Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Λουκά Κούσουλα

Γράφει: ο Οδυσσέας Κοροβέσης-Ντανόν, μαθητής.

Η συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Λουκά Κούσουλα έγινε στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012, με ειδικότερο άξονα «Τόποι, Διαβάσματα, Άνθρωποι, Ασχολίες, με Σκεπτικισμό και Τρυφερότητα».

Στις 28 του Μάρτη, συναντήσαμε στη βιβλιοθήκη του σχολείου τον Λουκά Κούσουλα. Αν ένα πράγμα μας έμεινε (ή αξίζει να μας μείνει) από αυτή τη συνάντηση σχετικά, όχι μόνο με την λογοτεχνία, αλλά και με ολόκληρη την ζωή, είναι πως «αν κάτι δεν “έχει πλάκα”, πρέπει να το βάζουμε στην πάντα», όπως είπε ο ίδιος.

Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να ξεκινήσει όσα είχε να πει ένας άνθρωπος με τέτοια θεώρηση, παρά με μια ιστορία απολαυστική, γεμάτη «πλάκα». «Από τη λογοτεχνία περιμένουμε κάτι να απολαύσουμε», είπε. «Θέλουμε κάτι να μας μείνει. Και ας μη διδαχτούμε απ’ αυτό.» Με αυτά τα λόγια προετοίμασε μια διήγηση που είχε σχεδιάσει, καθώς ομολόγησε, για εισαγωγή στην προγραμματισμένη μας συνάντηση. Μας εξιστόρησε, λοιπόν, μια παλαιότερη επίσκεψη του σε σχολείο και έπειτα μας ανάγνωσε το σχετικό του κείμενο (τον τρόπο που την είχε ο ίδιος καταγράψει), σε «ανεπτυγμένο λόγο», όπως περιλαμβάνεται στο «Και Μόνος και μετά Πολλών» (και στο φύλλο ανθολόγησης): τα «Ανακλαστικά». Μια χιουμοριστική πρόσληψη της προσδοκίας από τέτοιες περιστάσεις. Όντως, το χαρήκαμε.

Πιάνοντας στα χέρια του την τελευταία δημοσιευμένη επιλογή από τη συνολική του ποιητική παραγωγή, το «Ενθύμιον», εξομολογήθηκε ότι δεν έμεινε τελικά ικανοποιημένος («προέβαλε πολλή δυσκολία»). Περιέγραψε με ποιο πνεύμα συνέθεσε το βιβλίο και αναλογίστηκε ότι θα μπορούσαν να πρυτανεύσουν κι ένα σωρό άλλα κριτήρια, ίσως με καλύτερο αποτέλεσμα.

Ύστερα κουβεντιάσαμε γύρω από την εξοικείωση (μια «ρουτινιέρικη εξοικείωση, όμως, όπως γενικά χρειάζεται στην τέχνη») η οποία απαιτείται για την προσέγγιση και της ποίησης, κι έτσι περάσαμε στο θέμα της ηθικής στην ποίηση, που, κατά τον Λ. Κούσουλα, αποτελεί μια πλατύτερη υπόθεση, συγκρινόμενη πάντα με άλλες δραστηριότητες οι οποίες έχουν κοινωνικό αντίκρισμα και προϋποθέτουν δημόσια ευθύνη. Μας ανάγνωσε σχετικώς ένα ποίημα του (το «Μονάχα ο ποιητής» από το φύλλο ανθολόγησης), το οποίο έδωσε «πάτημα» για μιαν αναφορά στη σχέση είναι και φαίνεσθαι στην παράδοση για τη συκοφαντία της γυναίκας του Καίσαρα, και έπειτα μας μίλησε για τη διαμόρφωσή του ως ποιητή.

«Ήμουν νέος και φαινόμουν», συνέχισε με τον γλαφυρό αφηγηματικό του τρόπο. «Ήταν φουντωμένα τα μαλλιά μου και είχα εμπνεύσεις, αλλά δεν μπορούσα να τις εκφράσω. Γίνεσαι ποιητής όταν κρυσταλλώσεις τις εμπνεύσεις σου με λέξεις. Είναι προϋπόθεση να σε διαπερνούν συγκινήσεις, αλλά ποιητή σε κάνει η διατύπωσή τους.» Ακόμα, μας μίλησε για ένα άλλο κομμάτι της ποιητικής του πορείας, μια περίοδο αδράνειας (1975-1995), κατά την οποία δεν έγραφε ποιήματα («και μάλλον υπέφερα») και από την οποία τον έβγαλε μια σειρά επισκέψεων στην Κρήτη (Απρίλιος 1995).

