Τα ελληνάκια
Σε κάποιο νησί για χρόνια αφέντης ήταν ο Αγάς* και έκανε ό,τι αυτός ήθελε. Οι Έλληνες κάτοικοι έπρεπε να τον υπακούν, να τουδίνουν μερίδιο από τη σοδειά χωρίς κανείς να τολμά να μιλήσει. Γι’ αυτό πολλά παλικάρια ξενιτεύονταν στα καράβια. Ανάμεσάτους κι ο Γιώργης. Όταν γύρισε μετά από καιρό, βρήκε το χωριό άδειο και το Παγόνι, το αγαπημένο πουλί της αδελφής του τηςΜαρίας, άρχισε να του διηγείται τι έγινε την Κυριακή, που γίνονταν οι γάμοι της Παγώνας και του Γιάννου.
Eίχε πια νυχτώσει, αλλά το γλέντι συνεχιζότανε και θα συνεχιζότανε για πολύ ακόμα. Ο γαμπρός κι η νύφη χόρεψαν τον πρώτο το συρτό. Μετά χόρεψαν κι όλοι οι καλεσμένοι. Η Μαρία κι οι φίλες της τραγούδαγαν για την ομορφιά της νύφης. Το τουμπελέκι, το ούτι, το κλαρίνο συνόδευαν το χορό και το τραγούδι. Κι εκεί που όλα ήταν χαρούμενα, φάνηκε ο Αφέντης ο Αγάς με τους δικούς του. Συνηθισμένος να κάνει ό,τι θέλει, φώναξε:
— Κρασί και μεζέ για τα παλικάρια μου. Κι εσύ Μαρία, σήκω να χορέψουμε!
Όλοι πάγωσαν. Τέτοια προσβολή! Η Μαρία δεν τα ‘χασε και με σταθερή φωνή του είπε:
— Δε χορεύω με το ζόρι!
Αυτό ήτανε. Η συνοδεία του Αφέντη του Αγά σήκωσε τα όπλα, οι δικοί μας τράβηξαν τα σπαθιά…
Του Γιώργη τα χείλια τρέμανε απ’ το κακό του…
— Αρκετά! φώναξε και τράβηξε το σπαθί του. Τώρα θα δει!…
— Μη! Του φώναξαν οι άλλοι και τον κράτησαν σφιχτά απ’ τα χέρια.
— Αφήστε με! Αρκετά πια με τον Αφέντη τον Αγά!
— Δεν έχει νόημα, Γιώργη, του είπαν οι άλλοι. Είμαστε λίγοι κι είναι πολλοί.
— Δεν είμαστε πια λίγοι, είπε ο Γιώργης. Και στ’ άλλα τα χωριά το ‘χουν αποφασίσει. Οι δικοί μας πού είναι τώρα;
— Οι ανήμποροι πήγανε σ’ άλλα χωριά πιο ήσυχα. Οι νέοι βγήκαν στο βουνό, είπε το Παγόνι.
— Εμπρός, λοιπόν, για το βουνό!
Είχε ξεμυτίσει ο ήλιος απ’ την ανατολή, όταν έφτασαν στους πρόποδες του βουνού. Όλα ήταν ήσυχα. Τίποτε δε φαινόταν, τίποτε δεν ακουγόταν… και ξαφνικά… κοκκίνισε το βουνό απ’ τα φεσάκια και μια ελληνική σημαία ξεδιπλώθηκε.
— Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
Ήταν κοριτσίστικη φωνή, που το είπε, αλλά αρκετά δυνατή για να καταλάβει ο Γιώργης τη φωνή της Μαρίας. Με φτερά στα πόδια ανέβαιναν τώρα το βουνό, να ενωθούν με τους άλλους.
Ήταν 22 Μαρτίου του 1821.
Ευγενία Φακίνου
Φυσικά καταλάβατε ότι η βιβλιοπαρουσίαση της μικρής μας Ερμιόνης είχε να κάνει με την επέτειο της 25ης Μαρτίου …Το αγαπημένο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου μας ”έμπασε” με τον πιο παραστατικό τρόπο στα γεγονότα του 1821 και στην πιο σημαντική προσπάθεια του ελληνικού έθνους να αποτινάξει τον τουρικικό ζυγό τετρακοσίων χρόνων ώστε να καταφέρει να ζήσει και πάλι ελεύθερο και περήφανο.Οι ανθρώπινες φιγούρες, τα καράβια, τα λουλούδια και τα πουλιά που κέντησαν και ύφαναν οι κοπελιές στα προικιά τους έγιναν ένα όμορφο παραμύθι.Ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τα κεντήματα, τα λιθόγλυπτα και τα υφαντά της ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Πολλά πολλά συγχαρητήρια στο κορίτσι μας ,το έργο της δωρίστηκε στο νηπιαγωγείο και φυσικά μπήκε και στο σκηνικό της γιορτής μας .
Και τα ελληνάκια από τα παιδιά !!!