Να δώσετε ένα διαφορετικό τέλος ( γεφύρι Άρτας).

Διαφορετικό τέλος.

…λίθο.

Η γυναίκα τότε άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να ζητά απεγνωσμένα βοήθεια. Μέσα από τα αναφιλητά της μπορούσε να διακρίνει κανείς μια επαναλαμβανόμενη φράση: «Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω!» Η καρδιά του πρωτομάστορα δεν άντεξε το θέαμα. Τρομαγμένος από την εικόνα της ετοιμοθάνατης γυναίκας του έτρεξε γρήγορα κοντά της. « Είμαι εδώ, είμαι εδώ», της ψιθύρισε κρατώντας το παγωμένο της χέρι. Ήταν τόσο όμορφη. Όσο όμορφη ήταν την πρώτη μέρα που την γνώρισε, στο πανηγύρι του χωριού. Εκεί, όταν χόρευε ξυπόλητη μέσα στο πλήθος. Τα μάτια του τώρα είχαν βουρκώσει. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται την πράξη του, μα οι ενοχές τον έτρωγαν ζωντανό. «Δεν πειράζει, καταλαβαίνω» είπε η γυναίκα με τις τελευταίες αναπνοές της, σχεδόν σαν να μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. «Ίσως και να υπάρχει τρόπος να το ανατρέψουμε» συνέχισε «το πουλί, βρες το πουλί με την ανθρώπινη λαλιά». Ο πρωτομάστορας σάστισε. Ήξερε πως αυτή ήταν η τελευταία του ελπίδα. Το πουλί. Πού βρισκόταν όμως? «Βάστα γερά» της λέει και την φιλά στο μέτωπο. Ίσως και να γνώριζε πως αυτό ήταν το τελευταίο τους φιλί. Και πάλι, όμως, διάλεξε κάτι απλό. Συναισθηματικό αλλά απλό. Σηκώθηκε γοργά και τράβηξε για το χωριό. Ρώτησε αμέτρητους περαστικούς, μα κανένας δεν γνώριζε για το πουλί με την ανθρώπινη λαλιά. Απογοητευμένος ο πρωτομάστορας είχε χάσει κάθε ελπίδα. Μέχρι που στο μάτι του έπεσε ένα πουλί που δεν ήταν σαν τα άλλα. Καθόταν αγέρωχο σε ένα κλαδί και όλο και κάτι μουρμουρούσε. «Καλό μου πουλί, σε παρακαλώ βοήθησέ με! Η γυναίκα μου είναι ετοιμοθάνατη, με το ζόρι στη ζωή εκρατιέται. Φανέρωσέ μου σε παρακαλώ  έναν τρόπο να τη σώσω. Μόνη μου επιθυμία να την δω να μεγαλώνει τους γιους μας και να γεράσουμε μαζί, να πεθάνουμε χέρι, χέρι». Μα το πουλί δεν μουρμουρούσε αλλά κελαηδούσε. Ήταν όλα ένα παιχνίδισμα του μυαλού του πρωτομάστορα. Σκυθρωπός και γεμάτος πίκρα τραβάει τώρα για το γιοφύρι. Θέλει τουλάχιστον να την αποχαιρετήσει. Μόλις όμως φτάνει στο γεφύρι, σταματά. Όλοι γυρίζουν και τον κοιτάζουν. Γνωρίζει τι έχει συμβεί… Τον πλησιάζει ο αγαπημένος του εργάτης: «Λυπάμαι, δάσκαλε». Ο πρωτομάστορας παγώνει. Πέφτει καταγής και κρύβει το πρόσωπό του με τις παλάμες του… Μέσα στο συναισθηματικό χάος που επικρατεί, αποφασίζει πως δεν θέλει πλέον να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο χωρίς την ελπίδα του, χωρίς την αγάπη του. Και απλά, ο χτύπος σταματά…

Περσεφόνη Μουτσίου