Στρογγυλά, μακρουλά, τετράγωνα τραπέζια, αμφιθέατρα, «πάνελ» αλλά ακόμα και η Βουλή έχουν πάρει τη σύγχρονη μορφή μιας θεατρικής σκηνής, δίνοντας την ευκαιρία σε κάθε «όχι και τόσο καλά ενημερωμένο αρμόδιο» να αναπτύξει τον μονόλογό του. Αντικαθιστώντας το βασικό σενάριο μιας παράστασης με αυτοσχέδιες, πολυχρησιμοποιημένες ατάκες, για να «τραβήξουν» την προσοχή του κόσμου, όλοι γύρω μας στήνουν αυτήν την κακοστημένη παράσταση. Πού βρίσκεται ο σκηνοθέτης να κάνει διορθώσεις ή ένας σεναριογράφος με έτοιμο σενάριο να τους θυμίσει πως η παράσταση γίνεται με διάλογο και όχι με εναλλασσόμενους μονολόγους;
Σαφώς ο διάλογος γεννήθηκε ταυτόχρονα με τον όρο δημοκρατία, εκεί που οι αρχαίοι καλούσαν την εκκλησία του Δήμου – «Τις αγορεύειν βούλεται;» – να αποφασίσουν για τα κοινά. Από τότε μέχρι σήμερα και με το πέρασμα χιλιάδων ετών ο όρος διαβρώθηκε. Μοναδικό ενδιαφέρον του πολιτικού και του πολίτη, του εργαζόμενου και του νοικοκύρη είναι η υπερίσχυση του λόγου και της άποψής του, χωρίς να ακούει τον διπλανό του. Πλέον ενδιαφέρονται για το αποτέλεσμα και όχι για το ταξίδι προς την επιτυχία του στόχου. Προτιμούν να μιλούν ακατάπαυστα, χωρίς ωφέλεια, χωρίς ουσιαστικούς ακροατές και χωρίς να υπάρχουν ενδιαφέρουσες ερωτήσεις στο θέμα που αναφέρονται. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η ανάδειξη του καλύτερα διαβασμένου ∙ ποιος θα πει τις πιο ανούσιες και πολλές λέξεις τη μια μετά την άλλη, για να εντυπωσιάσει. Ο επόμενος δεν ακούει και ο προηγούμενος έχει ήδη ξεχάσει – η φιγούρα ενδιαφέρει – τι έλεγε, αφού το καθήκον του τελείωσε. Όταν, όμως, ακουστεί αντίθετη άποψη από αυτές που ανέφεραν, ξεχνούν πως ο συνομιλητής τους πρέπει να ολοκληρώσει τον ειρμό του και να παραθέσει τα επιχειρήματά του και τον διακόπτουν ακόμα και με τον πιο αγενή τρόπο. Απλά για να υπερισχύσουν.
Πώς όμως μπορούμε να γλιτώσουμε όλα αυτά τα «κακόφωνα παρατράγουδα»; Διατηρώντας την ψυχραιμία του ο κάθε συνομιλητής και έχοντας στο νου του ότι πρέπει να σέβεται κάθε άποψη είτε είναι όμοια είτε όχι με τη δική του, μπορεί να δομηθεί σωστά ένας διάλογος. Βάζοντας ο καθένας τα όρια που επιθυμεί, με ευγενικό τρόπο και καλοπροαίρετη διάθεση, μπορεί να αναφέρει την ενόχλησή του προς τον συνομιλητή, τη διαφωνία του και να επιχειρηματολογήσει γι’ αυτό, αφού δώσει χώρο και χρόνο στον άλλον να εκφραστεί. Εκμεταλλευόμενοι το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης του λόγου, μπορούμε να τοποθετηθούμε σε κάθε ζήτημα, αφού έχουμε σιγουρευτεί πως ο συνομιλητής αποδέχεται την άποψή μας.
Εν κατακλείδι, για τη δημιουργία ενός παραγωγικού και υγιούς διαλόγου πρέπει να υπάρχει και να κυριαρχεί σεβασμός και όρεξη για συζήτηση. Με αυτόν τον τρόπο και με καλή διάθεση εξασφαλίζεται μια συζήτηση που θα «πατάει στο σενάριο» και έτσι δεν θα είναι απαραίτητος ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος θα ‘ναι ικανοποιημένος και το χειροκρότημα εξασφαλισμένο!
Δ.Κ.