Τα σταφύλια της οργής

Πρόταση για βιβλίο αλλά και για σινεμά το Σαββατοκύριακο

Τα σταφύλια της οργής είναι ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ καταγράφεται το κλίμα και η ατμόσφαιρα της εποχής που ακολούθησε την οικονομική κρίση του 1929. Από την μια έχουμε την καταναγκαστική εσωτερική μετανάστευση χιλιάδων ανθρώπων σε απόγνωση λόγω της εξαθλίωσης και της πείνας, ενώ από την άλλη έχουμε την απόλυτα δικαιολογημένη οργή τους, όταν η περιγραφόμενη ως Γη της Επαγγελίας, η Καλιφόρνια, αποδεικνύεται γι αυτούς ένας τόπος αφιλόξενος.

Σκηνοθεσία: John Ford
Παίζουν: Henry Fonda, Jane Darwell, John Carradine, Shirley Mills, John Qualen, Eddie Quillan
Μουσική: Alfred Newman
[dailymotion xijbu6]

Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό κεφάλαιο από το βιβλίο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 από «Τα σταφύλια της οργής» του Τζον Στάινμπεκ


Οι μετακινούμενοι, αναζητούντες άνθρωποι ήταν τώρα μετανάστες. Οικογένειες που είχαν ζήσει σε ένα μικρό κομμάτι γης, που είχαν ζήσει και πεθάνει στο κλήρο τους, είχαν φαει ή πεινάσει από την παραγωγή του, είχαν πλέον όλη την Δύση να περιφέρονται. Και έτρεχαν δεξιά-αριστερά, ψάχνοντας για δουλειά·  και οι εθνικές οδοί ήταν ρυάκια ανθρώπων, και οι όχθες ήταν οι γραμμές των ανθρώπων. Πίσω από αυτούς έρχονταν περισσότεροι. Οι μεγάλες λεωφόροι ήταν σε συνεχή ροή με μετακινούμενους ανθρώπους. Εκεί στις Μέσο και Νοτιοδυτικές Πολιτείες ζούσε ένας απλός αγροτικός πληθυσμός που δεν είχε αλλάξει με τη βιομηχανία, δεν καλλιεργούσε με μηχανήματα ούτε γνώριζε τη δύναμη και τον κίνδυνο των μηχανημάτων σε ιδιωτικά χέρια. Δεν είχε μεγαλώσει μέσα στα παράδοξα της βιομηχανίας. Η αίσθηση του ήταν ακόμα οξεία στην γελοιότητα της βιομηχανικής ζωής.

Και μετά ξαφνικά τα μηχανήματα τους έδιωξαν βίαια και αυτοί όρμησαν στους αυτοκινητοδρόμους. Η μετακίνηση τους άλλαξε·  οι αυτοκινητόδρομοι, οι καταυλισμοί κατά μήκος του δρόμου, ο φόβος της πείνας και η ίδια πείνα, τους άλλαξαν. Τα παιδιά χωρίς φαγητό τους άλλαξαν, η ατελείωτη μετακίνηση τους άλλαξε. Ήταν μετανάστες. Και η εχθρότητα τους άλλαξε, τους έφερε κοντά, τους ένωσε – εχθρότητα που έκανε τις μικρές πόλεις να συσπειρώνονται και να οπλίζονται σαν να πρόκειται να αποκρούσουν τον εισβολέα, ομάδες με αξίνες, υπάλληλοι και καταστηματάρχες με κυνηγετικά όπλα, φύλαγαν τον κόσμο εναντία στους δικούς τους ανθρώπους.

Στη Δύση υπήρξε πανικός, όταν οι μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν στις εθνικές οδούς. Οι κατέχοντες ιδιοκτησία ήταν τρομοκρατημένοι για την ιδιοκτησία τους. Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ είδαν την αναλαμπή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών. Και οι άντρες των πόλεων και των ήπιων προαστιακών περιοχών συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· και διαβεβαίωσαν τους εαυτούς τους ότι ήταν οι καλοί και οι εισβολείς κακοί, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πολεμήσει. Είπαν, αυτοί οι καταραμένοι Okies (οι καταγόμενοι από την Οκλαχόμα) είναι βρώμικοι και ανίδεοι. Είναι εκφυλισμένοι, μανιακοί σεξουαλικά. Οι καταραμένοι Okies είναι κλέφτες. Θα κλέψουν τα πάντα. Δεν έχουν καμία αίσθηση των δικαιωμάτων  ιδιοκτησίας.

