδέλφια, ώστε να
κλιμακωθεί η ένταση.
4).Τέλος, δεν αποκλείεται το ίδιο το παιδί να έχει επιθυμία να έχει το δικό
του δωμάτιο. Ωφέλιμο είναι, εφόσον υπάρχει ο χώρος οι γονείς να
σεβαστούν και να υλοποιήσουν την επιθυμία τους.
Δεύτερον τι κερδίζουν όταν κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο:
Παρόλα αυτά, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος και τα αδέλφια πρέπει
να μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο, παρουσιάζει και αυτή η περίπτωση
κάποια θετικά οφέλη. Ειδικά αν μιλάμε για παιδιά ίδιας ηλικίας και φύλου.
1). Τα μικρά παιδιά ηλικίας μεταξύ δύο με δέκα ετών, πολλές φορές,
αντιμετωπίζουν κάποιες φοβίες με το σκοτάδι ή με τα «τέρατα» της
νύχτας! Το να είναι δύο μαζί, τους κάνει να νιώθουν πιο ασφαλή από το
να είναι μόνα τους. Νιώθουν δύο φορές πιο δυνατά για να
«πολεμήσουν» τα «τέρατα» που κρύβονται ανάμεσα στα παιχνίδια τους
ή κάτω από το κρεβάτι ή μέσα στην ντουλάπα .
2). Τα αδέλφια που μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο, μαθαίνουν να αφήνουν
χώρο και στον άλλον. Διαπραγματεύονται τα όρια τους, και τους καθιστά
υπεύθυνους μέσα στον ίδιο τους το χώρο.
3). Έχοντας κοινό δωμάτιο, διπλασιάζεται η ποσότητα των διαθέσιμων
παιχνιδιών. Έτσι αφού έχει συζητηθεί (τα όρια που λέγαμε), τα παιδιά
έχουν πρόσβαση στη διπλάσια ποσότητα παιχνιδιών.
4). Τέλος, με το κοινό δωμάτιο τα παιδιά μαθαίνουν να σέβονται.
Σέβονται τα πράγματα τους, τους ρυθμούς τους, τις συνήθειες τους. Στο
μικρό προσωπικό χώρο του καθενός μπορεί να έχει τις προσωπικές
στιγμές του για να ξεκουραστεί, να χαλαρώσει και να σκεφτεί. Κάτι που
επιβάλλεται στο άλλο παιδί να σεβαστεί.
Σημαντικό είναι το κάθε παιδί να νιώθει άνετα, όμορφα και καλά στο
χώρο του. Είτε αυτό σημαίνει πως έχουν ξεχωριστά δωμάτια ή το ίδιο.
Θα βοηθούσε το καθένα να έχει την δικιά του ντουλάπα, το δικό του
συρτάρι, το δικό του κρεβάτι, το δικό του γραφείο, τα δικά του παιχνίδια.
Μια καλή ιδέα για να πραγματοποιηθεί, θα μπορούσε να βαφτεί σε
ξεχωριστά χρώματα η κάθε πλευρά…
Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι γονείς ρωτούν Οι ψυχολόγοι απαντούν»,
της Anne Bacus.