Αχ, Θάνατε! Πάρε με στην αγγαλιά σου! Αξία πλέον δεν έχει η ζωή. Τώρα που το τελευταίο μου βλαστάρι έφυγε από κοντά μου. Μόνιμα! Τι να την κάνω την ζωή η δόλια αν δεν μπορώ να χαρώ την οικογένειά μου ακέραιη? Το μόνο που ζητώ είναι να με πάρεις κοντά σου για ανταμώσω ξανά με τα παιδιά μου. Να ξανακούσω τις αγγελικές φωνές τους. Μα πάνω απ’ όλα να δω την κόρη μου την πλιοστερνότερη, την μεγάλη μου αδυναμία. Σαν εκατό μαχαίρια να μπήγονται στο δέρμα μου, όταν μου μετέφεραν τα μαντάτα. Και άλλα τόσα στην καρδιά μου, όταν αντίκρισα το άψυχο σώμα της. Κείτονταν στο ποτάμι, χλωμή, αβοήθητη. Έτρεξα κοντά της μήπως προλάβω την τελευταία της ανάσα, μήπως προλάβω να πω αντίο. Μα όχι… Ο Θεός δεν με αξίωσε… Ούτε τώρα… Ούτε ποτέ… Γονάτισα κοντά της και ακούμπησα το κεφαλάκι της πάνω μου. Άρχισα να κλαίω βουβά, ανίκανη να πάρω ανάσα. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Τότε πλησίασε ένας μάστορας, διακόπτωντας τις ατελείωτες σκέψεις που έκαμαν το γύρω του μυαλού μου. Με κοίταξε ακριβώς στα μάτια και μου ψιθύρισε μ’ απαλή φωνή: «Λυπάμαι κυρία. Γνωρίζω πως νιώθετε». Δεν του απάντησα. Απλά του έγνεψα. Πάνω από την γέφυρα κοιτούσε ο πρωτομάστορας. Αυτό το άσπλαχνο τέρας που έριξε την χαριστική βολή στο κεφάλι του παιδιού μου. Εκείνο το πλάσμα που πήρε από κοντά μου την τελευταία αχτίδα ευτυχίας. Μα όπως τον κοιτούσα, δεν διέκρινα ικανοποίηση στο βλέμμα του, παρά φόβο και ενοχές. Σαν να έπραξε κάτι δίχως τη θέλησή του. Και μπορούσα να ξεχωρίσω ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλό του ξανά και ξανά. Ζήτησα από τους μαθητές να με βοηθήσουν να μεταφέρω το σώμα της κόρης μου. Μα η απάντησή τους θα με στοιχειώνει για πάντα. «Λυπόμαστε, μα το σώμα της συμβίας του πρωτομάστορα πρέπει να μείνει εδώ». Ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Άρχισα να φωνάζω και να ρίχνω κατάρες κάθε λογής στο γεφύρι και στους ίδιους. Ένας θανάσιμος συνδυασμός οργής και λύπης κατέκλυζε την ψυχή μου. Μα ξαφνικά, σταμάτησα. Δεν είμαι σίγουρη γιατί. Ίσως να κατάλαβα ότι το παιδί μου θυσιάστηκε και αυτό για το κοινό καλό, σαν τις αδελφές της. Όλες μοιράζονταν την ίδια αφέλεια. Οικογενειακό μας. Έτσι λοιπόν, έφυγα από το γεφύρι και γύρισα στο σπιτικό μου, ολομόναχη. Δεν άντεχα να κοιτάξω πίσω μου. Έχετε ιδέα τι νιώθει μια μάνα που αναγκάζεται να αφήσει το παιδί της? Δεν έχετε. Δεν γνωρίζετε αυτόν τον ανυπόφορο πόνο στο στήθος, τον ιδρώτα στις παλάμες και τα ατελείωτα δάκρυα που χύνονται ποτάμι. Σας εύχομαι, λοιπόν, να μην το ζήσετε ποτέ. Το έζησα εγώ για όλους μας.
Περσεφόνη Μουτσίου