Τα Θρησκευτικά στο σχολείο

Γράφει: ο Σπύρος Καρύδης, θεολόγος

Μέσα στο πλαίσιο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης που ορίζεται από το Σύνταγμα και με βάση την αρχή ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν προσωπικά δεδομένα, τα τελευταία χρόνια απαλείφθηκε το θρήσκευμα από τις ταυτότητες και από κάθε λογής δημόσια έγγραφα, με εξαίρεση τα απολυτήρια των γυμνασίων και των λυκείων, στα οποία ακόμη υπάρχει ο χώρος, ο οποίος συμπληρώνεται, εφόσον έχει δηλωθεί θρήσκευμα, ή αφήνεται κενός σε άλλη περίπτωση. Παράλληλα τέθηκε επανειλημμένα το ζήτημα της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, ως μαθήματος υποχρεωτικού στα σχολεία και στη μορφή που προβλέπεται από τα αναλυτικά προγράμματα, δηλαδή ως μαθήματος ομολογιακού χαρακτήρα., η ύπαρξη και το περιεχόμενο του οποίου στηρίζονται στα άρθρα 3 και 16 του Συντάγματος που αναφέρονται και στη θρησκευτική παιδεία.

Η ηγεσία του Υπουργείου τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζοντας το ζήτημα του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος και της δυνατότητας απαλλαγής όσων μαθητών ήταν αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι, επαναλαμβάνει διαρκώς την πρόταση ότι «το μάθημα των Θρησκευτικών παραμένει υποχρεωτικό στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση …. διδάσκεται σε όλες τις σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σύμφωνα με τα επίσημα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα, αλλά δίνεται η δυνατότητα απαλλαγής στους αλλόθρησκους και ετερόδοξους μαθητές, οι οποίοι για λόγους συνείδησης δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το εν λόγω μάθημα». Όσο για τους απαλλασσόμενους μαθητές, αυτοί «παρακολουθούν υποχρεωτικά κατά την ώρα διδασκαλίας των Θρησκευτικών, άλλο μάθημα σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή παρακολουθούν εκπαιδευτικό πρόγραμμα που καθορίζεται για τον σκοπό αυτό από τον σύλλογο διδασκόντων του σχολείου και το οποίο πρόγραμμα για μεν τους αλλοδαπούς αφορά το μάθημα της ελληνικής γλώσσας, για δε τους υπόλοιπους κάποιο μάθημα ανάλογο με τις μαθησιακές τους ανάγκες» (βλ. ενδεικτικά εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ με αρ. πρωτ. Φ12/977/109744/Γ1/26-8-2008 αλλά και έγγραφη απάντηση του Υπουργείου σε σχετικό ερώτημα, της 22.6.2009 αρ. πρωτ. 72719/Γ2).

Η διαδικασία απαλλαγής είναι απλή, αφού οι γονείς των ανήλικων μαθητών ή οι ίδιοι οι μαθητές, εφόσον είναι ενήλικες, που δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το μάθημα, περιορίζονται στη σύνταξη και υπογραφή σχετικής δήλωσης, χωρίς να είναι αναγκαία η αιτιολόγηση της άρνησής τους.

Ο τρόπος αντιμετώπισης του ζητήματος στις σχετικές εγκυκλίους είναι τουλάχιστον ελλιπής, αφού δεν δίνονται οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο αποδεικνύεται το «αλλόθρησκο» ή «αλλόδοξο» ή «ετερόδοξο» του μαθητή. Τα παραπάνω προϋποθέτουν μάλλον τις γνωστές θέσεις για τις θρησκευτικές προτιμήσεις του ελληνικού πληθυσμού, ότι δηλαδή το 97% είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, ότι το σύνολο είναι ενεργό θρησκευτικά και ότι κανείς δεν θα προέβαινε στη σύνταξη της σχετικής δήλωσης, που θα σήμαινε στην πράξη αρνησιθρησκεία. Η πραγματικότητα όμως φαίνεται πως είναι διαφορετική, όχι γιατί τα ποσοστά των πιστών άλλων θρησκειών ή των θρησκευτικά αδιάφορων έχουν αυξηθεί, αλλά γιατί η απαιτούμενη δήλωση από μέρους των γονέων για την απαλλαγή των παιδιών τους από το μάθημα δεν περιέχει στην ουσία κανένα στοιχείο θρησκευτικού χαρακτήρα, παρά μόνον την επιθυμία τους για την απαλλαγή των παιδιών τους. Τούτο σημαίνει ότι τα κριτήρια συμπλήρωσης της σχετικής δήλωσης δεν είναι απαραίτητα οι διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις ή οι λόγοι συνείδησης, αλλά μπορεί να είναι και άλλα, όπως για παράδειγμα η ελάφρυνση των παιδιών από τα μαθήματα. Η απαίτηση δήλωσης των λόγων απαλλαγής, που θα έλυνε ίσως το πρόβλημα, μεταφράζεται ουσιαστικά σε δήλωση των θρησκευτικών προτιμήσεων του δηλούντος και προσκρούει στο άρθρο 13 του Συντάγματος περί ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όπου η ελευθερία περιλαμβάνει φυσικά και το δικαίωμα απόκρυψης των θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Η κατάχρηση αυτή είναι γνωστή στο Υπουργείο, το οποίο σε έγγραφο της 25.6.2010 σημειώνει: «επειδή όμως έχει παρατηρηθεί κατάχρηση της δυνατότητας απαλλαγής από μη ετερόδοξους ή αλλόθρησκους μαθητές, ιδιαίτερα της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου λόγω φόρτου εργασίας, παραβιάζεται η αρχή της ίσης αντιμετώπισης των μαθητών και η αρχή της ίσης προσπάθειας για την απόκτηση απολυτηρίου. Επομένως οι μαθητές που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των αλλοθρήσκων ή των ετεροδόξων, δεν μπορούν να απαλλάσσονται από οποιοδήποτε μάθημα είναι υποχρεωτικό…».

