Γράφει: ο Κώστας Κάππας, μαθητής
Πάνε τρία χρόνια από τότε που ένας έφηβος ξεψύχησε από το χέρι ενός ειδικού φρουρού. Ρώτησα έναν συμμαθητή μου: «Θα κατέβεις αύριο στην πορεία;» Και μου απάντησε: «Τρελός είσαι; Ούτε καν… Πρώτον, αφού δεν αλλάζει τίποτα, γιατί να πάω; Δεύτερον, έχω πολλές απουσίες, ρε φίλε. Και, τρίτον, αφού κανείς δεν θα πάει, σιγάαα μην τρέχω. Άσε που έχω και διάβασμα για το φροντιστήριο…» Δεν μίλησα, έμεινα σιωπηλός, αποχαυνώθηκα από τα λόγια του. Δεν ήθελα να το πιστέψω… Είπα από μέσα μου: «Μακάρι να καταλάβαιναν όλοι τι πραγματικά είχε γίνει τότε, πριν τρία χρόνια…» Όμως, δεν άντεξα, και του απάντησα ερωτώντας: «Ξέρεις τι είχε γίνει τότε;» Μου απάντησε: «Ναι, ένας …δήθεν αστυνομικός πυροβόλησε αυτόν τον Αλέξη Γρηγορόπουλο… Ε, και; Αφού δεν γυρνάει στη ζωή, τι νόημα έχει να φωνάζω και να διαδηλώνω; Εδώ, καλά-καλά πολλοί δεν το θυμούνται καν…» Σκέφτηκα πως σε αυτό έχει δίκιο. Ο κόσμος, δυστυχώς, θυμάται ποιος ήταν ο νικητής του «Big Brother» και όχι την εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Όμως, επέμεινα: «Σκέψου, αν ήμουνα εγώ στη θέση αυτού του παιδιού, ή ακόμη και αν αύριο πεθάνω από το χέρι ενός οργάνου του κράτους και της τάξης… Δεν θα αντιδράσεις; δεν θα οργιστείς; Δεν θα πληγωθείς; Και ποιος μας υπόσχεται ότι, αφού έγινε τότε κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να ξαναγίνει και τώρα; Κοίτα, δεν θα πας να διαδηλώσεις με το ζόρι και δεν σε πιέζω για τίποτα. Εγώ είμαι που νιώθω θλίψη και οργή, που ζω με τον φόβο. Αν διαδηλώνω και υπερασπίζω τα “θέλω” μου, πάω κόντρα σε αυτούς που διαλύουν τα όνειρά μου. Ξαφνικά μπορεί να βρεθώ νεκρός… Αν όλοι σωπάσουμε, σε δέκα χρόνια το πολύ κανείς δεν θα θυμάται τι έγινε τότε, στις 6 Δεκεμβρίου του 2008… Θα έχουνε πετύχει αυτό που θέλουν: Θέλουν να μην εκφραζόμαστε, να μην σκεφτόμαστε, να μην κάνουμε όνειρα, να πληρώνουμε ακριβά τις αντιδράσεις μας. Λυπάμαι πολύ που δεν καταλαβαίνεις. Απλά, σκέψου πως η μάνα τού Αλέξη ζει με τον πόνο αυτό, ενώ εσύ τρως ασταμάτητα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο που μου στόλισες από τον Οκτώβρη, και τώρα μου λες πως αδιαφορείς για αύριο, ενώ εκείνη θα κάνει ξανά “μαύρα Χριστούγεννα”. Είναι ό,τι χειρότερο οι γονείς να θάβουν το παιδί τους. Δεν ξέρω τι να πω… Ίσως κάτι κράτησες από την κουβέντα μας… Καληνύχτα.»
Σάββατο 6-12-2008, δεκαεξάχρονο παιδί πέφτει νεκρό στα Εξάρχεια από χέρι αστυνομικού. Δολοφονείται εν ψυχρώ από ειδικό φρουρό. Η Δημοκρατία οπλίζει, οι «αστυνομικοί» δολοφονούν. «Εσείς τον σκοτώσατε», είπανε… Κι όντως, εμείς τον σκοτώσαμε… Σκοτώσαμε ένα παιδί, και αντί να αντιμετωπίσουμε τους εαυτούς μας, αποποιούμεθα των ευθυνών μας, χαύνοι μπροστά στην τηλεόραση, καταδικάζοντας την οργή, την αντίδραση και την αντίσταση… Καταδικάζουμε την υγεία, αρνούμαστε να έρθουμε σε ρήξη με τον διεφθαρμένο εαυτό μας… Δυο σφαίρες στο στήθος… δεκαεξάχρονος νεκρός… Κάποιοι αποφάσισαν πως το παιδί δε χρειαζόταν να ζήσει άλλο. Κι εμείς; Εμείς τι κάνουμε; Τι κάναμε σε αυτό τον χώρο στον οποίο κινούμαστε και τον οποίο τελικά διαμορφώνουμε; Συνεχίζουμε τις εκδρομές μας, τα πάρτυ μας… Θυσιάζουμε τις αντιδράσεις στο βωμό των θεσμών, των καταστατικών, των «κανονισμών». Η εξουσία δολοφονεί! Η αδιαφορία μας είναι το όπλο στα χέρια της εξουσίας.
Δεν πενθούμε… Αντιστεκόμαστε!!!
Κώστας Κάππας, Β΄ Τάξη