Και το τελευταίο ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς ιδιοκτησία να ξέρει τον πόνο της ιδιοκτησίας; Και οι υπερασπιζόμενοι είπαν, Φέρνουν ασθένεια, είναι βρώμικοι. Δεν μπορούμε να τους έχουμε στα σχολεία. Είναι ξένοι. Πως θα σου φαινόταν να έχεις την αδερφή σου να βγαίνει με έναν από αυτούς;

Οι ντόπιοι μπήκαν γρήγορα στο καλούπι της σκληρότητας. Έπειτα σχημάτισαν μονάδες, αποσπάσματα και τα όπλισαν –με ρόπαλα, με βενζίνη, με όπλα. Μας ανήκει η περιοχή. Δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτούς τους Okies να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και οι άνδρες που ήταν οπλισμένοι δεν κατείχαν τη γη, αλλά νόμιζαν ότι την κατείχαν. Και οι υπάλληλοι που έκαναν περιπολίες τη νύχτα δεν κατείχαν τίποτα, και οι μικροί καταστηματάρχες κατείχαν μόνο ένα συρτάρι γεμάτο χρέη. Αλλά ακόμη και ένα χρέος είναι κάτι, ακόμα και μια θέση εργασίας είναι κάτι. Ο υπάλληλος σκεφτόταν, έχω δεκαπέντε δολάρια την εβδομάδα. Εάν ένας καταραμένος okie δούλευε για δώδεκα; Και ο μικρός καταστηματάρχες σκεφτόταν, πώς θα μπορούσα να ανταγωνιστώ κάποιον που δεν έχει χρέος;

Και οι μετανάστες ξεχύνονταν στις εθνικές οδούς και η πείνα τους, ήταν στα μάτια τους, και η ανάγκη τους ήταν στα μάτια τους. Δεν είχαν κανένα επιχείρημα, κανένα σύστημα, παρά μόνο τον αριθμό τους και τις ανάγκες τους. Όταν υπήρχε δουλειά για έναν άνθρωπο, δέκα άνδρες πολεμούσαν γι αυτήν – πολεμούσαν με το χαμηλό μεροκάματο. Αν αυτός ο τύπος δουλεύει για τριάντα σεντς, θα δουλέψω για είκοσι πέντε. Αν θα πάρει είκοσι πέντε, θα το κάνω για είκοσι.
Όχι, εγώ, είμαι πεινασμένος. Δουλεύω για δεκαπέντε. Δουλεύω για φαγητό. Τα παιδιά. Θάπρεπε να τα δείτε. Όλο βγάζουν σπυριά, και δεν μπορούν να τρέξουν. Δώστους κάποια απροσδόκητα φρούτα, και φουσκώνουν. Εγώ, θα δουλέψω για ένα μικρό κομμάτι κρέας.

Και αυτό ήταν καλό, γιατί οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές έμεναν ψηλά. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες ήταν ευτυχείς και έστελναν περισσότερα φεϊγβολάν για να φέρουν περισσότερους ανθρώπους και οι μισθοί μειώνονταν και οι τιμές παρέμεναν πάνω. Και πολύ σύντομα τώρα θα έχουμε και πάλι δουλοπάροικους.

Και τώρα οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι εταιρείες εφεύραν μια νέα μέθοδο. Ένας μεγαλοϊδιοκτήτης αγόραζε ένα κονσερβοποιείο. Και όταν τα ροδάκινα και τα αχλάδια ήταν ώριμα έκοβε την τιμή των φρούτων κάτω από το κόστος παραγωγής τους. Και ως ιδιοκτήτης κονσερβοποιείου πλήρωνε ο ίδιος μια χαμηλή τιμή για τα φρούτα και διατηρούσε την τιμή των κονσερβοποιημένων προϊόντων ψηλά και έπαιρνε το κέρδος του. Και οι μικροί αγρότες οι οποίοι δεν είχαν κονσερβοποιία έχαναν τα χωράφια τους, και τους τα έπαιρναν οι μεγαλοϊδιοκτήτες, οι τράπεζες και οι εταιρείες οι οποίες, επίσης, είχαν τις κονσερβοποιίες. Καθώς περνούσε ο καιρός, υπήρχαν λιγότερες φάρμες. Οι μικροί αγρότες μετακόμιζαν στην πόλη για λίγο και εξαντλούσαν το βερεσέ τους, εξαντλούσαν τους φίλους τους, τους συγγενείς τους. Κι ύστερα κι αυτοί πήγαιναν στις εθνικές οδούς. Και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με άνδρες λιμασμένους για δουλειά, δολοφονικούς για δουλειά.

Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελλάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή. Και χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει σε μεροκάματα πήγαιναν για βενζίνη, για όπλα, για πράκτορες και κατασκόπους, για μαύρες λίστες, για περιπολίες. Στις εθνικές οδούς οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση