Τελειώνοντας τη διαθεματική ενότητα της Ειρήνης και σε μια προσπάθεια να συνδέσουμε τις προηγούμενες γνώσεις μας με τις επόμενες αναφερόμαστε στον κατακλυσμό του Νώε.
…Μόλις πέρασε το χρονικό διάστημα, που είχε ορίσει ο θεός, ο κατακλυσμός σταμάτησε. Τα νερά, σιγά-σιγά, άρχισαν να χαμηλώνουν και η κιβωτός κάθισε πάνω στο βουνό Αραράτ. Ο Νώε και οι δικοί του ήταν τώρα χαρούμενοι και περίμεναν με ανυπομονησία.
Ο Νώε άνοιξε τότε το φεγγίτη της κιβωτού και άφησε να πετάξει έξω ένα κοράκι, για να δει αν είχαν τα νερά χαμηλώσει πολύ. Το πουλί δε γύρισε πίσω, πράγμα που σήμαινε ότι είχε βρει στεριά.
Ύστερα, ο Νώε άφησε να φύγει ένα περιστέρι. Αλλά το πουλί αυτό δε βρήκε τροφή και γύρισε πίσω. Ο Νώε έβγαλε το χέρι του από το φεγγίτη, το έπιασε και το έφερε μέσα στην κιβωτό.
Περίμενε ακόμα εφτά μέρες και ύστερα έστειλε πάλι έξω το περιστέρι. Το πουλί γύρισε πίσω το βράδυ και, αυτή τη φορά, είχε στο ράμφος του ένα κλαδάκι ελιάς. Έτσι ο Νώε κατάλαβε ότι τα νερά είχαν πια χαμηλώσει αρκετά.
Κι έτσι μας δίνεται η αφόρμηση για να συζητήσουμε για το ευλογημένο αυτό δέντρο της ελιάς.
Ξεκινάμε με το παραμύθι της ελιάς:
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν Ελιά.
Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.
Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε. Βγήκε στη γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά της λίγο φαΐ.
Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη, της μαγείρεψε, της σκούπισε το σπίτι, την έπλυνε, την ταΐσε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και ήλιο.
Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους.
Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε, ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.
Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν.
– Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία.
Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη – και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα – δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος.
Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:
– Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.
Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε:
– Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;
– Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.
– Και τι θέλεις, δηλαδή;
– θέλω να τους γίνω χρήσιμη, θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά.
-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;
– Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα από τη στενοχώρια μου;
– Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι, θα σε κάνω αυτό που θέλεις. Και τσουπ! την άγγιξε με το ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα μεγάλο δέντρο, που έβγαλε φύλλα, λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές πράσινες, μωβ, μαύρες.
Έπεσαν στη γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν, έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο ελαιώνα.
Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές, έβγαλαν λάδι, έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν τα μαγουλά τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και να ζουν ευτυχισμένοι.
Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι τους, το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην Παναγιά και στο Χριστό, την καλοσύνη της ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.
Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι ο Χριστός κάτω απ” την ελιά ήρθε και ξεκουράστηκε.
Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν έρχονται οι άνθρωποι να τη μαζέψουν να “ναι γεμάτη ελιές, να χορταίνουν οι φτωχοί, και να φωτίζονται απ” τις καντήλες όλες οι εκκλησιές.
Ζωγραφίζουμε τις εντυπώσεις μας :
[slideboom id=858512&w=425&h=370]
Παρακολουθούμε βίντεο σχετικό με το μάζεμα της ελιάς
αλλά και της παραγωγής λαδιού
Επισκεπτόμαστε τον ελαιώνα του κ. Πέσιου Θανάση στις Αμπελειές. Τα παιδιά εκεί έχουν την ευκαιρία να πιάσουν τα χτένια και να κατεβάσουν τις δικές τους ελιές τις οποίες στη συνέχεια αφού πρώτα τις παρατηρούμε και λύνουμε τις απορίες μας για το χρώμα τους και την γεύση τους τις μαζεύουμε σε τελαράκι και τις βάζουμε σε σακούλα για να τις πάρουμε μαζί μας στο νηπιαγωγείο μας. Ο κ. Θανάσης και η κ. Ελένη γνωρίζοντας ότι θα κουραστούμε τόσο πολύ από το λιομάζωμα μας προσφέρουν κουλουράκια και χυμούς κι εμείς στρώνουμε τις κουβερτούλες μας και κάνουμε το πρώτο μας για τη φετινή χρονιά πικ- νικ .
Επιβιβαζόμαστε στα λεωφορεία και συνεχίζουμε την εκπαιδευτική διαδρομή μας με την επίσκεψη μας στο ελαιοτριβείο των Γιαννιτσών του κ. Χαχαμίδη.
Παρακολουθούμε μέσα από την ξενάγηση που μας έκανε ο κ. Χαχαμίδης όλη τη διαδικασία της παραγωγής λαδιού ζωντανά αυτή τη φορά. Στην έξοδο μας προσφέρουν λάδι που μόλις έχει φτιαχτεί και εμείς βουτάμε τα ψωμάκια μας και το δοκιμάζουμε.
Η επίσκεψη μας κλείνει με το δώρο του κ. Κώστα στα νηπιαγωγεία μας: ελιές για να φυτέψουμε στην αυλή μας…Φεύγοντας τον ευχαριστούμε και του υποσχόμαστε πως κάποτε από αυτά τα δέντρα που μας χάρισε θα του φέρουμε ελιές για να μας φτιάξει λάδι!!!!
Ευχαριστούμε για μια ακόμη φορά τις μανούλες που μας συνόδεψαν σήμερα. Η βοήθειά τους ήταν για άλλη μια φορά ανεκτίμητη.