Να ξαναγράψετε την ιστορία σαν να είσαστε η μητέρα της Ελισάβετ ( αυτοβιογραφία Ελισάβετ Μουτσάν- Μαρτινέγκου).

Σήμερα τα χαράματα έφτασαν τα νέα του ξεσηκωμού των Ελλήνων. Βρισκόμουν στην κουζίνα εκείνη την στιγμή. Βοηθούσα την Μπέλα, την υπηρέτριά μας, να πλύνει τα λίγα ματσάκια φρεσκομαζεμένα χόρτα. Ξάφνου, χτύπησε το ρόπτρο. Στην πόρτα στεκόταν ο διδάσκαλος της Ελισάβετ, μα δεν βάσταγε τα βιβλία του παρά μόνο το μπαστούνι του. Τον προσκάλεσα να εισέλθει στον χώρο του σπιτιού και από εκεί τον καθοδήγησα στο σαλόνι όπου βρισκόταν μαζεμένη όλη η φαμίλια. Ίσως να είχαν διαισθανθεί πως κάτι σημαντικό επίκειτο να τους ανακοινωθεί. Και πράγματι, είχαν δίκιο. Ο διδάσκαλος, μας ανακοίνωσε πως οι ομογενείς μας σήκωσαν επανάσταση εις την ελευθερία. Σαν το άκουσα αυτό, σάστισα. Ανάμεικτα συναισθήματα πλημμύρισαν την ψυχή μου. Σαν το μάτι μου έπεσε στην κόρη μου, την Ελισάβετ, μπόρεσα να διακρίνω κάτι να ξυπνάει μέσα της. Τα μελιά ματάκια της τώρα φάνταζαν να πετούν φωτιές, σαν αν άκουσε κάτι που περίμενε από καιρό. Έναν επαναστατικό αγώνα. Μα γιατί όμως? Η Ελισάβετ μου είναι διαφορετική από τις άλλες κοπέλες. Την ενθουσιάζει ιδιαίτερα η μάθηση και πάνω από όλα η συγγραφή. Μου φαίνεται παράξενο. Η συγγραφή μοιάζει η ζωή της και τα συγγράμματα της τα παιδιά της. Θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω ως ένα κορίτσι με πνεύμα που βλέπει μπροστά. Συχνά, την ώρα του φαγητού, προσπαθούσε να ανοίξει συζητήσεις για ποικίλα θέματα μα ο γιος και ο κουνιάδος μου αγνοούσαν. Ο σύζυγός μου παρέμενε σιωπηλός. Οι γυναίκες, δεν έχουμε ελευθερίες. Πολλές βγαίνουμε καν από το σπίτι. Η καθημερινότητα φαντάζει μονότονη. Αλλά ποιός μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό? Και ποιος θα τολμήσει να μας υποστηρίξει? Στο μυαλό, μου έρχεται μια συζήτηση που είχα κάποτε με την Ελισάβετ. Μου είχε εκφράσει έναν πόθο της καρδιά της. Δεν επιθυμούσε να παντρευτεί, αλλά να αφοσιωθεί στην συγγραφή. Χωρίς να χάσω χρόνο, της απάντησα να αφήσει πίσω της τέτοιες σκέψεις. Μα τώρα μου δίνεται η ευκαιρία να ξανασκεφτώ πως ίσως να έσφαλα με την συμβουλή που της έδωσα. Τώρα καταλαβαίνω. Ένα ελεύθερο πνεύμα δεν μπορεί να ζει περιορισμένο σε τέσσερις τοίχους και καταπιεσμένο από τους άλλους. Δυστυχώς, το συνειδητοποιώ αυτό τώρα, όπου η ζωή μου σε λίγο τελειώνει. Μακάρι, να είχα τις ικανότητες και το ζήλο της μικρής μου. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το ρολόι πίσω και να παλέψω, όπως πιστεύω πως θα παλέψει και εκείνη. Όμως… άργησα… Με αυτές τις σκέψεις να κάνουν το γύρο του μυαλού μου. Αφού ξεπροβάδισα το διδάσκαλο, χώθηκα στην κουζίνα όπου πέρασα και πάλι το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Επέστρεψα και πάλι στην ανιαρή μου πραγματικότητα…

Περσεφόνη Μουτσίου