Κι από εκεί πέρασε στον τρόπο με τον οποίο γράφει, ξεκαθαρίζοντας χαρακτηριστικά και φυσικά με διάθεση για «πλάκα»: «Κατά κανόνα, γράφω δύσκολα. Με ταλαιπωρούν τα ποιήματα, και τα ταλαιπωρώ κι εγώ.» Η διαπίστωση αυτή, η δυσκολία δηλαδή στη γραφή, έδωσε αφορμή για μια αναφορά στην κρυπτική και αδιαφανή ποίηση, μορφές τις οποίες ο Λ. Κούσουλας δεν στηρίζει. Αντίθετα δήλωσε, καθώς ήταν όμως ήδη γνωστό, πως αποτελεί υποστηρικτή της διαύγειας. Διευκρίνησε βέβαια πως η διαύγεια δεν συνεπάγεται και ευκολία, αφού, «κανονικά, εύκολα ποιήματα δεν υπάρχουν». Έφερε παράδειγμα διαύγειας χωρίς «ευκολίες» τα «Ρω του Έρωτα» του Ελύτη, που ο ίδιος τα είχε προσδιορίσει ως «ποιήματα για μελοποίηση». «Τον πιστεύω τον Ελύτη σε κάποιους στίχους από αυτό το βιβλίο», είπε, και θυμήθηκε ορισμένες χαρακτηριστικές στροφές.

Έπειτα μας διάβασε κάποια ακόμα ποιήματα του από το φύλλο ανθολόγησης, τα «Πρώτα γενέθλια», μερικά τρίστιχα, την «Ανάρρωση» και άλλα, για τα οποία έκανε διάφορα σχόλια, πάντα απολαυστικά και με χιούμορ.

Αξίζει να μνημονευθεί εδώ το αυτοσχόλιό του για τα «Πρώτα γενέθλια»: «Το ποίημα δεν είναι τόσο σπουδαίο. Αλλ’ απηχεί αισθήματα όσων έχουν ανάλογες εμπειρίες.» Κι αφού έκανε μερικές τεχνικές παρατηρήσεις: «Του “τη σκάω” του αναγνώστη με την προδοσία της ρίμας στο τέλος.»

Σχολιάζοντας τα τρίστιχα: Το «μεγάλο ψάρι» στο α΄ μπορούμε να το δούμε σαν τη «δύναμη της εξουσίας να επιβάλλεται», αλλά κάποιος μπορεί να ξεφύγει με το να γίνει «μικρό πουλί». Τόνισε τη σημασία της σιωπής ανάμεσα στις προτάσεις του δ΄, για να αναδειχτούν οι δύο πραγματικότητες. Άναψε συζήτηση πάνω σ’ αυτό, αλλά ο ίδιος, αφού την παρακολούθησε λίγο, έσπευσε να δηλώσει ότι προτιμάει να διαβάζει και να μη σχολιάζει.

Προς επίρρωση, διάβασε αμέσως έπειτα την «Ανάρρωση», που παραπέμπει με την επιγραφή της στα «Ρόδιν’ Ακρογιάλια», και με την ευκαιρία έκανε μια παρουσίαση του διηγήματος και του αγαπημένου του Παπαδιαμάντη. Έπειτα υπέδειξε τον ουσιώδη δεσμό με τη συνθήκη του ποιήματος: «Το αναπάντεχο δεν είναι η πράξη, αλλά η αντίληψή της, η αντίληψη αυτής της γλυκύτητας.» «Και μου αρέσει πολύ», προσέθεσε. «Χωρίς “ρώμην τινά”, δεν εμφανίζεται η γλυκύτητα στη ζωή – εννοούμενη ποικιλοτρόπως.»

