Συνάντηση με τον Χρίστο Ρουμελιωτάκη

Γράφει: ἡ Ἰωάννα Ἀλεξοπούλου, μαθήτρια

[Ἡ συνάντηση τῆς Λογοτεχνικῆς Συντροφιᾶς μὲ τὸν Χρῖστο Ρουμελιωτάκη ἔγινε στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Σχολείου, Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011, μὲ εἰδικότερο ἄξονα: «Ποίηση καὶ Πολιτική: Γεφυρώνοντας τὴν Πρώτη Μεταπολεμικὴ μὲ τὴν Πρώτη Μεταπολιτευτικὴ Γενιά»]

Τὴν Τρίτη 29 Νοεμβρίου, προσκεκλημένος τῆς Λογοτεχνικῆς μας Συντροφιᾶς, ἐπισκέφθηκε τὸ σχολεῖο μας ὁ ποιητὴς κ. Χρῖστος Ρουμελιωτάκης, ἕνας δημιουργὸς ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Δεύτερης Μεταπολεμικῆς Γενιᾶς, ἀλλὰ συνδυάζει τὴ θεματολογία τῆς Πρώτης Μεταπολεμικῆς, ποὺ προηγήθηκε, μὲ τὴν ἀνατρεπτικότητα τῆς Πρώτης Μεταπολιτευτικῆς Γενιᾶς, μὲ τὴν ὁποία κυρίως συμπορεύτηκε. Ἡ συνάντηση μαζί του ἦταν ἰδιαίτερα εὐχάριστη καὶ διήρκεσε περίπου δύο ὧρες. «Τὰ ποιήματα εἶναι βιώματα», εἶπε (κι ἐπέμεινε πάνω σ’ αὐτό). «Εἶναι κάτι πιὸ βαθὺ ποὺ κάποια στιγμὴ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ ἀποτυπώνεται σὲ μερικὲς ἀράδες λέξεων, πάνω σὲ ἕνα φύλλο χαρτιοῦ.» Δὲν εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, προϊόντα ἰδεῶν, οὔτε λέξεων ἢ παιδείας. Ἀργότερα, ὑποστηρίζοντας ξανὰ τὴ βιωματικότητα, εἶπε ὅτι «ὁ ποιητὴς οὐσιαστικὰ μέσω τοῦ λόγου του πλάθει ἕναν δικό του κόσμο, χωρὶς αὐτὸ νὰ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ κοινό του».

Ὁ κ. Ρουμελιωτάκης μᾶς μίλησε γιὰ τὴ ζωή του, μιὰ ζωὴ ποὺ τὸν ἔφερε ἀναπόφευκτα σὲ ἐπαφή, ἀλλὰ καὶ ἀντιμέτωπο, μὲ γεγονότα καὶ βιοτικὲς συνθῆκες πολὺ χαρακτηριστικὲς τῆς μεταπολεμικῆς περιόδου στὴν Ἑλλάδα: ἔχει συγκρατήσει μὲ μεγάλη τρυφερότητα στὴ μνήμη του τὰ χρόνια ποὺ ἔζησε στὴ συνοικία τῆς Νέας Ἰωνίας, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μικρὸ παιδάκι μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Κατοχή. Πρὸς τὸ τέλος τῆς συνάντησης, μάλιστα, μᾶς διάβασε κι ἕνα ποίημα τὸ ὁποῖο δὲν περιλαμβανόταν στὸ φύλλο ἀνθολόγησης, ἕναν «καθυστερημένο φόρο τιμῆς», πρὸς τὶς προσφυγοποῦλες ποὺ θυμᾶται ριγμένες στὴ βιοπάλη ἐκεῖνα τὰ δύσκολα χρόνια («Γιὰ τὶς Ὑφαντουργίνες», ἀπὸ τὴ συλλογὴ Δὲν εἶναι Τίποτα).

Ἀναφερόμενος στὰ νεανικά του χρόνια, ὁπότε εἶχε δημοσιεύσει γιὰ πρώτη φορὰ κείμενό του σὲ ἕνα περιοδικὸ τῆς ἀριστερᾶς μὲ καθοριστικὸ ρόλο στὶς καλλιτεχνικὲς ζυμώσεις τῆς ἐποχῆς, τὴν Ἐπιθεώρηση Τέχνης (1957), ἀνέκυψε τὸ ζήτημα τῆς στρατευμένης τέχνης, κι ἐκεῖ στάθηκε ἀρκετὰ ἡ συζήτηση. Δύσκολα θὰ συναντήσει κανεὶς μὴ στρατευμένη τέχνη, ἦταν ἡ θέση του. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν ὑπάρχει ἀστράτευτη τέχνη ἀξιώσεων. Μόνο κάτι ἀδιάφορο στοὺς ἄλλους μπορεῖ νὰ μὴν προάγει ἰδέες καὶ στάσεις ζωῆς. Ἡ θρησκευτικὴ τέχνη, ἐπὶ παραδείγματι, ἀπὸ τὶς πιὸ πλούσιες παρακαταθῆκες τῶν πολιτισμῶν, εἶναι τὸ χαρακτηριστικότερο δεῖγμα τοῦ εἴδους. Νομίζω πὼς οἱ ἀντιστάσεις ποὺ προβλήθηκαν ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη σὲ αὐτὴ τὴν τοποθέτηση διευκρινίστηκε σιγὰ-σιγὰ ὅτι ἀφοροῦσαν περισσότερο σὲ δουλικὲς μορφὲς ἔκφρασης ἢ σὲ ἐκδηλώσεις ἄκομψου διδακτισμοῦ. Ὁ καλλιτέχνης ἐλεύθερα ἐπιλέγει τὴν ἔπαλξή του. Ἁπλῶς, ἐπιλέγει πάντοτε ἔπαλξη καὶ ὄχι ἰδιωτικὸ ἡσυχαστήριο.