Είναι προφανές ότι οι παραπάνω διαβεβαιώσεις καθώς και οι αυστηρές απαγορεύσεις δεν στοχεύουν στον περιορισμό του φαινομένου, αλλά έχουν ως αποδέκτες την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία υπεραμύνεται του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος και της ελληνορθόδοξης παιδείας, και όλους εκείνους οι οποίοι υποστηρίζουν τις θέσεις της. Όλοι όμως αυτοί σε καμιά περίπτωση δεν βλέπουν ή δεν έχουν τη διάθεση να δουν πέρα από την εικονική πραγματικότητα που τους παρουσιάζει το Υπουργείο.

Στην ουσία το μάθημα έχει μετατραπεί σε επιλεγόμενο, αφού πράγματι οι μαθητές με τους γονείς τους επιλέγουν αν θα το διδαχθούν ή όχι. Μάλιστα με δεδομένο τον προσωπικό χαρακτήρα των θρησκευτικών πεποιθήσεων, οι απαλλαγές από το μάθημα δεν αφορούν στην πράξη μόνον τους «αλλόθρησκους» ή «αλλόδοξους» αλλά και όλους εκείνους τους μαθητές, οι γονείς των οποίων αποφασίζουν να υπογράψουν τη σχετική δήλωση, απαλλάσσοντας τα παιδιά τους από το «βάρος» ενός επιπλέον μαθήματος. Με τον τρόπο αυτό καλλιεργείται η άνιση μεταχείριση των μαθητών των σχολείων, αφού με την απαλλαγή τους οι απαλλασσόμενοι μαθητές διδάσκονται, εξετάζονται και βαθμολογούνται σε ένα μάθημα λιγότερο από τους υπόλοιπους συμμαθητές τους. Το Υπουργείο γνωρίζει την προκύπτουσα ανισότητα μεταξύ των μαθητών, όμως ουδέποτε προέβη σε κάποια διορθωτική κίνηση ώστε να εξασφαλιστεί η αρχή της «ίσης αντιμετώπισης των μαθητών και η αρχή της ίσης προσπάθειας για την απόκτηση απολυτηρίου» που το ίδιο επαναλαμβάνει στις εγκυκλίους του. Αντίθετα επιμένει στη λύση της απασχόλησης των απαλλασσόμενων μαθητών, παρότι γνωρίζει ότι αυτό δεν αποτελεί λύση.

Είναι νομίζω προφανές ότι με τον τρόπο με τον οποίο «λύθηκε» το ζήτημα της παρακολούθησης του μαθήματος μόνον προβλήματα προέκυψαν στα σχολεία. Η άρνηση από μέρους της Εκκλησίας και της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων για την αλλαγή του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος, ζήτημα που απασχολεί τον χώρο τριάντα σχεδόν χρόνια, μόνον ζημιά έχει προκαλέσει. Επίσης η επιλογή του Υπουργείου να διευθετήσει το ζήτημα αποφεύγοντας να έλθει σε σύγκρουση με τις θέσεις της Εκκλησίας ή η αδυναμία ανάλυσης του προβλήματος ώστε να δοθεί πραγματική λύση, οδήγησε ουσιαστικά στην υποβάθμιση του μαθήματος και στην παραβίαση της αρχής της ίσης αντιμετώπισης των μαθητών.

Αν σύμφωνα με το Σύνταγμα η παιδεία έχει σκοπό συν τοις άλλοις και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, τότε το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του μαθήματος των Θρησκευτικών στο σχολείο και ο υποχρεωτικός ή προαιρετικός χαρακτήρας του έχει προκληθεί από λανθασμένη προσέγγιση του όλου θέματος και την κατανόηση της θρησκευτικής συνείδησης ως αποκλειστικά «ορθόδοξης» χριστιανικής. Το σχολείο οφείλει να παρέχει τη γνώση για τα θρησκεύματα, τη διδασκαλία τους και τις απαντήσεις τους στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, την κατήχηση όμως στο θρήσκευμα που ο καθένας επιλέγει οφείλει να την παράσχει ο αρμόδιος φορέας του κάθε θρησκεύματος εκτός σχολείου.

Σήμερα οι ρεαλιστικές λύσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στο πρόβλημα φαίνεται να είναι τρεις:

α) Να μετατραπεί το μάθημα σε επιλεγόμενο διατηρώντας τον ομολογιακό του χαρακτήρα, λύση που θα καταργούσε στην πράξη το μάθημα από την Α΄Λυκείου, έπειτα από την αλλαγή του προγράμματος σπουδών που ισχύει από τη φετινή χρονιά.

β) Να παραμείνει υποχρεωτικό για το σύνολο των μαθητών χάνοντας τον ομολογιακό του χαρακτήρα.

γ) Να διατηρήσει τον σημερινό του χαρακτήρα, όσοι δε από τους μαθητές απαλλάσσονται από το μάθημα, να παρακολουθούν άλλο ανάλογο μάθημα την ίδια ώρα και να εξετάζονται σε αυτό, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της ισότητας μεταξύ των μαθητών.

Νομίζω πως η τρίτη λύση είναι η πλέον ορθή, αφού και η απαλλαγή για λόγους συνείδησης μπορεί να διατηρηθεί και το ενδεχόμενο της αντισυνταγματικότητας κάθε άλλης παρέμβασης να παρακαμφθεί και η ίση αντιμετώπιση των μαθητών να διασφαλιστεί.