Ακολούθησε κουβέντα για τη σχέση του δημιουργού με το κοινό, για τη σημασία της αποδοχής και της αναγνώρισης. Μνημόνευσε τα λόγια του Τσαρούχη, για τη σταδιακή μείωση των ανθρώπων που προσδοκούσε να αγαπήσουν το έργο του: «Τους τριάντα πραγματικούς αποδέκτες χρειάζεσαι, χωρίς τους οποίους δεν τα καταφέρνεις», κατέληξε. «Άλλωστε, γενικά, όταν είμαστε πολλοί, νοθεύεται το ανθρώπινο είδος…»

Ύστερα αναφερθήκαμε στους τόπους που έπαιξαν ρόλο στα γραπτά του, και του ζητήθηκε να διαβάσει το «Παρνασσός, Ανάβαση 1968», όπου η συντροφιά στάθηκε ιδιαίτερα. Ο Λ. Κούσουλας άρχισε με κάποιο σχόλιο («για να πάρω φόρα»), συνθέτοντας τις παραμέτρους που λειτουργούσαν το έτος 1968: εξέγερση του Μάη, Χούντα στην Ελλάδα, εισβολή στην Πράγα – «να είσαι και “στο μεσοστράτι της ζωής”, με κάποια έννοια». Μετά την απολαυστική ανάγνωση αναφέρθηκε και σε σχετικό κείμενο που συνέγραψε εκ των υστέρων σχετικά με το ποίημα. «Μου είπαν ότι η ιστορία είναι ανώτερη του ποιήματος – πράγμα που απορρίπτω», ολοκλήρωσε αστεϊζόμενος με αποφασιστικότητα. Και συνεχίσαμε με πράγματα πολύ ενδιαφέροντα ως προς την πρόσληψη των λογοτεχνικών κειμένων.

«Ο Παρνασσός δεν είναι βέβαια μόνο το βουνό του Απόλλωνα και των Μουσών. Είναι και του Πολέμου, και της Αντίστασης, και του Εμφυλίου. Κι έτσι τον βιώσαμε κι εμείς – παιδιά, τότε, και καλύτεροι άνθρωποι. Ο Παρνασσός, με τις δυο του κορυφές, που σήμερα έχουν διαπομπευθεί από τη λυσσαλέα οικονομική εκμετάλλευση…» Θυμήθηκε τις ενστάσεις του κοινού σε διάφορες αναγνώσεις αναφορικά με το κεντρικό θέμα/σύμβολο του ποιήματος: «Τι αετοί είναι αυτοί; Έτσι όπως τους περιγράφεις, μπορεί να ήταν και γύπες!» Ή: «Μα είναι φανερό: αντάρτες εννοεί!» Και παραδέχτηκε ότι ένα ποίημα, αν είναι καλό, πρέπει να έχει «πλευρές», να είναι πολυσήμαντο.

Παρατηρήθηκε, πάνω σ’ αυτό, ότι η δυσπιστία δεν είναι ανεξήγητη, ιδίως στη φύση. Και είναι συχνά πηγή της πολυσημίας. Το δέχτηκε με ενθουσιασμό. Και παρατήρησε πως αυτό ακριβώς είναι το πιο αξιέπαινο. «Αυτό έχει “πλάκα”», επανήλθε στο μοτίβο που διέτρεξε όλη μας τη συνάντηση. «Μου αρέσει η έκφραση “έχει πλάκα”. “Έχοντας πλάκα” γίνονται προσφιλή τα μεγάλα έργα, ξεσηκώνοντας, αναστατώνοντας, όπως ο Αλκιβιάδης ή ο Σταυρόγκιν…» Πήγε ο νους του στο «Χωριό Στεπαντσίκοβο» του Ντοστογιέφσκι, και μίλησε λίγο και για τον σπουδαίο Ρώσο συγγραφέα, επίσης μεγάλη του αγάπη. «Αυτά “έχουν πλάκα”», κατέληξε.

Αξίζει να αναφέρουμε ακόμα, πως ο Λ. Κούσουλας «δασκάλεψε» στην πολύχρονη υπηρεσία του, ως εκπαιδευτικός σύμβουλος ή διδάσκων στη ΣΕΛΜΕ, πολλούς καθηγητές, κάποιοι από τους οποίους βρέθηκαν και στο δικό μας ακροατήριο (επιδίωξαν να βρεθούν μάλιστα) και θυμήθηκαν με συγκίνηση τη σχέση τους μαζί του.