Τὰ ποιήματα ποὺ εἶχε στείλει τότε ὁ κ. Ρουμελιωτάκης στὴ σύνταξη τῆς Ἐπιθεώρησης Τέχνης διαπνέονταν ἀπὸ μελαγχολία, κάτι ποὺ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα τοῦ περιοδικοῦ. Ἀλλὰ ἡ διεθνὴς συγκυρία ἐπέτρεψε στὴν ἀνήσυχη ὁμάδα ὑπευθύνων τοῦ περιοδικοῦ νὰ τὰ ἀποδεχθοῦν καὶ νὰ τὰ δημοσιεύσουν. Μᾶς διάβασε δείγματά τους ἀναδημοσιευμένα στὴν πρώτη του συλλογὴ (Κλειστὴ Θάλασσα, 1979). Τὸ στοχαστικό τους πνεῦμα δὲν ἔλειψε καὶ ἀπὸ τὴν κατοπινή του ποίηση, πρέπει νὰ ποῦμε, καὶ διόλου δὲν συγκρούεται αὐτὸ μὲ τὶς πεποιθήσεις του γιὰ τὴ στράτευση καὶ τὴν ἀποστολὴ τῆς τέχνης.   

Σύμφωνα μὲ τὸν ποιητή, ὁ καθεὶς ἀντιλαμβάνεται διαφορετικὰ τὸ ποιήμα ποὺ διαβάζει. Μᾶς διάβασε ἕνα ποίημα γιὰ τὴν κρίση καὶ ἀναρωτηθήκαμε ποιὲς εἶναι οἱ ἀναλογίες του μὲ τὸ σήμερα. «Οἱ ποιητὲς δὲ δημιουργοῦν ἀπὸ τὸ τίποτα», εἶπε στὴ συνέχεια, καὶ «ἐνῶ τὸ τί εἶναι ποιητὴς μποροῦμε νὰ τὸ ὁρίσουμε, τὸ τί εἶναι ποίηση δὲ δυνάμεθα. Ὅπως τὴν τριαδικὴ θεότητα τὴν αἰσθανόμαστε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ὁρίσουμε, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ποίηση.» Μνημόνευσε, τέλος, ἕναν πολὺ ἰδιαίτερο ὁρισμὸ τοῦ τί ἐστὶ ποίηση γιὰ νὰ τονίσει τὴ δυναμικὴ καὶ φευγαλέα της φύση: «Ἂν τὸ κάθε πράγμα μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε μὲ χίλιους τρόπους, ἡ ποίηση εἶναι ὁ χιλιοστὸς πρῶτος.»

Στὴ συνάντηση, ἐκτὸς τῶν ἄλλων φίλων τῆς Λογοτεχνικῆς Συντροφιᾶς ποὺ παρακολουθοῦν τὶς συναντήσεις της (ὅπως ἡ φιλόλογος κ. Ζωὴ Κούτρα, ἐκ τῶν διοργανωτῶν τοῦ προγράμματος μέχρι πέρυσι), παρευρέθη καὶ ἡ νεαρὴ ποιήτρια Παυλίνα Μάρβιν, προσκεκλημένη τῆς περασμένης χρονιᾶς στὸ σχολεῖο μας, τὴν ὁποία συνδέει θερμὴ φιλία μὲ τὸν ποιητή. Ὁ κ. Ρουμελιωτάκης μᾶς διάβασε ἀρκετὰ ποιήματά του. Ἀνάμεσα σὲ αὐτά: «Ὁ Ὀρέστης πάλι» (καὶ ἄλλα ἀπὸ τὸν ἴδιο θεματικὸ κύκλο), «Μέρες τοῦ 1437 μ.Χ», «Δὲν εἶναι Τίποτα», «Καράβια ’57», «Δὲν εἶναι τὰ Ὄνειρα», «Γόρδιος Δεσμὸς», «Ξένος εἰμί», «Τὸ Τραγούδι τῆς Βάλιας καὶ τοῦ Λύκου». Ἡ συζήτηση ἄλλοτε ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸν σχολιασμὸ τῶν ποιημάτων κι ἄλλοτε κατέληγε σ’ αὐτά. Ἔτσι, βέβαια, πολὺ λίγος λόγος ἔγινε γιὰ τὰ πεζά του κείμενα, ποὺ τοῦ χάρισαν κι ἕνα Κρατικὸ Βραβεῖο τὸ 2009.

 Ἰωάννα Ἀλεξοπούλου, μαθήτρια  Α΄ τάξης