Να ξαναγράψετε την ιστορία, σαν να ήσασταν η μητέρα της γυναίκας του πρωτομάστορα.

Έπλενα τα πιάτα, μετά το βραδινό δείπνο μου με τον άντρα μου, όταν άκουσα ένα χτύπο στην πόρτα του σπιτιού. Δεν βιάστηκα να απαντήσω, υπέθεσα ότι θα είναι η κόρη μου που θα πέρασε να αφήσει τα άδεια πιατικά, που πήγε στον άντρα της στο γεφύρι, όπως κάθε μέρα άλλωστε. Πέρασε και πριν φύγει, για να πάρει το φαγητό, της το μαγειρεύω εγώ, αυτή έχει παιδιά να μεγαλώσει. Καθώς τελείωσα, σκούπισα τα χέρια μου στην ποδιά μου και πήγα κατά το σαλόνι με χαρά, για να την προϋπαντήσω. Σαν ποία μάνα δε χαίρεται, κάθε φορά που βλέπει το παιδί της και ας έχει να το δει μονάχα ένα απόγευμα. Η εικόνα του συζύγου μου να μιλά με το γειτονόπουλο, που δουλεύει στο γεφύρι, περισσότερο με γέμισε με απορία, παρά, με χαρά και έσβησε το χαμόγελό μου. Ο άντρας μου σκυθρωπιασμένος και βουβός, κοιτάει τον λευκό τοίχο του σαλονιού μας, ενώ το γειτονόπουλο λέει «λυπάμαι πολύ», ξεψυχισμένα. Ξέρω πως κάτι δεν πάει καλά. «Που είναι η Λυγερή;», ρωτώ μα απάντηση δεν παίρνω και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο πανηγυριού. Ξαναρωτώ, αυτή τη φορά πιο δυνατά, με την ελπίδα πως δε με άκουσαν. Νιώθω ένα κρύο χέρι να πιάνει το δικό μου, βοηθώντας με, να καθίσω στην πολυθρόνα δίπλα μου. «Θα σας τα πω όλα κυρά, απλά ηρεμήστε, καθίστε κάτω, θα σας τα πω όλα», λέει κάποιος, δεν ξέρω ποιός, όλα μαυρίζουν.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, βρίσκομαι εδώ πάνω στο γεφύρι, πάνω στον τάφο του παιδιού μου, να αναθυμηθώ, όσα συνέβησαν. Έβαλα το γειτονόπουλο να μου δηγηθεί τα γεγονότα εκατομμύρια φορές, μα κάθε φορά, έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται με δυσπιστία «αυτό δεν μπορεί να συνέβη». Το παιδί μου θυσιάστηκε και ρίχνω όλο το φταίξιμο πάνω μου. Πάντα τη μεγάλωνα για να είναι ευγενική και πρόθυμη, υπάκουη προς τον άντρα της. Ποιός θα μου το έλεγε, ότι αυτά που φαίνονται αξίες για εμένα, την μετέτρεπαν σε έναν χαρακτήρα ανυποψίαστο και άβουλο.
Αν είχα φανταστεί ποτέ, πως μπορεί να νιώσει κανείς χάνοντας το παιδί του, θα έπρεπε να το πολλαπλασιάσω επί ένα τρισεκατομμύριο και φοβάμαι πως ούτε και αυτό θα κατάφερνε να πλησιάσει το συναίσθημα που νιώθω τώρα. Ναι, ακόμα και πέντε χρόνια μετά, σηκώνομαι με την ίδια θλίψη που είχα, την μέρα που πέθανε η κόρη μου. Ίσως μονάχα, να έμαθα να την κρύβω πίσω από ένα ψεύτικο χαμόγελο, ένα χαμόγελο που καμία σύγκριση δεν έχει με εκείνο που ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη μου, όταν την περίμενα να γυρίσει. Καταλήγω, να ξεχάσω το γεγονός, τη άφιξη του γειτονόπουλου, τη θέα του συζύγου που μόλις είχε μάθει το τραγικό νέο, περιμένοντας την να γυρίσει για πάντα.

Λεβεντοπουλου Γεωργία