«Πουλάκι εδιάβει και έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
παρά εκελάηδε και έλεγε, ανθρώπινη λαλίτσα:
Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο γιοφύρι δεν στεριώνει»
Μα πριν προλάβει το πουλί τον λόγο να τελειώσει
βρόντος βαρύς ακούγεται και το πουλί γκρεμιέται
και πέφτει απ΄το δέντρο που΄κατσε αντίκρυ στο ποτάμι.
Σωπαίνουν τότε οι μάστοροι, σωπαίνουν και οι μαθητάδες
σαν βλέπουν το πουλί που είναι λαβωμένο.
Και τότε ο πρωτομάστορας από την άσπρη στράτα
βλέπει τον γέρο-κυνηγό να έρχεται προς το μέρος.
Τρέχει λοιπόν ο κυνηγός, αντίκρυ στο ποτάμι
τρέχει και το πιστό σκυλί και βρίσκει το πουλάκι.
Χαίρεται τότε ο κυνηγός, μονολογεί και λέει:
«Τι τύχη έκανα σήμερα, θα φάνε τα παιδία μου!
Θα πάω τούτο το πουλί, ευθύς να το εδώσω
στη γυναίκα τη καλή, να τρώμε τρεις βδομάδες».
Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαίν οι μαθητάδες
μια μονάχα ελπίδα είχανε και πέταξε και εκείνη.
Μα ο γέρο-κυνηγός έκανε όπως είπε,
φτάνει ευθύς στο σπίτι του και το πουλί στη
γυναίκα του δίνει, μα τότε συμβαίνει το απίθανο,
βλέπουνε και οι δυό το πουλί να φτερουγίζει
και πάει το πουλί και κάθεται αντίκρυ στο παραθύρι
και με ανθρώπινη λαλιά, το ακούν να λέει:
«Αφού εσύ με σκότωσες, το κρίμα πέφτει πάνω σου
και πάνω στα παιδιά σου.
Αν θες να μείνουν ζωντανά, θυσίασε τη γυναίκα.
Πες της να πάει να γκρεμιστεί στης Άρτας το ποτάμι.
Μόνο έτσι θα μείνουν ζωντανά
και το γεφύρι θα στεριώσει».
Κλαίγοντας τότε ο κυνηγός λέει στη δύσμοιρη μητέρα, το κρίμα
που τους έτυχε και μαύρο δάκρυ ρίχνει.
Μα η γυναίκα αδάκρυτη τρέχει προς το ποτάμι,
και πέφτει ευθύς και χάνεται μες το γαλάζιο τάφο.
Και σώθηκαν τότε τα παιδιά,
από το μαύρο κρίμα, και μπόρεσαν
και οι μάστοροι να χτίσουν τρανό γεφύρι.
Έτσι, πανηγύρι έστησαν στου ποταμού τις όχθες.
Λεβεντοπουλου Γεωργία